Σου γράφω απ’το Agrigento, γιατί θυμίζεις Αθήνα γυναίκα που κλαίει, καθ’ότι μες στο κέντρο δε φύτρωσε καινούριο δέντρο κι εγώ καθώς αναστενάζω βγαίνει φωτιά και η τσούλα η ιστορία έβγαλε βρώμα για τα γιαούρτια, αλλά δε βαριέσαι ας παν στην ευχή τα...
παλιά.
Αχ, χελιδόνι μου πώς να πετάξω, σ’ αυτόν τον άσπρο τον ουρανό, αχ τι τραβώ ο μπαγλαμάς, με τα βαμμένα κάτασπρα μαλλιά, αφού βρέχει στη φτωχογειτονιά veloute κι αγελαδίτσα, επειδή δέκα παλικάρια στήσανε χορό όταν τους μιλούσα με τα τραγούδια μου.
Δεν είναι τελικά ο κόσμος φίλος μου, ούτε στο Διδυμότειχο Μπλουζ με θέλουνε εμένα που δεν είμαι υπουργός, παρά της Γερακίνας γιος.
Μάλλον είμαι ένα κορμί χαμένο, αφού και ο ντουνιάς είναι παράλογος, αφού έτσι ειν’ οι ανθρώποι αγαπητή Ζιγκουάλα, που μ’ έμαθες ότι η δουλειά κάνει τους άντρες, καθώς λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη και μέχρι να σημάνουν οι καμπάνες, θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά για να σου πω κάνε κουράγιο Άννα, γιατί κάπου νυχτώνει κι ο ήλιος παγώνει και κάπου αλλού χαράζει, κάτω απ’ την κληματαριά και χαμπάρι δεν πήραμε τα καράβια που βγήκαν στη στεριά.
Έτσι Άννα, με μια γιαουρτιά, μ’ έκοψαν με χώρισαν στα δυο κι απ’ τη μια με λένε Γιώργο κι απ’ την άλλη με λένε Πόπη σαν τη γιαγιά μου την Καλλιόπη, απ’ τη μια βρέθηκα μες στου Βοσπόρου τα στενά κι απ’ την άλλη στης Αμμοχώστου το κοχύλι.
Αλλά μη μου θυμώνεις μάτια μου, που θα πάω μια βραδιά στο Λεβερκούζεν, δε θα γίνω για σένα ξένος κι εχθρός, ο μπαλαμός και θα είναι όλα καλά κι όλα ωραία όταν σφίγγουν το χέρι.
Βράχο βράχο τον καημό μου τον μετράνε εφτά νομά σ’ ένα δωμά- σε μια πόλη που η άσφαλτος καίει , που ξεχαστήκαμε μονάχοι εδώ πέρα και οι εξεγέρσεις μας είναι ξεχασμένες κι αυτές στο μέλλον.
Αναστενάζω βγαίνει φωτιά, γιατί τα δυο παλικάρια απ’ τα’ Αϊβαλί μου στήσανε καρτέρι κι εγώ που να βρω τους φίλους μου που κρύβονται πίσω απ’τα φώτα στο λιμάνι και δε με βλέπουν με το άσπρο πουκάμισο που φορώ σε χρώμα φιλντισένιο τραγουδώντας όρθιος το μόνο ο ντελάλης της αγοράς, όπως του λόγου μου, σε ξεκουφαίνει σε ξεκουφαίνει…
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, παραπονιάρικό μου, με τα παραπονεμένα λόγια, αλλά αφού ξεπάγωσε η τσιμινιέρα, ας πάμε Σαββατόβραδο στην Καισαριανή ή αν θέλεις σε μαγικά νησιά να αγναντεύουμε απ’ τα ψηλά τα παραθύρια, τα νυχτερινά καράβια που περνούν το Βόσπορο.
Αλλά Άννα, τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, γιατί αφού με δει να φορέσω πάλι το πουκάμισο το θαλασσί και αφού το χρήμα δεν το λογαριάζω, θα τραγουδώ αφιλοκερδώς για το ψωμί της ξενιτιάς κι ενώ θα αναφωνώ χαίρε φτώχια θα με ραίνουν με την καινούρια μόδα των κεσέδων καθώς θα παρουσιάζω το νέο μου άλμπουμ: «ΟΠΟΥ ΜΕΒΓΑΛ’ Ο ΔΡΟΜΟΣ».
Τέλος.
Δαναός
πηγη
παλιά.
Αχ, χελιδόνι μου πώς να πετάξω, σ’ αυτόν τον άσπρο τον ουρανό, αχ τι τραβώ ο μπαγλαμάς, με τα βαμμένα κάτασπρα μαλλιά, αφού βρέχει στη φτωχογειτονιά veloute κι αγελαδίτσα, επειδή δέκα παλικάρια στήσανε χορό όταν τους μιλούσα με τα τραγούδια μου.
Δεν είναι τελικά ο κόσμος φίλος μου, ούτε στο Διδυμότειχο Μπλουζ με θέλουνε εμένα που δεν είμαι υπουργός, παρά της Γερακίνας γιος.
Μάλλον είμαι ένα κορμί χαμένο, αφού και ο ντουνιάς είναι παράλογος, αφού έτσι ειν’ οι ανθρώποι αγαπητή Ζιγκουάλα, που μ’ έμαθες ότι η δουλειά κάνει τους άντρες, καθώς λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη και μέχρι να σημάνουν οι καμπάνες, θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά για να σου πω κάνε κουράγιο Άννα, γιατί κάπου νυχτώνει κι ο ήλιος παγώνει και κάπου αλλού χαράζει, κάτω απ’ την κληματαριά και χαμπάρι δεν πήραμε τα καράβια που βγήκαν στη στεριά.
Έτσι Άννα, με μια γιαουρτιά, μ’ έκοψαν με χώρισαν στα δυο κι απ’ τη μια με λένε Γιώργο κι απ’ την άλλη με λένε Πόπη σαν τη γιαγιά μου την Καλλιόπη, απ’ τη μια βρέθηκα μες στου Βοσπόρου τα στενά κι απ’ την άλλη στης Αμμοχώστου το κοχύλι.
Αλλά μη μου θυμώνεις μάτια μου, που θα πάω μια βραδιά στο Λεβερκούζεν, δε θα γίνω για σένα ξένος κι εχθρός, ο μπαλαμός και θα είναι όλα καλά κι όλα ωραία όταν σφίγγουν το χέρι.
Βράχο βράχο τον καημό μου τον μετράνε εφτά νομά σ’ ένα δωμά- σε μια πόλη που η άσφαλτος καίει , που ξεχαστήκαμε μονάχοι εδώ πέρα και οι εξεγέρσεις μας είναι ξεχασμένες κι αυτές στο μέλλον.
Αναστενάζω βγαίνει φωτιά, γιατί τα δυο παλικάρια απ’ τα’ Αϊβαλί μου στήσανε καρτέρι κι εγώ που να βρω τους φίλους μου που κρύβονται πίσω απ’τα φώτα στο λιμάνι και δε με βλέπουν με το άσπρο πουκάμισο που φορώ σε χρώμα φιλντισένιο τραγουδώντας όρθιος το μόνο ο ντελάλης της αγοράς, όπως του λόγου μου, σε ξεκουφαίνει σε ξεκουφαίνει…
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, παραπονιάρικό μου, με τα παραπονεμένα λόγια, αλλά αφού ξεπάγωσε η τσιμινιέρα, ας πάμε Σαββατόβραδο στην Καισαριανή ή αν θέλεις σε μαγικά νησιά να αγναντεύουμε απ’ τα ψηλά τα παραθύρια, τα νυχτερινά καράβια που περνούν το Βόσπορο.
Αλλά Άννα, τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, γιατί αφού με δει να φορέσω πάλι το πουκάμισο το θαλασσί και αφού το χρήμα δεν το λογαριάζω, θα τραγουδώ αφιλοκερδώς για το ψωμί της ξενιτιάς κι ενώ θα αναφωνώ χαίρε φτώχια θα με ραίνουν με την καινούρια μόδα των κεσέδων καθώς θα παρουσιάζω το νέο μου άλμπουμ: «ΟΠΟΥ ΜΕΒΓΑΛ’ Ο ΔΡΟΜΟΣ».
Τέλος.
Δαναός
πηγη
1 σχόλια:
http://www.youtube.com/watch?v=mX8q2Άκουγα πριν λίγο αυτό το τραγούδι.
Ένα υπέροχο κομμάτι ερμηνευμένο από έναν άνθρωπο
που σίγουρα ένιωθε συναισθήματα, να τον δένουν με πρόσωπα , καταστάσεις,.ΠΌΣΑ ΠΡΆΓΜΑΤΑ ΈΧΟΥΝ ΑΛΛΆΞΕΙ..
Δημοσίευση σχολίου