Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ


Η χώρα μας βρίσκεται ακόμη μία φορά στο μάτι του κυκλώνα – επίσης, «η μάχη των μαχών» με στόχο την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος στην Ευρώπη, φαίνεται ότι θα διεξαχθεί εντός των συνόρων της.

Ειδικότερα, η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα που «αμύνεται» ακόμη σθεναρά, έχοντας αφενός μεν τη σημαντικότερη αναλογικά δημόσια περιουσία μεταξύ των χωρών της δύσης, αφετέρου τον «ιό της ελευθερίας»στο DNA της. Επομένως, τόσο τα διλήμματα που θα τοποθετηθούν στους Έλληνες, όσο και οι εκβιασμοί που θα ασκηθούν (άρθρο μας), θα κλιμακώνονται διαρκώς – ενώ εμείς δεν πρέπει να υποτιμάμε, αλλά ούτε και να υπερτιμάμε τις δυνατότητες μας.
Οφείλουμε δε σε κάθε περίπτωση να θυμόμαστε ότι, το πρόβλημα της χώρας μας δεν λύνεται με τον επί πλέον δανεισμό της - με ή χωρίς τη συμμετοχή των ιδιωτών (τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία κλπ.). Εάν δεν ανταλλάσσουμε, εάν δεν εξοφλούμε δηλαδή σταδιακά τα παλαιά δάνεια μας με καινούργια, χαμηλού επιτοκίου, αφού οι τόκοι είναι το βασικότερο πρόβλημα μας (σύντομα θα πλησιάσουν το 50% των εσόδων του προϋπολογισμού), δεν θα κερδίσουμε τον πόλεμο.
Εκτός αυτού, εάν δεν επιλυθούν παράλληλα τα βασικά προβλήματα της οικονομίας μας (αρνητικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, μη λειτουργικός δημόσιος τομέας, καταπολέμηση της διαφθοράς, περιορισμός της γραφειοκρατίας, ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, κρατικοποίηση της κεντρικής τράπεζας κλπ.), δεν πρόκειται ποτέ να βγούμε από το τέλμα.
Σε σχέση τώρα με το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων, τις οποίες προσπαθούν να μας επιβάλλουν με κάθε τρόπο, τα εξής:
Η ΕΘΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ
Στόχος οφείλει να είναι η απόλυτα ισορροπημένη σχέση μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα μίας χώρας, έτσι ώστε να προστατεύεται η αυτονομία του κράτους για την ασφάλεια των Πολιτών του – οι οποίοι το εμπιστεύθηκαν, αναθέτοντας τη δημόσια διοίκηση στους Θεσμούς του. Η εθνική κυριαρχία ενός κράτους, όπως συνήθως αποκαλείται η πλήρης αυτονομία του, είναι δυνατόν να καταλυθεί από αρνητικές εξελίξεις στο εσωτερικό του, ιδίως δε στην οικονομία του – χωρίς να είναι απαραίτητη η στρατιωτική εισβολή στην «επικράτεια» του”.
Το παραπάνω κείμενο, ελαφρά διαμορφωμένο, προέρχεται από έναν πολύ γνωστό Γερμανό νομικό, ο οποίος είναι ταυτόχρονα μέλος του συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας του. Ο καθηγητής συμπληρώνει έμμεσα ότι, η Γερμανία είναι πλέον αντιμέτωπη με ένα τεράστιο πρόβλημα, έχοντας εκποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας της – γεγονός που ήδη πληρώνουν ακριβά οι Πολίτες της, μέσω της αυξημένης φορολόγησης τους, καθώς επίσης της συνεχούς μείωσης της κοινωνικής πρόνοιας, σε συνδυασμό με τη σταδιακή υποβάθμιση των υπηρεσιών στην Παιδεία, στην Υγεία και αλλού.
Από τις διαπιστώσεις αυτές συμπεραίνουμε ότι, η λειτουργία των επιχειρήσεων με αποκλειστικό στόχο το κέρδος, η οποία είναι χωρίς καμία αμφιβολία «θεμιτή» για τον ιδιωτικό τομέα, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για εκείνους τους τομείς, οι οποίοι αφορούν το σύνολο μίας κοινωνίας – για τους κοινωφελείς. Οι «περιοχές» αυτές οφείλουν να λειτουργούν από το Δημόσιο μίας χώρας, με στόχο τη φροντίδα των Πολιτών της και όχι το κέρδος.
Η σημερινή εξέλιξη λοιπόν, η απαίτηση δηλαδή της ιδιωτικοποίησης όλων των κλάδων της οικονομίας μίας χώρας, στην οποία συνηγορούν τόσο η ΕΕ, όσο και οι τρεις βασικοί διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤΠαγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), είναι σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των Πολιτών.
Ειδικότερα, εάν το κράτος «αποσυρθεί» τόσο από την ιδιοκτησία, όσο και από τη διαχείριση των κοινωφελών επιχειρήσεων, χάνει μεταξύ άλλων τη δυνατότητα του να ασκεί Πολιτική. Δηλαδή, δεν είναι πλέον η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση αυτή η οποία δίνει τις κατευθύνσεις, διαμορφώνει και αναπτύσσει την κοινωνία, αλλά οι ιδιώτες – οι οποίοι ουσιαστικά διοικούν απολυταρχικά, χωρίς να λογοδοτούν στους Πολίτες, με αποκλειστικό στόχο το κέρδος.
Σαν έμμεσο επακόλουθο των ιδιωτικοποιήσεων, το κράτος αδυνατεί πλέον να επιβάλλει μία δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και να κατευθύνει την Οικονομία επειδή, μεταξύ άλλων, δεν μπορεί να τοποθετήσει τις εταιρείες του ή τη Ζήτηση των απασχολουμένων του «στη ζυγαριά» – εκτός του ότι γίνεται ταυτόχρονα «εκβιάσιμο», εκ μέρους του Καρτέλ.
Για παράδειγμα, θα μπορούσαν οι ιδιώτες στον τομέα της ενέργειας, να διατηρήσουν χαμηλή τεχνητά την προσφορά (όπως συνέβη στην Καλιφόρνια), έτσι ώστε να αυξήσουν τις τιμές – με δυσμενέστατα αποτελέσματα τόσο για το δημόσιο, όσο και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή τα νοικοκυριά. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί με την ύδρευση, με τα λιμάνια, με τις δημόσιες συγκοινωνίες και με τις επικοινωνίες. Στην περίπτωση αυτή, είναι προφανώς αδύνατον να μιλάει κανείς για «αυτονομία» του κράτους – πόσο μάλλον για εθνική κυριαρχία, ειδικά όταν οι ιδιώτες-επιχειρηματίες είναι ξένες πολυεθνικές.
Ένα δεύτερο, γνωστό σε όλους μας παράδειγμα, είναι οι ιδιωτικές αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης – οι τρεις πανίσχυρες «αδελφές». Εάν οποιοδήποτε κράτος, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α., της Γαλλίας και της Γερμανίας, αρνηθεί να ακολουθήσει τις εντολές τους, έρχεται αντιμέτωπο με την υποτίμηση της πιστοληπτικής του ικανότητας – η οποία επιβαρύνει με δισεκατομμύρια επί πλέον τόκους τον προϋπολογισμό του.
Συμπερασματικά λοιπόν, από την πλευρά του εκάστοτε Συντάγματος θα έπρεπε να μην επιτρέπεται οτιδήποτε μπορεί να αμφισβητήσει την αυτοδυναμία, την εθνική κυριαρχία καλύτερα ενός κράτους, από όπου και αν αυτό προέρχεται. Επομένως, οφείλει να απαγορεύεται συνταγματικά η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, η οποία ουσιαστικά ισοδυναμεί με την εκχώρηση της αυτονομίας του κράτους στους ιδιώτες – με την αποκρατικοποίηση της εξουσίας και με την κατάλυση της Δημοκρατίας.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ
Ο ορισμός «ιδιωτικοποίηση» υιοθετήθηκε ουσιαστικά μετά τις βρετανικές εκλογές του 1979 και την εκλογή της M.Thatcher – η οποία έθεσε σε λειτουργία ένα ευρύτατο πρόγραμμα «εκποίησης» των δημοσίων επιχειρήσεων της χώρας της, «κατατροπώνοντας» τα εργατικά συνδικάτα.
Παρά το ότι όμως τα αποτελέσματα των ενεργειών της Βρετανίδας πρωθυπουργού οδήγησαν αρχικά την οικονομία της χώρας της σε μεγάλη ανάπτυξη, η μετέπειτα υπερχρέωση της (το συνολικό χρέος της Μ. Βρετανίας σήμερα, δημόσιο και ιδιωτικό, υπερβαίνει το 500% του ΑΕΠ της) απέδειξε ότι, οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι συνώνυμες με τη μακροπρόθεσμη ευημερία. Οι αποκρατικοποιήσεις τώρα, με την ευρύτερη έννοια τους, διαχωρίζονται στους εξής υποτομείς:
(α) Υλική ιδιωτικοποίηση: Αφορά την εκχώρηση των συμμετοχών του κράτους σε επιχειρήσεις, οι οποίες είναι ουσιαστικά δημόσιες (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ.). Εάν το κράτος πουλήσει το σύνολο των εταιρικών μεριδίων του, το 100% δηλαδή, τότε αναφερόμαστε σε μία πραγματική ιδιωτικοποίηση ή σε μία ιδιωτικοποίηση με τη στενή έννοια του όρου. Στην περίπτωση αυτή είναι εμφανές ότι δεν αναφερόμαστε στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, αλλά στην εκποίηση της.
(β) Φιλελευθεροποίηση: Εδώ εννοούμε «αναδιαρθρώσεις» και ευρύτερες αλλαγές στους τομείς των έργων υποδομής. Η αποκλειστική χρήση εκ μέρους του δημοσίου των μονοπωλιακών υποδομών, των δικτύων καλύτερα (τραίνα, ύδρευση, τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρισμός), εκχωρείται και στους ιδιώτες – οι οποίοι ανταγωνίζονται τις, επίσης από το δημόσιο παρεχόμενες, υπηρεσίες, χωρίς να τους ανήκουν τα δίκτυα. Πρόκειται λοιπόν για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας από τους ιδιώτες, χωρίς να απαιτείται η εκποίηση της.
(γ) Οργανωτική ιδιωτικοποίηση: Έτσι ορίζονται όλες εκείνες οι στρατηγικές, οι οποίες υιοθετούνται για την αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς επίσης για τη μείωση του κόστους των δημοσίων επιχειρήσεων – οι οποίες διευθύνονται από το δημόσιο, αλλά με ιδιωτικοοικονομικά πλέον κριτήρια. Η οργανωτική αυτή αλλαγή, η οποία θεωρείται ως ο ιδανικός τρόπος «ιδιωτικοποίησης», μπορεί να επιτευχθεί, χωρίς να απαιτηθεί η ενοικίαση των δικτύων, η χρήση τους από ιδιώτες ή η πώληση των κρατικών επιχειρήσεων.Εδώ αναφερόμαστε προφανώς στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, από το ίδιο το Δημόσιο.
Οι υπερασπιστές των ιδιωτικοποιήσεων
Συνεχίζοντας, η «ορθότητα» της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων τεκμηριώνεται εκ μέρους των υπερασπιστών της από την πεποίθηση τους ότι, το μερίδιο του δημοσίου οφείλει να περιορίζεται, προς όφελος του ιδιωτικού τομέα, επειδή ο τελευταίος (ιδιώτες) είναι πιο αποτελεσματικός. Σύμφωνα με πολλούς από αυτούς, η ιδιωτικοποίηση μπορεί τότε μόνο να είναι επιτυχημένη, όταν το κράτος ορίζει τους κανόνες, επιβλέπει την πιστή εφαρμογή τους και εγγυάται τον ανταγωνισμό.
Από την πλευρά αυτή, θεωρείται μάλλον αδιανόητη η αντικατάσταση των κρατικών μονοπωλίων από ιδιωτικά μονοπώλια τα οποία, μεταξύ άλλων, έχουν μοναδικό σκοπό το κέρδος. Επομένως, το κράτος πρέπει να φροντίζει για τη διατήρηση ενός λειτουργικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, τις οποίες «εκχωρεί» σε ιδιώτες.
Εάν όμως το κράτος ιδιωτικοποιεί τις επιχειρήσεις επειδή δεν έχει την ικανότητα να τις διαχειριστεί σωστά, τότε πως είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι μπορεί να τις ελέγχει; Από την άλλη πλευρά, ιδίως όσον αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ.), δεν είναι αυτονόητο το ότι μπορούν να εξαγοραστούν, λόγω κόστους, κεφαλαιακών και λοιπών αναγκών, μόνο από τις υπερμεγέθεις πολυεθνικές, οι οποίες συνήθως δημιουργούν ολιγοπώλια; Αυτό δεν έχει αποδειχθεί στη Γερμανία, στη Μ. Βρετανία, στις Η.Π.Α. και αλλού;
Οι αντίπαλοι των ιδιωτικοποιήσεων
Οι αντίπαλοι τώρα των ιδιωτικοποιήσεων (Attac κλπ.), έχουν την πάγια άποψη ότι, δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους τομείς της «δημόσιας φροντίδας» (Παιδεία, Υγεία, Συγκοινωνίες, Λιμάνια, Ενέργεια και Ύδρευση) στον ιδιωτικό τομέα, επειδή εξυπηρετούν ανάγκες, οι οποίες ευρίσκονται σε αντίθεση με τους κανόνες λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς – οπότε δεν μπορούν να διαχειρίζονται με κριτήρια απόδοσης, αλλά ούτε και να αξιολογούνται με γνώμονα το κέρδος.
Για παράδειγμα, εάν οι ζημιογόνες συγκοινωνίες της Ελλάδας πωλούνταν σε ιδιώτες, η πρώτη ενέργεια των νέων ιδιοκτητών τους θα ήταν η αύξηση των εισιτηρίων, αδιαφορώντας για το «κοινωνικό κόστος», έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η κερδοφορία τους – ενώ ενδεχομένως θα απαιτούσαν ταυτόχρονα την κρατική επιδότηση τους (οπότε θα συνέχιζαν να επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό, αλλά με διαφορετικό τρόπο, μη αντιληπτό από τους Πολίτες).
Οι εμπειρίες των ιδιωτικοποιήσεων
Περαιτέρω, οι μέχρι σήμερα εμπειρίες από την ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, έχουν αποδείξει ότι, αφενός μεν το Δημόσιο συνεχίζει να υπερχρεώνεται (Η.Π.Α., Μ. Βρετανία, Γερμανία κλπ.), αφετέρου οι υπηρεσίες των ιδιωτών γίνονται πολύ πιο ακριβές, ενώ καταλύεται σταδιακά το κοινωνικό κράτος – μέχρι εκείνη τη στιγμή που ολοκληρώνεται η αποκρατικοποίηση της εξουσίας, εκ μέρους των πολυεθνικών και των διεθνών τοκογλύφων.
Εκτός αυτού τόσο στη Γερμανία (η οποία προσπαθεί πια να επανακρατικοποιήσει επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας), όσο στην Αυστρία ή στη Μ. Βρετανία, η οποία ιδιωτικοποίησε τα πάντα, οι εμπειρίες δεν είναι οι καλύτερες (στην υπερχρεωμένη Ιαπωνία επίσης, ειδικά μετά την καταστροφή της Fukushima, την οποία προκάλεσε η ιδιωτική Tepco).
Ειδικότερα, η ιδιωτικοποίηση των βρετανικών σιδηροδρόμων αφενός μεν είχε σαν αποτέλεσμα να πληρώνει πολύ περισσότερα ο Βρετανός φορολογούμενος, αφετέρουοδήγησε σε βαριά ατυχήματα και εκτροχιασμούς τραίνων, επειδή οι ενέργειες συντήρησης του δικτύου ήταν ελλιπείς, για λόγους κόστους και απόδοσης(το ίδιο ουσιαστικά έγινε και στην Ιαπωνία). Έτσι λοιπόν, η Μ. Βρετανία αναγκάσθηκε να αγοράσει ξανά το δίκτυο από τους ιδιώτες – γεγονός που σε τελική ανάλυση της κόστισε πολλαπλάσια.
Κλείνοντας, η άμεση Δημοκρατία της Ελβετίας έχει αποφύγει εντελώς αυτές τις παγίδες, επειδή αφενός μεν δεν έχει ιδιωτικοποιήσει καμία δημόσια επιχείρηση της, αφετέρου έχει επιλέξει την αναδιοργάνωση τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια («οργανωτική ιδιωτικοποίηση») – εμπιστευόμενη τη διαχείριση και την ιδιοκτησία τους στα καντόνια και στις κοινότητες της, στους Πολίτες της.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει πως δεν είναι «αξιωματικά» ανίκανος, δεν είναι εκ φύσεως δηλαδή ανεπαρκής ο εκάστοτε κρατικός μηχανισμός. Ανίκανες και ανεπαρκείς μπορεί να είναι κάποιες κυβερνήσεις, οι οποίες στελεχώνονται με διεφθαρμένους πολιτικούς – οι οποίοι δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες δεξιότητες. Σε καμία περίπτωση λοιπόν η Πολιτική εν γένει, η οποία είναι η μοναδική προστασία μας απέναντι στην οικονομική εξουσία. Τέλος, με κριτήριο την Ελβετία συμπεραίνεται ότι, η Άμεση Δημοκρατία δεν ταιριάζει με τις αποκρατικοποιήσεις, οι οποίες ουσιαστικά εμποδίζουν την επικράτηση της.
ΤΟ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
Η εκλεγμένη κυβέρνηση μας (ουσιαστικά μη παρεξηγήσιμη αφού θέλει αλλά δεν μπορεί, επιλέγοντας από ανάγκη την πιστή υποταγή της στις εντολές τηςσκιώδους), στα πλαίσια των ενεργειών εκφοβισμού των Ελλήνων, έδωσε στη δημοσιότητα έναν πενταετή προϋπολογισμό, τον οποίο «βάφτισε» κατά τα marketing-πρότυπα των Η.Π.Α., «μεσοπρόθεσμο σχέδιο».
Ο προϋπολογισμός αυτός έχει, για πρώτη φορά σε παγκόσμια κλίμακα, τρεις διαφορετικές «εκδοχές»: (α) χωρίς παρεμβάσεις, (β) με παρεμβάσεις, (γ) με παρεμβάσεις και αποκρατικοποιήσεις (όπου με την ειδική λέξη «παρεμβάσεις» υπονοούνται τα νέα φοροεισπρακτικά και λοιπά μέτρα)
Χωρίς να αναλωθούμε σε λεπτομέρειες, αφού ο προϋπολογισμός είναι στο σύνολο του φανερά «εκφοβιστικής κατεύθυνσης», με στόχο το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας σε εξευτελιστικές τιμές, καθώς επίσης τη λεηλασία της ιδιωτικής περιουσίας των Ελλήνων, θα αναφερθούμε στα μεγέθη του «χωρίς παρεμβάσεις» – στο «σενάριο βάσης» δηλαδή, όπως ορίζεται χαριτωμένα από τους συνδίκους του διαβόλου (Πίνακας Ι).
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Βασικά μεγέθη του προϋπολογισμού, χωρίς παρεμβάσεις, σε δις €

Μεγέθη
2011
2012
2013
2014
2015
      
Έσοδα
55.501
54.591
54.814
54.397
54.859
Πρωτογενείς δαπ.
53.468
52.375
53.493
52.660
53.053
Τόκοι
16.002
16.900
20.500
24.400
28.000
Σύνολο δαπανών
81.389
81.277
86.483
88.423
92.956
Έλλειμμα Γ.Κ.
-23.552
-27.499
-30.909
-33.595
-36.183
Έλλειμμα / ΑΕΠ
-10,4%
-12,0%
-13,1%
-13,8%
-14,4%
ΑΕΠ*
225.400
228.400
235.500
242.900
251.900
Χρέος ΓΚ
364.105
399.253
432.378
465.614
501.078
Χρέος / ΑΕΠ
160,6%
174,8%
183,6%
191,7%
198,9%
      
Μισθοί, συντάξεις**
22.018
21,585
21.622
21.673
21.729
Σημείωση: Τα έσοδα καλύπτουν πλήρως τις πρωτογενείς δαπάνες, αυτές δηλαδή χωρίς τους τόκους. Επομένως τόσο οι μισθοί, όσο και οι συντάξεις, δεν πληρώνονται από το δανεισμό μας.
* ΑΕΠ 2009: 235.017 ΑΕΠ 2010: 230.173
** Συμπεριλαμβάνονται στις πρωτογενείς δαπάνες
Πηγή: Μεσοπρόθεσμο από 10.06.2011
Όπως συμπεραίνουμε από τον Πίνακα Ι, τα έσοδα θα μειωθούν ελαφρά σε σχέση με το 2011, παρά την άνοδο του ΑΕΠ (!) – για λόγους που είναι δύσκολο να μην θεωρηθούν «γκεμπελικοί». Εάν όμως στα 225 δις € ΑΕΠ τα έσοδα είναι 55,5 δις €, ήτοι 24,66%, τότε αναρωτιέται κανείς γιατί το 2015 θα μειωθούν στο 21,8%; Εάν απλά παραμείνουν ποσοστιαία ως έχουν (χωρίς νέα υφεσιακά μέτρα κλπ.), δεν θα ανέλθουν στα 62 δις €, αντί 54,8 δις που αναφέρει ο προϋπολογισμός; Αυτό δεν θα περιόριζε αυτόματα τόσο τα ελλείμματα, όσο και το χρέος;
Περαιτέρω, εάν δεν ληφθούν νέα μέτρα, καθώς επίσης εάν δεν ξεπουληθούν οι κερδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις, δεν θα είναι μεγαλύτερη η αύξηση του ΑΕΠ και των εσόδων (μερίσματα κλπ.); Γιατί λοιπόν το ΑΕΠ στο «μεσοπρόθεσμο», με ή χωρίς «παρεμβάσεις», παραμένει στο ίδιο ύψος; Δεν είναι απλούστατα ντροπή να υποτιμούν οι εισβολείς σε τέτοιο βαθμό τη νοημοσύνη μας; Τέλος, είναι δυνατόν ποτέ να επιβιώσει ένα κράτος πληρώνοντας το 50% των εσόδων του για τόκους, σετοκογλύφους που δεν θέλουν να περιορίσουν τα κέρδη τους (επιτόκια), αλλά προτιμούν να το λεηλατήσουν;
ΟΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ανεξάρτητα τώρα από τις παραπάνω «εκτροπές» του προϋπολογισμού, οι οποίες είναι κάτι περισσότερο από εκνευριστικές, όσον αφορά τη βασική «σύλληψη» τους, εμείς οφείλουμε να αναλύσουμε οικονομικά, εάν πράγματι η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να εκποιήσει τις δημόσιες επιχειρήσεις της, για να καλύψει τα χρέη της – εάν δηλαδή κάτι τέτοιο θα ήταν πρακτικά ωφέλιμο, παρά το ότι θα ήταν απολύτως αρνητικό για την εθνική μας κυριαρχία, για τη Δημοκρατία, καθώς επίσης για το κοινωνικό κράτος.
Καταρχάς λοιπόν, είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι εγκλωβισμένη σε μία βαθιά ύφεση – αφενός μεν λόγω της ελλειμματικής διαχείρισης της κρίσης χρέους από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της, αφετέρου ένεκα της καταστροφικής πρόκλησης-διαχείρισης της κρίσης δανεισμού, εκ μέρους της παρούσας (άρθρο μας). Τα δραστικά μέτρα λιτότητας δε (μειώσεις δαπανών και μισθών), καθώς επίσης οι υπερβολικές αυξήσεις της φορολογίας, περιορίζουν ακόμη περισσότερο το ΑΕΠ μας – γεγονός που δυσχεραίνει επί πλέον τις προσπάθειες μείωσης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και την αποτελεσματική εξυγίανση της οικονομίας μας.
Στα πλαίσια αυτά η «Τρόικα», οι δυτικές δυνάμεις δηλαδή, οι τοκογλύφοι και το ΔΝΤ, θέλουν να μας υποχρεώσουν να εκποιήσουμε τη δημόσια περιουσία μας, υπαγορεύοντας στην κυβέρνηση μας ένα ευρύτατο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο συμπεριλαμβάνει όλες τις κερδοφόρες, κοινωφελείς και μη επιχειρήσεις, καθώς επίσης τεράστιες εκτάσεις γης, άδειες εκμετάλλευσης κερδοφόρων υπηρεσιών, δικαιώματα στο υπέδαφος και πολλά άλλα – έναν κυριολεκτικά τρομακτικό «πίνακα ξεπουλήματος», ο οποίος συνοδεύει το «μεσοπρόθεσμο υποτέλειας και κατοχής» που κατέθεσε η κυβέρνηση. Παράλληλα, επιθυμούν να εγκατασταθούν επίσημα στη χώρα μας, όπως ακριβώς συνέβη στην Τουρκία (1875-1927, 2001 και εντεύθεν), έτσι ώστε να εισπράττουν τα έσοδα από τους φόρους, την ανάπτυξη και τις ιδιωτικοποιήσεις.
Θεωρητικά τώρα, με την περιουσία του Δημοσίου να υπολογίζεται στα 300-400 δις €, θα μπορούσε να καλυφθεί το δημόσιο χρέος μας, ύψους περίπου 360 δις €, στο μεγαλύτερο μέρος του. Φυσικά το χρέος μίας χώρας μπορεί να αντιπαρατεθεί με τα περιουσιακά στοιχεία της, σε έναν κρατικό Ισολογισμό, όπως έχουμε αναφέρει σε πολλά άρθρα μας – ενώ η αξία των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων εξαρτάται ουσιαστικά από την απόδοση τους, από την αξιοποίηση και την κερδοφορία τους δηλαδή (κάτι που έχει «αμεληθεί» εγκληματικά από όλες τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις μας, οδηγώντας στην απαξίωση ένα μεγάλο μέρος τους).
Όταν όμως πουλάει κανείς περιουσιακά στοιχεία, περιορίζει μεν τα χρέη του στο παρόν, αλλά ταυτόχρονα μειώνει τα έσοδα του στο μέλλον – όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα πουλήσει τη ΔΕΗ, θα εισπράξει σήμερα ένα ποσόν της τάξης των 1,2 δις € (συμμετοχή του δημοσίου κατά 51,5%), αλλά θα χάνει μερίσματα ύψους περί τα 260 εκ. € ετήσια – ενώ η πολυεθνική που θα την εξαγοράσει, θα πληρώνει αφενός μεν λιγότερους φόρους (δια της γνωστής μεθόδου της φοροαποφυγής), αφετέρου θα μειώσει το προσωπικό, επιβαρύνοντας τα δημόσια ταμεία τουλάχιστον με 50-100 εκ. € ετήσια (επιδόματα ανεργίας κλπ.).
Επομένως, παρά το ότι μειώνεται προς στιγμήν το δημόσιο χρέος, επιβαρύνεται στο άμεσο μέλλον ο προϋπολογισμός, τα ελλείμματα του οποίου «εκβάλλουν» ξανά στο χρέος – στην περίπτωση της ΔΕΗ τουλάχιστον με 400 εκ. ετησίως. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνεται ότι, τα όποια οφέλη της ιδιωτικοποίησης της θα είναι βραχυπρόθεσμα – ενώ για όλους τους Έλληνες θα σημάνει επί πλέον, σημαντική αύξηση των τιμών ενέργειας (θα διπλασιάζονταν σύντομα, όπως συμβαίνει στη Μ. Βρετανία, στη Γερμανία και αλλού), οπότε μείωση των πραγματικών εισοδημάτων τους.
Tαυτόχρονα, οι Πολίτες θα αναγκάζονταν να επιβαρυνθούν στο μέλλον με υψηλότερους φόρους, έτσι ώστε να καλύψουν τα εκλιπόντα έσοδα της ΔΕΗ –παράλληλα με την αδυναμία «εθνικής» ανάπτυξης της οικονομίας, λόγω έλλειψης δικών μας εταιρειών (κάτι που θα επιδείνωνε αναμφίβολα το δείκτη χρέους προς ΑΕΠ).
Το γεγονός αυτό είναι γνωστό στους επενδυτές (αγορές), οι οποίοι βέβαια το λαμβάνουν σοβαρά υπόψη – αξιολογώντας δυσμενέστερα την πιστοληπτική ικανότητα εκείνης της χώρας, η οποία εκποιεί τις δημόσιες επιχειρήσεις της (πόσο μάλλον σε περιόδους ύφεσης και απαξίωσης του χρηματιστηρίου).
Οι αγορές λοιπόν θα μας εμπιστεύονταν και θα μας δάνειζαν μόνο εάν θα συνεχίζαμε να έχουμε περιουσία – αρκεί βέβαια να τη διαχειριζόμαστε σωστά και κερδοφόρα, έτσι ώστε να αυξάνεται η «χρηματιστηριακή» της αξία. Αντίθετα, εάν τελικά εκποιήσουμε τη δημόσια περιουσία μας, ειδικά στις σημερινές εξευτελιστικές τιμές (το 30% του ΟΤΕ πουλήθηκε περί τα 4 δις € πριν από μερικά έτη, ενώ το 10% μόλις για 400 εκ. € σήμερα), δύσκολα θα δανειοδοτηθούμε από τις αγορές – παραμένοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα στον «ορό του ΔΝΤ».
Ολοκληρώνοντας, παρά το ότι αναμφίβολα οι ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων μειώνουν την πολιτική διαφθορά και το πελατειακό κράτος, οι αρνητικές επιπτώσεις τους στην Οικονομία (μακροπρόθεσμα) είναι τεράστιες. Πρόκειται για έμμεσες φορολογικές επιβαρύνσεις, οι οποίες προκαλούν την υποτίμηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των κρατών, ακόμη μεγαλύτερες υφέσεις, καθώς επίσης την απόλυτη εξαθλίωση της μεγαλύτερης μερίδας των εργαζομένων.
Η ΕΛΛΑΔΑ, ΟΙ ΑΓΟΡΕΣ ΚΑΙ Η ΕΚΤ
Αφού λοιπόν ο μεσοπρόθεσμος προϋπολογισμός που κατέθεσε η κυβέρνηση είναι καταδικασμένος σε αποτυχία, οι ιδιωτικοποιήσεις θα είναι αρνητικές στο μέλλον (αν και την επόμενη τριετία με δυσκολία θα ξεπεράσουν έσοδα ύψους 10 δις € – ουσιαστικά μόλις τους τόκους ενός εξαμήνου), ενώ οι αγορές το γνωρίζουν επακριβώς, οπότε δεν πρόκειται να τις «ξεγελάσουν» τα «μεσοπρόθεσμα» πυροτεχνήματα της Ελλάδας, τότε γιατί επιμένει η Τρόικα, παρά τις επικίνδυνες αντιδράσεις των Πολιτών;
Μήπως επειδή η ελληνική «ασφαλιστική βόμβα μεγατόνων» στα θεμέλια της Ευρωζώνης δεν έχει ακόμη εξουδετερωθεί, μετά από ένα χρόνο, ή λόγω του ότι η ΕΚΤ έχει εκτεθεί πολύ στα Ελληνικά ομόλογα, μετά το συνεχή δανεισμό των τραπεζών μας;
Επιθυμώντας να αποφύγουμε εκείνες τις υποθέσεις, οι οποίες οδηγούν συνήθως σε εσφαλμένα συμπεράσματα, θέλουμε καταρχήν να επισημάνουμε ότι, δεν είναι πλέον σίγουρη η περαιτέρω δανειοδότηση της Ελλάδας – ειδικά εάν ψηφιστεί το εγκληματικό μεσοπρόθεσμο που της επιβλήθηκε από τη σκιώδη κυβέρνηση της.
Κατά την άποψη μας, οι αγορές δεν πρόκειται να το εκτιμήσουν θετικά, αφού θα θεωρήσουν ότι κάτι άλλο κρύβεται πίσω από το συγκεκριμένο «τέχνασμα αποπροσανατολισμού» τους (άρθρο μας). Άλλωστε, η συνεχιζόμενη πώληση των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου τόσο από τις γερμανικές, όσο και από τις γαλλικές τράπεζες, δεν μπορεί να σημαίνει ότι πιστεύουν στη μελλοντική δανειοδότηση της Ελλάδας.
Συνεχίζοντας, χωρίς να αναφερθούμε στα τεράστια προβλήματα της Fed, της Τράπεζας της Αγγλίας (BoE) και της Ιαπωνικής κεντρικής τράπεζας (BoJ), τα οποία έχουμε αναλύσει στο παρελθόν, θα περιορισθούμε στην ΕΚΤ.
Σύμφωνα λοιπόν με το Spiegel, στον κατάλογο των εγγυήσεων της ΕΚΤ για την παροχή δανείων, βρίσκει κανείς ένα πορτογαλικό ομόλογο από το 1943, το οποίο οφείλει να πληρωθεί στις 31.12.9999 – σε 8.000 έτη δηλαδή (!). Εν τούτοις, το ομόλογο αυτό είναι πολύτιμο για την κεντρική τράπεζα της Πορτογαλίας,αφού χρησιμεύει σαν εγγύηση στην ΕΚΤ, με βάση την οποία λαμβάνει σήμερα ρευστότητα σε Ευρώ – πόσο μάλλον όταν οι διεθνείς αγορές παροχής δανείων σε τράπεζες της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ελλάδας, του Βελγίου κλπ. είναι σχεδόν κλειστές, για τις συγκεκριμένες χώρες.
Eνα μεγάλο μέρος των εγγυήσεων λοιπόν που κατέχει η ΕΚΤ, είναι «αμφιβόλου αξίας» – αφού ουσιαστικά είναι η «κακή τράπεζα» (bad bank) του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, έχοντας συγκεντρώσει στα βιβλία της τοξικά ομόλογα «αξίας» πολλών δισεκατομμυρίων. Το ίδιο συμβαίνει φυσικά και στις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, καθώς επίσης στις εμπορικές – ένα πρόβλημα ανυπολόγιστων διαστάσεων για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ειδικότερα, η ΕΚΤ έχει δεχθεί σαν εγγύηση για την παροχή χρημάτων προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες, δομημένα ομόλογα (ABS, Asset-Backed Securities), συνολικής «αξίας»480 δις € – ενώ παράλληλα διαθέτει στα βιβλία της ακόμη 360 δις €, τα οποία έχει εγγράψει σαν «μη χρησιμοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα». Επί πλέον αυτών, έχει στην κατοχή της ομόλογα δημοσίου της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας κλπ., «αμφιβόλου αξίας» – παρά το ότι παρέχει στις τράπεζες ρευστότητα χαμηλότερη από την ονομαστική τους αξία. Επίσης, οφείλει στις κεντρικές τράπεζες των πλεονασματικών χωρών (κυρίως στην Bundesbank) τεράστια ποσά, τα οποία δεν θα έπρεπε να χρωστάει (target-2).
Τέλος στα «βιβλία» της ΕΚΤ, στο ενεργητικό της δηλαδή, «εγγράφονται» ακόμη «υποσχετικές οφειλών», τις οποίες έχουν ουσιαστικά «ξεφορτώσει» οι ευρωπαϊκές τράπεζες, ενώ δεν διαπραγματεύονται στην ελεύθερη αγορά. Πρόκειται για τιτλοποιήσεις δανείων, σύμφωνα με τις οποίες, εάν για παράδειγμα χρεοκοπήσει μία γερμανική επιχείρηση παραγωγής εργαλείων, η ΕΚΤ θα πρέπει να απαιτήσει από αυτήν την επιστροφή των δανείων – αφού η ΕΚΤ έχει χρηματοδοτήσει τα δανείστρια γερμανική τράπεζα,μέσω της κεντρικής της, λαμβάνοντας τις απαιτήσεις της γερμανικής τράπεζας σαν εγγύηση(!).
Πρόκειται λοιπόν για μία «πιστωτική πυραμίδα» τεραστίων διαστάσεων, τάξης μεγέθους τουλάχιστον 1,5 τρις € (αντίστοιχες «λειτουργούν» από την Fed, από την BoE, από την BoJ κλπ.) η οποία, εάν καταρρεύσει, θα τυλίξει ολόκληρο τον πλανήτη στις φλόγες. Αρκεί να αντιληφθεί κανείς ότι το κεφάλαιο της ΕΚΤ μόλις αυξήθηκε στα 10 δις €, με τις πιστώσεις που παρέχει στο μέγεθος που αναφέραμε (άνω του 1 τρις €), για να καταλάβει το μέγεθος του προβλήματος.
Στα πλαίσια αυτά είναι εμφανές πως η ελληνική βόμβα είναι πια το μικρότερο πρόβλημα όλων. Αντίθετα, είναι πολύ πιθανόν να «δρομολογηθεί» μεθοδικά η χρεοκοπία της Ελλάδας, εάν αποφασισθεί να χρησιμοποιηθεί η χώρα μας ως θυσία για τον καθησυχασμό, για τον κατευνασμό καλύτερα των αγορών – αφού μόνο τότε θα υποχρεώνονταν οι υπόλοιπες χώρες, μεταξύ των οποίων και οι Η.Π.Α., στην αποδοχή των μέτρων λιτότητας (εάν όχι στην αποκρατικοποίηση της εξουσίας), τα οποία πλέον απαιτούν οι αχόρταγες, δικτατορικές αγορές.
EΠΙΛΟΓΟΣ
Κατά την υποκειμενική μας άποψη, η Ελλάδα δεν έχει απολύτως κανένα λόγο σήμερα να ιδιωτικοποιήσει τη δημόσια περιουσία της – ούτε εθνικό, ούτε οικονομικό, ούτε στρατηγικό, ούτε απλά «βιοποριστικό». Μία ενδεχόμενη αποκρατικοποίηση, σύμφωνα με το «μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα» που κατατέθηκε, αφενός μεν δεν θα χρησίμευε καθόλου στη χώρα μας, αφετέρου θα προκαλούσε ακριβώς το αντίθετο – την ελεγχόμενη χρεοκοπία της, καθώς επίσης την «υποδούλωση» μίας λεηλατημένης πλέον και εξαθλιωμένης χώρας, η οποία θα προσφερόταν ως θυσία στους «Βασιλείς» των αγορών.
Χωρίς φυσικά να είμαστε απόλυτοι, εάν δεν διώξουμε άμεσα τους εισβολείς, παρά τα τεράστια προβλήματα που θα αντιμετωπίσουμε στη συνέχεια (η χρεοκοπία, σε συνδυασμό με την απομόνωση, θα ήταν εξαιρετικά οδυνηρές εμπειρίες), δεν πρόκειται να αποφύγουμε το μοιραίο – τη «λογική» δηλαδή της «στυμμένης λεμονόκουπας».
Αντίθετα μάλιστα, εάν αναλάβουμε όλοι μαζί το ρίσκο, παραμένοντας φυσικά στη ζώνη του Ευρώ, αλλά χωρίς να εγκαταλείψουμε το μέλλον της πλούσιας, πολλαπλά προικισμένης χώρας μας στα χέρια μίας κυβέρνησης που μάλλον «θέλει, αλλά δεν μπορεί», έχουμε κάποιες αμυδρές ελπίδες ελεύθερης επιβίωσης – έστω και με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο, για κάποια χρόνια.
Άλλωστε, “δεν πρέπει ποτέ να αφήνει κανείς να συνεχίζεται μία ανωμαλία για να αποφύγει τον πόλεμο, επειδή δεν τον αποφεύγει τελικά, αλλά μόνο αλλάζουν οι συνθήκες προς όφελος των αντιπάλων του” (N.Machiavelli).
Αθήνα, 12. Ιουνίου 2011