Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Κοινωνική βία, καθεστωτική υποκρισία


του Γιάννη Τριάντη
Όταν η κρίση χτυπούσε την πόρτα της υφηλίου, κάποιοι προέβλεπαν αναταραχές και ανεξέλεγκτες κοινωνικές αντιδράσεις. Επιβεβαιώθηκαν. Ήταν θέμα απλής λογικής. Όχι της στεγνής λογικής που θεωρεί τους ανθρώπους στοιχεία της στατιστικής, αλλά εκείνης που συνυπολογίζει και συνεκτιμά πολλούς παράγοντες. Και δεν παραλείπει τον βασικό, τον άνθρωπο και τις αντιφάσεις του. Τον πολίτη με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Εν τέλει, το...
πολύμορφον της κοινωνίας, τον τρόπο που αναπτύχθηκε, το πλαίσιο στο οποίο έμαθε να κινείται. Και, βέβαια, τη βίαιη ανατροπή των συνθηκών υπό τις οποίες ζει. Όσοι λοιπόν απορούν και εξίστανται σήμερα, καταδικάζοντας τις ποικιλώνυμες μορφές κοινωνικής βίας, συνήθως το πράττουν φορώντας ιδεολογικό μονόκλ. Βλέπουν την αντί-δράση, αλλά παρακάμπτουν τη δράση, δηλαδή τις δραστηριότητες και τις επιλογές της κεντρικής εξουσίας, που προκαλούν τις αντιδράσεις αυτές. Με άλλα λόγια, οι εν λόγω επικριτές της κοινωνικής βίας αρχίζουν την κουβέντα από τη μέση, από εκεί που συμφέρει τον συλλογισμό και την εξαγωγή των συμπερασμάτων τους. Προς τούτο επικαλούνται την «κοινή λογική». Και την επιστρατεύουν ως γνώμονα για να νομιμοποιήσουν την αυθαιρεσία της μονομέρειας… Εκκινούν δε από το προφανές: τις απτές επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο από τις απεργίες και τις ποικίλες κινητοποιήσεις. Οι δρόμοι αδιάβατοι, τα λιμάνια κλειστά, τα σκουπίδια σωρός, πνίγουν την πόλη. Κι ακόμη, ύβρεις εναντίον του Κοινοβουλίου, προπηλακισμοί και λιντσαρίσματα δημοσίων προσώπων, γιαούρτια και αρές… Τα γεγονότα αυτά ούτε ευχάριστα είναι ούτε επιδοκιμαστέα. Δυσκολεύουν τη ζωή μας, επιβαρύνουν την καθημερινότητα και ορισμένα από αυτά φτάνουν στο όριο της ύβρεως απέναντι στην έννοια της ύπαρξης. Όμως στενεύει επικίνδυνα το νομιμοποιητικό όριο της «κοινής λογικής» και αδυνατεί να συλλάβει την ουσία των φαινομένων, όταν παρακάμπτει και προκλητικά περιφρονεί το προφανές και δεδομένο: ότι η δράση προκαλεί αντίδραση. Και η βία, ειδικά η ανείπωτη, η σημερινή, η αχαλίνωτη, η κατεδαφιστική, η βία μιας αφηνιασμένης εξουσίας που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της, δεν μπορεί παρά να φορτίζει την ατμόσφαιρα και να προκαλέσει το αναπόφευκτο: την έκρηξη της κοινωνικής βίας. «Σαφέστατα μπορεί η απόγνωση να οδηγήσει στη βία», είπε προσφάτως στο «Ποντίκι» ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς. Το αυτονόητο υπενθύμισε αυτός ο εξέχων στοχαστής. Κι όμως, το αυτονόητο αυτό το αγνοούν και το παρακάμπτουν πλείστοι όσοι λογχοφόροι της εξουσίας, σπαρμένοι στα στρατόπεδα των μίντια, των πανεπιστημίων και της πολιτικής. Είπαμε, ξεκινούν την κουβέντα από τη μέση. Και δεν αντιλαμβάνονται -ή ιδιοτελώς το αποσιωπούν- ότι τροφός των παρεκβάσεων, γενεσιουργός αιτία πασών των παρεκτροπών είναι η υπέρτατη ύβρις την οποία διαπράττει συστηματικά και βίαια, ασύστολα και ωμά η κεντρική εξουσία. Δηλαδή, η συστημική βία. Ο όρος δεν παραπέμπει μονάχα ή κυρίως στην κατασταλτική δράση του κρατικού μηχανισμού. Αφορά τον πυρήνα λειτουργίας του συστήματος. Το κινητήριο καύσιμό του. Εκείνο που τροφοδοτεί τη μηχανή της κραυγαλέας ανισότητας, τρέφει χυδαϊστί τη λογική του ασύλληπτου κέρδους, συντηρεί την αιματηρή ατομοκεντρική ανταγωνιστικότητα (και όχι απλώς τον γόνιμο ανταγωνισμό και την άμιλλα) και, εν τέλει, δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας για την πλειονότητα. Καλλιεργημένες από μακρόν οι αντιλήψεις αυτές, έχουν δημιουργήσει καθεστώς, προσανατολίζοντας την κοινωνία σε σκολιές οδούς. Μιλώντας ειδικά για τις δικές μας συνθήκες, όπως διαμορφώθηκαν στις δεκαετίες που πέρασαν, διαπιστώνουμε ότι ο προσανατολισμός αυτός έχει εθίσει την κοινωνία στην ευκολία και στην εξάρτηση, στο βόλεμα και στην ήσσονα προσπάθεια. Διευκόλυνε τον εκμαυλισμό συνειδήσεων, άνοιξε δρόμους στη διαφθορά, παγίωσε αντικοινωνικές συμπεριφορές όπως η φοροδιαφυγή και το ζην εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Εν συνόψει, στην Ελλάδα του παρελθόντος λειτουργούσαν ταυτόχρονα τόσο η λογική του ελαύνοντος καπιταλισμού -με κάποιες δειλές υποχωρήσεις κατά περιόδους- όσο και ο άθλιος διαπαιδαγωγικά χαρακτήρας της κεντρικής εξουσίας… Προς τούτοις παρατηρείται σήμερα και κάτι άλλο: η επεμβατική λειτουργία των μηχανισμών αυτοσυντήρησης που διαθέτει το (καπιταλιστικό) σύστημα, καθώς τα αντανακλαστικά του πολιτικού δυναμικού ενεργοποιούνται και εκδηλώνονται με τρομακτική βία εναντίον των θυμάτων! Εναντίον της κοινωνίας, στην οποία εκείνοι έμαθαν να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο! Τώρα της ζητούν να αλλάξει δέρμα και συνήθειες, λες και το κατ’ έθος διάγειν είναι κάτι που μπορείς να το αλλάξεις πατώντας ένα κουμπί. Αλλά το χειρότερο είναι άλλο. Και μάλιστα δίπτυχο: Από τη μια σαρώνεται και αποσταθεροποιείται η κοινωνία, αντιμετωπίζοντας πια πρόβλημα επιβίωσης, και από την άλλη μένει αλώβητη η λογική του συστήματος. Οι μόνοι που δεν διατρέχουν κίνδυνο είναι όσοι θησαύρισαν από τη λειτουργία του! Και όσο επιδεινώνεται η συνολική κατάσταση, τόσο ενισχύεται η αδηφάγος λογική. Είναι έτοιμη να κατασπαράξει και να ισοπεδώσει τα πάντα -ήδη το πράττει- τάζοντας καλύτερες μέρες. Ένα μέλλον με αμετακίνητο χυδαίο κέρδος και μια κοινωνία καθημαγμένη, η οποία θα λέει και ευχαριστώ για τα 500 ευρώ του βασικού μισθού. Υπάρχει και κάτι ακόμη: Βασικοί διεκπεραιωτές, έστω και ως υποδοχείς εντολών, είναι οι πολιτικοί εκείνοι που ευθύνονται κατά κόρον για τη σημερινή κατάσταση! Και δεν θέλουν να αντιληφθούν ότι στην περίπτωσή τους λίγες πιθανότητες έχει να ισχύσει εκείνο το πολύτιμο «ο τρώσας και ιάσεται». Ακριβώς επειδή τα πράγματα έφτασαν στο όριο. Και η απόγνωση χτύπησε κόκκινο. «Να θυμάστε», λέει ο άνισος σλοβένος στοχαστής Σλαβόι Ζίζεκ: «Το πρόβλημα δεν είναι η διαφθορά και η απληστία. Το πρόβλημα είναι το σύστημα. Αυτό που σε υποχρεώνει να είσαι διεφθαρμένος». Αλλά είπε και κάτι άλλο ο Ζίζεκ, μιλώντας στους «Αγανακτισμένους» της Wall Street: «Μην υποκύπτετε στον εκβιασμό ότι όποιος επικρίνει τον καπιταλισμό είναι εναντίον της δημοκρατίας. Ο γάμος ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία έχει διαλυθεί. Η αλλαγή είναι δυνατή»… Ενδεχομένως αυτό είναι ψιλά γράμματα για όσους αρέσκονται σε επιφανειακές προσεγγίσεις, προσπερνώντας το απαιτητικό «γιατί» και το συνακόλουθο «διότι». Όμως σήμερα δεν είναι μονάχα ο Ζίζεκ και ο Κρούγκμαν, ο Γκαλεάνο και η Νοέλ, και πλείστοι όσοι που βρίσκονται στο πλευρό των «Αγανακτισμένων». Είναι ακόμη και ο Μπάφετ. Και ο Τζορτζ Σόρος. Οι πάμπλουτοι… Διότι αυτοί βλέπουν την καταιγίδα και τους κεραυνούς, την αγωνία της κοινωνίας και τις εκρήξεις της. Τα ξέρουν όλα αυτά, τα σέβονται και τα φοβούνται…
το ΠΑΡΟΝ
filologos10