Ρεπορτάζ : Τάσος Τέλλογλου
(από την Καθημερινή)
Aνθρώπους «για υποστήριξη στο ανώτατο επίπεδο του ελληνικού υπουργείου Αμύνης» αναζητούσε η Ferrostaal πριν από την υπογραφή της σύμβασης για την κατασκευή των υποβρυχίων του τύπου 214 σύμφωνα με τμήματα του γερμανικού...
κατηγορητηρίου που περιήλθαν σε γνώση της «Καθημερινής». Το κατηγορητήριο εναντίον δύο πρώην στελεχών της Ferrostaal αφορά συνέργεια σε δωροδωκία χώρας-μέλους της Ε. Ε. Σύμφωνα με τη γερμανική νομολογία οι στρατιωτικοί δεν περιλαμβάνονται σε τετοια πρόσωπα, αλλά μόνο αξιωματούχοι που αναδείχθηκαν «με εκλογή ή διορισμό σε θέση της εκτελεστικής εξουσίας».
Κατά το κατηγορητήριο, ο κύκλος Α -όπως ονομάστηκε η ομάδα των μεσαζόντων που είχαν διακινήσει τα «μαύρα ποσά- «είχε συγκεντρώσει εμπειρίες από δουλειές με το Δημόσιο στην Ελλάδα όταν πέτυχε την πώληση ενός θερμοηλεκτρικού σταθμού της γερμανικής εταιρείας Babcock στη ΔΕΗ».
Ενας από τους διακινητές των «μαύρων κεφαλαίων» λέει χαρακτηριστικά ότι «δώσαμε αυτά τα χρήματα για πράγματα που δεν κάνουμε και δεν θέλουμε», αλλά «αν δεν χρησιμοποιούσαμε εμείς αυτούς τους ανθρώπους θα το εκαναν οι Γάλλοι».
Στο κατηγορητήριο αναφέρεται ότι η αρχική συμφωνία του κύκλου Α και των υπευθύνων της γερμανικής εταιρείας ήταν να δοθεί το 12% της τιμής αγοράς (120 εκατ. ευρώ) για «υποστήριξη» μεταξύ αλλων σε «ανώτατο επίπεδο» (top level) του υπουργείου Αμύνης. Η πρώτη πληρωμή στην τράπεζα UBS της Λουκέρνης έγινε τον Μάιο του 2000 και ήταν ύψους 32 εκατ. ευρώ. Από αυτά 11,5 εκατ. ευρώ εστάλησαν στην εταιρεία Wilberforce. Aυτή ανήκει στον Ελληνα υπήκοο Α. Α., που όπως και αλλοι επιστρατεύτηκε επειδή, σύμφωνα με καταθέσεις των κατηγορουμένων, ο εκπρόσωπος της Ferrostaal στην Ελλάδα Μ. Μ. «δεν αρκούσε για «επαφές ανώτατου επιπέδου». Ο Γάλλος πρέσβης είχε -σύμφωνα με τον κατηγορούμενο Χάουν- πάντα μία πόρτα ανοιχτή στους υπουργούς Οικονομίας και Αμυνας, «εμάς μας συνόδευε στην καλύτερη περίπτωση ο πρέσβης και ο ενστολος αμυντικός ακόλουθος… Χωρίς το συμβόλαιο στην Ελλάδα θα έπρεπε να ξεχάσουμε την παραγωγή του υποβρυχίου στη Γερμανία». Ο Χάουν καταθέτει ακόμα ότι είχε προσωπική επαφή με τον Ακη Τσοχατζόπουλο, «αλλά ποτέ δεν μίλησε μαζί του μόνος. Ο Τσοχατζόπουλος ήταν ήδη τότε ένας πλούσιος ανθρωπος, που σπούδασε μηχανολογία στο Μόναχο και ήταν παντρεμένος με Γερμανίδα σύζυγο». Οι κατηγορούμενοι αναφέρουν ότι ο κ. Τσοχατζόπουλος τους συνέτησε το πρώην μέλος της Κ. Ε. του ΠΑΣΟΚ κ. Ι. Μπέλτσιο για να τους βοηθήσει με τις επαφές του», αλλά τα χρήματα που προορίζονταν για τον Μπέλτσιο (1 εκατ. ευρώ) δεν δόθηκαν για τον Τσοχατζόπουλο». Ενας άλλος μάρτυρας αναφέρει ότι ο Μπέλτσιος απασχολήθηκε στη δημιουργία σχεδίων για τον χώρο στον οποίο θα κατασκευάζονταν τα υποβρύχια στα Ελληνικά Ναυπηγεία Σκαραμαγκά.
Οι κατηγορούμενοι Χάουν και Μίλενμπεκ πάντως αναφέρουν ότι δεν γνωρίζουν σε ποιον και πώς δόθηκαν χρήματα. «Δεν γνωρίζω αν οι σύμβουλοι έδωσαν τα χρήματα σε άλλους. Το ότι τα πράγματα ήταν έτσι, νομίζω ότι είναι φανερό. Δεν μιλήσαμε για το ποιος πήρε τι. Θεωρώ ότι οι ανθρωποι αυτοί για να ανταποκριθούν στις ελληνικές συνήθειες εδωσαν κάτι από την αμοιβή τους…», αναφέρεται. Από τους τηλεφωνικούς καταλόγους ενός εκ των κατηγορουμένων, του πρώην αντιπροέδρου της Ferrostaal Βίνφριντ Χάουν προκύπτει ότι ένας από τους μεσάζοντες είχε επαφή «με τον μικρό φίλο» ή «φίλο» ή «μικρό», ένα πρόσωπο που αντιστοιχεί σύμφωνα με τον κατηγορητήριο με τον τότε γ. γ. Εξοπλισμών και συνεργάτη του κ. Τσοχατζόπουλου, κ. Γ. Σμπώκο.
Οι πρώτες επαφές
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρώτες συναντήσεις της «ομάδας Α» έγιναν στην Αθήνα το 1997 και στη συνέχεια στη Ζυρίχη. Οι αμοιβές των μεσαζόντων στη συνέχεια μειώθηκαν στα 80 εκατ., με αποτέλεσμα 2 από αυτούς να στραφούν το 2006 εναντίον της γερμανικής εταιρείας διεκδικώντας 67 εκατ. (σ. σ.: πήραν τελικά 11 εκατ. ευρώ).
Για τον εκσυγχρονισμό των υποβρυχίων 209 δόθηκαν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, και δύο τουλάχιστον εγγραφα, από τα οποία προκύπτει ροή 10 εκατ. ευρώ στην εταιρεία Rang Roha Cyprus όταν ο κ. Τσοχατζόπουλος είχε αποχωρήσει από το υπουργείο σε μία ομάδα Β που δεν είναι σαφές αν είχε σχέση με την ομάδα Α.
(από την Καθημερινή)
Aνθρώπους «για υποστήριξη στο ανώτατο επίπεδο του ελληνικού υπουργείου Αμύνης» αναζητούσε η Ferrostaal πριν από την υπογραφή της σύμβασης για την κατασκευή των υποβρυχίων του τύπου 214 σύμφωνα με τμήματα του γερμανικού...
κατηγορητηρίου που περιήλθαν σε γνώση της «Καθημερινής». Το κατηγορητήριο εναντίον δύο πρώην στελεχών της Ferrostaal αφορά συνέργεια σε δωροδωκία χώρας-μέλους της Ε. Ε. Σύμφωνα με τη γερμανική νομολογία οι στρατιωτικοί δεν περιλαμβάνονται σε τετοια πρόσωπα, αλλά μόνο αξιωματούχοι που αναδείχθηκαν «με εκλογή ή διορισμό σε θέση της εκτελεστικής εξουσίας».
Κατά το κατηγορητήριο, ο κύκλος Α -όπως ονομάστηκε η ομάδα των μεσαζόντων που είχαν διακινήσει τα «μαύρα ποσά- «είχε συγκεντρώσει εμπειρίες από δουλειές με το Δημόσιο στην Ελλάδα όταν πέτυχε την πώληση ενός θερμοηλεκτρικού σταθμού της γερμανικής εταιρείας Babcock στη ΔΕΗ».
Ενας από τους διακινητές των «μαύρων κεφαλαίων» λέει χαρακτηριστικά ότι «δώσαμε αυτά τα χρήματα για πράγματα που δεν κάνουμε και δεν θέλουμε», αλλά «αν δεν χρησιμοποιούσαμε εμείς αυτούς τους ανθρώπους θα το εκαναν οι Γάλλοι».
Στο κατηγορητήριο αναφέρεται ότι η αρχική συμφωνία του κύκλου Α και των υπευθύνων της γερμανικής εταιρείας ήταν να δοθεί το 12% της τιμής αγοράς (120 εκατ. ευρώ) για «υποστήριξη» μεταξύ αλλων σε «ανώτατο επίπεδο» (top level) του υπουργείου Αμύνης. Η πρώτη πληρωμή στην τράπεζα UBS της Λουκέρνης έγινε τον Μάιο του 2000 και ήταν ύψους 32 εκατ. ευρώ. Από αυτά 11,5 εκατ. ευρώ εστάλησαν στην εταιρεία Wilberforce. Aυτή ανήκει στον Ελληνα υπήκοο Α. Α., που όπως και αλλοι επιστρατεύτηκε επειδή, σύμφωνα με καταθέσεις των κατηγορουμένων, ο εκπρόσωπος της Ferrostaal στην Ελλάδα Μ. Μ. «δεν αρκούσε για «επαφές ανώτατου επιπέδου». Ο Γάλλος πρέσβης είχε -σύμφωνα με τον κατηγορούμενο Χάουν- πάντα μία πόρτα ανοιχτή στους υπουργούς Οικονομίας και Αμυνας, «εμάς μας συνόδευε στην καλύτερη περίπτωση ο πρέσβης και ο ενστολος αμυντικός ακόλουθος… Χωρίς το συμβόλαιο στην Ελλάδα θα έπρεπε να ξεχάσουμε την παραγωγή του υποβρυχίου στη Γερμανία». Ο Χάουν καταθέτει ακόμα ότι είχε προσωπική επαφή με τον Ακη Τσοχατζόπουλο, «αλλά ποτέ δεν μίλησε μαζί του μόνος. Ο Τσοχατζόπουλος ήταν ήδη τότε ένας πλούσιος ανθρωπος, που σπούδασε μηχανολογία στο Μόναχο και ήταν παντρεμένος με Γερμανίδα σύζυγο». Οι κατηγορούμενοι αναφέρουν ότι ο κ. Τσοχατζόπουλος τους συνέτησε το πρώην μέλος της Κ. Ε. του ΠΑΣΟΚ κ. Ι. Μπέλτσιο για να τους βοηθήσει με τις επαφές του», αλλά τα χρήματα που προορίζονταν για τον Μπέλτσιο (1 εκατ. ευρώ) δεν δόθηκαν για τον Τσοχατζόπουλο». Ενας άλλος μάρτυρας αναφέρει ότι ο Μπέλτσιος απασχολήθηκε στη δημιουργία σχεδίων για τον χώρο στον οποίο θα κατασκευάζονταν τα υποβρύχια στα Ελληνικά Ναυπηγεία Σκαραμαγκά.
Οι κατηγορούμενοι Χάουν και Μίλενμπεκ πάντως αναφέρουν ότι δεν γνωρίζουν σε ποιον και πώς δόθηκαν χρήματα. «Δεν γνωρίζω αν οι σύμβουλοι έδωσαν τα χρήματα σε άλλους. Το ότι τα πράγματα ήταν έτσι, νομίζω ότι είναι φανερό. Δεν μιλήσαμε για το ποιος πήρε τι. Θεωρώ ότι οι ανθρωποι αυτοί για να ανταποκριθούν στις ελληνικές συνήθειες εδωσαν κάτι από την αμοιβή τους…», αναφέρεται. Από τους τηλεφωνικούς καταλόγους ενός εκ των κατηγορουμένων, του πρώην αντιπροέδρου της Ferrostaal Βίνφριντ Χάουν προκύπτει ότι ένας από τους μεσάζοντες είχε επαφή «με τον μικρό φίλο» ή «φίλο» ή «μικρό», ένα πρόσωπο που αντιστοιχεί σύμφωνα με τον κατηγορητήριο με τον τότε γ. γ. Εξοπλισμών και συνεργάτη του κ. Τσοχατζόπουλου, κ. Γ. Σμπώκο.
Οι πρώτες επαφές
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρώτες συναντήσεις της «ομάδας Α» έγιναν στην Αθήνα το 1997 και στη συνέχεια στη Ζυρίχη. Οι αμοιβές των μεσαζόντων στη συνέχεια μειώθηκαν στα 80 εκατ., με αποτέλεσμα 2 από αυτούς να στραφούν το 2006 εναντίον της γερμανικής εταιρείας διεκδικώντας 67 εκατ. (σ. σ.: πήραν τελικά 11 εκατ. ευρώ).
Για τον εκσυγχρονισμό των υποβρυχίων 209 δόθηκαν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, και δύο τουλάχιστον εγγραφα, από τα οποία προκύπτει ροή 10 εκατ. ευρώ στην εταιρεία Rang Roha Cyprus όταν ο κ. Τσοχατζόπουλος είχε αποχωρήσει από το υπουργείο σε μία ομάδα Β που δεν είναι σαφές αν είχε σχέση με την ομάδα Α.
fimotro
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου