Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Η λογική του εμφυλίου και η δυναμική της αντίστασης


του Γιώργου Καραμπελιά

Το «φαινόμενο Κασιδιάρης» δεν αποτελεί παρά τη σταγόνα που ήρθε να προστεθεί στον ωκεανό της λογικής του εμφυλίου που φαίνεται να στοιχειώνει από… την αρχαιότητα την ελληνική ιστορία. Πάντα, στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας μας, η...
εμφυλιοπολεμική ροπή έρχεται συχνά να ανατρέψει και να καταστρέψει όσα είχαν πετύχει οι Έλληνες όταν ήταν ενωμένοι. Ο πελοποννησιακός πόλεμος διέλυσε την Ελλάδα και αποσυνέθεσε τόσο την Αθήνα όσο και τη Σπάρτη. Οι αδιάκοποι πόλεμοι των επιγόνων του Αλεξάνδρου έφεραν  στην Ελλάδα τη Ρώμη. Οι εμφύλιες διαμάχες της Κομνήνειας Αναγέννησης έφεραν τους Τούρκους και τους Φράγκους για να διαμελίσουν το Βυζάντιο. Στην επανάσταση του ’21, ένας αδιάκοπος εμφύλιος πόλεμος απέτρεψε τη δημιουργία ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους και επέβαλε ως λύση τη Βαυαροκρατία και το κράτος της Μελούνας. Το 1915 με 1922, η εμφύλια διαμάχη απέτρεψε την ολοκλήρωση της ελληνικής αναγέννησης. Στα 1945-49, ο εμφύλιος πόλεμος κατέστρεψε για άλλη μια φορά το θαύμα του ’40 και της Αντίστασης και οδήγησε την Ελλάδα στο καθεστώς της εξάρτησης. Στην Κύπρο, η εμφύλια διαμάχη μακαριακών και γριβικών άνοιξε τον δρόμο για την καταστροφή του 74. Δυστυχώς, οι υπέροχοι απελευθερωτικοί αγώνες του ελληνικού λαού υπονομεύονταν διαχρονικά από τους πιο ακραίους και ανελέητους εμφυλίους.

Κάτι ανάλογο κινδυνεύει να συμβεί και σήμερα. Ο ελληνικός λαός έδωσε ένα σπουδαίο αγώνα για πάνω από δύο χρόνια ενάντια στην ξένη οικονομική κατοχή και το μνημόνιο. Κι όμως, σήμερα, κινδυνεύει να τον καταστρέψει μέσα από την εμφυλιοπολεμική λογική.

Τα φαντάσματα του εμφυλίου

Παρ’ ότι η μεταπολίτευση υπήρξε μία περίοδος που έτεινε να αμβλύνει τα εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα, στο εσωτερικό του ελληνικού λαού, υπήρχαν συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις που, εξαιτίας της ένδειας των επιχειρημάτων τους, επένδυαν συστηματικά σε χωριστικά σύνδρομα. Από τη μια πλευρά οι νικητές του εμφυλίου και οι ηττημένοι της μεταπολίτευσης, δεξιοί, προσπαθούσαν να αναστήσουν τον φόβο για τους «μπολσεβίκους», που θα έπαιρναν τα σπίτια των νοικοκυραίων, ενώ οι πασόκοι προσπάθησαν να κεφαλαιοποιήσουν την αντίθεση προς την δεξιά («ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά») για να εισπράξουν εκλογικά αποτελέσματα.

Στην ίδια την παραδοσιακή αριστερά, η επιμονή στην μνήμη του εμφυλίου (το ΚΚΕ γιορτάζει συστηματικά τις επιχειρήσεις στον Γράμμο) υποκαθιστούσε την έλλειψη  μιας συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης. Έτσι, σε συνθήκες που αναπτυσσόταν η τουρκική επιθετικότητα, μετά την εισβολή στην Κύπρο, με αμφισβήτηση ακόμα και των συνόρων της Ελλάδας, τα ελληνικά κόμματα, στην πλειοψηφία τους, ακριβώς για να αποκρύψουν ότι αποφεύγουν να  τοποθετηθούν σε αυτό το αποφασιστικό για τον ελληνικό λαό δεδομένο, εξαντλούνταν στην εσωτερική αντιπαράθεση. Αυτό φάνηκε πολύ καθαρά και σε όλες τις μεγάλες ιδεολογικές συγκρούσεις της περιόδου: Το πρόβλημα δεν ήταν πλέον η αντίθεση των Ραγιάδων με τους Οθωμανούς, αλλά η σύγκρουση «διαφωτιστών» και Εκκλησίας. Σύμφωνα με την ίδια λογική, στην Κατοχή, δεν συγκρούονταν οι Έλληνες με τους Γερμανούς κατακτητές –και παρεμπιπτόντως με τους δωσίλογους– αλλά, σύμφωνα με τη νέα ιστοριογραφία των μαθητών του Λιάκου και του Μαργαρίτη, η αντίσταση δεν ήταν παρά ένας πρώτος εμφύλιος πόλεμος και το ίδιο απαντούν συμμετρικά από την απέναντι πλευρά όσοι ανακηρύσσουν τα τάγματα ασφαλείας σε αγωνιστές κατά του κομμουνισμού. Στην Κύπρο, η ΕΟΚΑ δεν στρεφόταν εναντίον των Εγγλέζων αλλά εναντίον των «αθώων» Τουρκοκυπρίων και των «ακραίων» διεθνιστών. Όλα αυτά κατέτειναν στην υποβάθμιση του εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα όλων των συγκρούσεων και την αναβάθμιση των ενδογενών και εμφυλίων συγκρούσεων. Γι’ αυτό ο «εχθρός» δεν ήταν πλέον ο Οθωμανός ή ο Γερμανός κατακτητής, αλλά πριν απ’ όλα  ο εσωτερικός αντίπαλος, ο κοτζαμπάσης, ο ΕΔΕΣ, ο «μπολσεβίκος» και πιο πρόσφατα, ο «Χριστόδουλος», ο εθνικιστής, ή αντιστρόφως το «κομμούνι».

Η καλλιέργεια της ολοκληρωτικής βίας

Θα ξεχάσουμε άραγε τα «ΚΝΑΤ» της δεκαετίας του 1970 και του 1980, που προσπαθούσαν να επιβάλουν την τάξη στους νεολαιίστικους χώρους; Σταδιακώς, αρχικά στα Πανεπιστήμια και, στη δεκαετία του 2000, όλο και περισσότερο και στον δρόμο, αναπτύχθηκε μια κουλτούρα βίας με φασιστικά χαρακτηριστικά, που απαγόρευε την έκφραση της αντίθετης γνώμης και εκφραζόταν με το συστηματικό σπάσιμο καταστημάτων και τη χρήση μολότοφ, για να καταλήξει με τραγικές συνέπειες στη Μαρφίν και αλλού. Αυτή η «πολιτική βία» συνδυάστηκε με τον ακραίο χουλιγκανισμό των οπαδών των μεγάλων ποδοσφαιρικών ομάδων, που συχνά πυκνά κάνουν  λαμπόγυαλο τους δρόμους και τα γήπεδα των πόλεων. Και αυτή δεν πρέπει να την υποτιμάμε διότι ένα μεγάλο μέρος των νεαρών αγοριών θητεύει πρώτα στους οπαδικούς στρατούς όπου και αποκτά την κουλτούρα του εμφυλίου. Είναι χαρακτηριστικό πως, ακόμα και όταν μια ελληνική ομάδα συγκρούεται με μια ξένη, οι Έλληνες οπαδοί των υπολοίπων ελληνικών ομάδων συντάσσονται στην πλειοψηφία τους με την ξένη! Όπως οι Κνίτες, στη δεκαετία του 80, που, όταν έπαιζε η ελληνική ομάδα με την σοβιετική, υποστήριζαν τη σοβιετική!  Μέσα στο κλίμα της κρίσης του 2000 και ακόμα περισσότερο της παρούσης δεκαετίας, η εμφυλιοπολεμικές λογικές της πολιτικής βίας ήρθαν να συναντήσουν και να διαπλακούν με την οπαδική βία. Και, έτσι, διάφορες ομάδες οπαδών τάσσονται με τους φασίστες και τους χρυσαυγίτες και άλλες με τους αντιεξουσιαστές.

Για πολλά χρόνια, προσπαθούσαμε να καταδείξουμε το αδιέξοδο αυτής της εμφυλιοπολεμικής λογικής η οποία, στην πραγματικότητα, κρύβει και καλύπτει έναν βαθύ φόβο να αντιμετωπιστούν οι πραγματικοί αντίπαλοι της χώρας, η Μέρκελ και ο Ερντογάν. Τονίζαμε πως η επιδοκιμασία ή η ανοχή απέναντι σε μια ολοκληρωτική και φασιστοειδή συμπεριφορά, στα πανεπιστήμια και στους δρόμους, από μια αριστερά που έχει ξεχάσει την περιβόητη φράση του Μπρεχτ –για εκείνους που σιωπούν όταν βαράνε τους αντιπάλους τους– αργά ή γρήγορα θα στρεφόταν και ενάντια στους ίδιους. Πράγματι, σε συνθήκες κρίσης και στο επίπεδο της γυμνής βίας, κερδισμένοι βγαίνουν εν τέλει μόνο οι επαγγελματίες της βίας. Τους Κνίτες αντικατέστησαν οι αντιεξουσιαστές και αυτοί κινδυνεύουν να αντικατασταθούν από τους φασίστες. Και αυτό διότι  οι φασιστικές ομάδες τύπου Χ.Α. οικοδομούνται αποκλειστικά στο πεδίο της βίας. Σήμερα, που το μεταναστευτικό και η εγκληματικότητα στρέφει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού προς τον νόμο και την τάξη, όχι μόνο θα επικροτείται η κρατική βία αλλά θα αναπτύσσεται με ταχύτητα και η παρακρατική και φασιστική βία.

Υπερβαίνοντας τα ξεπερασμένα δίπολα…, αναδεικνύοντας τη σύνθεση

Αλλά για να ξεφύγουμε από τους Κασσιδιάρηδες και να περάσουμε σε πιο σοβαρά διακυβεύματα, η ίδια τυφλή λογική διαπερνάει σήμερα, με έναν υστερικό λόγο, την αντιπαράθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο, δραχμή ή ευρώ κ.ο.κ. Και αυτό γίνεται σαφές ακόμα και σε τοποθετήσεις φίλων και συντρόφων. Το εμφυλιοπολεμικό γονίδιο είναι αθάνατο. Εξάλλου, έχει ιστορία τουλάχιστον τριών χιλιάδων χρόνων. Όταν, λοιπόν, τονίζουμε πως, μετά την  6η Μαΐου και την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής κρίσης, το διακύβευμα στην Ελλάδα δεν είναι πλέον το μνημόνιο-αντιμνημόνιο –διότι η λογική του μνημονίου έχει καταδικαστεί συντριπτικά από τον ελληνικό λαό, και εξάλλου είναι αδύνατο να υλοποιηθεί– αλλά η επιβίωση της χώρας με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Γιατί γνωρίζουμε πως οι απώλειες έχουν υπάρξει ήδη και είναι χωρίς επιστροφή, ενώ πλέον απειλείται όχι μόνο ό,τι έχει μείνει από το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων αλλά και η ίδια η ανεξαρτησία μας. Και όμως, αντί να πρυτανεύσει μια λογική, ιδιαίτερα από τις αντιμνημονιακές λεγόμενες δυνάμεις, ενός ενιαίου εθνικού μετώπου που θα αναλάβει, σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή για τη χώρα, να διαπραγματευθεί αποφασιστικά τις τύχες της χώρας, προκρίνεται μια μικροκομματική και φτωχοπροδρομική λογική εμφύλιας διαμάχης. Αυτή είναι βέβαιο πως θα έχει τις χειρότερες δυνατές συνέπειες, διότι οξύνει το εμφυλιοπολεμικό κλίμα στο εσωτερικό του λαού και θα μας εμφανίσει τελείως αποδυναμωμένους απέναντι στους κυριότερους εχθρούς μας, τους Γερμανούς, που καραδοκούν και απαιτούν την εκδίωξη της Ελλάδας από το ευρώ, μέσα σε συνθήκες μιας καταστροφικής πτώχευσης. Άλλωστε, το φάσμα της καταστροφής είναι μπροστά μας ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών διότι, σε συνθήκες εμφύλιας διαμάχης, κανείς δεν θα μπορεί να διαπραγματευθεί αποτελεσματικά.

Εδώ και αρκετά χρόνια, έχουμε τονίσει πως, στην αγωνιστική παράδοση του ελληνισμού και της αριστεράς, συνυπάρχει το πνεύμα της αντίστασης και εκείνο του εμφυλίου. Εμείς επιλέξαμε να επενδύσουμε και να αναδείξουμε τη λογική της αντίστασης και να αντιταχθούμε σε εκείνη του εμφυλίου, γιατί είμαστε πεισμένοι πως η καρδιά της αντίθεσης είναι η αντίθεση του ελληνικού λαού με τους ξένους δυνάστες και επικυρίαρχους. Οι άλλοι, και δεν είναι τυχαία η εθνομηδενιστική λογική τόσο του ΚΚΕ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν επιλέξει την προβολή της εσωτερικής σύγκρουσης, έστω και αν είναι προφανές, όπως σήμερα, πως το κέντρο της αντίθεσης βρίσκεται στη σχέση του ελληνικού λαού με το παγκόσμιο σύστημα. Έτσι, μ’ έναν ξύλινο και ψεύτικο λόγο, συνεχίζουν να επιμένουν στα ξεπερασμένα διλλήματα,  είτε προσδοκώντας να γίνουν «χαλίφης στη θέση του χαλίφη», ή, ακόμα χειρότερα, σπρωγμένοι, ίσως και άθελά τους, από την εσωτερική λογική της εθνομηδενιστικής τους αντίληψης.

Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται, ήδη από σήμερα, δεν είναι τόσο η έκβαση μιας εκλογικής διαμάχης, η οποία ούτως ή άλλως θα αποτυπώσει μια ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στον φόβο για τα χειρότερα και την αγανάκτηση, αλλά εάν είναι δυνατόν, στις 18 Ιουνίου, να επιτύχουμε μία σύνθεση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο συναισθήματα. Μία σύνθεση κατά την οποία η αντιμνημονιακή λογική θα αναλάβει –έχοντας ενσωματώσει και την παράμετρο του «φόβου», δηλαδή με θάρρος και ευθύνη–  να οδηγήσει τη χώρα σ’ έναν μακρόχρονο απελευθερωτικό αγώνα, που όχι μόνο θα μας βγάλει έξω από το μνημόνιο αλλά θα αποτελέσει την απαρχή μιας πιθανής και αναγκαίας ανάταξης του ελληνισμού. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.

Για κάτι τέτοιο, όμως, είναι αναγκαίο να υπερβούμε τη γιαλαντζή εμφυλιοπολεμική και διχαστική λογική, είναι αναγκαίο οι δυνάμεις της εργασίας, της παραγωγής και της αυτοσυνειδησίας του τόπου να αναλάβουν την πολιτική ηγεμονία, την οποία δεν μπορεί να προσφέρει ούτε μια μεταπρατική αστική τάξη ούτε τα παρασιτικά μεσοστρώματα που, για τριάντα πέντε χρόνια, άλλοτε εναλλασσόμενοι και άλλοτε –από ένα σημείο και μετά– μαζί, ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας για να την οδηγήσουν στην καταστροφή.

Απέναντι στην παρακμή των πόλεων, των κομμάτων και των τηλεοπτικών προγραμμάτων, απέναντι στη τρομακτική ηχώ του Finis Greciae, «να ορθώσουμε ένα πύργο υπερήφανο απέναντί τους», όπως μας καλεί ο Μιχάλης Κατσαρός.
πηγη