Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Σαν σήμερα..Η μάχη των Λεύκτρων 371 π.Χ. Ο θρίαμβος του Επαμεινώνδα


Το καλοκαίρι του 371 π.Χ. αντιπρόσωποι από όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις συγκεντρώθηκαν στη Σπάρτη για να διαπραγματευτούν τους όρους μιας νέας συνθήκης ειρήνης. Η πρωτοβουλία ανήκει στον Aθηναίο Καλλίστρατο ο οποίος πρότεινε να
αποσταλεί πρεσβεία στη Σπάρτη για τη σύναψη ειρήνης. Από βολιδοσκοπήσεις είχε φανεί ότι και η Σπάρτη ήταν ευδιάθετη στο να συμφωνήσει, ώστε να πάψουν τα όπλα να έχουν τον κύριο λόγο. Αποφασίστηκε, λοιπόν, με πρωτοβουλία των Αθηναίων να συγκροτηθεί πανελλήνιο συνέδριο στη Σπάρτη. Πρώτοι κλήθηκαν στο συνέδριο οι Θηβαίοι. Επικεφαλής της θηβαϊκής αντιπροσωπείας ήταν ο Επαμεινώνδας. Εκπρόσωπος της Σπάρτης  ήταν ο Αγησίλαος ο οποίος είχε και την προεδρία του συνεδρίου. Εκπρόσωποι των Αθηνών ήταν ο Καλλίστρατος, ο Καλλίας και ο Αυτοκλής. Αντιπροσώπους έστειλαν και η Μακεδονία και η Περσία.
Πρώτος μίλησε ο αθηναίος Καλλίας ο οποίος τόνισε ότι δεν είναι σωστό να βρίσκονται σε ανταγωνσιμό οι Αθηαναίοι και οι Σπαρτιάτες. Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Αυτοκλής ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα επιθετικός απέναντι στη Σπάρτη, τονίζοντας πως όχι μόνο δεν εγγυάται τη αυτονομία των ελληνικών πόλεων αλλά αντιθέτως την παραβιάζει. Τελευταίος πήρε το λόγο ο Καλλίστρατος ο οποίος ήταν δεινός ρήτορας. Ο λόγος του ήταν διαλλακτικός για να αντισταθμίσει την επιθετικότητα του Αυτοκλή. Μετά από έντονες διαβουλεύσεις οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν τελικά τις προτάσεις των Αθηναίων σύμφωνα με τις οποίες οι ελληνικές πόλεις θα έμεναν αυτόνομες όπως είχε συμφωνηθεί στην Ανταλκίδειο ειρήνη αλλά καμία δε θα ήταν υπέυθυνη για την τήρηση αυτού του όρου.
Ενώ έφτασε η στιγμή να δοθούν οι καθιερωμένοι όρκοι για να επικυρωθεί η συμφωνία, προκλήθηκε σύγκρουση μεταξύ των Θηβαίων και των Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι δίνοντας το καλό παράδειγμα ορκίσθηκαν μόνο για τον εαυτό τους. Το ίδιο έπραξαν και οι αντιπρόσωπποι των πόλεων που ανήκαν στην αθηναϊκή συμμαχία. Αντίθετα οι Σπαρτιάτες ορκίσθηκαν για λογαριασμό της πόλης τους και των συμμάχων της. Ο Επαμεινώνδας  σηκώθηκε και διαμαρτυρήθηκε ζωηρά. Ήταν ο μόνος που σε όλη τη διάρκεια των συζητήσεων δεν έσκυβε το κεφάλι στις κυριαρχικές απαιτήσεις των Σπαρτιατών. Εφόσον οι Λακεδαιμόνιοι ορκίζονται και για λογαριασμό των Συμμάχων τους, το ίδιο θα κάνουν και οι Θηβαίοι: θα ορκιστούν για ολόκληρο το Κοινό των Βοιωτών του οποίου ήταν πρόεδροι. Τελικά ενώ όλοι οι αντιπρόσωποι συμφώνησαν στην επικύρωση, εξεραίθηκαν οι Θηβαίοι και δεν συμπεριελήφθησαν στη συνθήκη. Αυτό εξέθετε τη Θήβα σε μεγάλο κίνδυνο αλλά η προσωπική αρετή του Επαμεινώνδα ενέπνευσε αποφασιστικότητα στους συμπολίτες του ώστε να αντισταθούν στην απόφαση αυτή. Γιατί οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι που μοιράζονταν την κυριαρχία στην ξηρά και στη θάλασσα αντίστοιχα, μπορεί να έκαναν αμοιβαίες παραχωρήσεις αλλά δεν ήθελαν την εμφάνιση κάποιου τρίτου σε ότι αφορά τη διεκδίκηση της ηγεμονίας. Χαρακτηρισιτκή είναι η στιχομυθία του Αγησιλάου και του Επαμεινώνδα όπως τη διασώζει ο Πλούταρχος. Οργισμένος, γράφει, σηκώθηκε ο Αγησίλαος και είπε στον Επαμεινώνδα: «Αποκρίσου με σαφήνεια. Θέλεις ή δε θέλεις να αφήσεις αυτόνομη τη Βοιωτία;» Και ο Επαμεινώνδας διατηρώντας την ψυχραιμία του αντασπάντησε: «Αποκρίσου με σαφήνεια. Θέλεις ή δε θέλεις να αφήσεις αυτόνομη τη Λακωνία;»
Το χάσμα ήταν πια αγεφύρωτο και οι εξελίξεις ισοδυναμούσαν με κήρυξη πολέμου.  Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα. Οι Σπαρτιάτες ανακάλεσαν από παντούς τις δυνάμεις τους με εξαίρεση το συμμαχικό στράτευμα που βρισκόταν στη Φωκίδα. Ο βασιλιάς τους Κλεόμβροτος που το διοικούσε, έλαβε εντολή να επιτεθεί κατά της Θήβας αν αυτή δεν παραχωρούσε αυτονομία στις Βοιωτικές πόλεις. Ταυτόχρονα στάλθηκε τελεσίγραφο στη Θήβα το περιεχόμενο του οποίου ήταν προκλητικό: το Κοινό των Βοιωτών έπρεπε να διαλυθεί και παράλληλα έπρεπε να επανιδρυθούν οι Πλαταιές και οι Θεσπιές και τα εδάφη τους να αποδοθούν στους παλαιούς ιδιοκτήτες τους. Οι Θηβαίοι απέρριψαν το τελεσίγραφο, ισχυριζόμενοι ότι όπως εκείνοι δεν είχαν επέμβει ποτέ στη Λακωνία, έτσι και οι Σπαρτιάτες δε νομιμοποιούντο να αναμιγνύονται στις βοιωτικές υποθέσεις. Ο ισχυρισμός αυτός αμφισβητούσε ευθέως το ρόλο και το ειδικό βάρος της Σπάρτης.

Αμέσως μετά ο Κλεόμβροτος εισήλθε στη Βοιωτία και προέλασε μέχρι τη Χαιρώνεια. Ο Επαμεινώνδας, επικεφαλής του Βοιωτικού στρατού, έσπευσε στην Κορώνεια για να καλύψει το στενό της Πέτρας. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, αφού υποχώρησε στην Άμβρυσσο (Δίστομο) της Φωκίδας, κινήθηκε ανάμεσα στις νότιες πλαγιές του Ελικώνα και στις ακτές του Κορινθιακού, ανέτρεψε τα ελαφρά τμήματα προκάλυψης υπό τον Χαιρέα, που κάλυπταν την περιοχή και κατέλαβε τη Θίσβη, τις Σίφες και την Κρεύση, οχυρωμένο ναύσταθμο των Βοιωτών. Με την κίνησή του αυτή εξασφάλισε πλήρως την επικοινωνία του με την Πελοπόννησο και απερίσπαστος προέλασε βόρεια προς τις Θεσπιές, όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί οι Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους. Το πεδίο της μάχης ήταν η πεδιάδα ανάμεσα στα δύο στρατεύματα βορειοδυτικά της πολίχνης των Λεύκτρων, μήκους περίπου 2000 μέτρων από τα δυτικά προς τα ανατολικά και 3000 μέτρων από βορρά προς νότο.
Το σπαρτιατικό στράτευμα ανερχόταν σε 10000 άντρες (9000 πεζοί και 1000 ιππείς), από τους οποίους περίπου 2300 (τέσσερις μόρες) αν Λακεδαιμόνιοι (από αυτούς οι 700 ήταν Σπαρτιάτες). Το ιππικό του ήταν πολύ κατώτερο του βοιωτικού σε μαχητική αξία, αφού ακόμα και οι Σπαρτιάτες ιππείς ήταν «οι τοις σώμαιν αδυνατώτατοι και ήκιστα φιλότιμοι», όμως συνολικά το ηθικό του στρατού ήταν υψηλό. Ο Επαμεινώνδας διοικούσε 6000 άνδρες (5000 πεζοί 1000 ιππείς), από τους οποίους 3500 ήταν Θηβαίοι. Το ηθικό τους, ιδιαίτερα των συμμάχων, ήταν χαμηλό, επειδή αντιμετώπιζαν αριθμητικά υπέρτερο εχθρό και μάλιστα ικανό αριθμό Σπαρτιατών, που θεωρούνταν ανίκητοι σε εκ παρατάξεως μάχη.
Αρχικά προέκυψαν διαφωνίες ως προς τον χώρο διεξαγωγής της μάχης. Τρεις βοιωτάρχες είπαν ότι όφειλαν να αποσυρθούν από την πεδιάδα και να καταλάβουν υψηλότεροέδαφος ή να αμυνθούν μέσα από τα τείχη της Θήβας. Ο Επαμεινώνδας και άλλοι δύο επέμεναν στην άμεση αντιπαράθεση, φοβούμενοι ότι οποιαδήποτε υποχώρηση θα πυροδοτούσε διαθέσεις αποστασίας πολλών πόλεων. Το αδιέξοδο έλυσε η άφιξη του έβδομου βοιωτάρχη, υπεύθυνου για τη φρούρηση των διαβάσεων του Κιθαιρώνα, που συντάχθηκε με την άποψη του Επαμεινώνδα. Ακόμα και μετά τη λήψη της απόφασης για μάχη, επικρατούσε ανησυχία στις τάξεις των Βοιωτών. Σε συνεργασία με τον Πελοπίδα ο Επαμεινώνδας φρόντισε να διασπείρει φήμες για ευνοϊκούς οιωνούς και παλαιούς χρησμούς που προέβλεπαν ήττα των Λακεδαιμονίων στα Λεύκτρα. Ο ίδιος προσπαθούσε να εμψυχώσει τους άνδρες του μνημονεύοντας συχνά τον ομηρικό λόγο: «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης».
Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους έλαβαν τη συνηθισμένη διάταξη μάχης. Με ομοιόμορφο βάθος φάλαγγας 12 ανδρών, ο Κλεόμβροτος με τους Λακεδαιμόνιους κατέλαβε τα δεξιό της παράταξης και οι σύμμαχοι το κέντρο και το αριστερό. Το συμμαχικό ιππικό τάχθηκε στο αριστερό άκρο, ενώ το σπαρτιατικό στο δεξιό άκρο και μπροστά από τη φάλαγγα των Λακεδαιμονίων. Ο Επαμεινώνδας διέταξε τους Θηβαίους να σχηματίσουν ένα συμπαγές παραλληλόγραμμο πλάτους 64 και βάθους 50 ανδρών, το οποίο τάχθηκε στην αριστερή πτέρυγα, απέναντι από τους Λακαιδεμόνιους. Το κέντρο και το δεξιό κατέλαβαν οι σύμμαχοι, με το βάθος της φάλαγγάς τους να μην υπερβαίνει τους 12 άνδρες. Το δεξιό άκρο κατέλαβε το βοιωτικό ιππικό, ενώ το ιππικό των Θηβαίων τάχθηκε μπροστά από τους πεζούς συμπατριώτες του. Ο Ιερός Λόχος, ένα ανεξάρτητο επίλεκτο σώμα 300 οπλιτών υπό την ηγεσία του Πελοπίδα, τάχθηκε πίσω από τη φάλαγγα των Θηβαίων στην αριστερή πτέρυγα.
Ο Επαμεινώνδας άρχισε τη μάχη με κεραυνοβόλα επίθεση του θηβαϊκού ιππικού κατά του αντίστοιχου σπαρτιατικού, τη στιγμή που ο Κλεόμβροτος κινούσε προς τα δεξιά τμήματα της φάλαγγάς του, εκτελώντας τον τυπικό ελιγμό πλευροκόπησης που συνήθιζαν οι Σπαρτιάτες. Οι Λακεδαιμόνιοι ιππείς άντεξαν ελάχιστα εμπρός στην ορμητικότητα των αντιπάλων τους και υποχώρησαν άτακτα προς τις τάξεις του σπαρτιατικού πεζικού, προκαλώντας μεγάλη σύγχυση και παρεμποδίζοντας τον σε εξέλιξη ελιγμό. Πριν προλάβουν να ανασυνταχθούν οι Λακεδαιμόνιοι δέχθηκαν σφοδρή επίθεση από το Θηβαϊκό τετράπλευρο με επικεφαλής τον Επαμεινώνδα. Ο Κλεόμβροτος με τους επίλεκτους Σπαρτιάτες συγκράτησαν αρχικά τους επιτιθέμενους, ενώ τα τμήματα του δεξιού άκρου προσπάθησαν να υπερφαλαγγίσουν τους Θηβαίους. Τον κίνδυνο απεσόβησε ο Πελοπίδας με τον Ιερό Λόχο, που πρόσβαλλε έγκαιρα και αποφασιστικά τα παραπάνω τμήματα. Η σύγκρουση δεν επεκτάθηκε στην υπόλοιπη παράταξη αφού οι σύμμαχοι και των δύο αντιπάλων παρέμειναν απλοί θεατές. Παρά την αυτοθυσία των Λακεδαιμονίων, η αριθμητική ανωτερότητα των Θηβαίων άρχισε να αποφέρει καρπούς. Η φάλαγγα διασπάσθηκε, ο ίδιος ο Κλεόμβροτος τραυματίσηκε θανάσιμα και μαζί του έπεσαν οι επιφανέστεροι Σπαρτιάτες πολέμαρχοι, όπως ο Δείνων, ο Σφοδρίας και ο γιός του Κλεώνυμος. Τελικά οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να παραλάβουν τον ζώντα ακόμα βασιλιά τους και να υποχωρήσουν στο στρατόπεδό τους. Στο πεδίο της μάχης άφησαν 400 Σπαρτιάτες και 600 Λακεδαιμόνιους νεκρούς, μαζί και τη φήμη του αήτητου που τους συνόδευε μέρι τότε. Οι απώλειες των Θηβαίων ήταν πολύ μικρότερες. Ήταν  6η Ιουλίου του 371 π.Χ., 20 μόλις μέρες μετά την αποχώρηση της θηβαϊκής αντιπροσωπείας από το συνέδριο της Σπάρτης. Οι ημέρες ήταν αρκετές για να μετατραπεί η Θήβα από μια σχετικά αδύναμη και επισφαλή πόλη στη νέα ανερχόμενη δύναμη του ελλαδικού χώρου.
Πηγές
1. Σαράντου Καργάκου, Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών, τόμος ΙΙ, εκδόσεις Gutenberg
2. Κωνσταντίνου Κλάδη, Επαμεινώνδας. Ο άριστος των Ελλήνων, Περιοδικό Στρατιωτική ιστορία, τεύχος 142, Ιούλιος 2008