Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ ΟΠΩΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΥΜΝΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ(ΟΙ ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΣΕΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ) ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ: “Από τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν ορίσθηκαν, οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού του, του Διονυσίου Σολωμού, τον Ιούλιο του 1865 οι πρώτες δύο στροφές του να είναι «Ο Ύμνος του Έθνους και του ...Βασιλέως». Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν δεν είναι ασφαλώς μόνον οι πολύ γνωστές δύο πρώτες στροφές του Εθνικού μας Ύμνου, αλλά...ένα μεγάλο ποιητικό έργο, μεγάλο στην κυριολεξία, 158 στροφών. Πότε γράφτηκε; Στα πρώτα χρόνια του μεγάλου Αγώνα. Ποιος τον έγραψε; Ένας Ζακυνθινός Κόμης, που είχε μάνα Μανιάτισσα και που τα Ελληνικά του τα έμαθε από την μητέρα του και αυτό μπορούν εύκολα να το διαπιστώσουν όσοι γνωρίζουν την διάλεκτο της Μάνης.
Μέσα στο ποίημα του Σολωμού υπάρχουν εκφράσεις και σχήματα λεκτικά, που είναι σχήματα της διαλέκτου των ελεύθερων από την τουρκοκρατία για 400 ολόκληρα χρόνια κατοίκων της Μάνης. Μέσα στην ψυχή του Σολωμού λυσσομανούν και συνταιριάζονται δύο αλήθειες. Ένας όχι και τόσο φωτεινός, θα έλεγα, ευρωπαϊκός ρομαντισμός(περισσότερο Τευτονικός, παρά Λατινικός, σχεδόν Μεταφυσικός…) και από την άλλη οι αρχέγονες παραδόσεις της Μανιάτικης ψυχής.
72. Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
Και κυλάει στη λαγκαδιά,
Και το αθώο χόρτο πίνει
Αίμα αντίς για τη δροσιά.
73. Της αυγής δροσάτι αέρι,
Δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
Στων ψευδόπιστων το αστέρι
Φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ.
74. Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Μέσα στο ποίημα του Σολωμού υπάρχουν εκφράσεις και σχήματα λεκτικά, που είναι σχήματα της διαλέκτου των ελεύθερων από την τουρκοκρατία για 400 ολόκληρα χρόνια κατοίκων της Μάνης. Μέσα στην ψυχή του Σολωμού λυσσομανούν και συνταιριάζονται δύο αλήθειες. Ένας όχι και τόσο φωτεινός, θα έλεγα, ευρωπαϊκός ρομαντισμός(περισσότερο Τευτονικός, παρά Λατινικός, σχεδόν Μεταφυσικός…) και από την άλλη οι αρχέγονες παραδόσεις της Μανιάτικης ψυχής.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΜΝΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
35. Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
Της άθλιας Τριπολιτσάς
Τώρα τρόμου αστροπελέκι
Να της ρίψης πιθυμάς.
36. Μεγαλόψυχο το μάτι
Δείχνει, πάντα όπως νικεί,
Και ας είν’ άρματα γεμάτη
Και πολέμιαν χλαλοή.
37. Σου προβαίνουνε και τρίζουν
Για να ιδής πως είν’ πολλά
Δεν ακούς που φοβερίζουν
Aνδρες μύριοι και παιδιά;
38. Λίγα μάτια, λίγα στόματα
Θα σας μείνουνε ανοιχτά
Για να κλαύσετε τα σώματα
Που θε νάβρη η συμφορά.
39. Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
Του πολέμου αναλαμπή.
Το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
Λάμπει, κόφτει το σπαθί.
40. Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φυγή
Και στο κάστρο ν’ ανεβή.
41. Μέτρα… είν’ άπειροι οι φευγάτοι,
Οπού φεύγοντας δειλιούν
Τα λαβώματα στην πλάτη
Δέχοντ’, ώστε ν’ ανεβούν.
42. Εκεί μέσα ακαρτερείτε
Την αφεύγατη φθορά
Να, σας φθάνει, αποκριθήτε
Στις νυκτός τη σκοτεινιά.
43. Αποκρίνονται, και η μάχη
Έτσι αρχίζει, οπού μακριά
Από ράχη εκεί σε ράχη
Αντιβούιζε φοβερά.
44. Ακούω κούφια τα τουφέκια,
Ακούω σμίξιμο σπαθιών,
Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
Ακούω τρίξιμο δοντιών.
45. Α! Τι νύκτα ήταν εκείνη
Που την τρέμει ο λογισμός;
Aλλος ύπνος δεν εγίνη
Πάρεξ θανάτου πικρός.
46. Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
Οι κραυγές, η ταραχή,
Ο σκληρόψυχος ο τρόπος
Του πολέμου, και οι καπνοί.
47. Και οι βροντές, και το σκοτάδι,
Οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
Επαράσταιναν τον Άδη
Που ακαρτέρειε τα σκυλιά.
48. Τ’ ακαρτέρειε. – Εφαίνοντ’ ίσκιοι
Αναρίθμητοι γυμνοί,
Κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
Βρέφη ακόμη εις το βυζί.
49. Όλη μαύρη μυρμηγικάζει,
Μαύρη η εντάφια συντροφιά,
Σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
Τα κρεβάτια τα στερνά.
50. Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
Επετιούντο από τη γη,
Όσοι είν’ άδικα σφαγμένοι
Από τούρκικη οργή.
51. Τόσα πέφτουνε τα θέρι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς
Σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
Εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.
52. Θαμποφέγει κανέν’ άστρο.
Και αναδεύοντο μαζί,
Αναβαίνοντας το κάστρο
Με νεκρώσιμη σιωπή.
53. Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
Μες στο δάσος το πυκνό,
Όταν στέλνη μιαν αχνάδα
Μισοφέγγαρο χλωμό.
54. Εάν οι άνεμοι μες στ’ άδεια
Τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
Σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
Οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
55. Με τα μάτια τους γυρεύουν
Όπου είν’ αίματα πηχτά,
Και μες στ’ αίματα χορεύουν
Με βρυχίσματα βραχνά,
56. Και χορεύοντας μανίζουν
Εις τους Έλληνας κοντά,
Και τα στήθια τους εγγίζουν
Με τα χέρια τα ψυχρά.
57. Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
Βαθιά μες στα σωθικά,
Όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
Και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
58. Τότε αυξαίνει του πολέμου
Ο χορός τρομακτικά,
Σαν το σκόρπισμα του ανέμου
Στου πελάου τη μοναξιά.
59. Κτυπούν όλοι απάνου κάτου
Κάθε κτύπημα που εβγή
Είναι κτύπημα θανάτου,
Χωρίς να δευτερωθή.
60. Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει
Λες και εκείθεν η ψυχή
Απ’ το μίσος που την καίει
Πολεμάει να πεταχθή.
61. Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
Μες στα στήθια τους αργά,
Και τα χέρια οπού χουμάνε
Περισσότερο είν’ γοργά.
62. Ουρανός γι’αυτούς δεν είναι,
Ουδέ πέλαγο, ουδέ γη
Γι’ αυτούς όλους το παν είναι
Μαζωμένο αντάμα εκεί.
63. Τόση η μάνητα και η ζάλη,
Που στοχάζεσαι, μη πως
Από μία μεριά και απ’ άλλη
Δεν μείνη ένας ζωντανός.
64. Κοίτα χέρια απελπισμένα
Πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
Χέρια, πόδια, κεφαλές,
65. Και παλάσκες και σπαθιά
Με ολοσκόρπιστα μυαλά,
Και με ολόσχιστα κρανία
Σωθικά λαχταριστά.
66. Προσοχή καμία δεν κάνει
Κανείς, όχι εις τη σφαγή
Πάνε πάντα εμπρός. Ω! Φθάνει,
Φθάνει, έως πότε οι σκοτωμοί;
67. Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
Πάρεξ όταν ξαπλωθή;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
Και λες κι’ είναι εις την αρχή.
68. Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
Και Αλλά εφώναζαν, Αλλά
Και των Χριστιανών τα χείλη
Φωτιά εφώναζαν, φωτιά.
69. Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
Πάντα εφώναζαν φωτιά,
Και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
Πάντα σκούζοντας Αλλά.
70. Παντού φόβος και τρομάρα
Και φωνές και στεναγμοί
Παντού κλάψα, παντού αντάρα,
Και παντού ξεψυχισμοί.
71. Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
Εις τ’ αυτιά δεν του λαλεί.
Όλοι χάμου εκτίτοντ’ όλοι
Εις την τέταρτη αυγή.
35. Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
Της άθλιας Τριπολιτσάς
Τώρα τρόμου αστροπελέκι
Να της ρίψης πιθυμάς.
36. Μεγαλόψυχο το μάτι
Δείχνει, πάντα όπως νικεί,
Και ας είν’ άρματα γεμάτη
Και πολέμιαν χλαλοή.
37. Σου προβαίνουνε και τρίζουν
Για να ιδής πως είν’ πολλά
Δεν ακούς που φοβερίζουν
Aνδρες μύριοι και παιδιά;
38. Λίγα μάτια, λίγα στόματα
Θα σας μείνουνε ανοιχτά
Για να κλαύσετε τα σώματα
Που θε νάβρη η συμφορά.
39. Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
Του πολέμου αναλαμπή.
Το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
Λάμπει, κόφτει το σπαθί.
40. Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φυγή
Και στο κάστρο ν’ ανεβή.
41. Μέτρα… είν’ άπειροι οι φευγάτοι,
Οπού φεύγοντας δειλιούν
Τα λαβώματα στην πλάτη
Δέχοντ’, ώστε ν’ ανεβούν.
42. Εκεί μέσα ακαρτερείτε
Την αφεύγατη φθορά
Να, σας φθάνει, αποκριθήτε
Στις νυκτός τη σκοτεινιά.
43. Αποκρίνονται, και η μάχη
Έτσι αρχίζει, οπού μακριά
Από ράχη εκεί σε ράχη
Αντιβούιζε φοβερά.
44. Ακούω κούφια τα τουφέκια,
Ακούω σμίξιμο σπαθιών,
Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
Ακούω τρίξιμο δοντιών.
45. Α! Τι νύκτα ήταν εκείνη
Που την τρέμει ο λογισμός;
Aλλος ύπνος δεν εγίνη
Πάρεξ θανάτου πικρός.
46. Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
Οι κραυγές, η ταραχή,
Ο σκληρόψυχος ο τρόπος
Του πολέμου, και οι καπνοί.
47. Και οι βροντές, και το σκοτάδι,
Οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
Επαράσταιναν τον Άδη
Που ακαρτέρειε τα σκυλιά.
48. Τ’ ακαρτέρειε. – Εφαίνοντ’ ίσκιοι
Αναρίθμητοι γυμνοί,
Κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
Βρέφη ακόμη εις το βυζί.
49. Όλη μαύρη μυρμηγικάζει,
Μαύρη η εντάφια συντροφιά,
Σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
Τα κρεβάτια τα στερνά.
50. Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
Επετιούντο από τη γη,
Όσοι είν’ άδικα σφαγμένοι
Από τούρκικη οργή.
51. Τόσα πέφτουνε τα θέρι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς
Σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
Εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.
52. Θαμποφέγει κανέν’ άστρο.
Και αναδεύοντο μαζί,
Αναβαίνοντας το κάστρο
Με νεκρώσιμη σιωπή.
53. Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
Μες στο δάσος το πυκνό,
Όταν στέλνη μιαν αχνάδα
Μισοφέγγαρο χλωμό.
54. Εάν οι άνεμοι μες στ’ άδεια
Τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
Σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
Οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
55. Με τα μάτια τους γυρεύουν
Όπου είν’ αίματα πηχτά,
Και μες στ’ αίματα χορεύουν
Με βρυχίσματα βραχνά,
56. Και χορεύοντας μανίζουν
Εις τους Έλληνας κοντά,
Και τα στήθια τους εγγίζουν
Με τα χέρια τα ψυχρά.
57. Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
Βαθιά μες στα σωθικά,
Όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
Και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
58. Τότε αυξαίνει του πολέμου
Ο χορός τρομακτικά,
Σαν το σκόρπισμα του ανέμου
Στου πελάου τη μοναξιά.
59. Κτυπούν όλοι απάνου κάτου
Κάθε κτύπημα που εβγή
Είναι κτύπημα θανάτου,
Χωρίς να δευτερωθή.
60. Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει
Λες και εκείθεν η ψυχή
Απ’ το μίσος που την καίει
Πολεμάει να πεταχθή.
61. Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
Μες στα στήθια τους αργά,
Και τα χέρια οπού χουμάνε
Περισσότερο είν’ γοργά.
62. Ουρανός γι’αυτούς δεν είναι,
Ουδέ πέλαγο, ουδέ γη
Γι’ αυτούς όλους το παν είναι
Μαζωμένο αντάμα εκεί.
63. Τόση η μάνητα και η ζάλη,
Που στοχάζεσαι, μη πως
Από μία μεριά και απ’ άλλη
Δεν μείνη ένας ζωντανός.
64. Κοίτα χέρια απελπισμένα
Πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
Χέρια, πόδια, κεφαλές,
65. Και παλάσκες και σπαθιά
Με ολοσκόρπιστα μυαλά,
Και με ολόσχιστα κρανία
Σωθικά λαχταριστά.
66. Προσοχή καμία δεν κάνει
Κανείς, όχι εις τη σφαγή
Πάνε πάντα εμπρός. Ω! Φθάνει,
Φθάνει, έως πότε οι σκοτωμοί;
67. Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
Πάρεξ όταν ξαπλωθή;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
Και λες κι’ είναι εις την αρχή.
68. Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
Και Αλλά εφώναζαν, Αλλά
Και των Χριστιανών τα χείλη
Φωτιά εφώναζαν, φωτιά.
69. Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
Πάντα εφώναζαν φωτιά,
Και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
Πάντα σκούζοντας Αλλά.
70. Παντού φόβος και τρομάρα
Και φωνές και στεναγμοί
Παντού κλάψα, παντού αντάρα,
Και παντού ξεψυχισμοί.
71. Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
Εις τ’ αυτιά δεν του λαλεί.
Όλοι χάμου εκτίτοντ’ όλοι
Εις την τέταρτη αυγή.
72. Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
Και κυλάει στη λαγκαδιά,
Και το αθώο χόρτο πίνει
Αίμα αντίς για τη δροσιά.
73. Της αυγής δροσάτι αέρι,
Δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
Στων ψευδόπιστων το αστέρι
Φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ.
74. Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
http://greeknation.blogspot.com/2011/02/blog-post_3788.html
2 σχόλια:
...ΕΡΧΕΤΑΙ ΛΕΒΕΝΤΕΣ ΜΟΥ Η ΩΡΑ....
...ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ...
...ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΥΣ...
ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ....
Δημοσίευση σχολίου