Του Θάνου Δημάδη
Ο χώρος των μίντια στην Ελλάδα βρίσκεται σε μία άνευ προηγουμένου φθίνουσα πορεία συμβατή με τη φούσκα πάνω στην οποία είχαν χτιστεί και λειτουργήσει τα περισσότερα από αυτά. Άλλοτε φυτοζωώντας από την κρατική διαφήμιση και άλλοτε στηριζόμενα σε υπέρογκα δάνεια .....
δυσανάλογα μεγάλα σε σχέση με τις πραγματικές οικονομικές τους δυνατότητες και χωρίς κανέναν επί της ουσίας εξορθολογισμό των δαπανών τους. Δεν χρειάζεται να δώσω ονομαστικά παραδείγματα. Είναι εύκολο για όσους γνωρίζουν να καταλάβουν τι εννοώ.
Το ζήτημα είναι από 'δω και πέρα τι γίνεται; Τι μπορεί να γίνει ώστε τα "μαγαζιά" που έχουν θεμελιωθεί σε γερές βάσεις να συνεχίσουν να λειτουργούν και όσα βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας να μπορέσουν έστω να επιβιώσουν. Ο λόγος είναι προφανής. Για να μη χαθούν άλλες θέσεις εργασίες, η δημοσιογραφία να εξακολουθήσει να υφίσταται στη χώρα μας ως "λειτούργημα"- επάγγελμα, και η κρίση αυτή να έχει δημιουργήσει μία προοπτική ενός ποιοτικότερου και πιο υγιούς μιντιακού περιβάλλοντος στη χώρα μας για το μέλλον.
Για να επιτευχθούν και τα τρία αυτά μαζί υπάρχουν δύο προϋποθέσεις. Η μία από αυτές είναι οι ιδιοκτησίες όσων μέσων ενημέρωσης τελούν ακόμα εν λειτουργία στην Ελλάδα να πάρουν τη μεγάλη απόφαση να στηρίξουν "τα μαγαζιά" τους σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Αυτό πρακτικά σημαίνει να συμφιλιωθούν με την ιδέα των περιορισμένων κερδών σε σχέση με το παρελθόν, να συνειδητοποιήσουν ότι η ενασχόληση με τον χώρο αυτό- από την πλευρά της ιδιοκτησίας- πρέπει να είναι "έργο" και "ουχί πάρεργο" άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους και, τέλος, να αξιοποιήσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή αξιοκρατία το καλύτερο δυναμικό που διαθέτουν θεσμοθετώντας μετρήσιμα κριτήρια παραγωγικότητας των εργαζομένων τους, όπως συμβαίνει σε όλες τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις διεθνώς. Χρειάζεται από μέρους τους κατανόηση, διάλογος και σύμπνοια ώστε από κοινού με το υπάρχον εργατικό δυναμικό τους να ξεπεράσουν την κρίση με τις μικρότερες κατά το δυνατόν απώλειες. Οι δύο πλευρές να συνεργαστούν πάνω σε αυτή τη βάση χωρίς δογματικούς εγωισμούς μεταξύ νικητών και ηττημένων και σίγουρα χωρίς μονομερείς αιφνιδιασμούς.
Η δεύτερη- και εξίσου σημαντική προϋπόθεση- είναι και από μέρους τους οι εργαζόμενοι, δηλαδή όλοι εμείς, οι δημοσιογράφοι να αντιληφθούμε- και κυρίως να το αντιληφθεί το συλλογικό όργανο της ΕΣΗΕΑ που μας εκπροσωπεί- ότι το γεγονός ότι από πολλούς θεωρούμαστε ως η "τέταρτη εξουσία", αυτό δεν μας νομιμοποιεί έστω και στο ελάχιστο να θεωρούμε τους εαυτούς μας ως κάποια ξεχωριστή ελίτ εργαζομένων που είναι πάνω και πέρα από τις επιπτώσεις μίας κρίσης που έχει ήδη σαρώσει εν πολλοίς όλους τους άλλους εργασιακούς κλάδους. Πότε με μειώσεις μισθών και πότε με απολύσεις. Αλήθεια, έχουμε ποτέ συλλογιστεί τι μπορεί να σκέφτεται ένας εργαζόμενος στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα που έχει υποστεί δραματικές περικοπές στα εισοδήματά του, όταν βλέπει ότι εμείς οι δημοσιογράφοι και σχολιαστές στα κανάλια, τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα από τη μία μεριά μιλάμε για τις θυσίες που πρέπει ο ελληνικός λαός να κάνει για να ξεπεράσει αυτήν την κρίση, αλλά από την άλλη πλευρά θέλουμε να αυτοεξαιρέσουμε τους εαυτούς μας από αυτές τις θυσίες; Είναι οξύμωρο, για να μην πω προκλητικό. Όπως επίσης οξύμωρο και προκλητικό είναι όταν εμείς οι δημοσιογράφοι κάνουμε πολλές φορές υποδείξεις προς την εκάστοτε πολιτική ηγεσία για την ανικανότητά της να εξορθολογίσει τις δαπάνες στο δημόσιο, την ίδια ώρα που εμείς οι ίδιοι υπάρχουν περιπτώσεις που αρνούμαστε ή δεν θέλουμε να δεχτούμε την ανάγκη του οικονομικού εξορθολογισμού με το ελάχιστο κοινωνικό κόστος των δικών μας "μαγαζιών", των επιχειρήσεων δηλαδή στις οποίες εργαζόμαστε και συντηρούμε εμάς και τις οικογένειές μας.
Εδώ ακριβώς είναι που καλούμαστε να υπεισέλθουμε στο ερώτημα τι ύφους, ήθους και ποιότητας συνδικαλισμό θέλουμε να έχουμε εμείς οι δημοσιογράφοι από όσους μας εκπροσωπούν. Δυστυχώς, παρατηρώ για ακόμα μία φορά ότι και σε αυτό το σημείο "τρέχει" το ίδιο οξύμωρο σχήμα. Εμείς που ως δημοσιογράφοι καυτηριάζουμε και κατακρίνουμε- όπως πρέπει να κάνουμε- της κάθε λογής παρωχημένες συνδικαλιστικές νοοτροπίες και πρακτικές στον δημόσιο τομέα, οι οποίες μας οδήγησαν σήμερα στα γνωστά αποτελέσματα, το συνδικαλιστικό μας όργανο της ΕΣΗΕΑ- και κατ' επέκταση συνολικά ο κλάδος μας- υιοθετεί και ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τις ίδιες πρακτικές κακού συνδικαλισμού. Επιμένει να αρνείται να συμβιβαστεί με ρεαλισμό στα βαθιά προβλήματα που ταλανίζουν τον κλάδο των μίντια στην Ελλάδα. Χάνει έτσι κάθε ουσιαστική διαπραγματευτική αξιοπιστία που όφειλε να έχει έναντι της εκάστοτε εργοδοσίας. Το χειρότερο όλων όμως είναι ότι δίνει την εντύπωση να υπερασπίζεται τη φιλοσοφία μίας δημοσιοϋπαλληλικής δημοσιογραφίας και όχι τη φιλοσοφία μίας δημοσιογραφίας της αξιοκρατίας με πραγματική στήριξη όσων αυτή τη στιγμή πλήττονται από τις δραματικές περικοπές εισοδημάτων και τις απολύσεις στον κλάδο μας. Γιατί αυτοί που πλήττονται δεν είναι οι ακριβοπληρωμένοι επί χρόνια τηλεαστέρες και μεγαλοδημοσιογράφοι, που επιλέγουν ή αναγκάζονται πλέον να μείνουν για ένα διάστημα εκτός επαγγέλματος και έχουν σε τελική ανάλυση να ζήσουν. Πλήττονται οι χαμηλόμισθοι δημοσιογράφοι, οι δημοσιογράφοι που στην γλώσσα του επαγγέλματός μας κάνουν πολλές φορές το λεγόμενο "χαμαλίκι", εκείνοι που δεν γράφουν πέντε αράδες ή δεν εκστομίζουν πέντε ατάκες και πληρώνονται δεκάδες χιλιάδες ευρώ, εκείνοι που είναι οι αφανείς καθημερινοί ήρωες σε τηλεόραση, ραδιόφωνα, εφημερίδες και ηλεκτρονικές ειδησεογραφικού περιεχομένου ιστοσελίδες, όλοι όσοι ζουν με μισθούς πείνας της τάξεως των 700, 800 ευρώ ή και χαμηλότερα.
Η ΕΣΗΕΑ είναι ώρα να ιεραρχήσει τις προτεραιότητές της μέσα σε αυτήν την καταιγίδα που πλήττει τα μέσα ενημέρωσης. Προτεραιότητά της έπρεπε να είναι το πώς θα διασφαλίσει ώστε αυτοί οι εργαζόμενοι να μην υποστούν άλλες περικοπές στους μισθούς τους. Προτεραιότητά της έπρεπε να είναι οι όποιες περικοπές γίνουν εκ νέου- που από πολλούς θεωρούνται αναπόφευκτες- να γίνουν κλιμακωτά αναλόγως του μισθολογικού κόστους του κάθε εργαζόμενου στον κλάδο μας, αφού δεν είναι το ίδιο να κόβεις 10% ή 15% από έναν αμειβόμενο των 800 ευρώ και από έναν αμειβόμενο των 8000 ευρώ μηνιαίως. Προτεραιότητά της έπρεπε να είναι ο δημοσιονομικός εξορθολογισμός των δαπανών των μιντιακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα με την επίβλεψη και τη συμβολή της ΕΣΗΕΑ. Προτεραιότητά της έπρεπε να είναι η εγκαθίδρυση αξιοκρατικών κριτηρίων της παραγωγικότητας των δημοσιογράφων σε κάθε μιντιακή επιχείρησης.
Αντί λοιπόν να καταγράφεται με τη δράση της και τις υποτιθέμενες διεκδικήσεις της ως το κακέκτυπο του Φωτόπουλου της ΔΕΗ, το συνδικαλιστικό μας όργανο θα ήταν καλύτερο να κατοχύρωνε επί της ουσίας τα εργασιακά δικαιώματα όσων δημοσιογράφων που πλήττονται πραγματικά από την κρίση όπως επίσης να άφηνε στην άκρη τη λογική που αντιλαμβάνεται τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα ως δημόσιες επιχειρήσεις, που μόνο προσλαμβάνουν και ποτέ δεν απολύουν. Περιμένω από την ΕΣΗΕΑ να μην κλείνει τα μάτια σε αυτό που έρχεται, όπως αντιστοίχως τα μέσα ενημέρωσης της Ελλάδας όλα τα προηγούμενα χρόνια έκλειναν τα μάτια τους μπροστά στην επερχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας. Αυτό που έρχεται, αν δεν γίνει εδώ και τώρα κάτι, είναι η χρεοκοπία των μέσων ενημέρωσης στη χώρα μας. Και τότε δε θα υπάρχει ούτε η ίδια η ΕΣΗΕΑ να διαφυλάξει την ίδια της καν την ύπαρξη. Αυτή την χρεοκοπία η ΕΣΗΕΑ και όλοι εμείς, που εργαζόμαστε στον κλάδο των ΜΜΕ στη χώρα μας, οφείλουμε να την αποτρέψουμε χωρίς να αρνούμαστε ότι για να γίνει αυτό θα υπάρξει ούτως ή άλλως ένα κόστος. Να παλέψουμε με ρεαλισμό ώστε το αναπόφευκτο αυτό κόστος να κατανεμηθεί δικαίως και ισομερώς, πράγμα που δε γίνεται αυτή τη στιγμή.
Ο χώρος των μίντια στην Ελλάδα βρίσκεται σε μία άνευ προηγουμένου φθίνουσα πορεία συμβατή με τη φούσκα πάνω στην οποία είχαν χτιστεί και λειτουργήσει τα περισσότερα από αυτά. Άλλοτε φυτοζωώντας από την κρατική διαφήμιση και άλλοτε στηριζόμενα σε υπέρογκα δάνεια .....
δυσανάλογα μεγάλα σε σχέση με τις πραγματικές οικονομικές τους δυνατότητες και χωρίς κανέναν επί της ουσίας εξορθολογισμό των δαπανών τους. Δεν χρειάζεται να δώσω ονομαστικά παραδείγματα. Είναι εύκολο για όσους γνωρίζουν να καταλάβουν τι εννοώ.
Το ζήτημα είναι από 'δω και πέρα τι γίνεται; Τι μπορεί να γίνει ώστε τα "μαγαζιά" που έχουν θεμελιωθεί σε γερές βάσεις να συνεχίσουν να λειτουργούν και όσα βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας να μπορέσουν έστω να επιβιώσουν. Ο λόγος είναι προφανής. Για να μη χαθούν άλλες θέσεις εργασίες, η δημοσιογραφία να εξακολουθήσει να υφίσταται στη χώρα μας ως "λειτούργημα"- επάγγελμα, και η κρίση αυτή να έχει δημιουργήσει μία προοπτική ενός ποιοτικότερου και πιο υγιούς μιντιακού περιβάλλοντος στη χώρα μας για το μέλλον.
Για να επιτευχθούν και τα τρία αυτά μαζί υπάρχουν δύο προϋποθέσεις. Η μία από αυτές είναι οι ιδιοκτησίες όσων μέσων ενημέρωσης τελούν ακόμα εν λειτουργία στην Ελλάδα να πάρουν τη μεγάλη απόφαση να στηρίξουν "τα μαγαζιά" τους σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Αυτό πρακτικά σημαίνει να συμφιλιωθούν με την ιδέα των περιορισμένων κερδών σε σχέση με το παρελθόν, να συνειδητοποιήσουν ότι η ενασχόληση με τον χώρο αυτό- από την πλευρά της ιδιοκτησίας- πρέπει να είναι "έργο" και "ουχί πάρεργο" άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους και, τέλος, να αξιοποιήσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή αξιοκρατία το καλύτερο δυναμικό που διαθέτουν θεσμοθετώντας μετρήσιμα κριτήρια παραγωγικότητας των εργαζομένων τους, όπως συμβαίνει σε όλες τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις διεθνώς. Χρειάζεται από μέρους τους κατανόηση, διάλογος και σύμπνοια ώστε από κοινού με το υπάρχον εργατικό δυναμικό τους να ξεπεράσουν την κρίση με τις μικρότερες κατά το δυνατόν απώλειες. Οι δύο πλευρές να συνεργαστούν πάνω σε αυτή τη βάση χωρίς δογματικούς εγωισμούς μεταξύ νικητών και ηττημένων και σίγουρα χωρίς μονομερείς αιφνιδιασμούς.
Η δεύτερη- και εξίσου σημαντική προϋπόθεση- είναι και από μέρους τους οι εργαζόμενοι, δηλαδή όλοι εμείς, οι δημοσιογράφοι να αντιληφθούμε- και κυρίως να το αντιληφθεί το συλλογικό όργανο της ΕΣΗΕΑ που μας εκπροσωπεί- ότι το γεγονός ότι από πολλούς θεωρούμαστε ως η "τέταρτη εξουσία", αυτό δεν μας νομιμοποιεί έστω και στο ελάχιστο να θεωρούμε τους εαυτούς μας ως κάποια ξεχωριστή ελίτ εργαζομένων που είναι πάνω και πέρα από τις επιπτώσεις μίας κρίσης που έχει ήδη σαρώσει εν πολλοίς όλους τους άλλους εργασιακούς κλάδους. Πότε με μειώσεις μισθών και πότε με απολύσεις. Αλήθεια, έχουμε ποτέ συλλογιστεί τι μπορεί να σκέφτεται ένας εργαζόμενος στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα που έχει υποστεί δραματικές περικοπές στα εισοδήματά του, όταν βλέπει ότι εμείς οι δημοσιογράφοι και σχολιαστές στα κανάλια, τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα από τη μία μεριά μιλάμε για τις θυσίες που πρέπει ο ελληνικός λαός να κάνει για να ξεπεράσει αυτήν την κρίση, αλλά από την άλλη πλευρά θέλουμε να αυτοεξαιρέσουμε τους εαυτούς μας από αυτές τις θυσίες; Είναι οξύμωρο, για να μην πω προκλητικό. Όπως επίσης οξύμωρο και προκλητικό είναι όταν εμείς οι δημοσιογράφοι κάνουμε πολλές φορές υποδείξεις προς την εκάστοτε πολιτική ηγεσία για την ανικανότητά της να εξορθολογίσει τις δαπάνες στο δημόσιο, την ίδια ώρα που εμείς οι ίδιοι υπάρχουν περιπτώσεις που αρνούμαστε ή δεν θέλουμε να δεχτούμε την ανάγκη του οικονομικού εξορθολογισμού με το ελάχιστο κοινωνικό κόστος των δικών μας "μαγαζιών", των επιχειρήσεων δηλαδή στις οποίες εργαζόμαστε και συντηρούμε εμάς και τις οικογένειές μας.
Εδώ ακριβώς είναι που καλούμαστε να υπεισέλθουμε στο ερώτημα τι ύφους, ήθους και ποιότητας συνδικαλισμό θέλουμε να έχουμε εμείς οι δημοσιογράφοι από όσους μας εκπροσωπούν. Δυστυχώς, παρατηρώ για ακόμα μία φορά ότι και σε αυτό το σημείο "τρέχει" το ίδιο οξύμωρο σχήμα. Εμείς που ως δημοσιογράφοι καυτηριάζουμε και κατακρίνουμε- όπως πρέπει να κάνουμε- της κάθε λογής παρωχημένες συνδικαλιστικές νοοτροπίες και πρακτικές στον δημόσιο τομέα, οι οποίες μας οδήγησαν σήμερα στα γνωστά αποτελέσματα, το συνδικαλιστικό μας όργανο της ΕΣΗΕΑ- και κατ' επέκταση συνολικά ο κλάδος μας- υιοθετεί και ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τις ίδιες πρακτικές κακού συνδικαλισμού. Επιμένει να αρνείται να συμβιβαστεί με ρεαλισμό στα βαθιά προβλήματα που ταλανίζουν τον κλάδο των μίντια στην Ελλάδα. Χάνει έτσι κάθε ουσιαστική διαπραγματευτική αξιοπιστία που όφειλε να έχει έναντι της εκάστοτε εργοδοσίας. Το χειρότερο όλων όμως είναι ότι δίνει την εντύπωση να υπερασπίζεται τη φιλοσοφία μίας δημοσιοϋπαλληλικής δημοσιογραφίας και όχι τη φιλοσοφία μίας δημοσιογραφίας της αξιοκρατίας με πραγματική στήριξη όσων αυτή τη στιγμή πλήττονται από τις δραματικές περικοπές εισοδημάτων και τις απολύσεις στον κλάδο μας. Γιατί αυτοί που πλήττονται δεν είναι οι ακριβοπληρωμένοι επί χρόνια τηλεαστέρες και μεγαλοδημοσιογράφοι, που επιλέγουν ή αναγκάζονται πλέον να μείνουν για ένα διάστημα εκτός επαγγέλματος και έχουν σε τελική ανάλυση να ζήσουν. Πλήττονται οι χαμηλόμισθοι δημοσιογράφοι, οι δημοσιογράφοι που στην γλώσσα του επαγγέλματός μας κάνουν πολλές φορές το λεγόμενο "χαμαλίκι", εκείνοι που δεν γράφουν πέντε αράδες ή δεν εκστομίζουν πέντε ατάκες και πληρώνονται δεκάδες χιλιάδες ευρώ, εκείνοι που είναι οι αφανείς καθημερινοί ήρωες σε τηλεόραση, ραδιόφωνα, εφημερίδες και ηλεκτρονικές ειδησεογραφικού περιεχομένου ιστοσελίδες, όλοι όσοι ζουν με μισθούς πείνας της τάξεως των 700, 800 ευρώ ή και χαμηλότερα.
Η ΕΣΗΕΑ είναι ώρα να ιεραρχήσει τις προτεραιότητές της μέσα σε αυτήν την καταιγίδα που πλήττει τα μέσα ενημέρωσης. Προτεραιότητά της έπρεπε να είναι το πώς θα διασφαλίσει ώστε αυτοί οι εργαζόμενοι να μην υποστούν άλλες περικοπές στους μισθούς τους. Προτεραιότητά της έπρεπε να είναι οι όποιες περικοπές γίνουν εκ νέου- που από πολλούς θεωρούνται αναπόφευκτες- να γίνουν κλιμακωτά αναλόγως του μισθολογικού κόστους του κάθε εργαζόμενου στον κλάδο μας, αφού δεν είναι το ίδιο να κόβεις 10% ή 15% από έναν αμειβόμενο των 800 ευρώ και από έναν αμειβόμενο των 8000 ευρώ μηνιαίως. Προτεραιότητά της έπρεπε να είναι ο δημοσιονομικός εξορθολογισμός των δαπανών των μιντιακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα με την επίβλεψη και τη συμβολή της ΕΣΗΕΑ. Προτεραιότητά της έπρεπε να είναι η εγκαθίδρυση αξιοκρατικών κριτηρίων της παραγωγικότητας των δημοσιογράφων σε κάθε μιντιακή επιχείρησης.
Αντί λοιπόν να καταγράφεται με τη δράση της και τις υποτιθέμενες διεκδικήσεις της ως το κακέκτυπο του Φωτόπουλου της ΔΕΗ, το συνδικαλιστικό μας όργανο θα ήταν καλύτερο να κατοχύρωνε επί της ουσίας τα εργασιακά δικαιώματα όσων δημοσιογράφων που πλήττονται πραγματικά από την κρίση όπως επίσης να άφηνε στην άκρη τη λογική που αντιλαμβάνεται τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα ως δημόσιες επιχειρήσεις, που μόνο προσλαμβάνουν και ποτέ δεν απολύουν. Περιμένω από την ΕΣΗΕΑ να μην κλείνει τα μάτια σε αυτό που έρχεται, όπως αντιστοίχως τα μέσα ενημέρωσης της Ελλάδας όλα τα προηγούμενα χρόνια έκλειναν τα μάτια τους μπροστά στην επερχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας. Αυτό που έρχεται, αν δεν γίνει εδώ και τώρα κάτι, είναι η χρεοκοπία των μέσων ενημέρωσης στη χώρα μας. Και τότε δε θα υπάρχει ούτε η ίδια η ΕΣΗΕΑ να διαφυλάξει την ίδια της καν την ύπαρξη. Αυτή την χρεοκοπία η ΕΣΗΕΑ και όλοι εμείς, που εργαζόμαστε στον κλάδο των ΜΜΕ στη χώρα μας, οφείλουμε να την αποτρέψουμε χωρίς να αρνούμαστε ότι για να γίνει αυτό θα υπάρξει ούτως ή άλλως ένα κόστος. Να παλέψουμε με ρεαλισμό ώστε το αναπόφευκτο αυτό κόστος να κατανεμηθεί δικαίως και ισομερώς, πράγμα που δε γίνεται αυτή τη στιγμή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου