Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Ένα Επίκαιρο Ποίημα του Γ. Σουρή


Ένα Επίκαιρο Ποίημα του Γ. Σουρή

Γράφει ο
Ιωάννης Καμάρας
Το Ιστορικό: Το 1886 οι Βούλγαροι, με τη συναίνεση της Τουρκίας και των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, προσήρτησαν πραξικοπηματικά την Ανατ. Ρωμυλία, παραβιάζοντας το status quo των Βαλκανίων.


Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδος Δεληγιάννης κήρυξε επιστράτευση και η Ελλάδα ετοιμάστηκε για πόλεμο.

Όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης αντέδρασαν και έστειλαν στόλους που απέκλεισαν όλα τα λιμάνια της Ελλάδας. Έτσι ο πόλεμος ματαιώθηκε.

Το ποίημα αυτό γράφτηκε από τον Γ. Σουρή τον Μάϊο του 1886, μετά την αποστράτευση στην οποία υποχρεώθηκε η Ελλάδα.

Επιμύθιο: Το 1886, οι Μεγάλες Δυνάμεις εκβίαζαν την Ελλάδα κλείνοντας τα λιμάνια της. Σήμερα, 125 χρόνια αργότερα, την εκβιάζουν με τα πανωτόκια.


ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
_Απόστασε το χέρι μου από το να μουντζώνω
και σάλιο δεν μου έμεινε από το φτύσε φτύσε,
αλλ’ έως τώρα τίποτε μ’ αυτά δεν κατορθώνω,
και σύ, Ευρώπη, μας γελάς και πάντα ίδια είσαι.
Και απορώ, μα το σταυρό, πώς ως αυτή την ώρα
και άλλα δεν μας έστειλες εδώ Θωρακοφόρα.
_Προθύμως σας εκάμαμεν εκείνο που ζητείτε
και άν δεν μας πιστεύετε, κοπιάσετε να δήτε
ποία ειρήνη κατ’ αυτάς στο κράτος βασιλεύει
και πώς καθένας ήσυχα γλεντά και χουζουρεύει.
Ήλθε το άντε στάτους κβο με τόσας αναπαύσεις
και άρχισαν να γίνονται διορισμοί και παύσεις.
_Λοιπόν, τί άλλο από μας, Ευρώπη, απαιτείς
κι ακόμη από το λαιμό πιασμένους μας κρατείς;
Θέλεις λοιπόν να ζήσωμε χωρίς πολιτικήν
και ως στρατόν να έχωμε την χωροφυλακήν
κι ουδέ ο ρήτωρ Κωνσταντής ν’ ακούγεται παρλάρων
διά το πραξικόπημα εκείνο των Βουλγάρων;
_Εσύ, βρε καγκελλάριε των σαχλο-Γερμανών
σύ εναντίον μας κινείς και γην και ουρανόν
εσύ, διαόλου αλεπού, που ψόφος δεν σε πιάνει
εσύ κρατάς κατάκλειστο το κάθε μας λιμάνι,
και όλα τα καράβια σου εις τα νερά μας στέλλεις,
διότι έτσι αγαπάς, διότι έτσι θέλεις.
_ Εσύ, βρε καγκελλάριε, εσύ, βρε Μαμελούκε,
εσύ, πανευγενέστατε της Δύσεως Τραμπούκε,
παίζεις και πάλι πρόστυχο και βρώμικο παιχνίδι
και του κυρίου Γλάδστωνος του πάει ριπιπίδι
κι αισθάνεται το βάρος σου ο σβέρκος κάθε ράχης...
αλλ’ έστι δίκης οφθαλμός, που κακό ψόφο νάχεις.



Πηγή: Μιχ. Περάνθη, Μεγάλη Ελληνική Ποιητική Ανθολογία, Τόμος Α, σελ. 325.
Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου (1954)

1 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΝΑ ΑΓΙΑΣΕΙ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ!!