Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Διαταραχή ελλειματικής προσοχής – Υπερκινητικότητα(ΔΕΠΥ): Τα οφέλη της άσκησης για τα παιδιά και η ψυχοπαιδαγωγική αντιμετώπιση


Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) [Attention Deficit Hyperactivity Disorder (ADHD)], αποτελεί μία από τις συχνότερα εμφανιζόμενες διαταραχές σε παιδιά σχολικής ηλικίας. Ερευνητικές μελέτες δείχνουν ότι η ΔΕΠΥ είναι οργανικής...
προέλευσης, στην οποία εμπλέκονται γενετικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες και εμπεριέχει νοητικές και νευροψυχολογικές δυσλειτουργίες. Η ΔΕΠΥ είναι μία εκ γενετής διαταραχή και διαρκεί εφ’ όρου ζωής. Κάποια από τα συμπτώματά της εμφανίζονται πριν από την ηλικία των 7 ετών και εκδηλώνονται οπωσδήποτε σε τουλάχιστον δύο περιβάλλοντα. Η ΔΕΠΥ σύμφωνα με τα Διαγνωστικά Κριτήρια DSM-IV (1996) εντάσσεται μαζί με τη Διαταραχή της Διαγωγής και την Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή στην κατηγορία «Διαταραχές Ελλειμματικής Προσοχής και Διασπαστικής Συμπεριφοράς» και συγχρόνως στην ευρύτερη κατηγορία «Διαταραχές που συνήθως διαγιγνώσκονται για πρώτη φορά κατά τη βρεφική, παιδική ή εφηβική ηλικία». Η ΔΕΠΥ είναι μία αναπτυξιακή διαταραχή που έχοντας ως πρωτογενή χαρακτηριστικά τα συμπτώματα της απροσεξίας και της υπερκινητικότητας – παρορμητικότητας επιμένει στο χρόνο και μπορεί να προκαλέσει σημαντικές και ποικίλες δυσκολίες τόσο στο ίδιο το παιδί, όσο και στο περιβάλλον του. Η ΔΕΠΥ, σύμφωνα με διεθνείς έρευνες κυμαίνεται από 3-5% του μαθητικού πληθυσμού

Διαγνωστικά κριτήρια για τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας (DSM-IV)
Α. Είτε το (1) είτε το (2):
(1) Έξι (ή περισσότερα) από τα παρακάτω συμπτώματα απροσεξίας έχουν επιμείνει για τουλάχιστον έξι μήνες σε βαθμό που είναι δυσπροσαρμοστικός και ασύμφωνος με το αναπτυξιακό επίπεδο:

Απροσεξία
α) συχνά αδυνατεί να εστιάσει την προσοχή του σε λεπτομέρειες ή κάνει λάθη απροσεξίας στο σχολείο, στη δουλειά ή σε άλλες δραστηριότητες
β) συχνά δυσκολεύεται να διατηρήσει την προσοχή του στα καθήκοντά του ή σε δραστηριότητες παιχνιδιού
γ) συχνά δεν φαίνεται ν’ ακούει όταν του μιλούν κατευθείαν
δ) συχνά δεν ακολουθεί μέχρι τέλους οδηγίες και αδυνατεί να τελειώσει σχολικές εργασίες, μικροθελήματα ή υποχρεώσεις στο χώρο εργασίας του (χωρίς να οφείλεται σε εναντιωτική συμπεριφορά ή αδυναμία να καταλάβει οδηγίες)
ε) συχνά έχει δυσκολία να ολοκληρώσει καθήκοντα και δραστηριότητες
στ) συχνά αποφεύγει, δεν του αρέσουν ή είναι απρόθυμο να εμπλακεί σε καθήκοντα που απαιτούν σταθερή και διαρκή νοητική προσπάθεια (όπως σχολική εργασία ή προετοιμασία για το σχολείο στο σπίτι)
ζ) συχνά χάνει πράγματα απαραίτητα για καθήκοντα ή δραστηριότητες (π.χ. παιχνίδια, σχολικές εργασίες, μολύβια, βιβλία, ή εργαλεία)
η) συχνά διασπάται εύκολα η προσοχή του από εξωτερικά ερεθίσματα
θ) συχνά ξεχνά καθημερινές δραστηριότητες
(2) Έξι (ή περισσότερα) από τα παρακάτω συμπτώματα υπερκινητικότητας – παρορμητικότητας έχουν επιμείνει για τουλάχιστον έξι μήνες σε βαθμό που είναι δυσπροσαρμοστικός και ασύμφωνος με το αναπτυξιακό επίπεδο:

Υπερκινητικότητα
α) συχνά κινεί νευρικά χέρια και πόδια ή στριφογυρνά στη θέση του
β) συχνά σηκώνεται από τη θέση του στην τάξη ή σε άλλες καταστάσεις στις οποίες το αναμενόμενο είναι να παραμείνει καθισμένο
γ) συχνά τρέχει γύρω γύρω ή σκαρφαλώνει με τρόπο υπερβολικό σε καταστάσεις όπου αυτή η συμπεριφορά δεν ταιριάζει (σε εφήβους ή ενηλίκους μπορεί να περιορίζεται σε υποκειμενικά αισθήματα κινητικής ανησυχίας)
δ) συχνά δυσκολεύεται να παίζει ή να εμπλέκεται σε δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, ήσυχα
ε) συχνά μιλά υπερβολικά

Παρορμητικότητα
στ) συχνά ξεστομίζει απερίσκεπτα απαντήσεις πριν ολοκληρωθούν οι ερωτήσεις
ζ) συχνά δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του
η) συχνά διακόπτει ή «χώνεται» σε άλλους (π.χ. παρεμβαίνει απρόσκλητα σε συζητήσεις ή παιχνίδια)
Β. Μερικά συμπτώματα υπερκινητικότητας – παρορμητικότητας που προκάλεσαν έκπτωση ήταν παρόντα πριν την ηλικία των 7 ετών.
Γ. Κάποια έκπτωση από τα συμπτώματα είναι παρούσα σε δύο ή περισσότερους τομείς.
Δ. Πρέπει να υπάρχει σαφής απόδειξη κλινικά σημαντικής έκπτωσης στην κοινωνική, σχολική ή επαγγελματική λειτουργικότητα.
Ε. Τα συμπτώματα δεν συμβαίνουν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της πορείας κάποιας βαριάς εκτεταμένης διαταραχής της ανάπτυξης, της σχιζοφρένειας ή άλλης ψυχωτικής διαταραχής και δεν εξηγούνται καλύτερα ως κάποια άλλη ψυχική διαταραχή (π.χ. διαταραχή της διάθεσης, αγχώδης διαταραχή, διασχιστική διαταραχή, ή διαταραχή της προσωπικότητας).
Σημείωση: Για άτομα (ιδίως εφήβους ή ενηλίκους) που τώρα έχουν συμπτώματα που δεν πληρούν πια όλα τα κριτήρια, πρέπει να μπει ο προσδιορισμός «Σε μερική Ύφεση».

Η ΔΕΠΥ μπορεί να παρουσιαστεί σε τρεις τύπους:
1. Συνδυασμένος τύπος, όπου το παιδί παρουσιάζει συμπτώματα απροσεξίας, υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας
2. Απρόσεκτος τύπος, όπου το παιδί παρουσιάζει κυρίως συμπτώματα απροσεξίας
3. Υπερκινητικός – παρορμητικός τύπος, όπου το παιδί παρουσιάζει κυρίως συμπτώματα υπερκινητικότητας – παρορμητικότητας

Η ΔΕΠΥ εκτός από συμπεριφοριστικά προβλήματα δημιουργεί δυσκολίες και στον ψυχικό κόσμο του παιδιού, στην αυτοεκτίμηση και την εικόνα του εαυτού. Παρουσιάζει δυσκολίες στο να δημιουργήσει φιλίες και να κάνει παρέα με τους συνομηλίκους του. Προτιμά μικρότερα παιδιά, με ρόλο αρχηγού. Με δεδομένη τη μαρτυρία, ότι η ΔΕΠΥ είναι ένα κλινικό πρόβλημα με επιπτώσεις στη συμπεριφορά του παιδιού είναι πιθανό να εμφανίζεται και στο σπίτι (μελέτη) και στο σχολείο (επιδόσεις), αλλά και σε άλλους χώρους. Μπορούμε να διακρίνουμε επιπτώσεις στην κοινωνικοποίηση του παιδιού, στις ενδοοικογενειακές και ενδοσχολικές σχέσεις, στον τρόπο μάθησης του παιδιού και στις μαθησιακές του επιδόσεις στην αυτο-αντίληψη και αυτο-εκτίμηση του. Επίσης, επηρεάζονται σημαντικά η οπτική και ακουστική αντίληψη, η μνήμη, ο ρυθμός και γενικότερα η ικανότητα αυτορρύθμισης.

Τα περισσότερα προγράμματα αντιμετώπισης της ΔΕΠΥ συνιστούν το συνδυασμό Θεραπείας Συμπεριφοράς και Φαρμακοθεραπείας. Η παρέμβαση πρέπει να εξατομικεύεται και ο σχεδιασμός της θεραπείας πρέπει να γίνεται με βάση τις ανάγκες του παιδιού. Η θεραπεία συμπεριφοράς μπορεί να είναι αποτελεσματική στις ήπιες περιπτώσεις ΔΕΠΥ, ενώ στα παιδιά που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία συμπεριφοράς ή παρουσιάζουν πιο σοβαρές μορφές της νόσου απαιτείται φαρμακοθεραπεία, συνήθως με διεγερτικά.

Συχνά τα παιδιά εκτός από ΔΕΠΥ παρουσιάζουν συνοδές δυσκολίες οι οποίες είναι σημαντικό να αντιμετωπιστούν, ακόμα και στις περιπτώσεις που τα κύρια συμπτώματα της ΔΕΠΥ έχουν ελαττωθεί με τη θεραπεία. Συχνά συνιστάται εξάσκηση στις κοινωνικές δεξιότητες ώστε να μπορέσουν τα παιδιά να αναπτύξουν σχέσεις, ατομική ψυχοθεραπεία στις περιπτώσεις που υπάρχει χαμηλή αυτοεκτίμηση ή συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα, ώστε να αντιμετωπιστούν οι μαθησιακές δυσκολίες.

Χρήσιμες συμβουλές για την αντιμετώπιση της Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας
Η άθληση ως θεραπευτικός παράγοντας

Κρίσιμη σημασία αποκτά η ενσωμάτωση της άσκησης στη ζωή ενός παιδιού με ΔΕΠΥ. Η φυσική άσκηση και η άθληση συνεισφέρουν βελτιώνοντας την διάθεση και τη συγκέντρωση, καλλιεργούν υγιείς συνήθειες και βοηθούν στην ανακούφιση από το στρες και την ματαίωση που συχνά συνοδεύουν την ΔΕΠΥ. Η άσκηση επιτρέπει στα παιδιά να εκτονώνουν την ενέργεια τους και μειώνει την παρορμητικότητα και υπερκινητικότητα που συνδέεται με την ΔΕΠΥ. Αθλήματα που απαιτούν απομνημόνευση και αλληλουχία κινήσεων βοηθούν ένα παιδί με ΔΕΠΥ να εστιάσει την προσοχή του και να επαναλάβει μαθημένα κινητικά πρότυπα. Η άθληση και η γυμναστική είναι ιδιαίτερα ωφέλιμες στον κοινωνικό τομέα και στην ανάπτυξη δεξιοτήτων συμπεριφοράς. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί, ότι οι περισσότεροι ειδικοί πιστεύουν ότι τα ατομικά αθλήματα είναι πιο κατάλληλα για τα παιδιά με ΔΕΠΥ σε σχέση με τα ομαδικά. Τα ομαδικά μάλιστα, αθλήματα που απαιτούν σωματική επαφή είναι η χειρότερη επιλογή σε αυτές τις περιπτώσεις. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ τα πηγαίνουν καλύτερα όταν οι γυμναστές ασχολούνται πολύ μαζί τους και τα βοηθούν σε ατομικό επίπεδο. Γι’ αυτό, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να τα καταφέρουν σε ατομικά αθλήματα όπως η κολύμβηση, οι καταδύσεις, η πάλη, οι πολεμικές τέχνες, το τένις. Μολονότι τα αθλήματα είναι ατομικά, τα παιδιά με ΔΕ/Υ έχουν πολλά κοινωνικά οφέλη, καθώς συνήθως η διδασκαλία γίνεται σε ομάδες παιδιών. Πράγματι, το να μάθουν να είναι μέλη μιας ομάδας βελτιώνει την αυτοεκτίμηση και ενδυναμώνει την απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων, συνεισφέροντας στην αντιμετώπισης των ενυπαρχουσών δυσκολιών. Ωστόσο, είτε διαλέξουν ατομικό, είτε ομαδικό άθλημα, είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός γυμναστή με γνώσεις πάνω στη ΔΕΠΥ που θα κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές και τροποποιήσεις για να μπορεί ένα παιδί με ΔΕΠΥ να συμμετέχει.

Ψυχοπαιδαγωγικές κατευθύνσεις
Βεβαιωθείτε ότι υπάρχει κάποιος ειδικός που να μπορείτε να τον συμβουλευτείτε όταν συναντήσετε πρόβλημα (ειδικός σε μαθησιακές δυσκολίες, σχολικός ψυχολόγος). Ρωτήστε το μαθητή για το τι θα τον βοηθούσε. Αυτή η εύλογη κίνηση παραβλέπεται σχεδόν πάντα. Εμείς οι ενήλικες είμαστε συνήθως τόσο απασχολημένοι στην προσπάθειά μας να ανακαλύψουμε μόνοι μας τι είναι καλό γι’ αυτά τα παιδιά και τι οφείλουμε να κάνουμε γι’ αυτά, που μας διαφεύγει να διατυπώσουμε ερωτήσεις για το τι νομίζουν τα ίδια ότι θα τα βοηθούσε. Προσπαθήστε να καθίσετε μαζί με το παιδί κάνοντάς του ερωτήσεις για το πώς θα μπορούσε να μάθει καλύτερα. Επιπροσθέτως, ειδικά σε σχέση με τα μεγαλύτερα παιδιά, βεβαιωθείτε ότι το παιδί γνωρίζει τι είναι η ΔΕΠΥ. Αυτό θα βοηθήσει αρκετά και τους δυο σας.
Να θυμάστε το συναισθηματικό κομμάτι που εμπερικλείει η διαδικασία της μάθησης. Τα παιδιά χρειάζονται βοήθεια για να βρουν ευχαρίστηση μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία για να αντικαταστήσουν με επιτυχία την αποτυχία και τη ματαίωση, με ενθουσιασμό την ανία και το φόβο. Είναι απαραίτητο να δώσετε προσοχή στα συναισθήματα που εμπλέκονται στη διαδικασία της μάθησης.
Να θυμάστε ότι τα παιδιά με ΔΕΠΥ έχουν ανάγκη από τη δομή και την οργάνωση. Το περιβάλλον τους οφείλει να δομεί εξωτερικά αυτό που εκείνα δεν μπορούν να δομήσουν εσωτερικά από μόνοι τους. Φτιάξτε λίστες. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ ωφελούνται πολύ από έναν πίνακα ή μια λίστα που θα χρησιμοποιούν ως σημείο αναφοράς όταν χάνονται κατά τη διάρκεια μίας δραστηριότητάς τους.
Θέστε όρια και περιορισμούς. Στόχος της επιβολής ορίων είναι να συγκρατήσετε και να καθησυχάσετε τα παιδιά, όχι να τα τιμωρήσετε. Να επιβάλλετε τα όρια με συνέπεια, λογική, γρήγορα και απλά. Οι μακροσκελείς συζητήσεις σάς απομακρύνουν από το στόχο σας. Μη χάνετε τον έλεγχο της κατάστασης.
Κάντε χιούμορ, διασκεδάστε τη διδασκαλία, αποφύγετε να είστε κοινότοποι και συμβατικοί. Τα άτομα με ΔΕΠΥ αγαπούν την καινοτομία. Μετατρέψτε τη μελέτη και την εργασία σε ομαδικό παιχνίδι. Το κίνητρο της ομάδας βοηθάει το παιδί με ΔΕΠΥ. Βοηθήστε τα παιδιά να ενταχθούν κοινωνικά. Όσο αισθάνονται ότι ανήκουν στο σύνολο, θα έχουν κίνητρα και δε θα αποσπάται η προσοχή τους.
Ενισχύστε και δομήστε ένα πλαίσιο για αυτοαναφορά και αυτοπαρακολούθηση. Μικρές συζητήσεις στο τέλος της ημέρας μπορεί να αποδειχτούν χρήσιμες. Προετοιμάστε τα παιδιά για οτιδήποτε είναι εκτός προγράμματος. Τα παιδιά αυτά έχουν ανάγκη να γνωρίζουν προκαταβολικά αυτό που πρόκειται να συμβεί έτσι ώστε να προετοιμαστούν ψυχολογικά. Αν ξαφνικά τους δοθεί ελεύθερος χρόνος και βγουν από το πρόγραμμά τους θα εμφανίσουν υπερδιέγερση.
Να θυμάστε ότι μπορείτε πάντα να συμβάλλετε με καθοριστικό τρόπο, τόσο στην ύφεση των δυσκολιών που συνεπάγεται η ΔΕΠΥ, όσο, κυρίως, στην πρόοδο και ευημερία των παιδιών. Αρκεί να σκεφτείτε πόσο κόπο και συνέπειες μελλοντικά, κυρίως για το παιδί, θα αποτρέψετε.
Πηγη