Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Θεσμική κρίση: Το τέλος της ιδιόκτητης «Δημοκρατίας»


Γράφει ο Γρ. Σουλτάνης Απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος
Δύο από τα ευρήματα της ετήσιας πανελλαδικής έρευνας που διενήργησε η εταιρία δημοσκοπήσεων public issue και τα οποία δημοσιεύθηκαν πριν ένα διάστημα, αποκαλύπτουν την κρισιμότητα του βαθμού απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Ανάλογα έρευνες στη Γαλλία εμφανίζουν σχεδόν ίδια ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία.
Το σύνολο από τους επιμέρους θεσμούς που συναπαρτίζουν το πολιτικό σύστημα δεν χαίρει ουδεμίας εκτίμησης από τη κοινή γνώμη, αφού δεν μπορεί να κερδίσει έστω και τη στοιχειώδη εμπιστοσύνη του.
Ένα δεύτερο στοιχείο της έρευνας αφορά τη εκτίμηση, αναφορικά με ποιο τρόπο μπορεί να αλλάξει η κοινωνία. Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ότι ένα μεγάλο ποσοστό, της τάξης του 33%, πιστεύει ότι η κοινωνία μπορεί να αλλάξει μέσω μιας επανάστασης, γεγονός που δείχνει ότι υπάρχει μία όλο και περισσότερο διογκούμενη επαναστατική μάζα, ικανή να ανατρέψει το σύστημα.
Τηρουμένων των αναλογιών, το σύστημα βρίσκεται στη κατάσταση απονομιμοποίησης που βρέθηκε κατά τη περίοδο των μεγάλων επαναστάσεων του πρώτου μισού του 19ου αιώνα και κατά τη περίοδο του μεσοπόλεμου κατά τον 20ο. Αν η πρώτη κρίση οδήγησε στην εμφάνιση των εθνών-κρατών και η δεύτερη, στις μεγάλες ανατροπές του 20ου αιώνα-με το ναζισμό, φασισμό και Σοβιετικό κομμουνισμό- η παρούσα παρατεταμένη κρίση από τη δεκαετία του 1970-και για την Ελλάδα από το 1980-θα οδηγήσει λογικά σε νέα θεσμικά μορφώματα που θα έχουν απρόβλεπτη μορφή.
Αναμφισβήτητα, η νέα πραγματικότητα του παγκόσμιου ανταγωνισμού που τείνει να μετατρέψει τη Δύση από κέντρο σε περιφέρεια, εντείνει τη διαδικασία αυτής της μεταμόρφωσης. Εντούτοις, η ιδιαιτερότητα της παρούσας θεσμικής κρίσης, έγκειται στο γεγονός ότι η αμφισβήτηση της εξουσίας δεν γίνεται με αίτημα την χορήγηση δικαιωμάτων, όπως στο παρελθόν, αλλά με ένα αδιαπραγμάτευτο ανοικτό αίτημα αλλαγής που επικεντρώνεται στην αμφισβήτηση και ανατροπή του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Η δυσκολία άλλωστε- ώστε αυτή η αμφισβήτηση να εκλάβει συγκεκριμένη πολιτική μορφή- βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν αφορά μια ιδεολογία ή επιμέρους όψεις του πολιτικού συστήματος, αλλά το σύνολό του. Αυτό που χρεοκόπησε στη συνείδηση των ανθρώπων είναι η ίδια η φιλελεύθερη Res Publica, ως τρόπος θέσμισης των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, κι αν συνυπολογιστεί η μετάβαση από το φορντικό στο ευέλικτο μοντέλο συσσώρευσης, η παρούσα κρίση έχει χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν αναλογικά, στις περιόδους μετάβασης από τον φεουδαρχικό θεσμό στην απολυταρχία και από την απολυταρχία στον κοινοβουλευτισμό. Μια ενδεχόμενη μετάβαση δεν αφορά μόνο το οικονομικό μοντέλο αλλά και το πολιτειακό.
Το ζήτημα είναι, ποια θα είναι η μορφή της συλλογικότητας που θα διεκδικήσει την ανατροπή, ποιας μορφής πολιτική συγκρότηση θα την εκφράσει, και στη βάση ποιών πολιτικών αιτημάτων θα μπορούσε να καταστεί δυνατός ένα διαφορετικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνικής ζωής.
Ο Wallerstein ήδη από το 2009 μίλησε για μια πραγματική και όχι περιστασιακή κρίση του αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός και που θα επιφέρει και το τέλος του. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η ελληνική οικονομία, όντας μέσα στο σκληρό καπιταλιστικό πυρήνα λόγω της ΟΝΕ, ουσιαστικά εγγράφουν στο εσωτερικό αυτό που συμβαίνει στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Οι ιδιοκτήτες της «Δημοκρατίας»
Η έπαρση και η φιλαυτία με την οποία κάθε τόσο τα στελέχη του πολιτικού συστήματος αναφέρονται στον «δημοκρατικό πολιτισμό» και την «δημοκρατία» που επετεύχθη κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, κορυφώνεται με την αμίμητη έκφραση: «Η δημοκρατία μας και οι δημοκρατική μας θεσμοί, δεν κινδυνεύουν»-κάτι που θυμίζει τις δηλώσεις του αρχηγού της εθνικής Ελλάδος! Πολύ σωστά βέβαια το πολιτικό προσωπικό χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό. Βέβαια η προπαγανδιστική αξία της έκφρασης αυτής, δια της αναγωγής του ατόμου στο πλήθος του έθνους, επιδιώκει να εξάρει τα δημοκρατικά μεταπολιτευτικά επιτεύγματα του ελληνικού έθνους ώστε να εκβιάσει την συναισθηματική έξαρση και διανοητική μέθη. Εντούτοις, η ονομαστική και κυριολεκτική χρήση της, είναι αρκούντως ειλικρινής και αντικειμενική. Η περίφημη «δημοκρατία μας», είναι γεγονός ότι ανήκει, ως ιδιοκτησιακό καθεστώς, στο πολιτικό προσωπικό της χώρας και στα διακομματικά και διαπλεκόμενα συμφέροντα που το στηρίζουν. Εννοείται ότι οι σύγχρονοι σκλάβοι, τους οποίους με περισσή στρεψοδικία οι κοινοβουλευτικοί ολιγάρχες αποκαλούν «πολίτες», θα όφειλαν να αναπαράγουν ως ηχεία, την ιδεολογία της εξουσίας. Ευτυχώς που ο Αριστοτέλης προσδιόρισε ότι η ιδιότητα του πολίτη ανήκει μόνο σε εκείνους που συμμετέχουν στην ψήφιση των νόμων και στις αποφάσεις τις δικαιοσύνης. Εξάλλου, όπως λέει ο Θρασύμαχος, όσο και ο Καλλικλής , το Δίκαιο είναι το συμφέρον του εξουσιαστή, και οι νόμοι, η θεσμοθετημένη βούληση των ισχυρών. Άρα εμείς οι έλληνες «πολίτες», δηλαδή, υπήκοοι και πολιτικοί σκλάβοι, δεν έχουμε κανένα λόγο ώστε να αισθανόμαστε υπερήφανοι από τις ενθουσιώδεις δηλώσεις των ιδιοκτητών της «Δημοκρατίας». Οι ιδιοκτήτες, αποφασίζουν και νομοθετούν, ελέγχουν το δικαστικό σώμα, και τα ΜΜΕ, ενώ μας παρέχουν την ιδιότητα του ψηφοφόρου, το οποίο και κατ’ ευφημισμόν αναφέρεται ως δικαίωμα: δικαίωμα στην μόνη επιλογή, να είσαι πολιτικός σκλάβος. Ουσιαστικά, αυτό που συμβαίνει καταδηλώνεται από τη λαϊκή παροιμία: «Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει».

Εκποίηση κράτους, έθνους και ιστορίας

Ο Π. Κονδύλης επιχειρώντας να ερμηνεύσει την διαχρονική κυριαρχία της διαπλοκής πμεταξύ πολιτικής και μεταπρατικής τάξης, από τον εμφύλιο έως σήμερα, αναφέρεται στη μεταμόρφωση ενός καθεστώτος πατριαρχισμού σε καθεστώς νόθας μαζικής δημοκρατίας. Οι νεόπλουτοι κατοχικοί μεταπράτες μεταμορφώθηκαν σε εργολάβους μεταπράτες δημοσίων έργων και εισαγωγών παρεμποδίζοντας την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Το πολιτικό σύστημα από πατριαρχικό- κοτζαμπασικό μεταμορφώθηκε σε πελατειακό, ενώ οι πελατειακές ανάγκες οδήγησαν το σύστημα να γίνει ο αγωγός της εκποίησης της χώρας, με αντάλλαγμα την διαιώνισή του. Η νομή της εξουσίας προς όφελος των φιλόδοξων και αυτάρεσκων στελεχών της κομματοκρατίας, μέσα από το κοινοβουλευτικό παιχνίδι και με τη δέουσα βέβαια εθνικιστική πλειοδοσία, οδήγησε στην κομματική εκποίηση του κράτους. Ταυτόχρονα, η απληστία των μεταπρατών και των τραπεζιτών, οδήγησαν στον καταναλωτικό αφελληνισμό. Ο Κονδύλης κλείνει την ανάλυσή του γράφοντας: «..η νεοελληνική ιστορία, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στα τελευταία διακόσια χρόνια, κλείνει τον κύκλο της..»
Δυστυχώς, τα όσα είχε προβλέψει ο Κονδύλης έντεκα χρόνια πριν, επιβεβαιώνονται δραματικά.
Η χρεοκοπία του αντιπροσωπευτικού συστήματος
Η υποτιθέμενη κρίση (οικονομίας, αξιών, ηθικής, πολιτικής, πολιτισμού, γένους, έθνους κτλ.), είναι το φυσικό αποτέλεσμα του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Συνιστά μια βαθειά θεσμική και πολιτειακή κρίση. Ως εκ τούτου, η υποτιθέμενη επίσης έξοδος από την κρίση, από μέρους του συστήματος, είναι η μεγάλη ευκαιρία του κοινοβουλευτισμού, ώστε με το πρόσχημα της «θεραπείας» και της «αλλαγής», αναφορικά με την κρίση, να επιτύχει μία ολοκληρωτική θεσμική μεταβολή που θα το περισώσει.
Η παρούσα κρίση εμφανίζεται πρωτίστως ως οικονομική. Αυτό δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι οι οικονομικοί θεσμοί αποτελούν μέρος μιας γενικότερης ρύθμισης στα πλαίσια του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου. Η οικονομική κρίση είναι αποτέλεσμα των θεσμικών καταναγκασμών, που επιβάλλουν ένα συγκεκριμένο μοντέλο που οδηγεί σε κρίση. Όμως οι θεσμικοί καταναγκασμοί που απαγορεύουν ή επιτρέπουν, σχετίζονται με το νομικό, πολιτικό και πολιτειακό ζήτημα και τέλος το κοινωνικό, ως κατασκευή των θεσμών. Αν το ζήτημα της κρίσης φαίνεται ως ζήτημα που αφορά τον τεχνοκρατικό οικονομισμό, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα είναι σε τέτοιο βαθμό στην υπηρεσία των καπιταλιστικών ρυθμίσεων, έτσι ώστε να είναι μη διακριτή η ιεραρχική σχέση τους. Άλλωστε η διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου μέσω των καπιταλιστικών ρυθμίσεων, αναδεικνύει και την ιδιαίτερη σημασία τους.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο μεταδημοκρατίας που επιχειρεί να εφαρμόσει η ευρωπαϊκή ελίτ στη Ελλάδα, μοντέλο για ευρύτερη εφαρμογή, έχει τέσσερεις πτυχές: οικονομική, κοινωνική, πολιτική και διεθνιστική. Η οικονομική πτυχή έχει να κάνει με το μοντέλο της ευέλικτης συσσώρευσης κεφαλαίου, το οποίο θα επιφέρει τη δραματική αλλαγή των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων. Η πολιτική πτυχή σχετίζεται με την αναδιάταξη της πολιτικής εξουσίας σε σχέση με την εξουσία των Αγορών, την αλλαγή του πολιτικού συστήματος, την μείωση των πολιτικών δικαιωμάτων και την εξουσιαστική παραγωγή του δικαίου. Τέλος, η διεθνιστική πτυχή, σχετίζεται με τον νέο ρόλο του κράτους αναφορικά με το εσωτερικό όσο και με το διεθνές σύστημα.
Αυτό που επιχειρείται με το μνημόνιο είναι μια δομική κοινωνική μεταβολή: η αναδιάρθρωση των οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών συνθηκών. Οι πρωτεργάτες του, με ένα μπαράζ νομοθετικών προϊόντων, επιχειρούν να μεταβάλλουν τις παραγωγικές σχέσεις, δηλαδή την οικονομική δομή, γεγονός που θα μεταβάλλει τις εν γένει κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες.
Είναι αναμενόμενο ότι η δυναμική αυτής της μεταβολής-αν δεν υπάρξει ανατροπή-θα επιφέρει και την αλλαγή των πολιτικών θεσμών. Η κοινωνική μεταβολή θα λειτουργήσει ως νομιμοποιητικός παράγοντας της πολιτικής μεταβολής. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική εξουσία θα επιχειρήσει συνταγματικές ρυθμίσεις που να νομιμοποιούν τον απολυταρχισμό, ίσως και με την παράκαμψη των νομότυπων κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Ένα τέτοιο μέσο μπορεί να είναι η διενέργεια δημοψηφισμάτων με διλημματικό χαρακτήρα, τα αποτελέσματα του οποίου η εξουσία να ερμηνεύει κατά το δοκούν, με στόχο την άντληση λαϊκής νομιμοποίησης.
Η μνημονιακή εξουσία στα πλαίσια της μεταδημοκρατίας, επιδιώκει την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης εκδοχής του δικαίου, έτσι όπως έχει εμφανισθεί σε κείμενα του Hayek: αυτορρύθμιση του δικαίου από την Αγορά και υπαγωγή των κοινωνικών σχέσεων στις εξωκρατικές ρυθμίσεις, μέσω ενός κράτους που λειτουργεί ως νυχτοφύλακας, θεσπίζοντας οργανωτικούς κανόνες.
Η ιδεολογική αυθαιρεσία και ο παραλογισμός που εμπεριέχει αυτό το εγχείρημα της χρηματιστικής και της πολιτικής ελίτ, προέρχεται από το γεγονός ότι η «Αγορά» ή οι «Αγορές», εκλαμβάνονται ως παντοδύναμες, είναι ικανές να επιφέρουν την ευημερία, και τελικά, είναι ένα είδος θεού, από τον οποίο μπορεί να πηγάζει η νομιμοποίηση της εξουσίας, του δικαίου και των θεσμών. Η επιβολή της τάξης, του δικαίου και του νόμου, από μια εξουσία υπηρέτη της θεόσδοτης Αγοράς, γίνεται τελικά ο αντικειμενικός λόγος ύπαρξης του κράτους. Η «μεταδημοκρατία» είναι ακριβώς αυτό: το κράτος, εκτελεστής των αποφάσεων της Αγοράς. Παραφράζοντας το σλόγκαν του Ναζισμού, μέσω του οποίου γινόταν η νομιμοποίηση του καθεστώτος: «Ο λαός είναι για την Αγορά (Fuhrer), ότι το ασυνείδητο για τη συνείδηση».
Αποτέλεσμα είναι ότι επέρχεται το τέλος των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αφού μετά τις πολιτικές διακηρύξεις δικαιωμάτων που εξυπηρέτησαν την καταναλωτική κοινωνία και τα οικονομικά συμφέροντα που γιγαντώθηκαν σε αυτή, τώρα είναι εντελώς άχρηστα για την νέα καπιταλιστική ελίτ. Η κατάρρευση της έννοιας του κοινωνικού συμβολαίου και του κράτους-έθνους, θα επιφέρει αναπόφευκτα την κατάρρευση της έννοιας των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η μετατροπή του κράτους σε διευθυντήριο αποτελεσματικότητας της αγοράς, σημαίνει την πλήρη ανατροπή των συμβατών πολιτικών εννοιών. Η εκποίηση του κράτους γίνεται και εκποίηση των λαού.
Αν το σύστημα μεταμορφώνεται ταχύτητα από αντιπροσωπευτικό πολίτευμα σε προτεκτοράτο των Αγορών-μεταδημοκρατία-, ώστε να αυτορυθμισθεί και να αποφύγει την κατάρρευσή του, αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή ώστε η αμφισβήτηση να εκλάβει συγκρουσιακό και προτασιακό χαρακτήρα. Η απάντηση στον φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό που τώρα αποκαλύπτει τον βαθειά απολυταρχικό χαρακτήρα του, είναι το αίτημα για μια άμεση δημοκρατία που μπορεί να ξεκινήσει από το ελβετικό και ισλανδικό μοντέλο και να εμπλουτιστεί με στοιχεία που αφορούν την ελληνική ιδιαιτερότητα.
Γρ. Σουλτάνης
Πηγη