Κυριακή 29 Μαΐου 2011

1453 η Πόλις Εάλω. Το χρονικό της πολιορκίας και της Αλωσης Της Κωνσταντινούπολης



ΝΙΚΟΛΟ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟ Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ
Στις 27 Μαΐου, πάλι αυτοί οι λυσσασμένοι ειδω­λολάτρες άναψαν όλη τη νύχτα τόσο μεγάλες φω­τιές όσο και την προηγούμενη και τις κράτησαν αναμμένες μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι τρομερές φω­νές και οι άγριες ιαχές τους ακούγονταν μέχρι την πλευρά της Ανατολίας, που βρίσκεται δώδεκα μί­λια μακριά από το στρατόπεδο. Και όλος αυτός ο χαλασμός, για να τρομοκρατήσουν εμάς τους χρι­στιανούς. Αυτή η αλλοφροσύνη κράτησε μέχρι το πρωί. Αλλά όλη τη μέρα δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να σφυροκοπούν με τα κανόνια τους τα ά­μοιρα τείχη, ενώ σήμερα γκρέμισαν αρκετά κομμά­τια και μας έβαλαν σε πολλή δουλειά. Στη θάλασ­σα δεν είχαμε κανένα επεισόδιο. Τίποτε άλλο δε συνέβη αυτή τη μέρα, ούτε και τη νύχτα.

Στις 28 Μαΐου, ο Τούρκος αμηράς έβγαλε δια­ταγή με σάλπισμα σ’ όλο το στρατόπεδό του, ότι όλοι οι πασάδες και όλοι οι άλλοι αξιωματούχοι των στρατευμάτων του έπρεπε να κατέβουν και να μείνουν όλη μέρα σης θέσεις τους, επειδή την επαύριο ο Τούρκος αυθέντης ήθελε να εξαπολύσει γενική επίθεση σ’ αυτήν την αξιοθρήνητη πόλη, αλλιώς θα τιμωρούνταν με την ποινή του αποκε­φαλισμού. Μόλις δόθηκε η διαταγή σ’ όλο το στρατόπεδο, έτρεξαν όλοι και με μεγάλη μάλιστα σπουδή να καταλάβουν τις θέσεις τους. Αλλά, όλη τη μέρα, από την ώρα που ξημέρωσε μέχρι που έπεσε η νύχτα, οι Τούρκοι άλλο δεν έκαναν παρά να φέρνουν πανύψηλες κλίμακες κοντά στα τείχη για να αναρριχηθούν σ’ αυτές την επομένη, που θα ήταν η κρίσιμη μέρα της μάχης. Αυτές οι σκάλες ήταν περίπου δύο χιλιάδες.
Έπειτα έφεραν μεγά­λες ποσότητες πλεγμάτων από φρύγανα και λυγα­ριές για να καλύψουν αυτούς που θα σκαρφάλωναν με τις σκάλες απάνω στα τείχη. Όταν το έκα­ναν κι αυτό οι Τούρκοι, άρχισαν να ηχούν σάλπιγ­γες σ’ όλο το στρατόπεδο και ταμπούρλα και τύ­μπανα για να εμψυχώσουν τους στρατιώτες τους, κραυγάζοντας: «Γιοι του Μωάμεθ, ας ξεχειλίσει η καρδιά σας από χαρά γιατί αύριο θα έχουμε στα χέρια μας τόσους χριστιανούς, τους οποίους θα τους πουλήσουμε για δούλους ένα δουκάτο τους δύο και θα αποκτήσουμε τόσα πλούτη που όλοι θα γεμίσουμε χρυσάφι. Από τα γένια των Γραικών θα κάνουμε λουριά για να δένουμε τα σκυλιά μας, και οι γυναίκες τους και οι θυγατέρες τους θα γίνουν σκλάβες μας. Ναι, γιοι του Μωάμεθ, ας ξεχειλίσει από χαρά η καρδιά σας κι ετοιμαστείτε με χαρά να πεθάνετε για την αγάπη του Μωάμεθ μας».
Μ’ αυτόν τον τρόπο οι ειδωλολάτρες εμψύχωναν τα στρατεύματά τους. Όταν έγινε κι αυτό, έβαλαν φωνή σ’ όλο το στρατόπεδο ότι κάθε Τούρκος επί ποινή αποκεφαλισμού έπρεπε να σταθεί στη θέση του και να υπάγει πράξει ό,τι θα τον διέτασσαν οι αρχηγοί του. Το βράδυ, όλοι οι Τούρκοι σε στρατιωτική παράταξη κατέβηκαν στις θέσεις τους με όλα τους τα όπλα και πολύ μεγάλα φορ­τία από σαΐτες. Όταν νύχτωσε, όλοι έστεκαν στις θέσεις τους χαρούμενοι με την απόφαση να δώσουν τη μάχη και όλοι παρακαλούσαν τον Μωά­μεθ τους να τους δώσει νίκη και βοήθεια.
Αυτή όμως την ημέρα οι Τούρκοι τόσο πολύ βομβάρδι­σαν τα αξιολύπητα τείχη, που ήταν κάτι από άλλο κόσμο, κι αυτό το έκαναν επειδή ήταν η μέρα που έβαζαν τέλος στους κανονιοβολισμούς. Σήμερα, εμείς οι χριστιανοί φτιάξαμε εφτά σκεπαστά άρ­ματα με πορτόνια, για να τα στήσουμε πίσω από τις επάλξεις από την πλευρά της στεριάς. Όταν κατασκευάσαμε αυτά τα άρματα, τα κατεβάσαμε στην πλατεία και ο άρχοντας Βάιλος έδωσε διατα­γή στους Γραικούς να τα μεταφέρουν γρήγορα στα τείχη. Οι Έλληνες όμως δεν ήθελαν να τα μεταφέ­ρουν, αν δεν πληρώνονταν πρώτα, κι έτσι στήθηκε μια διαμάχη που κράτησε σχεδόν όλο το βράδυ, επειδή εμείς οι Ενετοί έπρεπε να πληρώσουμε αγώΐ σε όποιους τα μετέφεραν, αλλά οι Έλληνες δεν ήθελαν να πληρώσουν τίποτα.
Όταν πια τ’ άρματα έφτασαν στα τείχη, είχε ήδη νυχτώσει και δε βλέ­παμε να τα τοποθετήσουμε καλά στις επάλξεις. Κι όλα αυτά, εξαιτίας της φιλαργυρίας των Ελλήνων. Επίσης, σήμερα, την ώρα της μεσημβρίας, ο άρχο­ντας Βάιλος έδωσε διαταγή σε όλους τους Βενε­τσιάνους να πάνε να σταθούν στα χερσαία τείχη, πρώτα για την αγάπη του Κυρίου κι έπειτα για το καλό της Πόλης και για την τιμή όλης της χριστια­νοσύνης, κι όλοι ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους και να μείνουν στις θέσεις τους. Υπα­κούοντας λοιπόν όλοι φιλότιμα στον άρχοντα Βάιλο, αρματωθήκαμε όσο πιο καλά μπορούσαμε και ταυτόχρονα εξοπλίσαμε το στόλο και κυρίως τις ολκάδες και τις γαλέρες που βρίσκονταν στην ά­λυσο του λιμανιού.
Σήμερα, ο Τούρκος αυθέντης έφτασε έφιππος με δέκα χιλιάδες άλογα στο στόλο του, που είναι στις Κολόνες, για να δει αν ο στό­λος του ήταν έτοιμος για μάχη και να δώσει δια­ταγές για την αυριανή επίθεση. Πολλή ώρα ο Τούρκος αμηράς έδινε διαταγές στο ναύαρχό του, λέγοντάς του με ποιο τρόπο δηλαδή έπρεπε να επιτεθεί στο στόλο μας. Όταν τέλειωσε, ο αυ­θέντης έστησε γλέντι με το ναύαρχό του και άλ­λους αξιωματούχους κι όλοι μαζί μέθυσαν, σύμ­φωνα με το έθιμο τους. Έπειτα ο αυθέντης γύρισε στο στρατόπεδο και συνέχισε εκεί το γλέντι. Όλη αυτήν την ημέρα στην Πόλη χτυπούσαν οι καμπά­νες, για να κατέβουν όλοι στις θέσεις τους. Γυναί­κες και παιδιά μετέφεραν λίθους στα τείχη για να εξοπλίσουν τις επάλξεις κι εκείνοι που ήταν επά­νω να τις πετούν στους Τούρκους. Όλοι στην Πό­λη θρηνούσαν από το μεγάλο φόβο τους.
Όταν έφτασε η πρώτη ώρα της νύχτας, οι Τούρκοι άνα­ψαν πάλι σ’ όλο το στρατόπεδο τους τρομερές φωτιές, πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που είχαν ανάψει τις δυο προηγούμενες νύχτες. Κι ήταν τό­σο δυνατά τα ουρλιαχτά τους, που εμείς οι χρι­στιανοί δεν μπορούσαμε να τα υποφέρουμε, ενώ συγχρόνως εξαπέλυαν πολλούς λίθους με τις βομ­βάρδες τους και μολύβδινες σφαίρες με τα τούφεκα. Σχεδόν νομίζαμε ότι βρισκόμασταν στην ίδια την Κόλαση. Αυτή η αλλοφροσύνη κράτησε μέχρι τα μεσάνυχτα κι έπειτα οι φωτιές σβήστηκαν, αλ­λά αυτοί οι ειδωλολάτρες ολημερίς κι ολονυχτίς δεν έκαναν άλλο παρά να παρακαλούν τον Μωάμεθ να τους δώσει νίκη να κυριεύσουν την Κων­σταντινούπολη. Εμείς οι χριστιανοί μέρα και νύ­χτα ικετεύαμε το Θεό μαζί με τη μητέρα Του Πα­ναγία Μαρία και όλους τους αγίους και τις αγίες που βρίσκονται στον ουρανό. Με μεγάλους θρή­νους τους παρακαλούσαμε ευλαβικά να μας δώ­σουν τη νίκη για να γλιτώσουμε από τη μανία αυτού του λυσσαλέου ειδωλολάτρη. Έχοντας πα­ρακαλέσει η μια πλευρά και η άλλη το Θεό της να δώσει νίκη -εκείνοι το δικό τους κι εμείς τον εδικό μας- ο Κύριος και Θεός ημών όρισε στον ουρανό μαζί με τη μητέρα Του ποιοι θα έβγαιναν νικητές από αυτήν τη σκληρή μάχη, της οποίας αύριο θα δούμε την κατάληξη.
Η 29η Μαΐου είναι η τελευταία μέρα της πο­λιορκίας, κατά την οποία ο Κύριος και Θεός η­μών έδωσε την καταδικαστική απόφαση εναντίον των Γραικών, και με θέλημά του σήμερα η Πόλη έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ, διάδοχου του Τούρ­κου Μουράτ, όπως θα πληροφορηθείτε στη συνέ­χεια. Κι ακόμα, ο αιώνιος Θεός ήθελε να δοθεί αυτή η σκληρή απόφαση για να επαληθευθούν όλες οι παλιές προφητείες και κυρίως η πρώτη, εκείνη που έκανε ο Αγιος Κωνσταντίνος, που στέ­κει στο άλογό του πάνω σε μια στήλη κοντά στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας και προφητεύει με το χέρι και λέει: Από εδώ θα έρθει εκείνος που θα με αφανίσει, δείχνοντας την Ανατολία, δηλαδή την Τουρκία. Η άλλη προφητεία λέει πως όταν σ’ αυ­τήν την αυτοκρατορία βρεθεί ένας αυτοκράτορας που θα έχει το όνομα Κωνσταντίνος γιος της Ελέ­νης, η Κωνσταντινούπολη θα χαθεί. Και η άλλη λέει πως όταν η σελήνη δώσει σημείο στον ουρανό, μέσα σε λίγες μέρες οι Τούρκοι θα πάρουν την Κωνσταντινούπολη.
Και οι τρεις αυτές λοιπόν προφητείες έχουν εκπληρωθεί, δηλαδή οι Τούρκοι πέρασαν στην Ελλάδα, βρέθηκε ο αυτοκράτορας που ακούει στο όνομα Κωνσταντίνος και είναι γιος της Ελένης και το φεγγάρι έδωσε σημάδι στον ου­ρανό. Όλες λοιπόν οι προφητείες επαληθεύτηκαν και ο Θεός αποφάσισε να δώσει τη μοιραία απόφα­ση κατά των χριστιανών και της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίνου, όπως θα δείτε στη συνέχεια. Σήμε­ρα, την 29η Μαΐου του έτους 1453, την τρίτη ώρα πριν την ημέρα, ο Μωάμεθ, γιος και διάδοχος του Τούρκου Μουράτ, έρχεται αυτοπροσώπως στα τεί­χη για να κάνει τη γενική επίθεση, με την οποία καθαίρεσε την Πόλη.
Ο Τούρκος αυθέντης είχε ορ­γανώσει τους άντρες του σε τρία ασκέρια , και κάθε ασκέρι διέθετε πενήντα χιλιάδες άντρες. Το ένα ασκέρι απαρτιζόταν από χριστιανούς, εκείνοι που εκρατούντο με τη βία στο στρατόπεδο. Το δεύ­τερο ασκέρι αποτελείτο από ανθρώπους των κατώ­τερων στρωμάτων, απολίτιστους αγρότες και όλα τα κατακάθια , και το τρίτο ασκέρι ήταν όλοι γενί­τσαροι που φορούσαν τα λευκό φέσια. Οι γενίτσα­ροι ήταν όλοι στρατιώτες του αυθέντη, που τους πλήρωνε μέρα με την ημέρα, όλοι δε άντρες διαλεγ­μένοι και ανδρείοι στη μάχη. Πίσω από αυτούς ή­ταν όλοι οι αξιωματούχοι και πίσω από τους αξιω­ματούχους ήταν ο Τούρκος αυθέντης.
Το πρώτο ασκέρι, οι χριστιανοί, ήταν εκείνοι που μετέφεραν τις σκάλες, κι αυτές τις σκάλες ήθελαν να σηκώσουν και να τις στήσουν πάνω στα τείχη. Οι δικοί μας όμως τις γκρέμιζαν αμέσως μαζί με όλους αυτούς που προσπαθούσαν να αναρριχηθούν στα τείχη κι εκείνοι αμέσως τσακίζονταν. Kι ακόμα, οι δικοί μας που βρίσκονταν ψηλά στις επάλξεις έριχναν κατά πάνω τους μεγάλες πέτρες, και λίγοι κατόρθωναν να σώσουν τη ζωή τους. Όλοι όσοι έφταναν κάτω από τα τείχη, εφονεύοντο. Όταν αυτοί που ανέβαι­ναν πάνω στις σκάλες έβλεπαν στη γη τόσους νε­κρούς, ήθελαν να γυρίσουν πίσω στο στρατόπεδο για να μη σκοτωθούν κι εκείνοι από τις πέτρες. Αλ­λά καθώς οι άλλοι Τούρκοι που ήταν από πίσω τους έβλεπαν να τρέπονται σε φυγή, αμέσως με τους ακίνάκες τους έκοβαν κομμάτια κι έτσι ήταν αναγκασμένοι να γυρίσουν στα τείχη, αφού έτσι ή αλλιώς θα πέθαιναν.
Kι όταν απ’ αυτό το πρώτο ασκέρι οι περισσότεροι σκοτώθηκαν και τσακίστη­καν, άρχισε με μεγάλη ορμή να έρχεται το δεύτερο ασκέρι. Αλλά το πρώτο είχε σταλεί για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν επειδή οι Τούρκοι προτιμούσαν να πεθάνουν πρώτοι αυτοί που ήταν χριστιανοί παρά οι ίδιοι, και ο άλλος λόγος που τους είχαν στείλει εκεί ήταν για να καταπονήσουν εμάς που ήμασταν στην Πόλη. Όταν, όπως σας είπα, εφονεύθηκαν και τσακίστηκαν οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής, ρίχνονται οι δεύτεροι σαν μανιασμένα λιοντάρια προς τα τείχη, από την πλευρά του Αγίου Ρωμα­νού.
Εμείς, μόλις είδαμε το φοβερό εκείνο θέαμα, αρχίσαμε αμέσως να χτυπούμε δυνατά τις καμπά­νες σ’ όλη την Πόλη και σ’ όλες τις θέσεις των τει­χών. Κι όλοι ζητούσαμε να μας δώσει ο αιώνιος Κύριος μας έλεος και βοήθεια εναντίον του Τούρ­κου σκύλου. Όλοι οι άντρες έτρεξαν στις θέσεις τους και πολεμούσαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι είχαν αρχίσει πάλι να εμφανίζονται έξω από τα σταυρώματα. Σ’ αυτήν τη δεύτερη στρατιωτική γραμμή βρίσκονταν όλοι οι εμπειροπόλεμοι άντρες, οι οποίοι, όπως σας είπα, ήρθαν στα τείχη και καταπόνησαν πολύ εκείνους που υπερασπίζο­νταν την Πόλη, με τη σφοδρότητα τους. Κι αυτό το δεύτερο ασκέρι δοκίμασε με κάθε προσπάθεια να σκαρφαλώσει με τις σκάλες στα τείχη, αλλά εκείνοι που ήταν πάνω στα τείχη κρατερά κατέστρεφαν τις κλίμακες γκρεμίζοντάς τες στη γη και πολλοί Τούρ­κοι εύρισκαν το θάνατο.
Ταυτόχρονα οι βομβάρδες και οι βαλλίστρες μας έβαλλαν εναντίον τους και σκότωναν τόσους Τούρκους, που ήταν ένα θέαμα απίστευτο. Μόλις έφτασε το δεύτερο ασκέρι κι έκα­νε τη δική του προσπάθεια να εισέλθει στην Πόλη, χωρίς επιτυχία, μπαίνει το τρίτο, που ήταν οι γενί­τσαροι, οι μισθοφόροι του αυθέντη. Μαζί τους ήταν οι αξιωματούχοι και οι άλλοι μεγάλοι αρχηγοί, ό­λοι άντρες γενναίοι, και πίσω απ’ όλους αυτούς ο Τούρκος αμηράς.
Το τρίτο ασκέρι ξεχύθηκε στα τείχη της δύσμοιρης πόλης όχι σαν Τούρκοι, αλλά σαν λέοντες, με τόσο αλλόφρονες αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες, που νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν στον άλλο κόσμο. Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι την Ανατολία, που είναι δώδεκα μίλια μακριά από το στρατόπεδο. Οι πιο γενναίοι λοιπόν άντρες του Τούρκου βρίσκουν τους δικούς μας πάνω στα τείχη πολύ καταπονημένους, από τη μάχη με το πρώτο και το δεύτερο ασκέρι. Αλλά, αυτοί οι ειδωλολά­τρες ήταν θαρραλέοι και ξεκούραστοι στη μάχη, και οι δυνατές ιαχές των Τούρκων σ’ όλο το στρα­τόπεδο τρομοκρατούσαν το λαό της Πόλης, ενώ οι τυμπανοκρουσίες τους μας έπαιρναν την ψυχή.
Οι άμοιροι κάτοικοι της Πόλης, βλέποντας πως ήταν πλέον χαμένοι, άρχισαν να χτυπούν δυνατά τις κα­μπάνες και τα σήμαντρα σ’ όλη την Πόλη και σ’ όλες τις θέσεις των τειχών κι όλοι φώναζαν δυνατά: «Έλεος, έλεος. Κύριε από τους Ουρανούς, στείλε βοήθεια σ’ αυτήν την αυτοκρατορία του Κωνστα­ντίνου, για να μην την κυβερνήσουν οι ειδωλολάτρες». Σ’ όλη την Πόλη οι γυναίκες αλλά και οι άντρες γονατιστοί θρηνούσαν πικρά και ικέτευαν ευλαβικά τον Παντοδύναμο Θεό και τη μητέρα Του Παναγία Μαρία, και όλους τους αγίους και τις αγίες της Ουράνιας Αυλής να νικήσουμε τους ειδωλολάτρες Τούρκους, λυσσασμένους εχθρούς της χριστιανικής πίστης.
Κι ενώ εκείνοι παρακα­λούσαν το Θεό, οι Τούρκοι συνέχιζαν να πολεμούν άγρια από την πλευρά της ξηράς, γύρω από τον Άγιο Ρωμανό, όπου βρισκόταν και η σκηνή του γα­ληνότατου αυτοκράτορα με όλους τους ευγενείς και τους καλύτερους ιππότες του κι όλους τους αξιωμα­τούχους του που του συμπαραστέκονταν πολεμώ­ντας γενναία. Αποφασισμένοι να μπουν στην Πόλη οι Τούρκοι, όπως είπα, πολεμούσαν έξω από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, από την πλευρά της ξη­ράς δηλαδή, κι έριχναν οι ειδωλολάτρες πολλούς λίθους με τα κανόνια τους, αμέτρητες τουφεκιές και μυριάδες σαΐτες. Οι ιαχές τους ήταν τόσο τρο­μαχτικές που νόμιζε κανείς ότι θα σκίζονταν οι ου­ρανοί. Μ’ εκείνη τη μεγάλη βομβάρδα, που η πέτρα της ζύγιζε χίλιες διακόσιες λίβρες, και με τόξα σε όλο το μήκος των τειχών που ήταν έξι μίλια, χτυ­πούσαν μέσα από τα σταυρώματα, και θα μπορού­σαν να φορτωθούν τουλάχιστον ογδόντα καμήλες με τις σαΐτες που έριχναν μέσα, ενώ από εκείνες που έπεφταν μέσα στην τάφρο τουλάχιστον άλλες είκο­σι. Αυτή η τόσο σκληρή μάχη κράτησε μέχρι την αυγή της μέρας.
Οι δικοί μας έκαναν θαύματα για την άμυνα, και όταν λέμε δικοί μας εννοούμε εμάς τους Ενε­τούς. Στο σημείο που ήταν ο τούρκικος πύργος, εκεί οι Τούρκοι πολεμούσαν άγρια. Η άμυνά μας όμως δεν είχε κανένα νόημα, γιατί ο αιώνιος Θεός είχε ήδη πάρει την απόφαση του ότι αυτή η πόλη θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων κι επειδή ήταν θέλημά Του, τίποτα πια δεν μπορούσαμε να κά­νουμε. Όλοι εμείς οι χριστιανοί που εκείνες τις στιγμές βρισκόμασταν σ’ αυτήν την περιθρηνούμενη πόλη, παρακαλούσαμε τον ελεήμονα Ιησού Χριστό μας και τη μητέρα Του Παρθένο Μαρία να ευσπλαγχνιστούν τις ψυχές μας, γιατί σήμερα, σ’ αυτήν τη σκληρή μάχη, θα πεθαίναμε.
Και για να μάθετε, μία ώρα πριν ξημερώσει ο Τούρκος αυθέντης έδωσε διαταγή να πυροδοτήσουν τη με­γάλη βομβάρδα του, κι αυτός ο λίθος πέφτει μέσα από τα οχυρώματα που είχαμε κατασκευάσει τα οποία ρήμαξε. Από το μεγάλο καπνό που σήκωσε αυτή η βομβάρδα, δε βλέπαμε σχεδόν τίποτα, αλ­λά οι Τούρκοι άρχισαν να διαβαίνουν διαμέσου του καπνού και ήταν σχεδόν τριακόσιοι εκείνοι που πέρασαν μέσα από τα τείχη. Γραικοί κι Ενε­τοί τους πετάξαμε έξω από το σταύρωμα και με­γάλο μέρος αυτών βρήκαν το θάνατο. Όλοι σχεδόν σκοτώθηκαν πριν μπορέσουν να περάσουν το σταύρωμα. Εκείνη τη στιγμή, οι Γραικοί, έχοντας πετύχει αυτό το κατόρθωμα, πίστεψαν πραγματι­κά ότι νικούσαν τους ειδωλολάτρες κι όλοι εμείς οι χριστιανοί πήραμε μεγάλη ανακούφιση. Όταν τους διώξαμε από το σταύρωμα, αμέσως οι Τούρ­κοι πυροδότησαν για άλλη μια φορά τη μεγάλη τους βομβάρδα και πάλι αυτοί οι ειδωλολάτρες αρχίζουν σαν σκυλιά να έρχονται μέσα από τον καπνό της βομβάρδας γρήγορα, σπρώχνοντας και πατώντας ο ένας τον άλλο σαν άγρια θηρία.
Μέσα σ’ ένα τέταρτο της ώρας είχαν περάσει πά­νω από τριάντα χιλιάδες Τούρκοι μέσα από το σταύρωμα με τόσους αλαλαγμούς, που νόμιζε κα­νείς πως βρισκόταν στην ίδια την Κόλαση, οι δε αλαλαγμοί τους αντιλαλούσαν μέχρι την Ανατο­λία. Μόλις ήρθαν μέσα, αμέσως κατέλαβαν την πρώτη μπάρα του σταυρώματος. Πριν όμως την καταλάβουν, αρκετοί απ’ αυτούς εφονεύθηκαν από εκείνους που υπερασπίζονταν τα τείχη με τις πέτρες. Και ήταν τόσοι πολλοί οι Τούρκοι, που ο καθένας εφόνευε όσους ήθελε. Έχοντας κα­ταλάβει τώρα την πρώτη μπάρα, οι Τούρκοι μαζί με τους γενίτσαρους οχυρώθηκαν πίσω απ’ αυτή. Μετά απ’ αυτό πέρασαν μέσα από το σταύρωμα σχεδόν εβδομήντα χιλιάδες, μέσα σε τέτοια αλλοφροσύνη, που νόμιζε κανείς πως βρισκόταν στην Κόλαση. Αμέσως τα σταυρώματα γέμισαν με Τούρκους από τη μια μέχρι την άλλη του άκρη, που ήταν έξι μίλια.
Αλλά, όπως σας είπα, εκείνοι που βρίσκονταν επάνω στα τείχη σκότωναν πολ­λούς απ’ αυτούς με πέτρες, αφήνοντας τους να έρθουν από κάτω και πετώντας τις ασταμάτητα πάνω τους. Τόσοι ήταν οι νεκροί που τουλάχι­στον σαράντα άμαξες δε θα μπορούσαν να μετα­φέρουν τα πτώματα των Τούρκων αυτών, που σκο­τώθηκαν πριν μπουν στην Πόλη. Τώρα, οι δικοί μας, οι χριστιανοί, εφοβούντο τα μέγιστα και ο γαληνότατος αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να χτυπήσουν τις καμπάνες σ’ όλη την Πόλη και το ίδιο να κάνουν από όλες τις θέσεις των τειχών. Έτσι όλοι άρχισαν να φωνάζουν. «Κύριε ελέησον». Έτσι φώναζαν άντρες και γυναίκες και πε­ρισσότερο οι μοναχές και οι κοπέλες. Τόσος ήταν ο θρήνος, που θα αισθανόταν οίκτο κάθε σκληρός Ιουδαίος.
Βλέποντας αυτό, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, Γενουάτης από τη Γένουα, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη θέση του και τρέχει στο πλοίο του που ήταν αραγμένο κοντά στην άλυσο. Αυτόν τον Ιωάννη Ιουστινιάνη ο αυτοκράτορας τον είχε ορίσει γενικό διοικητή ξηράς. Και τρεπόμενος σε φυγή ο στρατηγός, περνώντας μέσα από την Πόλη, φώναζε: «Οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη». Και εψεύδετο ασύστολα, γιατί ακόμα δεν είχαν μπει. Ακούγοντας ο λαός τα λόγια αυτά από εκείνον ειδικά το στρατηγό, ότι δηλαδή οι Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη. όλοι άρχισαν να τρέπονται σε φυγή κι αμέσως όλοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και όρμησαν τρέχοντας προς την ακτή για να μπο­ρέσουν να διαφύγουν με τα πλοία και τις γαλέρες. Μέσα στο χρόνο που ήθελε ο ήλιος ν’ ανατείλει, ο παντοδύναμος Θεός είχε δώσει την καταδικαστική του απόφαση κι ήταν θέλημά Του να επαληθευ­θούν όλες οι προφητείες.
Με το πρώτο φως της αυγής, οι Τούρκοι μπήκαν μέσα στην Κωνσταντι­νούπολη από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου είχαν γκρεμιστεί τα τείχη από τις βομβάρδες τους. Πριν όμως μπουν μέσα στην Πόλη, τσακί­στηκαν πολλοί Τούρκοι και χριστιανοί που έτρε­ξαν να τους εμποδίσουν. Τόσοι πολλοί σκοτώθη­καν, που θα φορτώνονταν το λιγότερο είκοσι άμαξες με τα πτώματα τους. Τότε, το δεύτερο ασκέρι άρχισε να έρχεται ξοπίσω από τους πρώτους, που σκορπίζονταν μέσα στην Πόλη.
Όσους έβρισκαν στους δρόμους τους περνούσαν από τη λεπίδα της χαντζάρας τους, γυναίκες και άντρες και γέρους και παιδιά, αδιακρίτως. Αυτή η σφαγή κράτησε από την ανατολή του ηλίου μέχρι την ώρα της μεσημβρίας, κι όσοι βρέθηκαν μπροστά τους πήγαν από χαντζά­ρα. Όσοι από τους δικούς μας εμπόρους διέφυγαν, κρύφτηκαν μέσα στις υπόγειες σπηλιές. Όταν πέρα­σε η μανία τους, οι Τούρκοι τους ευρήκαν, κι όλοι πιάστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβοι. Όταν έφτα­σαν οι λυσσασμένοι Τούρκοι στην πλατεία που είναι πέντε μίλια μακριά από το σημείο που έκαναν την έφοδο, δηλαδή τον Άγιο Ρωμανό, ανέβηκαν σ’ έναν πύργο, όπου ήταν υψωμένη η σημαία του Α­γίου Μάρκου και η σημαία του γαληνότατου αυτοκράτορα. Τότε, οι ειδωλολάτρες έσχισαν αμέσως τη σημαία του Αγίου Μάρκου και έπειτα έσχισαν τη σημαία του γαληνότατου αυτοκράτορα και πάνω σ’ εκείνο τον ίδιο πύργο ύψωσαν τη σημαία του Τούρκου αυθέντη. Όταν αφαιρέθηκαν εκείνες οι δυο σημαίες, δηλαδή του Αγίου Μάρκου και του αυτοκράτορα και υψώθηκε η σημαία του Τούρκου σκύλου, εκείνη τη στιγμή όλοι εμείς οι χριστιανοί που βρισκόμασταν στην Πόλη χύσαμε πικρά δά­κρυα. Βλέποντας τη σημαία του να ανεμίζει πάνω στον πύργο, καταλάβαμε ότι η Πόλη είχε πέσει στα χέρια του Τούρκου και δεν υπήρχε ελπίδα να την επανακτήσουμε.

7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η Πόλη ήταν το σπαθί,
η Πόλη το κοντάρι,
η Πόλη ήταν το κλειδί της Ρωμανίας όλης,
σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνια με καιρούς,παλι δικά Σου θα΄ναι!

όλοι οι Ελληνες ξέρουν ότι η Αγια Σοφια ήταν είναι και θα είναι ελληνική...το μόνο που μένει έιναι να γνωρίζουν το γιατί.Διαβάστε ελληνική ιστορια αδέλφια μπορεί στο σχολείο να μας κρύβαν πολλά αλλα υπάρχουν απίστευτες πηγές μιας ατέλειωτης ιστορίας της ευλογημένης μας χώρας.Βοηθήστε τα σημερινά παιδια να αγαπήσουν την Ελλάδα αμεροληπτα μακρια από φανατισμους.Η ελληνική παιδεία ως γνωστον πλέον εχει δεχτει μεγαλο πλήγμα από προδότες του εθνους(βλ."συνωστισμος"στο λιμάνι της Σμύρνης!),το μόνο όπλο σε αυτά τα μιασματα που είναι ντροπή και μόνο που πατάνε στη χώρα μας,τους προφέσορες όπως η σκύλα Ρεπούση,είναι να μάθουμε και να βοηθήσουμε τους νέους να μάθουν.

Ανώνυμος είπε...

ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΙ ΣΕ ΧΑΡΕΜΙΑ ΚΑΙ ΠΑΣΑΔΕΣ


Παλαιολόγοι παραδίδουν γη και ύδωρ και ανταμείβονται πλουσιοπάροχα από τον Μωάμεθ Β΄

Πολλοί παλαιολόγοι τακτοποιήθηκαν από το σουλτάνο κατακτητή μετά την Άλωση:

- Ο Δημήτριος Παλαιολόγος, αδελφός τού τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, παρέδωσε στον Μωάμεθ Β΄ την Πελοπόννησο κι ανταμείφτηκε με πλούσια δώρα και τις προσόδους τεσσάρων νησιών τού Αιγαίου εφ΄ όρου ζωής.



- Η κόρη τού Δημήτριου Παλαιολόγου, Ελένη, παντρεύτηκε το σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ κι έζησε το υπόλοιπο τής ζωής της στο χαρέμι του μέσα στη χλιδή.



- Ο ανηψιός τού τελευταίου αυτοκράτορα, Μανουήλ, (γιός τού Θωμά Παλαιολόγου) επέλεξε να συνδιαλλαγεί με τον κατακτητή και να ζήσει ήσυχος στην Κωνσταντινούπολη. Απόκτησε οικογένεια και πέθανε χριστιανός εισπράττοντας από τον Μωάμεθ Β΄ σύνταξη.



- Ο γιος τού Μανουήλ, Ιωάννης Παλαιολόγος, έγινε πασάς και ναύαρχος τού τουρκικού στόλου με το όνομα Μεχμέτ Μεσίχ Παλαιολόγος.



Η Ιστορία τής Άλωσης θα πρέπει να επανεξεταστεί, ιδιαίτερα τα ενοχλητικά εκείνα σημεία της, που κάνουν λόγο για παράδοση κι όχι κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης ύστερα από συνεννοήσεις -όχι μόνο των ιεραρχών, αλλά και- τού αυτοκράτορα με τον Μωάμεθ...

Ανώνυμος είπε...

O Δημήτριος Παλαιολόγος στέλνει πρεσβευτή στο σουλτάνο και τού ζητάει βοήθεια. (Κριτόβουλου τού Ίμβριου: «Ιστορία», Βιβλ. Γ΄, 19:4. Στο μικρό πλαίσιο επάνω είναι το πρωτότυπο κείμενο κι από κάτω το ίδιο κείμενο σε νεοελληνική απόδοση).

Ο Δημήτριος Παλαιολόγος παραδίδει την Πελοπόννησο στο Μωάμεθ

Ο Δημήτριος Παλαιολόγος, όταν το 1448 πέθανε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, επωφελήθηκε από την απουσία στην Πελοπόννησο τού αδελφού του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ κι επιχείρησε να καταλάβει τον αυτοκρατορικό θρόνο. Τις ενέργειές του ματαίωσαν η αντίδραση τής σλάβας μητέρας του, Jelena Dragaš (διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ούτε ένας έλληνας βυζαντινός αυτοκράτορας!), τής συγκλήτου και των αρχόντων.

Τόσο το Δεσποτάτο τού Μυστρά, όπου υπήρχαν πολλοί ενωτικοί (φιλολατίνοι), που ήταν όργανα τού Πάπα όσο κι η υπόλοιπη Πελοπόννησος σπαρασσόταν από εσωτερικές αντιθέσεις. Ο Μωάμεθ, ύστερα από το 1453, άρχισε να καταστρώνει σχέδια να καταλάβει τα νησιά, την Πελοπόννησο κι όποια άλλη περιοχή τού ελλαδικού χώρου εξουσιαζόταν από τούς δυτικούς. Τα νησιά τα εξουσίαζαν οι βενετσάνοι, οι γενοβέζοι, οι ιωαννίτες κι άλλοι δυτικοί, την Αθήνα οι φράγκοι. Ο Θωμάς και ο Δημήτριος Παλαιολόγος (αδέλφια τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου) ήταν ηγεμόνες τού Δεσποτάτου τού Μυστρά (φόρου υποτελείς στο σουλτάνο). Ορισμένες περιοχές τής Πελοποννήσου κατείχαν οι βενετσάνοι, οι οποίοι είχαν κτήσεις και στα παράλια τής Ρούμελης και στην Αν. Θεσσαλία.

Όταν ο Μωάμεθ πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη, οι δυο αδελφοί Παλαιολόγοι, τρώγονταν και κοίταζε ο ένας να βγάλει από τη μέση τον άλλο. Τέτοια ήταν η έχθρα τους, που δεν συγκινήθηκαν, όταν ο Μωάμεθ πήρε την Πόλη. Ο Δημήτριος μάλιστα κάλεσε τον τούρκο στρατηγό Τουραχάν, που ήταν στη Θεσσαλία, να έρθει με στρατό στην Πελοπόννησο, να τον βοηθήσει να διώξει τον αδελφό του, Θωμά.


Οι φεουδάρχες τής Πελοποννήσου είχαν χωριστεί σε δύο κόμματα. Το ένα ακολουθούσε τούς Παλαιολόγους καi το άλλο το Μιχαήλ Καντακουζηνό. Με τον Καντακουζηνό ήταν καi οι αλβανοί, που εξεγέρθηκαν, γιατί οι Παλαιολόγοι τούς φορολογούσαν βαριά. (Όπως έχει δειχθεί στο άρθρο τής «Ελεύθερης Έρευνας», Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα..., οι αλβανοί στην Πελοπόννησο ήταν πολλοί). Μαζί τους ενώθηκαν οι έλληνες, κυρίως τα μεσαία και χαμηλά στρώματα.

Ο Καντακουζηνός, αφού συγκέντρωσε γύρω του πολλούς αλβανούς και έλληνες, ανακηρύχτηκε δεσπότης τού Μυστρά. Οι επαναστάτες κέρδισαν τις πρώτες μάχες και πολιόρκησαν την Πάτρα, όπου έμενε ο Θωμάς Παλαιολόγος. Τα ίδια έπαθε κι ο Δημήτριος, που ήταν στο Μυστρά.

Ανώνυμος είπε...

Ο Θωμάς, που βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, ζήτησε βοήθεια από τούς βενετσάνους, αυτοί όμως, προτίμησαν να συμμαχήσουν με τούς αλβανούς.

Ο Δημήτριος Παλαιολόγος όμως, που ήταν φιλότουρκος, έστειλε πρέσβεις στον Τουραχάν και τον κάλεσε να ΄ρθει στην Πελοπόννησο. Τού υποσχόταν μάλιστα, πως θα πλήρωνε μεγαλύτερο φόρο υποτέλειας (βλ. Σπ. Λάμπρου: «Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά», τ. Β΄, σ. 152).

Ο Τουραχάν, αφού συνεννοήθηκε με το σουλτάνο Μωάμεθ, πήρε στρατό και κατέβηκε στην Πελοπόννησο. Χτύπησε τούς επαναστάτες, που πολιορκούσαν το Μυστρα κι αφού τούς νίκησε κι ελευθέρωσε το Δημήτριο Παλαιολόγο, ύστερα πήγε στην Πάτρα. Κι εκεί είχε επιτυχίες, γιατί οι επαναστάτες δεν μπόρεσαν να αμυνθούν. Έφυγαν οι πιο πολλοί κι ο Τουραχάν τούς καταδίωξε ως τη βενετσάνικη κτήση Μεθώνη.



Μετά την παράδοση τής Πελοποννήσου από το Δημήτριο Παλαιολόγο στο σουλτάνο, ο σουλτάνος τον υποδέχεται με τιμές και πλούσια δώρα. (Κριτόβουλου τού Ίμβριου: «Ιστορία», Βιβλ. Γ΄, 20:7).

Ανώνυμος είπε...

Αν και οι επαναστάτες διαλύθηκαν, η Πελοπόννησος δεν ησύχασε, γιατί οι αιτίες, που προκάλεσαν την εξέγερση υπήρχαν ακόμα. Τα μέτρα που πάρθηκαν, δεν έφεραν την ησυχία. Γι΄ αυτό όχι μόνο τα δυο αδέλφια, Θωμάς και Δημήτριος Παλαιολόγοι, ήταν πάλι στα μαχαίρια, αλλά και οι λαϊκές μάζες, οι αλβανοί και οι άλλοι, βαρυγκομούσαν κι ετοιμάζονταν να ξεσηκωθούν πάλι.

Στο αναμεταξύ (1456), ο Τουραχάν πέθανε και στάλθηκε ο γιος του Ομέρ μπέης με στρατό, να «επιβάλει την τάξη» στην Πελοπόννησο.

Όταν έφτασε ο Ομέρ στην Πελοπόννησο, βρήκε πολλές δυσκολίες, γιατί αυτή τη φορά η εξέγερση υποστηριζόταν από ισχυρές δυνάμεις. Οι φεουδάρχες τού Μοριά, άλλοι ήθελαν την κατοχή των βενετσάνων, για να εξασφαλίσουν τα φέουδά τους και άλλοι τούς τούρκους, γιατί πίστευαν, πως θα ήταν καλύτερα εξασφαλισμένοι. Οι λαϊκές πάλι μάζες (αλβανοί και έλληνες) δεν ήθελαν να πληρώνουν φόρους και ήθελαν γη για να βόσκουν τα γιδοπρόβατά τους και χωράφια δικά τους. Από την αιτία αυτή ήταν πάντα στο πόδι.

Το 1458 ο Μωάμεθ εισέβαλε ο ίδιος στην Πελοπόννησο. Από τον Ισθμό προωθήθηκε προς την Αρκαδία. Στην Ακροκόρινθο, που αντιστάθηκε, άφησε τμήμα στρατού με επί κεφαλής τον Μαχμούτ πασά, ρωμιό, που είχε εξισλαμισθεί. Στην Τεγέα, που λεγόταν τότε Μοχλίον, ο άρχοντάς της Δημήτριος Ασάνης συνθηκολόγησε και παράδωσε την πόλη. Από την Τεγέα ο Μωάμεθ προχώρησε προς την Πάτρα. Όταν έφτασε εκεί, βρήκε την πολιτεία έρημη. Ύστερα έστειλε στρατό στην Ηλεία και Μεσσηνία και σε λίγο γύρισε στον Ισθμό. Η Ακροκόρινθος αν και πολιορκούντανε τέσσερις μήνες από το Μαχμούτ, εξακολουθούσε την αντίστασή της.

Ανώνυμος είπε...

Ο σουλτάνος αναχωρεί από την Πελοπόννησο παίρνοντας μαζί του το Δημήτριο Παλαιολόγο με τη γυναίκα του, την κόρη του και τοπικούς άρχοντες. Για να ανταμείψει τον Δημήτριο για την παράδοση τής Πελοποννήσου τού παραχωρεί τις προσόδους Ίμβρου, Λήμνου, Θάσου, Σαμοθράκης, μια πόλης στον Έβρο και τού δίνει πολλά μετρητά και δώρα.

Τότε, ο Δημήτριος Παλαιολόγος, που ήταν φανερά πια όργανο των τούρκων, πρόσταξε τον Ματθαίο Ασάνη, που ήταν αρχηγός τής άμυνας τού φρουρίου, να το παραδώσει στο σουλτάνο. Ο Ασάνης υπάκουσε και η Ακροκόρινθος, το πιο ισχυρό οχυρό τού Μοριά, παραδόθηκε στους Τούρκους (βλ. Κριτόβουλου τού Ίμβριου: «Ιστορία», Βιβλίο Γ΄, 19-24). Ο Κριτόβουλος, που ήταν ακόλουθος τού σουλτάνου, αναφέρει, ότι ο Δημήτριος υποσχέθηκε στο σουλτάνο να τού δώσει την κόρη του και να τού παραδώσει ολόκληρη την Πελοπόννησο. Ο ίδιος ζήτησε να τού δοθεί αντί γι΄ αυτή κάποιος άλλος τόπος στη χώρα τού σουλτάνου, για να εξουσιάζει. Ύστερα από δυο χρόνια, ο Μωάμεθ αναγκάστηκε να εκστρατεύσει πάλι στην Πελοπόννησο (1460), γιατί η κατάσταση ήταν ξανά πολύ ανώμαλη. Ο Δημήτριος, ακόμα πιο φανερά υποστήριζε τούς τούρκους, ενώ ο αδελφός του Θωμάς συνεννοούντανε με τούς βενετσάνους.

Ο Δημήτριος Παλαιολόγος, για τις υπηρεσίες του, που πρόσφερε στούς τούρκους, πήρε πολλά δώρα και μετρητά και σαν αντάλλαγμα τα νησιά: Λήμνο, Ίμβρο, Θάσο και Σαμοθράκη και μιά πόλη στον Έβρο.

O τελευταίος δεσπότης τού Μορέως, Δημήτριος Παλαιολόγος, αφού παρέδωσε την Πελοπόννησο στο σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ και την κόρη του Ελένη στο χαρέμι του, απέσπασε πολλά δώρα και τις προσόδους τεσσάρων νησιών κι έζησε το υπόλοιπο τής χωής του σα χριστιανός μέσα στη χλιδή. Τον τελευταίο μάλιστα χρόνο πριν πεθάνει, αποσύρθηκε σε μοναστήρι στο Διδυμότειχο, όπου έλαβε το όνομα μοναχός Δαβίδ. (Μικρογραφία χειρογράφου τού 15ου αιώνα, Αγία Πετρούπολη, Κρατική Βιβλιοθήκη.)

Μια παλαιολογίνα στο χαρέμι τού σουλτάνου

Για να ανταμείψει τον Δημήτριο για την παράδοση τής Πελοποννήσου ο Μωάμεθ, εκτός των άλλων που προαναφέρθηκαν, πήρε για γυναίκα του την κόρη του, Ελένη Παλαιολογίνα, η οποία έκτοτε έζησε μέσα στην πολυτέλεια στο χαρέμι του.

Παλαιολόγος εξασφαλίζει σύνταξη από τον Μωάμεθ

Ο Θωμάς Παλαιολόγος, μη διαθέτοντας στρατό καί αντικρίζοντας την εξέγερση των λαϊκών μαζών και το μίσος των τουρκόφιλων φεουδαρχών, όταν ο αδελφός του παρέδιδε την Πελοπόννησο στο Μωάμεθ, έφυγε και πήγε στην Ιταλία, για να ζητήσει τη βοήθεια των Παπών. Ο γιός του, Μανουήλ Παλαιολόγος, επιζήτησε να συνδιαλλαγεί με το κατακτητή και να ζήσει ήσυχος στην Κωνσταντινούπολη. Απόκτησε οικογένεια και πέθανε χριστι

Ανώνυμος είπε...

ιανός εισπράττοντας από τον Μωάμεθ Β΄ σύνταξη.



Η επανάσταση τού ΄21 εναντίον των οθωμανών ξεκίνησε από την Πελοπόννησο, η οποία όμως, ενδεχομένως να μην είχε κατακτηθεί από το σουλτάνο, άν δεν την είχε παραδώσει ο Δημήτριος Παλαιολόγος.

Επί πλέον, παρά το ότι διάφοροι ιστορικοί παραθέτουν πλείστα στοιχεία για παράδοση κι όχι κατάληψη ακόμα και τής Κωνσταντινούπολης ύστερα από συνεννοήσεις -όχι μόνο των ιεραρχών, αλλά και- τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου με τον Μωάμεθ (π.χ. Καρολίδης, θέμα το οποίο θα παρουσιασθεί εκτενώς σε προσεχές άρθρο τής «Ελεύθερης Έρευνας») και πολλοί Παλαιολόγοι τακτοποιήθηκαν από τούς οθωμανούς κι έζησαν πλουσιοπάροχα, η σημερινή Ρωμιοσύνη, που εξακολουθεί να αυταπατάται τρεφόμενη με παραμύθια για μαρμαρωμένους βασιλιάδες, κόκκινες μηλιές και... πράσινα άλογα, διοργανώνει ομιλίες και τελετές προς τιμήν τους.

Παλαιολόγος γίνεται Μεχμέτ Πασάς

Ένας από τούς δύο γιούς τού Θωμά, ο Ιωάννης Παλαιολόγος, που γεννήθηκε δυό χρόνια μετά την Άλωση, αφού εξισλαμίστηκε, έγινε πασάς και ναύαρχος τού τουρκικού στόλου με το όνομα Μεχμέτ Μεσίχ Παλαιολόγος.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. «Ιστορία τού ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών», τόμ. Θ΄, Αθήνα.

2. Νεότερο εγκυκλοπαιδικό λεξικό «Ήλιος», τόμ. ΙΕ΄, Αθήνα.

3. Κριτόβουλου τού Ίμβριου: «Ιστορία», έκδ. «Κανάκη», Αθήνα, 2005.

4. Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία τής Ελλάδας», τόμ. ΙΧ, έκδ. «20ος αιώνας», Αθήνα.

5. Σπ. Λάμπρου: «Παλαιολόγεια και πελοποννησιακά», έκδ. «Νότη Καραβιά, Αθήνα, 1912, 1930.

6. Αριστείδη Π. Κόλλια: «Αρβανίτες και η καταγωγή των ελλήνων», Αθήνα, 1985.


Γιάννης Λάζαρης


http://www.freeinquiry.gr/pro.php?id=2229