Η Εκκλησία του δήμου ήταν το σώμα που στα πλαίσια της νέας δημοκρατίας έγινε κυρίαρχο, έχοντας σπουδαιότατες δικαιοδοσίες.
Στην Εκκλησία έπαιρναν μέρος όλοι οι Αθηναίοι που είχαν πλήρη δικαιώματα, ήταν δηλαδή και οι δύο γονείς τους πολίτες Αθηναίοι, από το 451 π.Χ. εφαρμόσθηκε αυτός ο όρος με ειδικό νόμο του Περικλέους. Αποκλείονταν από τη συνέλευση του δήμου όσοι είχαν κηρυχθεί «άτιμοι», είχαν χάσει δηλαδή τα πολιτικά τους δικαιώματα. Κάθε πολίτης είχε τη δυνατότητα να μετέχει στις συνεδρίες, από το εικοστό έτος της ηλικίας του, οπότε είχαν λήξει οι διετείς στρατιωτικές του υποχρεώσεις και περιλαμβανόταν στον «εκκλησιαστικό πίνακα».
Η Εκκλησία ψήφιζε τους νέους νόμους, αφού της είχε υποβληθεί προηγουμένως το σχετικό «προ βούλευμα» από τη Βουλή των πεντακοσίων. Εξέλεγε ορισμένους από τους αιρετούς ή κληρωτούς άρχοντες και ασκούσε τον έλεγχο της διοικήσεως. Επέβαλε την ποινή του θανάτου ή της εξορίας ή και δήμευση περιουσίας, σε ορισμένες περιπτώσεις. Στα έργα των ιστορικών του 5oυ αι. γίνεται λόγος συχνά για τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Η Εκκλησία αποφάσιζε για τη σύναψη ειρήνης ή την κήρυξη πολέμου. Στη δική της εξουσία ήταν να κλίση συμμαχία με οποιαδήποτε πόλη ή ξένο κράτος και να ορίσει τους αντιπροσώπους της Αθήνας που θα έδιναν τους καθιερωμένους όρκους, κατά την υπογραφή της συμμαχίας. Δεχόταν τους πρέσβεις ή τους κήρυκες άλλων πόλεων, μετά την «επίδοση των διαπιστευτηρίων» τους στη Βουλή, για να ακουστή από τον δήμο ο σκοπός της αποστόλης τους. Δεχόταν επίσης και τους απεσταλμένους κρατών ή ξένους ιδιώτες που επρόκειτο η πόλη να τίμηση ιδιαίτερα για μεγάλες υπηρεσίες που της είχαν προσφέρει. Με ψηφοφορία εξέλεγε τους πρέσβεις του αθηναϊκού κράτους και τους έδινε οδηγίες σχετικά με τις ενέργειες που είχαν να κάμουν. Σε εκείνη υπέβαλλαν αυτοί τις αναφορές τους για τις πράξεις τους, όταν επέστρεφαν στην Αθήνα, ώστε να έχει η Εκκλησία τη δυνατότητα να κρίνει για την επιτυχία της αποστόλης τους.
Σε πολεμικές περιόδους, η Εκκλησία αποφάσιζε για τον αριθμό των πολιτών που θα επιστρατεύονταν είτε στον στόλο είτε στο πεζικό, όπως και για τον αριθμό των μετοίκων ή των δούλων που ήταν ανάγκη να πλαισιώσουν τους Αθηναίους πολίτες στις επιχειρήσεις. Υποδείκνυε, ακόμη, τους στρατηγούς που θα είχαν την αρχηγία των δυνάμεων της πόλεως και τους έδινε οδηγίες σχετικά με πολεμικές επιχειρήσεις, χαράσσοντας και τη γραμμή που θα τηρούσαν στον πόλεμο. Στην Εκκλησία παραπέμπονταν οι στρατηγοί που είχαν ηττηθεί, ακόμη και οι νικητές, σε περίπτωση που δεν είχαν τηρήσει τα «νόμιμα». Η Εκκλησία έκανε την εκλογή των στρατηγών και όλων των άλλων πολεμικών αρχών «καθ' ό,τι αν τω δήμω δοκό», γράφει ο Αριστοτέλης.
Ασκούσε και οικονομικές αρμοδιότητες: είχε δηλαδή τον κύριο λόγο για τον προσδιορισμό των εξόδων του πολέμου, αλλά και της αποστόλης πρεσβειών ή της κατασκευής δημοσίων κτιρίων. Στη δικαιοδοσία της υπαγόταν η ψήφιση νόμων οικονομικού περιεχομένου, σχετικών με το νόμισμα, τα μέτρα και τα σταθμά, καθώς και τα τελωνεία.
Η Εκκλησία συνερχόταν σε τέσσερις τακτικές συνεδριάσεις στη διάρκεια κάθε «πρυτανείας» - επομένως, στο διάστημα του έτους, συνεδρίαζε κανονικά σαράντα φορές. Η πρώτη από τις τέσσερις συνεδρίες κάθε πρυτανείας λεγόταν «κυρία Εκκλησία» και είχε καθορισμένα θέματα. Σ' αυτήν γινόταν η «επιχειροτονία», η ψηφοφορία δηλαδή για την κρίση της χρηστής διοικήσεως των αρχόντων. Σ' αυτή την «κυρία» Εκκλησία λαμβάνονταν αποφάσεις για την προμήθεια σίτου τον 4ο αι., όπως φαίνεται από την «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλους. Τον 5ο αι. ήταν τόσο ελεύθερες οι κινήσεις του αθηναϊκού στόλου, ώστε ο επισιτισμός της πόλεως δεν αποτελούσε πρόβλημα σε πολεμικές όμως περιόδους, γινόταν από τους Αθηναίους ειδικός έλεγχος για την εξαγωγή σίτου από τον Πόντο. Κάθε σύμμαχος-πόλη, για να προμηθευθεί σίτο κατευθείαν από τον Πόντο, έπρεπε να πάρει ειδική άδεια από την Εκκλησία του δήμου της Αθηνάς.
Στην εξουσία της ανήκε ακόμη η λήψη διαφόρων μέτρων σχετίσαμε την άμυνα στα σύνορα του κράτους ή για θέματα που σχετίζονταν με το ναυτικό. Επίσης, στην πρώτη συνεδρία κάθε πρυτανείας, και μόνο αν υπήρχε απαρτία (έξη χιλιάδες πολίτες ήταν απαραίτητοι), έπαιρναν απόφαση για την πολιτογράφηση ενός ατόμου, ξένου ή κατοίκου της Αθήνας, με αιτιολογικό τις σπουδαιότατες υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην πόλη. Όποιος πολίτης ήθελε, στην ίδια «κυρία Εκκλησία», είχε τη δυνατότητα να υποβάλει «εισαγγελία», καταγγελία δηλαδή για εσχάτη προδοσία. Στην πρώτη συνεδρία της έκτης πρυτανείας, τα μέλη της Εκκλησίας αποφάσιζαν αν έπρεπε να γίνει οστρακοφορία εκείνο τον χρόνο (και σ' αυτή την περίπτωση χρειάζονταν έξη χιλιάδες ψήφοι). Έπρεπε ακόμη να αποφασίσουν αν θα λαμβάνονταν υπ' όψη κατηγορίες που είχαν ήδη, υποβληθεί για συκοφαντία.
Ούτε η «κυρία Εκκλησία», ούτε οι υπόλοιπες τρεις (οι «νόμιμες») γίνονταν σε καθορισμένες ημερομηνίες. Από ένα λόγο του Δημοσθένους συμπεραίνεται ότι στον 4ο αι. τουλάχιστον, δύο συνεδρίες μόνο, στη διάρκεια του χρόνου, ήταν προκαθορισμένες :
της 11ης του μηνός Εκατομβαιώνος και της 21ης Ελαφηβολιώνος, ύστερα από το τέλος της εορτής των μεγάλων Διονυσίων. Από τις τρεις «νόμιμες» συνεδρίες, η μία λεγόταν η «ταίς ικετηρίαις». Είχε δικαίωμα σ' αυτήν ο κάθε πολίτης να ζήτηση την «άδεια», βεβαίωση ατιμωρησίας δηλαδή, για να μιλήσει προς τον δήμο για ιδιωτικές ή δημόσιες υποθέσεις που ήταν αντίθετες σε νόμο που υπήρχε, ή για κρίση που είχε ήδη γίνει στην Εκκλησία. Στις δύο υπόλοιπες τακτικές συνεδρίες κάθε πρυτανείας συζητούσαν υποθέσεις θρησκευτικού χαρακτήρας, τρεις για εξωτερικές υποθέσεις και τρεις σχετικές με τη διοίκηση ή με άλλα θέματα.
Υπήρχε δυνατότης, εκτός από τις τακτικές, να γίνουν και έκτακτες συνεδρίες (οι «σύγκλητοι») σε δύο περιπτώσεις: ή όταν δεν είχε τελειώσει η συζήτηση για κάποια υπόθεση ή όταν υπήρχε επείγουσα ανάγκη.
Οι εργασίες της Εκκλησίας άρχιζαν νωρίς το πρωί και τελείωναν με τη δύση του ηλίου. Τον 5ο αι. συνεδρίαζε στην Αγορά (όταν χρειαζόταν «δήμος πληθύων», δηλαδή παρουσία 16.000 πολιτών), ή στην Πνύκα, όπου υπήρχε και βωμός του Αγοραίου Διός, ή στο θέατρο του Διονύσου.
Αρμόδιος για τη σύγκλησή της, όπως και για τον καταρτισμό της ημερησίας διατάξεως - έπρεπε να είναι έτοιμη τέσσερις ημέρες πριν από τη σύγκληση της Εκκλησίας - ήταν ο «επιστάτης των πρυτάνεων» που προήδρευε και στη συνεδρία. Τον βοηθούσαν ένας κήρυξ και ο «γραμματεύς της Βουλής». Οι πρυτάνεις κάθονταν εμπρός, στην πρώτη σειρά, και φρόντιζαν για τη διατήρηση της τάξεως με τη βοήθεια σώματος από Σκυθές τοξότες. Στη διαδικασία της συνελεύσεως βοηθούσαν τους πρυτάνεις και οι τριάντα «συλλογείς» (μια επιτροπή από μέλη της Βουλής). Αν ένας στρατηγός ή άλλος ανώτατος άρχων το ζητούσε από τον «επιστάτη των πρυτάνεων», έπρεπε να συνεδριάσει η Εκκλησία, στις περιπτώσεις που εκκρεμούσε θέμα ζωτικό για την πόλη και έπρεπε να λυθεί επειγόντως. Από την «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλους φαίνεται ότι η διαδικασία στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας διαμορφώθηκε διαφορετικά.
Το 378 π.χ. τον παλαιό ρόλο των πρυτάνεων στις συνεδριάσεις τον ανέλαβαν οι «πρόεδροι». Όταν οι πρυτάνεις συγκέντρωναν τον δήμο, ο επιστάτης των πρυτάνεων κλήρωνε εννέα προέδρους, έναν από κάθε φυλή εκτός από την πρυτανεύουσα, και από τους προέδρους έβγαζε με κλήρο πάλι έναν άλλο επιστάτη και τους παρέδιδε την ημερησία διάταξη. Ύστερα από αυτό, επέβλεπαν (όλοι αυτοί) την τάξη (στην πορεία) της συνεδρίας και παρουσίαζαν τα θέματα που επρόκειτο να συζητηθούν, ή ρύθμιζαν άλλα ζητήματα και αποφάσιζαν για τη λήξη της συνεδρίας. Επιστάτης των προέδρων μόνο μια φορά τον χρόνο ήταν δυνατόν να γίνει κανείς, μπορούσε όμως να είναι πρόεδρος μια φορά σε κάθε πρυτανεία», πληροφορεί ο Αριστοτέλης.
Πριν αρχίσει η συζήτηση των θεμάτων, γινόταν θυσία και προσευχή και ειδικοί υπάλληλοι, με το αίμα των χοίρων που θυσιάζονταν, σχημάτιζαν γύρω από τους παρευρισκομένους έναν ιερό κύκλο, ενώ ο κήρυξ επαναλάμβανε δυνατά την προσευχή προς τους θεούς, που ο γραμματεύς απήγγελλε, ώστε να ευλογήσουν οι θεοί τους πολίτες, για να πάρουν σωστές αποφάσεις. Σε λόγους ορισμένων ρητόρων αναφέρεται ότι εκφραζόταν και «άρα» εναντίον εκείνων που θα επιχειρούσαν να παρασύρουν τον δήμο σε εσφαλμένες αποφάσεις, θα αποκάλυπταν μυστικά στον εχθρό, θα επιδίωκαν συνεννόηση με τους Πέρσες ή θα πρότειναν απερίσκεπτα αλλαγή νόμου ή ψηφίσματος.
Ύστερα, σύμφωνα με τη σειρά της ημερησίας διατάξεως, διάβαζε ο κήρυξ τα «προ βουλεύματα» της Βουλής, για τα θέματα που επρόκειτο να συζητηθούν. Οι νόμοι όριζαν να μη συζητείται «μη δεν απροβούλευτον» από την Εκκλησία, ώστε να υπάρχει η ασφάλεια για τον δήμο πως η Βουλή είχε ήδη ελέγξει και κρίνει σε πρώτη φάση τα θέματα.
Η Βουλή των πεντακοσίων δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί να υποβάλει προβούλευμα για ζητήματα που δεν συμφωνούσε. Αναλύοντας στις αναφορές της προς την Εκκλησία πως ακριβώς είχε το ζήτημα, άφηνε στον δήμο το δικαίωμα να αποφασίσει προσθέτοντας τη φράση: «ό,τι αν αυτώ δοκει άριστον είναι». Μετά την ανάγνωση κάθε προβουλεύματος, ακολουθούσε η συζήτηση για το θέμα. Η έγκριση γινόταν με ανάταση των χεριών.
Αφού ο επιστάτης επιβεβαίωνε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, το ανακοίνωνε στην Εκκλησία. Κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να ζητήσει τον λόγο, για να κάμει παρατηρήσεις (για να είναι απαραβίαστος ο ομιλητής φορούσε στο κεφάλι του στεφάνι από μυρτιά, όπως φαίνεται από την Αττική κωμωδία). Στον 5ο αι. όμως παρενέβαιναν κυρίως και προέβαλλαν τις απόψεις τους οι αρχηγοί ή τα στελέχη των κομμάτων. Πάντως, εκείνος που θα πρότεινε οτιδήποτε, έπρεπε να έχει συνείδηση της ευθύνης του και να προσέχει πολύ τις εισηγήσεις του, εφόσον μπορούσε με τους λόγους του να παρασύρει τον δήμο. Γι' αυτό στα ψηφίσματα γινόταν μνεία του ονόματος εκείνου που είχε κάμει την πρόταση για το θέμα («ο τάδε είπεν»), οπότε ήταν δυνατόν, αργότερα, αν η εισήγησή του δεν ήταν σωστή, να τιμωρηθεί. Όμως ακόμη και αν είχε αποφασισθεί ένα ζήτημα και ο δήμος άλλαζε γνώμη, σύμφωνα με πληροφορία του Θουκυδίδου, είχε τη δυνατότητα ο «επιστάτης των πρυτάνεων», με δική του πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτηση άλλου βουλευτού ή οποιουδήποτε πολίτη, να ζητήσει επανάληψη της συζητήσεως σε προσεχή συνεδρία.
Επιτροπές της Εκκλησίας φρόντιζαν για την εκλογή των αιρετών ή των κληρωτών αρχόντων. Οι διάφοροι άρχοντες, ανώτεροι ή κατώτεροι, έπρεπε να είναι απόλυτα αρεστοί στον δήμο. Στην πρώτη συνεδρία της Εκκλησίας, σε κάθε πρυτανεία, οι άρχοντες λογοδοτούσαν στον κυρίαρχο δήμο για τις ενέργειές τους και ήταν απαραίτητο να τους δοθεί ψήφος εμπιστοσύνης διαφορετικά απολύονταν από το αξίωμα και παραπέμπονταν στα δικαστήρια, για να κριθεί ο βαθμός της ένοχής τους και να τους επιβληθεί η ανάλογη τιμωρία.
Η Εκκλησία του δήμου, όπως είναι φυσικό, με την παντοδυναμία που απέκτησε, μετά το 462 π.χ., έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στα θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις αθηναϊκού κράτους και πόλεων της συμμαχίας. Αρχικά, η εξουσία της περιοριζόταν ίσως στη λήψη αποφάσεων για τα μέτρα που λαμβάνονταν για τις πόλεις που αποστατούσαν. Πολύ σύντομα όμως, άρχισε να έχει λόγο ή Εκκλησία για όλα τα θέματα της συμμαχίας.
Με δικό της «ψήφισμα», πριν από το 430 π.χ., αποφασίσθηκε ότι έπρεπε όλες οι συμμαχικές πόλεις να χρησιμοποιούν το αθηναϊκό νόμισμα και τα αθηναϊκά μέτρα και σταθμά. Ακόμη, σε άλλο ψήφισμα, λίγο αργότερα - στην περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου (μεταξύ 423 και 419 π.Χ.) αποφασίσθηκε να αφιερώνονται οι απαρχές των συγκομιδών στις θεότητες της Ελευσίνας σε αναλογία 1/600 για το κριθάρι και 1/1.200 για το σιτάρι. Η απόφαση αυτή είχε υποχρεωτική ισχύ για όλες τις πόλεις της συμμαχίας, όπως και για τους δήμους της Αττικής, δεν εφαρμόσθηκε όμως από όλους τους συμμάχους. Μόνο οι πολίτες και οι κληρούχοι Αθηναίοι, όπως και ορισμένες συμμαχικές πόλεις - οι τελευταίες για ένα διάστημα - έσπευσαν να συμμορφωθούν με την απόφαση. Τέλος, σε ορισμένες πιστές συμμάχους πόλεις, ή Εκκλησία του δήμου παραχωρούσε ειδικά προνόμια.
Και στον θρησκευτικό τομέα η Εκκλησία έπαιζε ρόλο. Μετά τη μεταρρύθμιση του Εφιάλτου δεν αφαιρέθηκε από τις παλαιές μεγάλες αθηναϊκές οικογένειες το κληρονομικό δικαίωμα της ιεροσύνης σε ορισμένες λατρείες. Η Εκκλησία όμως έπαιξε αποφασιστικό ρόλο σε όλους τους τομείς της επίσημης θρησκείας. Με δική της απόφαση μόνο, ήταν δυνατόν να ιδρυθούν νέοι ναοί ή να εισαχθεί η λατρεία ξένων θεοτήτων στην πόλη. Ερρύθμιζε τον μισθό των ιερέων και των ιερειών, όπως φαίνεται από ορισμένα ψηφίσματα που έχουν διασωθεί. Ακόμη, εκείνη διέτασσε δημόσιες θυσίες ή καθόριζε νέους κανονισμούς στις επίσημες λατρείες.
Στις αποφάσεις της Εκκλησίας δεν γινόταν κανένας έλεγχος από όσα όμως ήδη αναφέρθηκαν, φαίνεται καθαρά πως είχε ληφθεί σοβαρή μέριμνα, ώστε η κυριαρχία που χάριζε στον δήμο το πολίτευμα, να μην αποβαίνει σε βάρος του. Σκληρές ήταν οι τιμωρίες που επιβάλλονταν σε εκείνους που επιχειρούσαν να εκμεταλλευθούν το δικαίωμα του λόγου, που με γενναιοδωρία προσέφερε η δημοκρατία, για να επιτύχουν αποφάσεις αντίθετες προς το κρατικό συμφέρον. Η «γραφή παρανόμων» ήταν, όπως αποδείχθηκε, σπουδαίος φρουρός της εύρυθμης λειτουργίας του αθηναϊκού πολιτεύματος, φόβος για κάθε βέβηλο, επίορκο ή πονηρό ρήτορα.
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι για θέματα πολύ σοβαρά, όπως ήταν η οστρακοφορία, η «εισαγγελία», η «άδεια», η πολιτογράφηση, ασφαλώς και η λήψη αποφάσεως για την κήρυξη πολέμου ή τη σύναψη ειρήνης, για την επιβολή ειδικών φόρων η τη χρησιμοποίηση θησαυρών από ιερά για την εξυπηρέτηση κρατικών αναγκών, χρειαζόταν η παρουσία όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού πολιτών, ώστε οι σχετικές αποφάσεις της Εκκλησίας να αντιπροσωπεύουν πραγματικά τη γνώμη των πολλών.
Η Εκκλησία του δήμου, τέλος, είχε δικαίωμα να ζητήσει από τη Βουλή να ακούσει τον οποιοδήποτε πολίτη που είχε να εκθέσει ένα θέμα. Μπορούσε ακόμη να προτείνει να εισαχθεί ένα θέμα προς συζήτηση στη Βουλή.
Στην Εκκλησία έπαιρναν μέρος όλοι οι Αθηναίοι που είχαν πλήρη δικαιώματα, ήταν δηλαδή και οι δύο γονείς τους πολίτες Αθηναίοι, από το 451 π.Χ. εφαρμόσθηκε αυτός ο όρος με ειδικό νόμο του Περικλέους. Αποκλείονταν από τη συνέλευση του δήμου όσοι είχαν κηρυχθεί «άτιμοι», είχαν χάσει δηλαδή τα πολιτικά τους δικαιώματα. Κάθε πολίτης είχε τη δυνατότητα να μετέχει στις συνεδρίες, από το εικοστό έτος της ηλικίας του, οπότε είχαν λήξει οι διετείς στρατιωτικές του υποχρεώσεις και περιλαμβανόταν στον «εκκλησιαστικό πίνακα».
Η Εκκλησία ψήφιζε τους νέους νόμους, αφού της είχε υποβληθεί προηγουμένως το σχετικό «προ βούλευμα» από τη Βουλή των πεντακοσίων. Εξέλεγε ορισμένους από τους αιρετούς ή κληρωτούς άρχοντες και ασκούσε τον έλεγχο της διοικήσεως. Επέβαλε την ποινή του θανάτου ή της εξορίας ή και δήμευση περιουσίας, σε ορισμένες περιπτώσεις. Στα έργα των ιστορικών του 5oυ αι. γίνεται λόγος συχνά για τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Η Εκκλησία αποφάσιζε για τη σύναψη ειρήνης ή την κήρυξη πολέμου. Στη δική της εξουσία ήταν να κλίση συμμαχία με οποιαδήποτε πόλη ή ξένο κράτος και να ορίσει τους αντιπροσώπους της Αθήνας που θα έδιναν τους καθιερωμένους όρκους, κατά την υπογραφή της συμμαχίας. Δεχόταν τους πρέσβεις ή τους κήρυκες άλλων πόλεων, μετά την «επίδοση των διαπιστευτηρίων» τους στη Βουλή, για να ακουστή από τον δήμο ο σκοπός της αποστόλης τους. Δεχόταν επίσης και τους απεσταλμένους κρατών ή ξένους ιδιώτες που επρόκειτο η πόλη να τίμηση ιδιαίτερα για μεγάλες υπηρεσίες που της είχαν προσφέρει. Με ψηφοφορία εξέλεγε τους πρέσβεις του αθηναϊκού κράτους και τους έδινε οδηγίες σχετικά με τις ενέργειες που είχαν να κάμουν. Σε εκείνη υπέβαλλαν αυτοί τις αναφορές τους για τις πράξεις τους, όταν επέστρεφαν στην Αθήνα, ώστε να έχει η Εκκλησία τη δυνατότητα να κρίνει για την επιτυχία της αποστόλης τους.
Σε πολεμικές περιόδους, η Εκκλησία αποφάσιζε για τον αριθμό των πολιτών που θα επιστρατεύονταν είτε στον στόλο είτε στο πεζικό, όπως και για τον αριθμό των μετοίκων ή των δούλων που ήταν ανάγκη να πλαισιώσουν τους Αθηναίους πολίτες στις επιχειρήσεις. Υποδείκνυε, ακόμη, τους στρατηγούς που θα είχαν την αρχηγία των δυνάμεων της πόλεως και τους έδινε οδηγίες σχετικά με πολεμικές επιχειρήσεις, χαράσσοντας και τη γραμμή που θα τηρούσαν στον πόλεμο. Στην Εκκλησία παραπέμπονταν οι στρατηγοί που είχαν ηττηθεί, ακόμη και οι νικητές, σε περίπτωση που δεν είχαν τηρήσει τα «νόμιμα». Η Εκκλησία έκανε την εκλογή των στρατηγών και όλων των άλλων πολεμικών αρχών «καθ' ό,τι αν τω δήμω δοκό», γράφει ο Αριστοτέλης.
Ασκούσε και οικονομικές αρμοδιότητες: είχε δηλαδή τον κύριο λόγο για τον προσδιορισμό των εξόδων του πολέμου, αλλά και της αποστόλης πρεσβειών ή της κατασκευής δημοσίων κτιρίων. Στη δικαιοδοσία της υπαγόταν η ψήφιση νόμων οικονομικού περιεχομένου, σχετικών με το νόμισμα, τα μέτρα και τα σταθμά, καθώς και τα τελωνεία.
Η Εκκλησία συνερχόταν σε τέσσερις τακτικές συνεδριάσεις στη διάρκεια κάθε «πρυτανείας» - επομένως, στο διάστημα του έτους, συνεδρίαζε κανονικά σαράντα φορές. Η πρώτη από τις τέσσερις συνεδρίες κάθε πρυτανείας λεγόταν «κυρία Εκκλησία» και είχε καθορισμένα θέματα. Σ' αυτήν γινόταν η «επιχειροτονία», η ψηφοφορία δηλαδή για την κρίση της χρηστής διοικήσεως των αρχόντων. Σ' αυτή την «κυρία» Εκκλησία λαμβάνονταν αποφάσεις για την προμήθεια σίτου τον 4ο αι., όπως φαίνεται από την «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλους. Τον 5ο αι. ήταν τόσο ελεύθερες οι κινήσεις του αθηναϊκού στόλου, ώστε ο επισιτισμός της πόλεως δεν αποτελούσε πρόβλημα σε πολεμικές όμως περιόδους, γινόταν από τους Αθηναίους ειδικός έλεγχος για την εξαγωγή σίτου από τον Πόντο. Κάθε σύμμαχος-πόλη, για να προμηθευθεί σίτο κατευθείαν από τον Πόντο, έπρεπε να πάρει ειδική άδεια από την Εκκλησία του δήμου της Αθηνάς.
Στην εξουσία της ανήκε ακόμη η λήψη διαφόρων μέτρων σχετίσαμε την άμυνα στα σύνορα του κράτους ή για θέματα που σχετίζονταν με το ναυτικό. Επίσης, στην πρώτη συνεδρία κάθε πρυτανείας, και μόνο αν υπήρχε απαρτία (έξη χιλιάδες πολίτες ήταν απαραίτητοι), έπαιρναν απόφαση για την πολιτογράφηση ενός ατόμου, ξένου ή κατοίκου της Αθήνας, με αιτιολογικό τις σπουδαιότατες υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην πόλη. Όποιος πολίτης ήθελε, στην ίδια «κυρία Εκκλησία», είχε τη δυνατότητα να υποβάλει «εισαγγελία», καταγγελία δηλαδή για εσχάτη προδοσία. Στην πρώτη συνεδρία της έκτης πρυτανείας, τα μέλη της Εκκλησίας αποφάσιζαν αν έπρεπε να γίνει οστρακοφορία εκείνο τον χρόνο (και σ' αυτή την περίπτωση χρειάζονταν έξη χιλιάδες ψήφοι). Έπρεπε ακόμη να αποφασίσουν αν θα λαμβάνονταν υπ' όψη κατηγορίες που είχαν ήδη, υποβληθεί για συκοφαντία.
Ούτε η «κυρία Εκκλησία», ούτε οι υπόλοιπες τρεις (οι «νόμιμες») γίνονταν σε καθορισμένες ημερομηνίες. Από ένα λόγο του Δημοσθένους συμπεραίνεται ότι στον 4ο αι. τουλάχιστον, δύο συνεδρίες μόνο, στη διάρκεια του χρόνου, ήταν προκαθορισμένες :
της 11ης του μηνός Εκατομβαιώνος και της 21ης Ελαφηβολιώνος, ύστερα από το τέλος της εορτής των μεγάλων Διονυσίων. Από τις τρεις «νόμιμες» συνεδρίες, η μία λεγόταν η «ταίς ικετηρίαις». Είχε δικαίωμα σ' αυτήν ο κάθε πολίτης να ζήτηση την «άδεια», βεβαίωση ατιμωρησίας δηλαδή, για να μιλήσει προς τον δήμο για ιδιωτικές ή δημόσιες υποθέσεις που ήταν αντίθετες σε νόμο που υπήρχε, ή για κρίση που είχε ήδη γίνει στην Εκκλησία. Στις δύο υπόλοιπες τακτικές συνεδρίες κάθε πρυτανείας συζητούσαν υποθέσεις θρησκευτικού χαρακτήρας, τρεις για εξωτερικές υποθέσεις και τρεις σχετικές με τη διοίκηση ή με άλλα θέματα.
Υπήρχε δυνατότης, εκτός από τις τακτικές, να γίνουν και έκτακτες συνεδρίες (οι «σύγκλητοι») σε δύο περιπτώσεις: ή όταν δεν είχε τελειώσει η συζήτηση για κάποια υπόθεση ή όταν υπήρχε επείγουσα ανάγκη.
Οι εργασίες της Εκκλησίας άρχιζαν νωρίς το πρωί και τελείωναν με τη δύση του ηλίου. Τον 5ο αι. συνεδρίαζε στην Αγορά (όταν χρειαζόταν «δήμος πληθύων», δηλαδή παρουσία 16.000 πολιτών), ή στην Πνύκα, όπου υπήρχε και βωμός του Αγοραίου Διός, ή στο θέατρο του Διονύσου.
Αρμόδιος για τη σύγκλησή της, όπως και για τον καταρτισμό της ημερησίας διατάξεως - έπρεπε να είναι έτοιμη τέσσερις ημέρες πριν από τη σύγκληση της Εκκλησίας - ήταν ο «επιστάτης των πρυτάνεων» που προήδρευε και στη συνεδρία. Τον βοηθούσαν ένας κήρυξ και ο «γραμματεύς της Βουλής». Οι πρυτάνεις κάθονταν εμπρός, στην πρώτη σειρά, και φρόντιζαν για τη διατήρηση της τάξεως με τη βοήθεια σώματος από Σκυθές τοξότες. Στη διαδικασία της συνελεύσεως βοηθούσαν τους πρυτάνεις και οι τριάντα «συλλογείς» (μια επιτροπή από μέλη της Βουλής). Αν ένας στρατηγός ή άλλος ανώτατος άρχων το ζητούσε από τον «επιστάτη των πρυτάνεων», έπρεπε να συνεδριάσει η Εκκλησία, στις περιπτώσεις που εκκρεμούσε θέμα ζωτικό για την πόλη και έπρεπε να λυθεί επειγόντως. Από την «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλους φαίνεται ότι η διαδικασία στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας διαμορφώθηκε διαφορετικά.
Το 378 π.χ. τον παλαιό ρόλο των πρυτάνεων στις συνεδριάσεις τον ανέλαβαν οι «πρόεδροι». Όταν οι πρυτάνεις συγκέντρωναν τον δήμο, ο επιστάτης των πρυτάνεων κλήρωνε εννέα προέδρους, έναν από κάθε φυλή εκτός από την πρυτανεύουσα, και από τους προέδρους έβγαζε με κλήρο πάλι έναν άλλο επιστάτη και τους παρέδιδε την ημερησία διάταξη. Ύστερα από αυτό, επέβλεπαν (όλοι αυτοί) την τάξη (στην πορεία) της συνεδρίας και παρουσίαζαν τα θέματα που επρόκειτο να συζητηθούν, ή ρύθμιζαν άλλα ζητήματα και αποφάσιζαν για τη λήξη της συνεδρίας. Επιστάτης των προέδρων μόνο μια φορά τον χρόνο ήταν δυνατόν να γίνει κανείς, μπορούσε όμως να είναι πρόεδρος μια φορά σε κάθε πρυτανεία», πληροφορεί ο Αριστοτέλης.
Πριν αρχίσει η συζήτηση των θεμάτων, γινόταν θυσία και προσευχή και ειδικοί υπάλληλοι, με το αίμα των χοίρων που θυσιάζονταν, σχημάτιζαν γύρω από τους παρευρισκομένους έναν ιερό κύκλο, ενώ ο κήρυξ επαναλάμβανε δυνατά την προσευχή προς τους θεούς, που ο γραμματεύς απήγγελλε, ώστε να ευλογήσουν οι θεοί τους πολίτες, για να πάρουν σωστές αποφάσεις. Σε λόγους ορισμένων ρητόρων αναφέρεται ότι εκφραζόταν και «άρα» εναντίον εκείνων που θα επιχειρούσαν να παρασύρουν τον δήμο σε εσφαλμένες αποφάσεις, θα αποκάλυπταν μυστικά στον εχθρό, θα επιδίωκαν συνεννόηση με τους Πέρσες ή θα πρότειναν απερίσκεπτα αλλαγή νόμου ή ψηφίσματος.
Ύστερα, σύμφωνα με τη σειρά της ημερησίας διατάξεως, διάβαζε ο κήρυξ τα «προ βουλεύματα» της Βουλής, για τα θέματα που επρόκειτο να συζητηθούν. Οι νόμοι όριζαν να μη συζητείται «μη δεν απροβούλευτον» από την Εκκλησία, ώστε να υπάρχει η ασφάλεια για τον δήμο πως η Βουλή είχε ήδη ελέγξει και κρίνει σε πρώτη φάση τα θέματα.
Η Βουλή των πεντακοσίων δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί να υποβάλει προβούλευμα για ζητήματα που δεν συμφωνούσε. Αναλύοντας στις αναφορές της προς την Εκκλησία πως ακριβώς είχε το ζήτημα, άφηνε στον δήμο το δικαίωμα να αποφασίσει προσθέτοντας τη φράση: «ό,τι αν αυτώ δοκει άριστον είναι». Μετά την ανάγνωση κάθε προβουλεύματος, ακολουθούσε η συζήτηση για το θέμα. Η έγκριση γινόταν με ανάταση των χεριών.
Αφού ο επιστάτης επιβεβαίωνε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, το ανακοίνωνε στην Εκκλησία. Κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να ζητήσει τον λόγο, για να κάμει παρατηρήσεις (για να είναι απαραβίαστος ο ομιλητής φορούσε στο κεφάλι του στεφάνι από μυρτιά, όπως φαίνεται από την Αττική κωμωδία). Στον 5ο αι. όμως παρενέβαιναν κυρίως και προέβαλλαν τις απόψεις τους οι αρχηγοί ή τα στελέχη των κομμάτων. Πάντως, εκείνος που θα πρότεινε οτιδήποτε, έπρεπε να έχει συνείδηση της ευθύνης του και να προσέχει πολύ τις εισηγήσεις του, εφόσον μπορούσε με τους λόγους του να παρασύρει τον δήμο. Γι' αυτό στα ψηφίσματα γινόταν μνεία του ονόματος εκείνου που είχε κάμει την πρόταση για το θέμα («ο τάδε είπεν»), οπότε ήταν δυνατόν, αργότερα, αν η εισήγησή του δεν ήταν σωστή, να τιμωρηθεί. Όμως ακόμη και αν είχε αποφασισθεί ένα ζήτημα και ο δήμος άλλαζε γνώμη, σύμφωνα με πληροφορία του Θουκυδίδου, είχε τη δυνατότητα ο «επιστάτης των πρυτάνεων», με δική του πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτηση άλλου βουλευτού ή οποιουδήποτε πολίτη, να ζητήσει επανάληψη της συζητήσεως σε προσεχή συνεδρία.
Επιτροπές της Εκκλησίας φρόντιζαν για την εκλογή των αιρετών ή των κληρωτών αρχόντων. Οι διάφοροι άρχοντες, ανώτεροι ή κατώτεροι, έπρεπε να είναι απόλυτα αρεστοί στον δήμο. Στην πρώτη συνεδρία της Εκκλησίας, σε κάθε πρυτανεία, οι άρχοντες λογοδοτούσαν στον κυρίαρχο δήμο για τις ενέργειές τους και ήταν απαραίτητο να τους δοθεί ψήφος εμπιστοσύνης διαφορετικά απολύονταν από το αξίωμα και παραπέμπονταν στα δικαστήρια, για να κριθεί ο βαθμός της ένοχής τους και να τους επιβληθεί η ανάλογη τιμωρία.
Η Εκκλησία του δήμου, όπως είναι φυσικό, με την παντοδυναμία που απέκτησε, μετά το 462 π.χ., έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στα θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις αθηναϊκού κράτους και πόλεων της συμμαχίας. Αρχικά, η εξουσία της περιοριζόταν ίσως στη λήψη αποφάσεων για τα μέτρα που λαμβάνονταν για τις πόλεις που αποστατούσαν. Πολύ σύντομα όμως, άρχισε να έχει λόγο ή Εκκλησία για όλα τα θέματα της συμμαχίας.
Με δικό της «ψήφισμα», πριν από το 430 π.χ., αποφασίσθηκε ότι έπρεπε όλες οι συμμαχικές πόλεις να χρησιμοποιούν το αθηναϊκό νόμισμα και τα αθηναϊκά μέτρα και σταθμά. Ακόμη, σε άλλο ψήφισμα, λίγο αργότερα - στην περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου (μεταξύ 423 και 419 π.Χ.) αποφασίσθηκε να αφιερώνονται οι απαρχές των συγκομιδών στις θεότητες της Ελευσίνας σε αναλογία 1/600 για το κριθάρι και 1/1.200 για το σιτάρι. Η απόφαση αυτή είχε υποχρεωτική ισχύ για όλες τις πόλεις της συμμαχίας, όπως και για τους δήμους της Αττικής, δεν εφαρμόσθηκε όμως από όλους τους συμμάχους. Μόνο οι πολίτες και οι κληρούχοι Αθηναίοι, όπως και ορισμένες συμμαχικές πόλεις - οι τελευταίες για ένα διάστημα - έσπευσαν να συμμορφωθούν με την απόφαση. Τέλος, σε ορισμένες πιστές συμμάχους πόλεις, ή Εκκλησία του δήμου παραχωρούσε ειδικά προνόμια.
Και στον θρησκευτικό τομέα η Εκκλησία έπαιζε ρόλο. Μετά τη μεταρρύθμιση του Εφιάλτου δεν αφαιρέθηκε από τις παλαιές μεγάλες αθηναϊκές οικογένειες το κληρονομικό δικαίωμα της ιεροσύνης σε ορισμένες λατρείες. Η Εκκλησία όμως έπαιξε αποφασιστικό ρόλο σε όλους τους τομείς της επίσημης θρησκείας. Με δική της απόφαση μόνο, ήταν δυνατόν να ιδρυθούν νέοι ναοί ή να εισαχθεί η λατρεία ξένων θεοτήτων στην πόλη. Ερρύθμιζε τον μισθό των ιερέων και των ιερειών, όπως φαίνεται από ορισμένα ψηφίσματα που έχουν διασωθεί. Ακόμη, εκείνη διέτασσε δημόσιες θυσίες ή καθόριζε νέους κανονισμούς στις επίσημες λατρείες.
Στις αποφάσεις της Εκκλησίας δεν γινόταν κανένας έλεγχος από όσα όμως ήδη αναφέρθηκαν, φαίνεται καθαρά πως είχε ληφθεί σοβαρή μέριμνα, ώστε η κυριαρχία που χάριζε στον δήμο το πολίτευμα, να μην αποβαίνει σε βάρος του. Σκληρές ήταν οι τιμωρίες που επιβάλλονταν σε εκείνους που επιχειρούσαν να εκμεταλλευθούν το δικαίωμα του λόγου, που με γενναιοδωρία προσέφερε η δημοκρατία, για να επιτύχουν αποφάσεις αντίθετες προς το κρατικό συμφέρον. Η «γραφή παρανόμων» ήταν, όπως αποδείχθηκε, σπουδαίος φρουρός της εύρυθμης λειτουργίας του αθηναϊκού πολιτεύματος, φόβος για κάθε βέβηλο, επίορκο ή πονηρό ρήτορα.
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι για θέματα πολύ σοβαρά, όπως ήταν η οστρακοφορία, η «εισαγγελία», η «άδεια», η πολιτογράφηση, ασφαλώς και η λήψη αποφάσεως για την κήρυξη πολέμου ή τη σύναψη ειρήνης, για την επιβολή ειδικών φόρων η τη χρησιμοποίηση θησαυρών από ιερά για την εξυπηρέτηση κρατικών αναγκών, χρειαζόταν η παρουσία όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού πολιτών, ώστε οι σχετικές αποφάσεις της Εκκλησίας να αντιπροσωπεύουν πραγματικά τη γνώμη των πολλών.
Η Εκκλησία του δήμου, τέλος, είχε δικαίωμα να ζητήσει από τη Βουλή να ακούσει τον οποιοδήποτε πολίτη που είχε να εκθέσει ένα θέμα. Μπορούσε ακόμη να προτείνει να εισαχθεί ένα θέμα προς συζήτηση στη Βουλή.
1 σχόλια:
Δεν θα διαβάσω το κείμενο απλά θα στο πω με λίγα λόγια...................Καμία σχέση οι Νεοέλληνες με τους Αρχαίους Έλληνες.............
Δημοσίευση σχολίου