Tου Δημήτριου Τσαϊλά*
Καθώς η αντιπαράθεση για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν φαίνεται ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο, όλο και πιο πιθανό φέρεται το σενάριο της στρατιωτικής επίθεσης. Οι συνομιλίες ασφαλώς και είναι μια διέξοδος, αλλά απαιτείται αμοιβαίος συμβιβασμός και εγκατάλειψη της αντίληψης ότι...
παρουσιάζοντας ένα μείγμα απειλών και σκληρών οικονομικών κυρώσεων θα αναγκαστεί το Ιράν να υποχωρήσει από το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Τελευταία έχουμε γίνει μάρτυρες έντονων συζητήσεων για ένα προληπτικό στρατιωτικό κτύπημα κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων. Παρά τις προσπάθειες, η διπλωματία φαίνεται ότι μάλλον δεν είναι δυνατό να αποτρέψει τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν, έτσι οι υποστηρικτές μιας στρατιωτικής επεμβάσεως στο Ισραήλ και στις Ηνωμένες Πολιτείες, βλέπουμε ότι κερδίζουν έδαφος. Όλα αυτά επειδή τα “γεράκια του πολέμου” εκτιμούν ότι το Ισραήλ μπορεί να καταφέρει άμεσα και γρήγορα ένα καίριο πλήγμα και να αντέξει σε βραχυπρόθεσμες στρατιωτικές και διπλωματικές επιπτώσεις της εν λόγω επιθέσεως, όμως τους διαφεύγει, ότι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες θα είναι πιθανόν καταστροφικές για την ασφάλεια όχι μόνο του Ισραήλ, αλλά και της διεθνούς κοινότητος.
Έτσι αν ο δυτικός κόσμος και ειδικά οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να αναβιώσει η επιλογή της διαπραγματευτικής οδού, προβάλλοντας ουσιαστικές και ρεαλιστικές προτάσεις, διατρέχουμε υψηλό κίνδυνο εμπλοκής σε ένα επικίνδυνο πόλεμο ή καλύτερα σ’ ένα ολοκαύτωμα στη Μέση Ανατολή.
Όλοι αυτοί που υποστηρίζουν τη στρατιωτική επιλογή στο Ισραήλ, ισχυρίζονται, ότι η Μέση Ανατολή με ένα Ιράν εξοπλισμένο με πυρηνικά όπλα θα αποτελεί, μια οιωνοί απειλή, αφενός για τον δυτικό κόσμο αφετέρου για την ίδια την επιβίωση του Ισραήλ. Αυτό θα ήταν πολύ πιο επικίνδυνο, απ’ ότι μια προληπτική στρατιωτική επίθεση που θα μπορούσε να αποτρέψει την απόκτηση πυρηνικών από το Ιράν. Ωστόσο, η θέση τους στηρίζεται στην υπόθεση ότι πράγματι στο μέλλον, το Ιράν, θα είναι πλήρως ακρωτηριασμένο και εντελώς απαλλαγμένο από πυρηνική ισχύ.
Στην πραγματικότητα, το προληπτικό κτύπημα, μπορεί να έχει το χειρότερο αποτέλεσμα για αμφοτέρους τους αντιπάλους. Διότι αν υποθέσουμε ότι στο μέλλον καταφέρει να εξοπλισθεί με πυρηνικά το Ιράν, θα είναι περισσότερο αποφασισμένο από ποτέ να αμφισβητήσει, τα ζωτικά συμφέροντα ή και χειρότερα την επιβίωση του εβραϊκού κράτους, και μάλιστα θα παρουσιαστούν πολύ λιγότερα περιφερειακά και διεθνή εμπόδια για να το πράξει.
Η κατάσταση παρουσιάζει μεγαλύτερη σύγχυση αλλά και ανησυχία. Οι βασικοί δρώντες στο γεωπολιτικό πάζλ – Ισραήλ, ΗΠΑ και Ιράν – ταλαντεύονται μεταξύ απειλών και λεονταρισμών, αντί να επιδεικνύουν μια πιο καθησυχαστική στάση, έχουν αρχίσει μια ανοικτή συζήτηση ενός πιθανού πολέμου στο μέλλον, με ταυτόχρονες επιθέσεις από μυστικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο, τη δολοφονία των Ιρανών πυρηνικών επιστημόνων, τις μυστηριώδεις εκρήξεις στο Ιράν και τις επιθέσεις εναντίον ισραηλινών στόχων σε διάφορες χώρες. Ο δυτικός κόσμος ελπίζει ότι οι αυστηρές οικονομικές κυρώσεις θα αναγκάσουν το Ιράν να βάλει τέλος στις προσπάθειές του για τον εμπλουτισμό ουρανίου (σε επίπεδο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πυρηνική βόμβα) και θα αποδεχθεί ένα διακριτικό καθεστώς επιθεώρησης στο πλαίσιο του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ). Είναι όμως εξίσου πιθανό ότι η Τεχεράνη θα αντεπιτεθεί.
Ας προσπαθήσουμε να υποθέσουμε τι θα γίνει μετά από μια επίθεση στη Μέση Ανατολή. Οι παράγοντες κινδύνου είναι δεδομένοι, δηλαδή είναι γνωστές οι δυνατότητες του Ιράν για αντίποινα στην ανατολή, τον Περσικό Κόλπο και ίσως εναντίον ισραηλινών αμερικανικών και δυτικών συμφερόντων στόχων εκτός των συνόρων του, καθώς και οι αποσταθεροποιητικές συνέπειες για τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου. Είναι μια λύση αρνητική για όλες τις πλευρές («lose-lose»).
Οι Ισραηλινοί που ευνοούν το προληπτικό κτύπημα πιστεύουν ότι τέτοιου είδους αντίποινα θα είναι περιορισμένα και σε κάθε περίπτωση λιγότερο επιβλαβή από ότι να αντιμετωπίζει ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα. Υπάρχουν και ισραηλινοί που αντιτίθενται σε μια επίθεση, διότι πιστεύουν ότι η επιτυχία είναι πολύ αβέβαιη και δυνητικά με πολύ δαπανηρό τίμημα για να δικαιολογηθεί τέτοιου είδους προληπτικό κτύπημα. Κατά την άποψή τους οι μυστικές, οι ανορθόδοξες και οι ασύμμετρες ενέργειες είναι πιο αποτελεσματικές στην επιβράδυνση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, με λιγότερες επιπτώσεις. Το αποτέλεσμα ενός πόλεμου θα έχει αβάσταχτα υψηλό κόστος (συμπεριλαμβανομένων των πιθανών ιρανικών κινήσεων αντιποίνων στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και εναντίον του Ισραήλ) με αβέβαια κέρδη (θα εντατικοποιηθεί η αποφασιστικότητα να αποκτήσει στρατιωτική διάσταση το πυρηνικό τους πρόγραμμα).
Η άποψη μου είναι ότι μια στρατιωτική επίθεση εναντίον του Ιράν στην καλύτερη περίπτωση να καθυστερήσει την ανάπτυξη πυρηνικών, όμως δεν θα τους σταματήσει. Αυτό δικαιολογείται επειδή οι πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν είναι διασκορπισμένες σε όλη την επικράτειά του και πολλές απ’ αυτές βαθιά θαμμένες. Επίσης η πυρηνική τεχνογνωσία που το Ιράν έχει αναπτύξει μέχρι σήμερα δεν μπορεί να εξαλειφθεί μέσα από στρατιωτικές επιθέσεις. Σε κάθε περίπτωση πιστεύω ότι, οι στρατιωτικές επιθέσεις θα μπορούσαν να ωθήσουν το Ιράν να μετατρέψει το πρόγραμμα από ειρηνικό σε στρατιωτικό.
Έτσι, μπορούμε να σκεφτούμε ότι το μέλλον της περιοχής δεν είναι ένα Ιράν που έχει ή δεν έχει αποκτήσει πυρηνικά όπλα, αλλά μάλλον μια αναδυόμενη πυρηνική δύναμη, που έχει ή δεν έχει δεχθεί επίθεση από το Ισραήλ. Ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα, που δεν έχει δεχθεί επίθεση είναι επικίνδυνο, εάν όμως έχει προσβληθεί, είναι πολύ πιο πιθανό να προβάλλει τις δυνατότητές του, για να βεβαιωθεί ότι δεν θα αντιμετωπίσει πάλι μια επίθεση. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση μεταξύ των δύο δυνητικών πυρηνικών αντιπάλων που δεν έχουν καμία άμεση γραμμή επικοινωνίας. Δηλαδή η ανθρωπότητα και ειδικά τα κράτη της Μέσης Ανατολής και της Νοτιανατολικής Μεσογείου θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ένα νέο μοντέλο αποτροπής, ένα νέο είδος ψυχρού πολέμου, το οποίο δεν είναι καθόλου πιθανό να λειτουργήσει κάτω από τις συνθήκες του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, των εθνικών αντιπαλοτήτων και των αναθεωρητικών τάσεων.
Από την άλλη πλευρά εάν δεν εκτελεστεί η στρατιωτική επίθεση, θα υπάρχει τουλάχιστον η πιθανότητα, ότι το Ιράν θα μπορεί να δρέπει τα οφέλη της αποτροπής από την κατοχή της πυρηνικής τεχνολογίας για να κατασκευάσει ένα όπλο. Μια τέτοια στάση θα εξακολουθεί να προκαλεί σοβαρές ανησυχίες στην παγκόσμια κοινότητα για την ανάπτυξη μιας πιθανής στρατιωτικής διάστασης του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος και θα απαιτούσε τη συνεχή διακριτική επιθεώρηση από την αρμόδια επιτροπή της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ), αλλά θα ήταν πολύ λιγότερο αποσταθεροποιητική απ’ ότι ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα. Θα μειώσει επίσης τα κίνητρα στις γειτονικές χώρες να εξετάσουν την επιλογή της πυρηνικής ενέργειας.
Μια μονομερής επίθεση από το Ισραήλ, όχι μόνο θα ελαττώσει την αποφασιστικότητα της διεθνούς κοινότητας να αμφισβητήσει τις παραβάσεις του Ιράν επί της πυρηνικής δεσμεύσεως σύμφωνα με τη Συνθήκη μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων, αλλά και θα μειώσει τη θέληση για τη συνέχιση της υποστήριξης του Ισραήλ. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει αφήσει «όλες οι επιλογές στο τραπέζι», αλλά είναι προφανές ότι δεν επιθυμεί μια στρατιωτική επίθεση, τουλάχιστον αυτή τη χρονική περίοδο.
Οι βασικοί δρώντες της Ευρώπης, για να μην αναφέρουμε και τις μικρότερες δυνάμεις στην Ασία, θα καταλογίσουν τη στρατιωτική δράση ως υπονόμευση των διπλωματικών και οικονομικών επιλογών για τη λύση του προβλήματος. Η αντίδραση της Ρωσίας και της Κίνας θα γίνει πιο εχθρική, θέτοντας σε κίνδυνο την αναπτυσσόμενη πολιτική και οικονομική σχέση του Ισραήλ με αυτές τις δύο χώρες.
Οι περιφερειακές αντιδράσεις θα είναι επίσης αρνητικές, πυροδοτώντας περαιτέρω αντι-ισραηλινά συναισθήματα στα αραβικά έθνη. Το Ιράν έχει ήδη αρχίσει να χάνει την αξιοπιστία του στους αραβικούς πληθυσμούς επειδή τους απογοήτευσε με το επιβληθέν κύμα κρατικής βίας στο εσωτερικό του και την υποστήριξή του στην βίαιη καταστολή του καθεστώτος στη Συρία. Όμως μια ισραηλινή επίθεση θα μπορούσε να επιτρέψει στο Ιράν να ξανακερδίσει τη συμπάθεια, καθώς θα εμφανιστεί ως το θύμα και θα πυροδοτήσει ενέργειες μίσους εναντίον του Ισραήλ.
Ομοίως, οι σχέσεις του Ισραήλ με τον εγγύς γεωπολιτικό του χώρο, την Αίγυπτο και την Ιορδανία, χάριν του λαϊκού αισθήματος και στον απόηχο των αραβικών εξεγέρσεων, θα μπορούσε να είναι σοβαρά τεταμένες, θέτοντας σε κίνδυνο ζωτικής σημασίας συνθήκες ειρήνης. Οποιαδήποτε προοπτική για σφυρηλάτηση ενός κοινού αντι-ιρανικού μετώπου μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών κρατών του Περσικού Κόλπου ή του Ισραήλ και της δυτικής κοινωνίας δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Το Ισραήλ δεν έχει ποτέ ενσωματωθεί στη Μέση Ανατολή. Αλλά το Ισραήλ έχει σπάνια αντιμετωπίσει την πλήρη απομόνωση. Όταν το Ισραήλ είχε αντιμετωπίσει επιθέσεις των αράβων εθνικιστών αντιπάλων του στο παρελθόν (την Αίγυπτο και το Ιράκ), είχε να στραφεί προς τις μη αραβικές περιφέρειες (το Ιράν και την Τουρκία). Όταν το Ισραήλ εθεωρείτο μια αυξανόμενη απειλή από το Ιράν, στράφηκε ειρηνευτικά προς τους άραβες γείτονές του. Το Ισραήλ δεν έχει αντιμετωπίσει μια στρατηγική κατάσταση στην οποία να είναι εντελώς απομονωμένο από τους άραβες και μη άραβες όσο, αυτή τη στιγμή που αντιμετωπίζει την αυξανόμενη διεθνή απομόνωση.
Συμπερασματικά, θα είναι ουσιαστικής σημασίας για όλα τα μέρη να θέσουν τέλος στην εχθρική συμπεριφορά και προκλητική ρητορική, συμπεριλαμβανομένων των απειλών για επίθεση και τη συμμετοχή τους σε βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες. Πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να υπάρξει μια λύση θετική για όλες τις πλευρές («win-win») απέναντι στο σημερινό αδιέξοδο. Τέλος αν το δίλλημα που καλείται η διεθνής κοινότητα να εξετάσει, είναι είτε σκληρές οικονομικές κυρώσεις η επιτυχία των οποίων είναι αμφίβολη, είτε ανάληψη στρατιωτικής δράσης, οι συνέπειες της οποίας είναι τρομακτικές, τότε τίποτα από αυτά δεν αποτελούν επιλογή αλλά μια αξιοθρήνητη αποτυχία.
* Αρχιπλοίαρχος Πολεμικού Ναυτικού ε.α.
Καθώς η αντιπαράθεση για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν φαίνεται ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο, όλο και πιο πιθανό φέρεται το σενάριο της στρατιωτικής επίθεσης. Οι συνομιλίες ασφαλώς και είναι μια διέξοδος, αλλά απαιτείται αμοιβαίος συμβιβασμός και εγκατάλειψη της αντίληψης ότι...
παρουσιάζοντας ένα μείγμα απειλών και σκληρών οικονομικών κυρώσεων θα αναγκαστεί το Ιράν να υποχωρήσει από το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Τελευταία έχουμε γίνει μάρτυρες έντονων συζητήσεων για ένα προληπτικό στρατιωτικό κτύπημα κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων. Παρά τις προσπάθειες, η διπλωματία φαίνεται ότι μάλλον δεν είναι δυνατό να αποτρέψει τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν, έτσι οι υποστηρικτές μιας στρατιωτικής επεμβάσεως στο Ισραήλ και στις Ηνωμένες Πολιτείες, βλέπουμε ότι κερδίζουν έδαφος. Όλα αυτά επειδή τα “γεράκια του πολέμου” εκτιμούν ότι το Ισραήλ μπορεί να καταφέρει άμεσα και γρήγορα ένα καίριο πλήγμα και να αντέξει σε βραχυπρόθεσμες στρατιωτικές και διπλωματικές επιπτώσεις της εν λόγω επιθέσεως, όμως τους διαφεύγει, ότι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες θα είναι πιθανόν καταστροφικές για την ασφάλεια όχι μόνο του Ισραήλ, αλλά και της διεθνούς κοινότητος.
Έτσι αν ο δυτικός κόσμος και ειδικά οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να αναβιώσει η επιλογή της διαπραγματευτικής οδού, προβάλλοντας ουσιαστικές και ρεαλιστικές προτάσεις, διατρέχουμε υψηλό κίνδυνο εμπλοκής σε ένα επικίνδυνο πόλεμο ή καλύτερα σ’ ένα ολοκαύτωμα στη Μέση Ανατολή.
Όλοι αυτοί που υποστηρίζουν τη στρατιωτική επιλογή στο Ισραήλ, ισχυρίζονται, ότι η Μέση Ανατολή με ένα Ιράν εξοπλισμένο με πυρηνικά όπλα θα αποτελεί, μια οιωνοί απειλή, αφενός για τον δυτικό κόσμο αφετέρου για την ίδια την επιβίωση του Ισραήλ. Αυτό θα ήταν πολύ πιο επικίνδυνο, απ’ ότι μια προληπτική στρατιωτική επίθεση που θα μπορούσε να αποτρέψει την απόκτηση πυρηνικών από το Ιράν. Ωστόσο, η θέση τους στηρίζεται στην υπόθεση ότι πράγματι στο μέλλον, το Ιράν, θα είναι πλήρως ακρωτηριασμένο και εντελώς απαλλαγμένο από πυρηνική ισχύ.
Στην πραγματικότητα, το προληπτικό κτύπημα, μπορεί να έχει το χειρότερο αποτέλεσμα για αμφοτέρους τους αντιπάλους. Διότι αν υποθέσουμε ότι στο μέλλον καταφέρει να εξοπλισθεί με πυρηνικά το Ιράν, θα είναι περισσότερο αποφασισμένο από ποτέ να αμφισβητήσει, τα ζωτικά συμφέροντα ή και χειρότερα την επιβίωση του εβραϊκού κράτους, και μάλιστα θα παρουσιαστούν πολύ λιγότερα περιφερειακά και διεθνή εμπόδια για να το πράξει.
Η κατάσταση παρουσιάζει μεγαλύτερη σύγχυση αλλά και ανησυχία. Οι βασικοί δρώντες στο γεωπολιτικό πάζλ – Ισραήλ, ΗΠΑ και Ιράν – ταλαντεύονται μεταξύ απειλών και λεονταρισμών, αντί να επιδεικνύουν μια πιο καθησυχαστική στάση, έχουν αρχίσει μια ανοικτή συζήτηση ενός πιθανού πολέμου στο μέλλον, με ταυτόχρονες επιθέσεις από μυστικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο, τη δολοφονία των Ιρανών πυρηνικών επιστημόνων, τις μυστηριώδεις εκρήξεις στο Ιράν και τις επιθέσεις εναντίον ισραηλινών στόχων σε διάφορες χώρες. Ο δυτικός κόσμος ελπίζει ότι οι αυστηρές οικονομικές κυρώσεις θα αναγκάσουν το Ιράν να βάλει τέλος στις προσπάθειές του για τον εμπλουτισμό ουρανίου (σε επίπεδο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πυρηνική βόμβα) και θα αποδεχθεί ένα διακριτικό καθεστώς επιθεώρησης στο πλαίσιο του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ). Είναι όμως εξίσου πιθανό ότι η Τεχεράνη θα αντεπιτεθεί.
Ας προσπαθήσουμε να υποθέσουμε τι θα γίνει μετά από μια επίθεση στη Μέση Ανατολή. Οι παράγοντες κινδύνου είναι δεδομένοι, δηλαδή είναι γνωστές οι δυνατότητες του Ιράν για αντίποινα στην ανατολή, τον Περσικό Κόλπο και ίσως εναντίον ισραηλινών αμερικανικών και δυτικών συμφερόντων στόχων εκτός των συνόρων του, καθώς και οι αποσταθεροποιητικές συνέπειες για τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου. Είναι μια λύση αρνητική για όλες τις πλευρές («lose-lose»).
Οι Ισραηλινοί που ευνοούν το προληπτικό κτύπημα πιστεύουν ότι τέτοιου είδους αντίποινα θα είναι περιορισμένα και σε κάθε περίπτωση λιγότερο επιβλαβή από ότι να αντιμετωπίζει ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα. Υπάρχουν και ισραηλινοί που αντιτίθενται σε μια επίθεση, διότι πιστεύουν ότι η επιτυχία είναι πολύ αβέβαιη και δυνητικά με πολύ δαπανηρό τίμημα για να δικαιολογηθεί τέτοιου είδους προληπτικό κτύπημα. Κατά την άποψή τους οι μυστικές, οι ανορθόδοξες και οι ασύμμετρες ενέργειες είναι πιο αποτελεσματικές στην επιβράδυνση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, με λιγότερες επιπτώσεις. Το αποτέλεσμα ενός πόλεμου θα έχει αβάσταχτα υψηλό κόστος (συμπεριλαμβανομένων των πιθανών ιρανικών κινήσεων αντιποίνων στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και εναντίον του Ισραήλ) με αβέβαια κέρδη (θα εντατικοποιηθεί η αποφασιστικότητα να αποκτήσει στρατιωτική διάσταση το πυρηνικό τους πρόγραμμα).
Η άποψη μου είναι ότι μια στρατιωτική επίθεση εναντίον του Ιράν στην καλύτερη περίπτωση να καθυστερήσει την ανάπτυξη πυρηνικών, όμως δεν θα τους σταματήσει. Αυτό δικαιολογείται επειδή οι πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν είναι διασκορπισμένες σε όλη την επικράτειά του και πολλές απ’ αυτές βαθιά θαμμένες. Επίσης η πυρηνική τεχνογνωσία που το Ιράν έχει αναπτύξει μέχρι σήμερα δεν μπορεί να εξαλειφθεί μέσα από στρατιωτικές επιθέσεις. Σε κάθε περίπτωση πιστεύω ότι, οι στρατιωτικές επιθέσεις θα μπορούσαν να ωθήσουν το Ιράν να μετατρέψει το πρόγραμμα από ειρηνικό σε στρατιωτικό.
Έτσι, μπορούμε να σκεφτούμε ότι το μέλλον της περιοχής δεν είναι ένα Ιράν που έχει ή δεν έχει αποκτήσει πυρηνικά όπλα, αλλά μάλλον μια αναδυόμενη πυρηνική δύναμη, που έχει ή δεν έχει δεχθεί επίθεση από το Ισραήλ. Ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα, που δεν έχει δεχθεί επίθεση είναι επικίνδυνο, εάν όμως έχει προσβληθεί, είναι πολύ πιο πιθανό να προβάλλει τις δυνατότητές του, για να βεβαιωθεί ότι δεν θα αντιμετωπίσει πάλι μια επίθεση. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση μεταξύ των δύο δυνητικών πυρηνικών αντιπάλων που δεν έχουν καμία άμεση γραμμή επικοινωνίας. Δηλαδή η ανθρωπότητα και ειδικά τα κράτη της Μέσης Ανατολής και της Νοτιανατολικής Μεσογείου θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ένα νέο μοντέλο αποτροπής, ένα νέο είδος ψυχρού πολέμου, το οποίο δεν είναι καθόλου πιθανό να λειτουργήσει κάτω από τις συνθήκες του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, των εθνικών αντιπαλοτήτων και των αναθεωρητικών τάσεων.
Από την άλλη πλευρά εάν δεν εκτελεστεί η στρατιωτική επίθεση, θα υπάρχει τουλάχιστον η πιθανότητα, ότι το Ιράν θα μπορεί να δρέπει τα οφέλη της αποτροπής από την κατοχή της πυρηνικής τεχνολογίας για να κατασκευάσει ένα όπλο. Μια τέτοια στάση θα εξακολουθεί να προκαλεί σοβαρές ανησυχίες στην παγκόσμια κοινότητα για την ανάπτυξη μιας πιθανής στρατιωτικής διάστασης του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος και θα απαιτούσε τη συνεχή διακριτική επιθεώρηση από την αρμόδια επιτροπή της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ), αλλά θα ήταν πολύ λιγότερο αποσταθεροποιητική απ’ ότι ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα. Θα μειώσει επίσης τα κίνητρα στις γειτονικές χώρες να εξετάσουν την επιλογή της πυρηνικής ενέργειας.
Μια μονομερής επίθεση από το Ισραήλ, όχι μόνο θα ελαττώσει την αποφασιστικότητα της διεθνούς κοινότητας να αμφισβητήσει τις παραβάσεις του Ιράν επί της πυρηνικής δεσμεύσεως σύμφωνα με τη Συνθήκη μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων, αλλά και θα μειώσει τη θέληση για τη συνέχιση της υποστήριξης του Ισραήλ. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει αφήσει «όλες οι επιλογές στο τραπέζι», αλλά είναι προφανές ότι δεν επιθυμεί μια στρατιωτική επίθεση, τουλάχιστον αυτή τη χρονική περίοδο.
Οι βασικοί δρώντες της Ευρώπης, για να μην αναφέρουμε και τις μικρότερες δυνάμεις στην Ασία, θα καταλογίσουν τη στρατιωτική δράση ως υπονόμευση των διπλωματικών και οικονομικών επιλογών για τη λύση του προβλήματος. Η αντίδραση της Ρωσίας και της Κίνας θα γίνει πιο εχθρική, θέτοντας σε κίνδυνο την αναπτυσσόμενη πολιτική και οικονομική σχέση του Ισραήλ με αυτές τις δύο χώρες.
Οι περιφερειακές αντιδράσεις θα είναι επίσης αρνητικές, πυροδοτώντας περαιτέρω αντι-ισραηλινά συναισθήματα στα αραβικά έθνη. Το Ιράν έχει ήδη αρχίσει να χάνει την αξιοπιστία του στους αραβικούς πληθυσμούς επειδή τους απογοήτευσε με το επιβληθέν κύμα κρατικής βίας στο εσωτερικό του και την υποστήριξή του στην βίαιη καταστολή του καθεστώτος στη Συρία. Όμως μια ισραηλινή επίθεση θα μπορούσε να επιτρέψει στο Ιράν να ξανακερδίσει τη συμπάθεια, καθώς θα εμφανιστεί ως το θύμα και θα πυροδοτήσει ενέργειες μίσους εναντίον του Ισραήλ.
Ομοίως, οι σχέσεις του Ισραήλ με τον εγγύς γεωπολιτικό του χώρο, την Αίγυπτο και την Ιορδανία, χάριν του λαϊκού αισθήματος και στον απόηχο των αραβικών εξεγέρσεων, θα μπορούσε να είναι σοβαρά τεταμένες, θέτοντας σε κίνδυνο ζωτικής σημασίας συνθήκες ειρήνης. Οποιαδήποτε προοπτική για σφυρηλάτηση ενός κοινού αντι-ιρανικού μετώπου μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών κρατών του Περσικού Κόλπου ή του Ισραήλ και της δυτικής κοινωνίας δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Το Ισραήλ δεν έχει ποτέ ενσωματωθεί στη Μέση Ανατολή. Αλλά το Ισραήλ έχει σπάνια αντιμετωπίσει την πλήρη απομόνωση. Όταν το Ισραήλ είχε αντιμετωπίσει επιθέσεις των αράβων εθνικιστών αντιπάλων του στο παρελθόν (την Αίγυπτο και το Ιράκ), είχε να στραφεί προς τις μη αραβικές περιφέρειες (το Ιράν και την Τουρκία). Όταν το Ισραήλ εθεωρείτο μια αυξανόμενη απειλή από το Ιράν, στράφηκε ειρηνευτικά προς τους άραβες γείτονές του. Το Ισραήλ δεν έχει αντιμετωπίσει μια στρατηγική κατάσταση στην οποία να είναι εντελώς απομονωμένο από τους άραβες και μη άραβες όσο, αυτή τη στιγμή που αντιμετωπίζει την αυξανόμενη διεθνή απομόνωση.
Συμπερασματικά, θα είναι ουσιαστικής σημασίας για όλα τα μέρη να θέσουν τέλος στην εχθρική συμπεριφορά και προκλητική ρητορική, συμπεριλαμβανομένων των απειλών για επίθεση και τη συμμετοχή τους σε βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες. Πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να υπάρξει μια λύση θετική για όλες τις πλευρές («win-win») απέναντι στο σημερινό αδιέξοδο. Τέλος αν το δίλλημα που καλείται η διεθνής κοινότητα να εξετάσει, είναι είτε σκληρές οικονομικές κυρώσεις η επιτυχία των οποίων είναι αμφίβολη, είτε ανάληψη στρατιωτικής δράσης, οι συνέπειες της οποίας είναι τρομακτικές, τότε τίποτα από αυτά δεν αποτελούν επιλογή αλλά μια αξιοθρήνητη αποτυχία.
* Αρχιπλοίαρχος Πολεμικού Ναυτικού ε.α.
1 σχόλια:
Κ.Τσαιλα πολυ καλο το αρθρο σας,συγχαρητηρια, αλλα μηπως θα επρεπε να ενημερωσετε και τους πρωην συναδελφους σας για τα Ελληνικα δρωμενα και σωσετε την Ελλαδα μας απο την Ελληνικη κυβερνηση και τους κατακτητες?
Δημοσίευση σχολίου