31 Μάρτη 2020, οκτώ χρόνια μετά την Μεγάλη Ημέρα που άλλαξε τα πάντα. Απρόσμενα το πρώτο τουβλάκι έπεσε στη χώρα μας ξεκινώντας ένα ντόμινο θετικών εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο. Τι έγινε εκείνο το Σάββατο του 2012; Τι έκανες εκείνη τη μέρα φίλε Δευκαλίωνα; Πες μας εσύ που τα έζησες από κοντά.
Ποιός; Εγώ; Τι έκανα; Ποτέ δεν θα ξεχάσω. Τα ....
θυμάμαι όλα με την παραμικρή λεπτομέρεια. Λοιπόν. 31 Μαρτίου 2012…
Η νύχτα είχε απλώσει για τα καλά τα δίχτυα της στην άχρωμη πρωτεύουσα μας. Εγώ , 35 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος των 700 ευρώ, έμενα σε μια γκαρσονιέρα στο κέντρο. Αραγμένος στον καναπέ μου με το λάπτοπ αγκαλιά χάζευα τις φωτογραφίες της στο facebook. Έμενε ακριβώς απέναντι μου αλλά ποτέ δεν είχα βρει το θάρρος να της μιλήσω. Είχα δει το όνομα της στο θυροτηλέφωνο. Υπέροχο όνομα, Πύρρα. Την εντόπισα εύκολα στο facebook. Είχε πολλές φωτογραφίες. Η γειτόνισσα στην Πάρο, η γειτόνισσα στο Λαγονήσι, η γειτόνισσα στο Καρπενήσι, η γειτόνισσα στο κόσμο της και εγώ στον δικό μου ηλεκτρονικό κυβερνοχώρο να την κατασκοπεύω σαν τον μεγάλο αδερφό. Αλλόκοτη ζωή. Κατά ένα περίεργο τρόπο, σε όλες τις φωτογραφίες φορούσε τακούνια και σούφρωνε τα χείλη της. Μα όσο και αν τα σούφρωνε δεν έμοιαζε καθόλου ερωτική. Θύμιζε περισσότερο ρομπότ ή πλαστική κούκλα, θύμα της lifestyle κουλτούρας, φορτωμένη με άχρηστα αξεσουάρ που έβλεπε στις μεσημεριανούδες παρουσιάστριες. Όπως και να έχει δηλώνω ένοχος. Λίγο πριν το black out κατασκόπευα την γειτόνισσα.
Το ηλεκτρικό ρεύμα διακόπηκε, τα φώτα έσβησαν και οι τηλεοράσεις το βούλωσαν. Μόνο τα λάπτοπ φεγγοβολούσαν μέχρι και η δικιά τους μπαταρία να πεθάνει. Απόλυτη ησυχία επικράτησε για μερικά λεπτά της ώρας. Σηκώθηκα, έβαλα ένα παντελόνι και βγήκα στο μπαλκόνι. Ο Μάρτης έφευγε αλλά το κρύο του αεράκι μας έκανε συντροφιά ακόμα και την ύστατη στιγμή του. Μάρτης γδάρτης και παλουκοκαύτης. Στην γοητευτική ατμόσφαιρα των σκοτεινών κτιρίων, μοναδική παραφωνία τα φώτα των αυτοκινήτων. Ξαφνικά μια αντρική φωνή έσπασε τη βουβαμάρα.
-Σκοτάδι σε όλη την πόλη. Γενικό black out.
Το σκοτάδι σε αυτή την πόλη έχει επικρατήσει εδώ και χρόνια, σκέφτηκα. Τα μυαλά μας έχουν από καιρό πάθει black out. Τις απαισιόδοξες σκέψεις μου διέκοψε ο επαναλαμβανόμενος, παράξενος θόρυβος και φωνές από παντού. Δεν μπορούσα να ακούσω καθαρά τι φώναζαν και έτσι κατέβηκα γοργά στο δρόμο με προσοχή μην γκρεμοτσακιστώ στις σκάλες. Είδα άνδρες να κρατάνε κατσαρόλες, γυναίκες να σέρνουν καροτσάκια με ντομάτες, παιδάκια με φακούς ,γέροντες με μαγκούρες και γερόντισσες με λιβανιστήρια. Απίστευτο πως συντονίστηκαν τόσο γρήγορα. Οι άνδρες χτυπούσαν με τα χέρια τους τις κατσαρόλες με όλο τους το πάθος. Όλοι φώναζαν με πρωτοφανές κέφι.
- Όλοι κάτω! Όλοι κάτω! Απόψε αλλάζουν όλα!
-Άνδρες! Κατσαρόλες!
Γυναίκες! Ντομάτες!
Παιδιά! Φακούς!
Γερόντια! Μαγκούρες και Λιβανιστήρια!
Ακόμα και εγώ που θεωρούσα τον εαυτό μου ήπιων τόνων άνθρωπο άρπαξα ένα περισσευούμενο κατσαρολικό και με ορμή χτυπούσα τις παλάμες μου στον πάτο του. Απόψε αλλάζουν όλα. Το ένιωθα. Οι σκέψεις μου σταμάτησαν. Δεν υπήρχα σαν ξεχωριστό άτομο. Με παρέσυρε η δύναμη της μάζας και ζητωκραύγαζα τα συνθήματα και τα τραγούδια του πλήθους. Όλη η γειτονιά ήταν πλέον κάτω εφοδιασμένη με τα απαραίτητα ‘’όπλα΄΄. Ακόμα και η γειτόνισσα ήταν εκεί χωρίς πολλά φκιασίδια αλλά πάντα με τα τακούνια της. Για πρώτη φορά δεν έμοιαζε με πλαστική κούκλα. Ήταν σκέτη κούκλα υπό το πενιχρό φως του φεγγαριού. Περπατήσαμε χωρίς κανείς να μας δώσει κατεύθυνση. Όλες οι γειτονιές της πόλης ήξεραν το σημείο συνάντησης. Μάνο Λοΐζο, Ο δρόμος ήξερε.
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά
Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματα των στιγμών. Με το χορό και το τραγούδι πολεμούσαμε το φόβο μας. Το φόβο που έσπερναν επί χρόνια στις καρδιές μας γκρίζα παπαγαλάκια από πολύχρωμες οθόνες. Χαμογελούσαμε και κλαίγαμε συγχρόνως και ποτέ δεν ξεχνούσαμε να αγκαλιάζουμε ο ένας τον άλλον. Για να είμαι ειλικρινής την γειτόνισσα την αγκάλιαζα με περισσότερη θέρμη και με μεγαλύτερη συχνότητα. Δεν μπορώ να εξηγήσω με τη λογική αυτό που γινόταν. Θαρρείς πως συνειδητοποιήσαμε όλοι μαζί ότι ένα ολόκληρο έθνος κινδύνευε να χαθεί από τα κατάστιχα της ιστορίας και αποφασίσαμε να δράσουμε. Είχαμε το ιστορικό καθήκον να γνωριστούμε μεταξύ μας όλοι πριν φτάσουμε στο κοινοβούλιο. Τόσος λίγος χρόνος αλλά τόσο μεγάλη η επιθυμία να επιβιώσουμε με αξιοπρέπεια. Δεν υπήρχε χρόνος για αυτοκριτική.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο τον δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Άιντε θύμα, Άιντε ψώνιο,
Άιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.
Ξυπνήσαμε, Βάρναλη! Να είσαι καλά όπου και αν είσαι. Οι οδηγοί από τα αυτοκίνητα κορνάρανε παθιασμένα και ενώθηκαν μαζί μας. Μπροστά τα παιδιά με τους φακούς να μας δείχνουν το δρόμο που εμείς είχαμε ξεχάσει. Πως μπορέσαμε να αφήσουμε δικηγόρους και τραπεζίτες να μας ρουφάνε την ελπίδα; Πως αφήσαμε εικονικά χρέη να οδηγούν τα μυαλά μας στο αδιέξοδο; Πως αφήσαμε ανέραστους τεχνοκράτες να μας κατευθύνουν μαζικά στην εξαθλίωση; Μπροστά τα παιδιά, μπροστά η ελπίδα, μπροστά η χαρά, μπροστά το τραγούδι, μπροστά το θάρρος. Εκείνη την ημέρα ξοφλήσαμε το μοναδικό μας χρέος. Το χρέος μας για ζωή. Το χρέος που ένας συμπαθέστατος παππούς μου ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή, αφού με κοπάνησε πρώτα με το μπαστούνι στη κεφαλή μου τη ξερή.
Παιδί, το περιβόλι που θα κληρονομήσεις, όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις. Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα, και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του, κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις, και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας - κι αν αγαπάς τ' ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι, ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν, και τη ζωντάνια σπείρε του μ' όσα γερά, δροσάτα. Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.
Μη φοβάσαι, Κωστή Παλαμά. Και αν έρθουν χρόνοι δίσεκτοι ξέρω τι θα το κάνω το περιβόλι που μας άφησες. Φωτιά, τσεκούρι και πάλι από την αρχή. Κοντεύαμε στο κοινοβούλιο. Οι γνήσιοι αντιπρόσωποι μας ήταν εκεί. Ψήφιζαν νομοσχέδιο για τις κρατικές επιχορηγήσεις εκατομμυρίων στα κόμματα. Οι γερόντισσες ανάψανε τα καρβουνάκια στα λιβανιστήρια. Η υπέροχη μυρωδιά του λιβανιού τόνισε ακόμα πιο πολύ το φρόνημα μας. Πλησιάζουμε στους διαόλους, μας λέγανε. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι! Στα μάτια τους οι πολιτικοί έμοιαζαν σαν απεσταλμένοι του σατανά. Δεν πίστευα σε δαίμονες αλλά πώς να αντιμιλήσεις σε γερόντισσες μετά από όσα έχουν δει τα ρυτιδιασμένα τους μάτια. Με τη βοήθεια του Θεού θα τους νικήσουμε φώναζαν. Όμως είχαμε κερδίσει πριν μπούμε στη βουλή. Είχαμε κερδίσει τους εαυτούς μας. Είχαμε επικρατήσει κατά κράτος στον μεγάλο μας φόβο. Είχαμε γίνει ένα. Άνεργοι, εργάτες, συνταξιούχοι, άστεγοι, περιπτεράδες, εγώ και η γειτόνισσα με τα τακούνια, όλοι. Αλλάζαμε την χώρα μόνοι μας χωρίς να περιμένουμε έναν ουρανοκατέβατο ηγέτη με μεγάλα φρύδια, ζιβάγκο και ελιές στη μούρη.
Δεν είχαν αξία τα λόγια ,
δεν είχε ο Ιούδας φιλιά...
και το πιο περίεργο από όλα :
Φωλιά η βουλή για πουλιά!!
Είχες δίκιο Παύλο Σιδηρόπουλε. Δεν είχαν αξία τα λόγια αλλά πριν γίνει φωλιά για ελεύθερα πουλιά η βουλή πρέπει να διώξουμε κάτι ανθρωποειδή πλάσματα. Αστυνομία δεν υπήρχε να μας εμποδίσει. Είχαν έρθει σχεδόν όλοι μαζί μας. Οι γερόντοι μπήκαν πρώτοι στη φωλιά. Η μαγκούρα στη βουλή. Έπεσε το περιβόητο ξύλο της μαγκούρας. Τα καλόπαιδα φάγανε τόσες ξυλιές όσα τα ευρώ που κόψανε από τις συντάξεις τους. Δεν βαράγανε με μανία για να τους σκοτώσουν. Κανείς δεν ήθελε να τους σκοτώσει. Σκοτώνεις μόνο όταν φοβάσαι αλλά κανένας μας δεν φοβόταν. Τους σημάδεψαν απλά για να μην έχουν ξανά μούτρα να εμφανιστούν στην κοινωνία. Να τους βλέπουν στο δρόμο και να λένε, κοιτάξτε κάτι μούτρα που θέλανε να μας καταστρέψουν. Μετά τους γέροντες σειρά πήραν οι γυναίκες με τις ντομάτες. Άρξατε πυρ. Κοκκίνισε το κοινοβούλιο. Μερικοί κωλοτούμπες της πολιτικής απέφευγαν τεχνηέντως τα κόκκινα συμπαθή ζαρζαβατικά αλλά όχι για πολύ. Γιατί ως γνωστόν αν οι γυναίκες θέλουν να πετύχουν κάτι δεν τις σταματάει τίποτα.
Όταν τελείωσαν οι ντομάτες ,οι γηραιότεροι πήραν τα μικρά παιδιά και πήγαν σπίτια τους. Στο δρόμο δεν τους είπαν ξενέρωτα παραμύθια για ιππότες και νεράιδες αλλά για Ανθρώπους που με σπαθί την αξιοπρέπεια τους, νικήσαν χαρτιά, χρηματιστήρια, δάνεια, χρεωκοπίες, τεχνοκράτες και μοναξιές. Εμείς οι νεότεροι αγκαλιασμένοι μείναμε στους δρόμους. Εκατομμύρια άνθρωποι απολαμβάναμε τη νίκη. Ποθούσαμε μουσική να μας συντονίσει για να χορέψουμε στο ρυθμό της. Είχαμε τόση λαχτάρα να κουνήσουμε τα κορμιά μας. Και τότε σαν Αγγελάκας εξ ουρανού σε ένα μπαλκόνι ένας από τους ελάχιστους ποιητές της γενιάς μας, ξεκίνησε να γραντζουνάει στην κιθάρα του το κατάλληλο τραγούδι για τη μεγάλη γιορτή.
Τα λόγια μου είναι μια γλυκιά προσευχή
κουρνιάζουν έξω από το κλεισμένο σου παράθυρο
και αν τ' άφηνες θ' ανοίγαν μια ρωγμή
απ' το μικρό κελί σου ως το άπειρο
Το γλέντι ξεκίνησε αλλά χορός χωρίς γειτόνισσα δεν νοείται. Την είχα χάσει μέσα στα σκοτάδια. Αναρωτήθηκα σε ποιανού αγκαλιά να χορεύει. Ποιανού τυχεράκια κάλους θα πατάει με τις τακουνάρες της. Στην αναμπουμπούλα κάποιος άλλος χαίρεται. Γιατί καλέ γειτόνισσα;
Μα εσύ σωπαίνεις και θρηνείς σαν τον κατάδικο
Πάνω απ' τη στάχτη που σκεπάζει τον παράδεισο
πάνω απ' τη στάχτη
Βάλε φωτιά σε ό,τι σε καίει, σε ό,τι σου τρώει την ψυχή
Έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι, ανοιχτοί
Δίκιο έχει ο ποιητής. Σταμάτησα να θρηνώ, έκλεισα τα μάτια και απολάμβανα τις περιπλανώμενες νότες. Δεν χόρευα. Απλά στάθηκα ακίνητος μέσα στη ορμή του πλήθους. Η ζωή ξέρει, οι καρδιές ξέρουν. Ασυνείδητα έσκυψα να ακουμπήσω τη γη. Ήθελα να δω αν συμμερίζεται και εκείνη τη χαρά μας, αν χορεύει με το ρυθμό μας. Ψηλαφίζοντας ένιωσα δύο κρύες γυμνές πατούσες να παραμένουν ακλόνητες στη καυτή άσφαλτο. Άνοιξα τα μάτια. Ήταν εκείνη.
- Κρύα πόδια ,ζεστή καρδιά φώναξε.
- Που είναι τα τακούνια σου;
- Τα πέταξα. Δεν τα χρειάζομαι πια.
Είναι η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή
Ζήσε μαζί μου στον αέρα, στη φωτιά στη βροχή
Μας περιμένουν άδειες μέρες ραγισμένοι ουρανοί
Είναι η αγάπη ένα ταξίδι από πληγή σε πληγή
Όλο το βράδυ χορεύαμε, φιλιόμασταν, αγκαλιαζόμασταν. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, έπιασα και λίγο μπούτι. Και δώσε χορό. Και δώσε καλή μουσική. Μας εξάγνισε. Μας έλυσε και τον τελευταίο κόμπο στο μυαλό μας. Αντίο φόβε, αντίο Μάρτη. Κόντευε να ξημερώσει. Ήταν πλέον πρωταπριλιά. Σαν ψέμα μου φαινόταν όλα. Ξαπλώσαμε σε ένα παγκάκι και κοιτάξαμε τον ουρανό. Αστέρια άπειρα. Τα φώτα της πόλης σβήσανε, τα φώτα του ουρανού άναψαν. Πέσαμε σε ένα βαθύ ύπνο χωρίς έννοιες και σκοτούρες. Δεν είδαμε όνειρα ούτε εφιάλτες και την αυγή ο ήλιος ξεπρόβαλε και μας ζέστανε. Ένα κοριτσάκι με καστανά μαλλιά και ολόλευκο φόρεμα μας ξύπνησε.
- Πύρρα, Δευκαλίωνα ξυπνήστε!
- Κυριακή είναι. Άσε μας να κοιμηθούμε λίγο ακόμα. Τι θες κοριτσάκι;
- Κρύβομαι εδώ και χιλιάδες χρόνια αλλά τώρα ήρθε η ώρα να φανερωθώ. Σας χρειάζομαι και με χρειάζεστε. Πρέπει να με μεγαλώσετε.
- Πως σε λένε;
- Με λένε Δημοκρατία. Μπορείτε να με μεγαλώσετε;
- Να μην πιούμε ένα φραπεδάκι πρώτα;
Η Αρχή.
Διαβάστηκαν αποσπάσματα από τα ποιήματα:
¨Η μπαλάντα του Κυρ Μεντιου¨ του Κώστα Βάρναλη
¨Οι πατέρες¨ του Κωστή Παλαμά
Ακούστηκαν τα τραγούδια:
¨Ο δρόμος¨ του Μάνου Λοίζου.
¨Στον ύπνο μου¨ του Ανδρέα Θωμόπουλου.
¨Η γιορτή¨ του Γιάννη Αγγελάκα.
Τα ονόματα τα εμπνεύστηκα από τον μύθο ¨Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα¨
Ποιός; Εγώ; Τι έκανα; Ποτέ δεν θα ξεχάσω. Τα ....
θυμάμαι όλα με την παραμικρή λεπτομέρεια. Λοιπόν. 31 Μαρτίου 2012…
Η νύχτα είχε απλώσει για τα καλά τα δίχτυα της στην άχρωμη πρωτεύουσα μας. Εγώ , 35 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος των 700 ευρώ, έμενα σε μια γκαρσονιέρα στο κέντρο. Αραγμένος στον καναπέ μου με το λάπτοπ αγκαλιά χάζευα τις φωτογραφίες της στο facebook. Έμενε ακριβώς απέναντι μου αλλά ποτέ δεν είχα βρει το θάρρος να της μιλήσω. Είχα δει το όνομα της στο θυροτηλέφωνο. Υπέροχο όνομα, Πύρρα. Την εντόπισα εύκολα στο facebook. Είχε πολλές φωτογραφίες. Η γειτόνισσα στην Πάρο, η γειτόνισσα στο Λαγονήσι, η γειτόνισσα στο Καρπενήσι, η γειτόνισσα στο κόσμο της και εγώ στον δικό μου ηλεκτρονικό κυβερνοχώρο να την κατασκοπεύω σαν τον μεγάλο αδερφό. Αλλόκοτη ζωή. Κατά ένα περίεργο τρόπο, σε όλες τις φωτογραφίες φορούσε τακούνια και σούφρωνε τα χείλη της. Μα όσο και αν τα σούφρωνε δεν έμοιαζε καθόλου ερωτική. Θύμιζε περισσότερο ρομπότ ή πλαστική κούκλα, θύμα της lifestyle κουλτούρας, φορτωμένη με άχρηστα αξεσουάρ που έβλεπε στις μεσημεριανούδες παρουσιάστριες. Όπως και να έχει δηλώνω ένοχος. Λίγο πριν το black out κατασκόπευα την γειτόνισσα.
Το ηλεκτρικό ρεύμα διακόπηκε, τα φώτα έσβησαν και οι τηλεοράσεις το βούλωσαν. Μόνο τα λάπτοπ φεγγοβολούσαν μέχρι και η δικιά τους μπαταρία να πεθάνει. Απόλυτη ησυχία επικράτησε για μερικά λεπτά της ώρας. Σηκώθηκα, έβαλα ένα παντελόνι και βγήκα στο μπαλκόνι. Ο Μάρτης έφευγε αλλά το κρύο του αεράκι μας έκανε συντροφιά ακόμα και την ύστατη στιγμή του. Μάρτης γδάρτης και παλουκοκαύτης. Στην γοητευτική ατμόσφαιρα των σκοτεινών κτιρίων, μοναδική παραφωνία τα φώτα των αυτοκινήτων. Ξαφνικά μια αντρική φωνή έσπασε τη βουβαμάρα.
-Σκοτάδι σε όλη την πόλη. Γενικό black out.
Το σκοτάδι σε αυτή την πόλη έχει επικρατήσει εδώ και χρόνια, σκέφτηκα. Τα μυαλά μας έχουν από καιρό πάθει black out. Τις απαισιόδοξες σκέψεις μου διέκοψε ο επαναλαμβανόμενος, παράξενος θόρυβος και φωνές από παντού. Δεν μπορούσα να ακούσω καθαρά τι φώναζαν και έτσι κατέβηκα γοργά στο δρόμο με προσοχή μην γκρεμοτσακιστώ στις σκάλες. Είδα άνδρες να κρατάνε κατσαρόλες, γυναίκες να σέρνουν καροτσάκια με ντομάτες, παιδάκια με φακούς ,γέροντες με μαγκούρες και γερόντισσες με λιβανιστήρια. Απίστευτο πως συντονίστηκαν τόσο γρήγορα. Οι άνδρες χτυπούσαν με τα χέρια τους τις κατσαρόλες με όλο τους το πάθος. Όλοι φώναζαν με πρωτοφανές κέφι.
- Όλοι κάτω! Όλοι κάτω! Απόψε αλλάζουν όλα!
-Άνδρες! Κατσαρόλες!
Γυναίκες! Ντομάτες!
Παιδιά! Φακούς!
Γερόντια! Μαγκούρες και Λιβανιστήρια!
Ακόμα και εγώ που θεωρούσα τον εαυτό μου ήπιων τόνων άνθρωπο άρπαξα ένα περισσευούμενο κατσαρολικό και με ορμή χτυπούσα τις παλάμες μου στον πάτο του. Απόψε αλλάζουν όλα. Το ένιωθα. Οι σκέψεις μου σταμάτησαν. Δεν υπήρχα σαν ξεχωριστό άτομο. Με παρέσυρε η δύναμη της μάζας και ζητωκραύγαζα τα συνθήματα και τα τραγούδια του πλήθους. Όλη η γειτονιά ήταν πλέον κάτω εφοδιασμένη με τα απαραίτητα ‘’όπλα΄΄. Ακόμα και η γειτόνισσα ήταν εκεί χωρίς πολλά φκιασίδια αλλά πάντα με τα τακούνια της. Για πρώτη φορά δεν έμοιαζε με πλαστική κούκλα. Ήταν σκέτη κούκλα υπό το πενιχρό φως του φεγγαριού. Περπατήσαμε χωρίς κανείς να μας δώσει κατεύθυνση. Όλες οι γειτονιές της πόλης ήξεραν το σημείο συνάντησης. Μάνο Λοΐζο, Ο δρόμος ήξερε.
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά
Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματα των στιγμών. Με το χορό και το τραγούδι πολεμούσαμε το φόβο μας. Το φόβο που έσπερναν επί χρόνια στις καρδιές μας γκρίζα παπαγαλάκια από πολύχρωμες οθόνες. Χαμογελούσαμε και κλαίγαμε συγχρόνως και ποτέ δεν ξεχνούσαμε να αγκαλιάζουμε ο ένας τον άλλον. Για να είμαι ειλικρινής την γειτόνισσα την αγκάλιαζα με περισσότερη θέρμη και με μεγαλύτερη συχνότητα. Δεν μπορώ να εξηγήσω με τη λογική αυτό που γινόταν. Θαρρείς πως συνειδητοποιήσαμε όλοι μαζί ότι ένα ολόκληρο έθνος κινδύνευε να χαθεί από τα κατάστιχα της ιστορίας και αποφασίσαμε να δράσουμε. Είχαμε το ιστορικό καθήκον να γνωριστούμε μεταξύ μας όλοι πριν φτάσουμε στο κοινοβούλιο. Τόσος λίγος χρόνος αλλά τόσο μεγάλη η επιθυμία να επιβιώσουμε με αξιοπρέπεια. Δεν υπήρχε χρόνος για αυτοκριτική.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο τον δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Άιντε θύμα, Άιντε ψώνιο,
Άιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.
Ξυπνήσαμε, Βάρναλη! Να είσαι καλά όπου και αν είσαι. Οι οδηγοί από τα αυτοκίνητα κορνάρανε παθιασμένα και ενώθηκαν μαζί μας. Μπροστά τα παιδιά με τους φακούς να μας δείχνουν το δρόμο που εμείς είχαμε ξεχάσει. Πως μπορέσαμε να αφήσουμε δικηγόρους και τραπεζίτες να μας ρουφάνε την ελπίδα; Πως αφήσαμε εικονικά χρέη να οδηγούν τα μυαλά μας στο αδιέξοδο; Πως αφήσαμε ανέραστους τεχνοκράτες να μας κατευθύνουν μαζικά στην εξαθλίωση; Μπροστά τα παιδιά, μπροστά η ελπίδα, μπροστά η χαρά, μπροστά το τραγούδι, μπροστά το θάρρος. Εκείνη την ημέρα ξοφλήσαμε το μοναδικό μας χρέος. Το χρέος μας για ζωή. Το χρέος που ένας συμπαθέστατος παππούς μου ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή, αφού με κοπάνησε πρώτα με το μπαστούνι στη κεφαλή μου τη ξερή.
Παιδί, το περιβόλι που θα κληρονομήσεις, όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις. Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα, και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του, κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις, και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας - κι αν αγαπάς τ' ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι, ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν, και τη ζωντάνια σπείρε του μ' όσα γερά, δροσάτα. Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.
Μη φοβάσαι, Κωστή Παλαμά. Και αν έρθουν χρόνοι δίσεκτοι ξέρω τι θα το κάνω το περιβόλι που μας άφησες. Φωτιά, τσεκούρι και πάλι από την αρχή. Κοντεύαμε στο κοινοβούλιο. Οι γνήσιοι αντιπρόσωποι μας ήταν εκεί. Ψήφιζαν νομοσχέδιο για τις κρατικές επιχορηγήσεις εκατομμυρίων στα κόμματα. Οι γερόντισσες ανάψανε τα καρβουνάκια στα λιβανιστήρια. Η υπέροχη μυρωδιά του λιβανιού τόνισε ακόμα πιο πολύ το φρόνημα μας. Πλησιάζουμε στους διαόλους, μας λέγανε. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι! Στα μάτια τους οι πολιτικοί έμοιαζαν σαν απεσταλμένοι του σατανά. Δεν πίστευα σε δαίμονες αλλά πώς να αντιμιλήσεις σε γερόντισσες μετά από όσα έχουν δει τα ρυτιδιασμένα τους μάτια. Με τη βοήθεια του Θεού θα τους νικήσουμε φώναζαν. Όμως είχαμε κερδίσει πριν μπούμε στη βουλή. Είχαμε κερδίσει τους εαυτούς μας. Είχαμε επικρατήσει κατά κράτος στον μεγάλο μας φόβο. Είχαμε γίνει ένα. Άνεργοι, εργάτες, συνταξιούχοι, άστεγοι, περιπτεράδες, εγώ και η γειτόνισσα με τα τακούνια, όλοι. Αλλάζαμε την χώρα μόνοι μας χωρίς να περιμένουμε έναν ουρανοκατέβατο ηγέτη με μεγάλα φρύδια, ζιβάγκο και ελιές στη μούρη.
Δεν είχαν αξία τα λόγια ,
δεν είχε ο Ιούδας φιλιά...
και το πιο περίεργο από όλα :
Φωλιά η βουλή για πουλιά!!
Είχες δίκιο Παύλο Σιδηρόπουλε. Δεν είχαν αξία τα λόγια αλλά πριν γίνει φωλιά για ελεύθερα πουλιά η βουλή πρέπει να διώξουμε κάτι ανθρωποειδή πλάσματα. Αστυνομία δεν υπήρχε να μας εμποδίσει. Είχαν έρθει σχεδόν όλοι μαζί μας. Οι γερόντοι μπήκαν πρώτοι στη φωλιά. Η μαγκούρα στη βουλή. Έπεσε το περιβόητο ξύλο της μαγκούρας. Τα καλόπαιδα φάγανε τόσες ξυλιές όσα τα ευρώ που κόψανε από τις συντάξεις τους. Δεν βαράγανε με μανία για να τους σκοτώσουν. Κανείς δεν ήθελε να τους σκοτώσει. Σκοτώνεις μόνο όταν φοβάσαι αλλά κανένας μας δεν φοβόταν. Τους σημάδεψαν απλά για να μην έχουν ξανά μούτρα να εμφανιστούν στην κοινωνία. Να τους βλέπουν στο δρόμο και να λένε, κοιτάξτε κάτι μούτρα που θέλανε να μας καταστρέψουν. Μετά τους γέροντες σειρά πήραν οι γυναίκες με τις ντομάτες. Άρξατε πυρ. Κοκκίνισε το κοινοβούλιο. Μερικοί κωλοτούμπες της πολιτικής απέφευγαν τεχνηέντως τα κόκκινα συμπαθή ζαρζαβατικά αλλά όχι για πολύ. Γιατί ως γνωστόν αν οι γυναίκες θέλουν να πετύχουν κάτι δεν τις σταματάει τίποτα.
Όταν τελείωσαν οι ντομάτες ,οι γηραιότεροι πήραν τα μικρά παιδιά και πήγαν σπίτια τους. Στο δρόμο δεν τους είπαν ξενέρωτα παραμύθια για ιππότες και νεράιδες αλλά για Ανθρώπους που με σπαθί την αξιοπρέπεια τους, νικήσαν χαρτιά, χρηματιστήρια, δάνεια, χρεωκοπίες, τεχνοκράτες και μοναξιές. Εμείς οι νεότεροι αγκαλιασμένοι μείναμε στους δρόμους. Εκατομμύρια άνθρωποι απολαμβάναμε τη νίκη. Ποθούσαμε μουσική να μας συντονίσει για να χορέψουμε στο ρυθμό της. Είχαμε τόση λαχτάρα να κουνήσουμε τα κορμιά μας. Και τότε σαν Αγγελάκας εξ ουρανού σε ένα μπαλκόνι ένας από τους ελάχιστους ποιητές της γενιάς μας, ξεκίνησε να γραντζουνάει στην κιθάρα του το κατάλληλο τραγούδι για τη μεγάλη γιορτή.
Τα λόγια μου είναι μια γλυκιά προσευχή
κουρνιάζουν έξω από το κλεισμένο σου παράθυρο
και αν τ' άφηνες θ' ανοίγαν μια ρωγμή
απ' το μικρό κελί σου ως το άπειρο
Το γλέντι ξεκίνησε αλλά χορός χωρίς γειτόνισσα δεν νοείται. Την είχα χάσει μέσα στα σκοτάδια. Αναρωτήθηκα σε ποιανού αγκαλιά να χορεύει. Ποιανού τυχεράκια κάλους θα πατάει με τις τακουνάρες της. Στην αναμπουμπούλα κάποιος άλλος χαίρεται. Γιατί καλέ γειτόνισσα;
Μα εσύ σωπαίνεις και θρηνείς σαν τον κατάδικο
Πάνω απ' τη στάχτη που σκεπάζει τον παράδεισο
πάνω απ' τη στάχτη
Βάλε φωτιά σε ό,τι σε καίει, σε ό,τι σου τρώει την ψυχή
Έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι, ανοιχτοί
Δίκιο έχει ο ποιητής. Σταμάτησα να θρηνώ, έκλεισα τα μάτια και απολάμβανα τις περιπλανώμενες νότες. Δεν χόρευα. Απλά στάθηκα ακίνητος μέσα στη ορμή του πλήθους. Η ζωή ξέρει, οι καρδιές ξέρουν. Ασυνείδητα έσκυψα να ακουμπήσω τη γη. Ήθελα να δω αν συμμερίζεται και εκείνη τη χαρά μας, αν χορεύει με το ρυθμό μας. Ψηλαφίζοντας ένιωσα δύο κρύες γυμνές πατούσες να παραμένουν ακλόνητες στη καυτή άσφαλτο. Άνοιξα τα μάτια. Ήταν εκείνη.
- Κρύα πόδια ,ζεστή καρδιά φώναξε.
- Που είναι τα τακούνια σου;
- Τα πέταξα. Δεν τα χρειάζομαι πια.
Είναι η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή
Ζήσε μαζί μου στον αέρα, στη φωτιά στη βροχή
Μας περιμένουν άδειες μέρες ραγισμένοι ουρανοί
Είναι η αγάπη ένα ταξίδι από πληγή σε πληγή
Όλο το βράδυ χορεύαμε, φιλιόμασταν, αγκαλιαζόμασταν. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, έπιασα και λίγο μπούτι. Και δώσε χορό. Και δώσε καλή μουσική. Μας εξάγνισε. Μας έλυσε και τον τελευταίο κόμπο στο μυαλό μας. Αντίο φόβε, αντίο Μάρτη. Κόντευε να ξημερώσει. Ήταν πλέον πρωταπριλιά. Σαν ψέμα μου φαινόταν όλα. Ξαπλώσαμε σε ένα παγκάκι και κοιτάξαμε τον ουρανό. Αστέρια άπειρα. Τα φώτα της πόλης σβήσανε, τα φώτα του ουρανού άναψαν. Πέσαμε σε ένα βαθύ ύπνο χωρίς έννοιες και σκοτούρες. Δεν είδαμε όνειρα ούτε εφιάλτες και την αυγή ο ήλιος ξεπρόβαλε και μας ζέστανε. Ένα κοριτσάκι με καστανά μαλλιά και ολόλευκο φόρεμα μας ξύπνησε.
- Πύρρα, Δευκαλίωνα ξυπνήστε!
- Κυριακή είναι. Άσε μας να κοιμηθούμε λίγο ακόμα. Τι θες κοριτσάκι;
- Κρύβομαι εδώ και χιλιάδες χρόνια αλλά τώρα ήρθε η ώρα να φανερωθώ. Σας χρειάζομαι και με χρειάζεστε. Πρέπει να με μεγαλώσετε.
- Πως σε λένε;
- Με λένε Δημοκρατία. Μπορείτε να με μεγαλώσετε;
- Να μην πιούμε ένα φραπεδάκι πρώτα;
Η Αρχή.
Διαβάστηκαν αποσπάσματα από τα ποιήματα:
¨Η μπαλάντα του Κυρ Μεντιου¨ του Κώστα Βάρναλη
¨Οι πατέρες¨ του Κωστή Παλαμά
Ακούστηκαν τα τραγούδια:
¨Ο δρόμος¨ του Μάνου Λοίζου.
¨Στον ύπνο μου¨ του Ανδρέα Θωμόπουλου.
¨Η γιορτή¨ του Γιάννη Αγγελάκα.
Τα ονόματα τα εμπνεύστηκα από τον μύθο ¨Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα¨
2 σχόλια:
Με γλυκια και χιουμοριστικη πεννα ο αγνωστος φιλος μας χαρισε σε Ελληνικο τονο..
Eνα ζεστο τρυφερο και ομορφο κειμενο με μοναδικο (κατα την γνωμη μου) ολισθημα τον χαρακτηρισμο των παραμυθιων με τις νεραιδες ως ξενερωτα ..
τον ευχαριστουμε για το χρονογραφημα του ονειρου
που τον ταξιδεψε με αφορμη τον μυθο του Δευκαλιωνα..
και τον ενθαρρυνουμε να συνεχισει να ανιχνευει την πεννα του ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ με διακριση και τα στοιχεια της Ανθρωπινης υποστασης που θα προσδωσει βαθος κι ουσια στα γραπτα του.
με αγωνιστικους χαιρετισμους
σειριος
Φίλε Σείριε εγώ σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια αλλά πιο πολύ για την κριτική σου. Έχεις δίκιο σε όλα. Ζητάω συγγνώμη από τις νεράιδες. Και αν καταλαβαίνω καλά το ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ υπόσχομαι σε επόμενα κείμενα μου ότι θα προσπαθήσω να χτίσω καλύτερα τους χαρακτήρες μου. Να είσαι καλά.
Δημοσίευση σχολίου