Του Ταξχου ε.α Πολυχρόνη Ναλμπάντη, MPhil - Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας - ΙΑΑΑ, (INSTITUTE FOR SECURITY AND DEFENCE ANALYSIS - ISDA). Το χωροταξικό πεδίο - κλειδί, το οποίο λειτουργεί προσδιοριστικά για την ανάπτυξη της νέας ....ενεργειακής πολιτικής της Ελλάδας είναι οπωσδήποτε η περιοχή της Μεγίστης (Καστελλόριζου), μια περιοχή την οποία η επιθετική στρατηγική των τουρκικών διεκδικήσεων τη φέρνει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Είναι λοιπόν προφανές, ότι η Τουρκία θα συνεχίσει και θα προσπαθεί έμπρακτα να αμφισβητήσει τα ελληνικά (Αιγαίο), και κυπριακά, κυριαρχικά δικαιώματα και να τα μετατρέψει μέσω τετελεσμένων σε τουρκικά δικαιώματα. Και το επιχειρεί, προσπαθώντας να εξαφανίζει την ΑΟΖ Ρόδου - Μεγίστης (Καστελλόριζου), που ενοποιεί την ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου. Τούτο θα της έδινε πλέον τη δυνατότητα να αμφισβητήσει και την ΑΟΖ των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, διεκδικώντας κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο ανατολικά του 25ου Μεσημβρινού.
Τέλος, εκτιμάται ότι η κατάργηση του ∆ΕΑΧ έγινε προφανώς και με τη συναίνεση της Κυπριακής κυβέρνησης, αλλά μόνο ως σώφρων πράξη (παρά το ότι η σχετική αναφορά συνεχίζει να είναι αναρτημένη ακόμη στο ιστότοπο του ΓΕΕΦ!), δεν μπορεί να χαρακτηριστεί την παρούσα περίοδο. Η δε αντικατάστασή του υπό του Πυλώνα της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΕΠΑΑ) της Ε.Ε., προκαλεί θυμηδία λόγω των πολλών διαρθρωτικών προβλημάτων επιχειρησιακής ανάπτυξης και προβολής ισχύος των στρατιωτικών δυνάμεων της Ένωσης, ενώ επισημαίνεται ότι η άμυνα της Ε.Ε. βασίζεται ακόμη στο ΝΑΤΟ, όπως αυτό προκύπτει και από το νέο Στρατηγικό ∆όγμα (Λισαβόνα 2010).
Συμπερασματικά διαπιστώνουμε ότι, τόσο η ελληνική Εξωτερική Πολιτική όσο και η ελληνική Πολιτική Εθνικής Άμυνας-Ασφάλειας σε σχέση με την Τουρκία, τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε να οριστεί ως μείγμα πολιτικής μείζονος Κατευνασμού και ελάσσονος Αποτροπής και η οποία τελικά οδήγησε στην αφαίρεση του ∆ΕΑΧ από την ΠΕΑ 2011.
Πιο συγκεκριμένα οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολούθησαν μια πολιτική στήριξης και ενθάρρυνσης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας με αποτέλεσμα την εκκίνηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε., τον Οκτώβριο του 2005. Το γεγονός ότι ακολουθείται κατευναστική πολιτική έναντι της Τουρκίας είναι ότι καμία ελληνική Κυβέρνηση δεν έχει τολμήσει μέχρι σήμερα να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, όπως ρητά προβλέπει η ∆ιεθνής Σύμβαση για το ∆ίκαιο της Θάλασσας (1982), την οποία έχει υπογράψει η ίδια η Τουρκία και έχει εφαρμόσει στη Μαύρη Θάλασσα ήδη από το 1994, και πολύ δε περισσότερο σήμερα που δεν έχει ανακηρύξει την Ελληνική ΑΟΖ.
Ανατολική Μεσόγειος: επιστρέφει η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων»;
Ο Frederic the Great (1712-1786), έχει τονίσει με έμφαση: «∆ιπλωματία χωρίς όπλα είναι σαν μουσική χωρίς όργανα». Ο όρος «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» («Gunboat Diplomacy»), ήταν διαδεδομένος τον 19ο αιώνα, για να περιγράψει την πρακτική, κοινή μεταξύ των Μεγάλων ∆υνάμεων, της εγκατάστασης ναυτικών δυνάμεων στους λιμένες των πιο αδύναμων χωρών, με τις οποίες εκκρεμούσαν έριδες και τις οποίες πίεζαν, με την απειλή ή εφαρμογή ναυτικού αποκλεισμού και βομβαρδισμού, προκειμένου να υιοθετήσουν πολιτικές ευνοϊκότερες για τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα. Τα πρόσφατα ναυτικά γεγονότα Ανατολική Μεσόγειο (επεισόδια «Mavi Marmara» -οικόπεδα εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων) έχουν αναζωογονήσει συζητήσεις που έχουν σχέση με τη «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων».
Όμως πού τελειώνει η Ναυτική ∆ιπλωματία και πού αρχίζει η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων»; Τι οδηγεί στη χρήση της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων»; Και ίσως το πιο σημαντικό, η ανανεωμένη της χρήση προμηνύει σταθερότητα στην ανατολική Μεσόγειο;
Χαρακτηριστικά παραδείγματα εφαρμογής της έννοιας της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων» αποτελούν η υπόθεση Don Pacifico (Ιανουάριος 1850), όταν το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, με τον ναύαρχο William Parker, επέβαλλε ναυτικό αποκλεισμό στον Πειραιά και τα κυριότερα ελληνικά λιμάνια, ενώ κατέσχεσε και ελληνικά πλοία, με σκοπό να απαιτηθεί αποζημίωση για μια αντιληπτή αδικία σε βάρος ενός Εβραίου, βρετανικής υπηκοότητας, πολίτη, του David («Don») Pacifico, αλλά και η αποστολή της γερμανικής κανονιοφόρου «SMS Panther» προς την Αγαδίρ το 1911, με την οποία ξεκίνησε η δεύτερη κρίση του Μαρόκου και η οποία οδήγησε στην παραχώρηση των τομέων του Γαλλικού Κονγκό, στη Γερμανία.
Επίσης, έχει κρίσιμα επηρεάσει τη διαμόρφωση της ιστορίας και της πολιτικής στην περιοχή της Ασίας - Ειρηνικού Ωκεανού (Πόλεμος του Οπίου, Έναρξη εμπορικών συναλλαγών ΗΠΑ – Ιαπωνίας). Το 1853, ο διοικητής ναυτικής μοίρας του Αμερικανικού ναυτικού, αρχιπλοίαρχος Matthew Perry, κατέπλευσε με τέσσερα πολεμικά πλοία στον κόλπο του Edo (σημερινό Τόκυο), και με την ανώτερή του στρατιωτική τεχνολογία και τη ρητή απειλή χρήσης βίας, έπεισε την Ιαπωνία, ότι θα πρέπει να ανοίξει το εμπόριό της με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτά βέβαια φαντάζουν ως μακρινή ιστορία, και περιορίζονται στην εποχή του Ιμπεριαλισμού, όταν η στρατιωτική ανισότητα και η ανυπαρξία του ∆ιεθνούς ∆ικαίου (υπήρχε το εσωτερικό ∆ίκαιο της κάθε αυτοκρατορίας) επέτρεπε θρασύτατες πράξεις επιθετικότητας και εκφοβισμού. Αλλά στην πράξη η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» ποτέ δεν έχει εξαφανιστεί τόσο από τα ύδατα της Ασίας όσο και της ανατολικής Μεσογείου και γενικότερα ανά την υδρόγειο, και έχει συνεχιστεί στη μετα-ιμπεριαλιστική εποχή.
Σήμερα, η εγγενής επιχειρησιακή ευελιξία και ευκαμψία των ναυτικών δυνάμεων σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα που παρουσιάζει ο αγώνας στη θάλασσα, τις καθιστά ιδανικούς εκφραστές της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων», στην οποία η απειλή χρήσης ή χρήση περιορισμένων ναυτικών δυνάμεων είναι αποφασιστικής σημασίας για την επίτευξη των εθνικών πολιτικών αντικειμενικών σκοπών. Μια έννοια, η οποία λανθασμένα θεωρείται ως αρχαϊκή από κάποιους αναλυτές, παρά την αυξημένη και συχνή της χρήση μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, με κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπως οι Κινεζικές ναυτικές ασκήσεις του People’s Liberation Army Navy (PLAN) περί την Ταϊβάν κατά τη διάρκεια του 1996, η χρήση του Ινδικού ναυτικού κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στο Καργκίλ και τα πυρά του Ναυτικού των ΗΠΑ στην Αλ Σίζα και Χοστ το 1998 (ένα γεγονός με το οποίο αύξησε σημαντικά την γεωγραφική σφαίρα επιρροής τους).
Η αυξημένη χρήση της έχει γίνει κυρίως γιατί, κατά την επίτευξη των εθνικών στόχων, οι κυβερνήσεις είναι ανήσυχες και θέλουν να αποφύγουν ένα απροκάλυπτο και εμφανή πόλεμο με τις επακόλουθες συνέπειές του.
Στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων υπήρξαν 71 περιπτώσεις χρήσης της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων», σε κάποια της μορφή μεταξύ των εθνών. Ωστόσο, με τη δραματική αύξηση του αριθμού των εθνών (και προφανώς των ναυτικών δυνάμεων) και με τη συγχώνευση του πολιτικά κατακερματισμένου κόσμου σε ένα διπολικό σύστημα - μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο – έχουμε δει σχεδόν τον τριπλασιασμό των περιπτώσεών της.
Από το 1945, υπήρξε ένας πραγματικός ναυτικός πόλεμος, μάλλον μονόπλευρων ναυτικών συνδρομών σε επιχειρήσεις ξηράς, και περισσότερες από 200 πολιτικές εφαρμογές χρήσης της περιορισμένης ναυτικής δύναμης.
Έτσι είναι προφανές ότι η πολιτική διαμόρφωση του κόσμου έκανε ελάχιστα για να αμβλύνει τη χρήση των ναυτικών δυνάμεων ως εργαλείο για τη διπλωματία.
Ορισμός
Η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» είναι δύσκολο να οριστεί ως έννοια. Αν και γνωστή σε πολλούς, είναι ακόμα άμορφη στη φύση της και αψηφά έναν απλό ορισμό εκ των προτέρων. Ο ακριβής της ορισμός έχει γίνει εξαιρετικά δυσδιάκριτος και αόριστος.
Πώς, λοιπόν, να καθορίσουμε τη «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων»; Ένας απλός ορισμός θα μπορούσε να είναι ως μια προσπάθεια για την επίτευξη πολιτικών στόχων μέσα από την απροκάλυπτη χρήση των στρατιωτικών μέσων. Η συμμετοχή σε διμερείς ναυτικές ασκήσεις για αμοιβαία βελτίωση των σχέσεων και των ικανοτήτων, δεν είναι «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων», αλλά απλά Ναυτική ∆ιπλωματία.
Η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων», η οποία είτε θα είναι εξαναγκαστική είτε αποτρεπτική, επιχειρεί να επιτύχει τους στόχους της, μέσω του εκφοβισμού. Επομένως, είναι εξαρτώμενη από μια αναντιστοιχία, ή τουλάχιστον μια αντιληπτή αναντιστοιχία, μεταξύ των ναυτικών ικανοτήτων δύο κρατών. Μια χώρα ασθενέστερη σε ναυτικές δυνάμεις θα δυσκολευτεί, γενικά, να εμπλακεί σε «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» που απευθύνεται προς ένα ισχυρότερο αντίπαλο. Εδώ, όμως, τίθεται το ζήτημα των συμφερόντων. Μία μικρή δύναμη μπορεί να έχει κοινά συμφέροντα με μία μεγαλύτερη, οπότε θα συμμαχήσει μαζί της για να μπορέσει να αποτρέψει έναν ισχυρότερο αντίπαλό της. Οπότε μιλάμε για αύξηση της ισχύος μέσω εξωτερικής εξισορρόπησης (συμμαχίες).
Ο Βρετανός διπλωμάτης και διανοητής περί ναυτικών θεμάτων, James Cable, διατύπωσε τη φύση της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων» σε σειρά από ομότιτλες εργασίες που δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1971 και 1994. Σε αυτές, ο ίδιος την προσδιόρισε ως το φαινόμενο «χρήσης ή απειλής χρήσης των περιορισμένων ναυτικών δυνάμεων (limited naval forces), διαφορετικό από μια πράξη πολέμου, προκειμένου να εξασφαλιστεί πλεονέκτημα ή να αποτραπεί η απώλεια, είτε στην προώθηση μιας διεθνούς διαφοράς ή αλλιώς κατά των ξένων υπηκόων μέσα στην επικράτεια ή τη δικαιοδοσία του δικού τους κράτους». Ο ορισμός του Cable είναι ευρύς, και καλύπτει σειρά από δραστηριότητες, οι οποίες αναλαμβάνονται από τις ναυτικές δυνάμεις και αφορούν τη βία ή την απειλή χρήσης βίας για την προώθηση των στόχων της εξωτερικής πολιτικής.
Έτσι στη διεθνή πολιτική, η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» είναι μια μορφή εξαναγκαστικής διπλωματίας (εν δυνάμει επιθετική διπλωματική δραστηριότητα), που πραγματοποιείται και διεξάγεται σε καιρό ειρήνης ή και σε λιγότερο εμφανείς καταστάσεις πολέμου, επιδιώκει να εξασφαλίσει ειδικό πλεονέκτημα από το άλλο κράτος και εκπίπτει από το διπλωματικό της χαρακτήρα, είτε εάν αυτή θεωρηθεί ως πρόκληση βλάβης που δεν σχετίζεται με την απόκτηση αυτού του οφέλους ή διαφορετικά μεταπίπτει σε πράξη πολέμου.
Ως εκ τούτου αναγκαστικά, η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» είναι μια εναλλακτική λύση πριν από τον Πόλεμο αν και σε περίπτωση κλιμάκωσης μπορεί να οδηγήσει στον Πόλεμο.
Μια άλλη σημαντική πτυχή της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων» είναι ότι αποτελεί στρατιωτικής φύσης πολιτική πράξη και πρέπει να θεωρείται πάντοτε ως μέσο υλοποίησης μιας υψηλής στρατηγικής. Είναι συνεπώς ένα εργαλείο απειλής ή χρήσης Περιορισμένης Ναυτικής ∆ύναμης.
Τύποι της ∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων Ο Edward Nicolas Luttwak πρότεινε τον όρο «Καταπίεση» («Suasion»), για
να περιγράψει την πολιτική χρήση της ναυτικής δύναμης.
Στη «Θεωρία της Καταπίεσης» («Theory of Suasion»), ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί ουδέτερα, όπου η έννοια συνήθως υποδηλώνει την έλλειψη αμεσότητας από οποιαδήποτε πολιτική εφαρμογή της δύναμης. Θεωρεί ότι η ένοπλη καταπίεση σε γενικές γραμμές και ιδίως η ναυτική καταπίεση αποτελούν δύο πτυχές, την αφανή - λανθάνουσα καθώς και την ενεργητική ναυτική καταπίεση. Η πρώτη περιλαμβάνει την αντίδραση των αντιπάλων που προκαλείται από την καθημερινή δραστηριότητα και/ή μη-κατευθυνόμενες ενέργειες των ναυτικών μονάδων, όπως οι συνήθεις ασκήσεις του στόλου, οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν, ως απειλή σε λανθάνουσα μορφή. Πρέπει να προστεθεί ότι η λανθάνουσα καταπίεση διαμορφώνει συνεχώς τη στρατιωτική διάσταση του συνολικού περιβάλλοντος που αντιλαμβάνονται οι φορείς χάραξης πολιτικής και μέσα στο οποίο επιχειρούν.
Από την άλλη πλευρά, η ενεργητική ναυτική καταπίεση περιλαμβάνει τα αποτελέσματα που προκαλούνται από τη σκόπιμη άσκηση της περιορισμένης ένοπλης δράσης, η οποία είναι να αποσπάσει συγκεκριμένη αντίδραση από ένα συγκεκριμένο δρώντα. Η υποστηρικτική πτυχή αυτής της ενεργητικής ναυτικής καταπίεσης, καθησυχάζει γενικά το σύμμαχο ή τη φίλια δύναμη. Η καταναγκαστική πλευρά από την άλλη πλευρά μπορεί να είναι αρνητική (αποτρεπτική) ή θετική (εξαναγκαστική) από τη φύση της.
Ο James Cable από την άλλη πλευρά έχει ταξινομήσει τη «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» σε τέσσερις πολιτικές κατηγορίες, οι οποίες είναι: η αποφασιστική δύναμη, η σκόπιμη δύναμη, η καταλυτική δύναμη και η εκφραστική - εκδηλωτική δύναμη.
-Αποφασιστική ∆ύναμη (Definitive Force): Η κύρια διάστασή της είναι ότι προσπαθεί να αφαιρέσει την αιτία και, συνεπώς, τη διευθέτηση του ζητήματος, για παράδειγμα με την καταστροφή μιας περιοχής, τη διάσωση λαφύρων ή αιχμαλώτων, διατηρώντας ή σπάζοντας τον ναυτικό αποκλεισμό ή την κατάσχεση - βύθιση πλοίων. ∆υστυχώς, πολύ λίγες διεθνείς διαφορές προσφέρονται για ανάλυση με τη χρήση αυτού του τύπου δύναμης. Ωστόσο, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, η αποφασιστική δύναμη είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για την εφαρμογή της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων». Η χρήση της είναι για να δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο στόχο ή να καταργήσει -αναιρέσει ένα τετελεσμένο γεγονός.
-Σκόπιμη ∆ύναμη (Purposeful Force): Πρόκειται για μια λιγότερο άμεση και αξιόπιστη δύναμη από ό,τι η αποφασιστική δύναμη, ενώ η επιτυχία της εξαρτάται κατά πόσο το θύμα θα επιλέξει να ανταποκριθεί σε αυτό το είδος της πίεσης. Επίσης, είναι επικίνδυνα σκόπιμο - η καταπολέμηση της φωτιάς με τη φωτιά - και οι κίνδυνοι επιδεινώνονται όταν τα εμπλεκόμενα μέρη είναι περισσότερο ή λιγότερο ίσης στρατιωτικής δύναμης. Η εφαρμογή της ναυτικής δύναμης είναι για να αλλάξει η πολιτική της άλλης πλευράς ή τον χαρακτήρα του στόχου της κυβέρνησης ή της ομάδας λήψης απόφασης.
-Καταλυτική ∆ύναμη (Catalytic Force): Πρόκειται για μια απάντηση ετοιμότητας σε μια ουσιαστικά άμορφη απειλή. Μπορεί να υπάρξει μια κρίση όπου μια κυβέρνηση θεωρεί ότι η παρουσία του ναυτικού της στόλου θα εμπόδιζε την κρίση. Έτσι εδώ η δύναμη είναι συχνά εφαρμόσιμη για έναν ασαφή σκοπό. Υπάρχει η αίσθηση, ότι πρόκειται να συμβεί κάτι, που θα μπορεί να προληφθεί εάν δύναμη ήταν διαθέσιμη κατά το κρίσιμο σημείο. Σχεδιάστηκε ως ένας μηχανισμός για να παρουσιάσει στους φορείς χάραξης πολιτικής αυξημένο εύρος επιλογών.
-Εκφραστική / Εκδηλωτική ∆ύναμη (Expressive Force): Η λιγότερο συχνή από τις χρήσεις των περιορισμένων ναυτικών δυνάμεων στην προώθηση του στόχου είναι η εκφραστική δύναμη. Στην υπόψη δύναμη, τα πολεμικά πλοία χρησιμοποιούνται για να τονίσουν τη στάση, να προσδώσουν την αληθοφάνεια με έναν ή άλλο τρόπο πειστικών δηλώσεων, ή να παρέχουν συναισθηματική διέξοδο. Είναι διαφορετική από τη χρήση σκόπιμης δύναμης, αλλά είναι συνήθως ασαφής και αβέβαιη ως προς το αποτέλεσμα της επιτυχίας της. Είναι σχεδιασμένη για να μεταφέρει ένα πολιτικό μήνυμα μέσα από τις εκφράσεις της ναυτικής δύναμης.
ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:"ΔΟΓΜΑ ΕΝΙΑΙΟΥ ΑΜΥΝΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ-ΑΟΖ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΟΦΟΡΩΝ"
Είναι λοιπόν προφανές, ότι η Τουρκία θα συνεχίσει και θα προσπαθεί έμπρακτα να αμφισβητήσει τα ελληνικά (Αιγαίο), και κυπριακά, κυριαρχικά δικαιώματα και να τα μετατρέψει μέσω τετελεσμένων σε τουρκικά δικαιώματα. Και το επιχειρεί, προσπαθώντας να εξαφανίζει την ΑΟΖ Ρόδου - Μεγίστης (Καστελλόριζου), που ενοποιεί την ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου. Τούτο θα της έδινε πλέον τη δυνατότητα να αμφισβητήσει και την ΑΟΖ των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, διεκδικώντας κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο ανατολικά του 25ου Μεσημβρινού.
Τέλος, εκτιμάται ότι η κατάργηση του ∆ΕΑΧ έγινε προφανώς και με τη συναίνεση της Κυπριακής κυβέρνησης, αλλά μόνο ως σώφρων πράξη (παρά το ότι η σχετική αναφορά συνεχίζει να είναι αναρτημένη ακόμη στο ιστότοπο του ΓΕΕΦ!), δεν μπορεί να χαρακτηριστεί την παρούσα περίοδο. Η δε αντικατάστασή του υπό του Πυλώνα της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΕΠΑΑ) της Ε.Ε., προκαλεί θυμηδία λόγω των πολλών διαρθρωτικών προβλημάτων επιχειρησιακής ανάπτυξης και προβολής ισχύος των στρατιωτικών δυνάμεων της Ένωσης, ενώ επισημαίνεται ότι η άμυνα της Ε.Ε. βασίζεται ακόμη στο ΝΑΤΟ, όπως αυτό προκύπτει και από το νέο Στρατηγικό ∆όγμα (Λισαβόνα 2010).
Συμπερασματικά διαπιστώνουμε ότι, τόσο η ελληνική Εξωτερική Πολιτική όσο και η ελληνική Πολιτική Εθνικής Άμυνας-Ασφάλειας σε σχέση με την Τουρκία, τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε να οριστεί ως μείγμα πολιτικής μείζονος Κατευνασμού και ελάσσονος Αποτροπής και η οποία τελικά οδήγησε στην αφαίρεση του ∆ΕΑΧ από την ΠΕΑ 2011.
Πιο συγκεκριμένα οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολούθησαν μια πολιτική στήριξης και ενθάρρυνσης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας με αποτέλεσμα την εκκίνηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε., τον Οκτώβριο του 2005. Το γεγονός ότι ακολουθείται κατευναστική πολιτική έναντι της Τουρκίας είναι ότι καμία ελληνική Κυβέρνηση δεν έχει τολμήσει μέχρι σήμερα να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, όπως ρητά προβλέπει η ∆ιεθνής Σύμβαση για το ∆ίκαιο της Θάλασσας (1982), την οποία έχει υπογράψει η ίδια η Τουρκία και έχει εφαρμόσει στη Μαύρη Θάλασσα ήδη από το 1994, και πολύ δε περισσότερο σήμερα που δεν έχει ανακηρύξει την Ελληνική ΑΟΖ.
Ανατολική Μεσόγειος: επιστρέφει η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων»;
Ο Frederic the Great (1712-1786), έχει τονίσει με έμφαση: «∆ιπλωματία χωρίς όπλα είναι σαν μουσική χωρίς όργανα». Ο όρος «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» («Gunboat Diplomacy»), ήταν διαδεδομένος τον 19ο αιώνα, για να περιγράψει την πρακτική, κοινή μεταξύ των Μεγάλων ∆υνάμεων, της εγκατάστασης ναυτικών δυνάμεων στους λιμένες των πιο αδύναμων χωρών, με τις οποίες εκκρεμούσαν έριδες και τις οποίες πίεζαν, με την απειλή ή εφαρμογή ναυτικού αποκλεισμού και βομβαρδισμού, προκειμένου να υιοθετήσουν πολιτικές ευνοϊκότερες για τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα. Τα πρόσφατα ναυτικά γεγονότα Ανατολική Μεσόγειο (επεισόδια «Mavi Marmara» -οικόπεδα εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων) έχουν αναζωογονήσει συζητήσεις που έχουν σχέση με τη «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων».
Όμως πού τελειώνει η Ναυτική ∆ιπλωματία και πού αρχίζει η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων»; Τι οδηγεί στη χρήση της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων»; Και ίσως το πιο σημαντικό, η ανανεωμένη της χρήση προμηνύει σταθερότητα στην ανατολική Μεσόγειο;
Χαρακτηριστικά παραδείγματα εφαρμογής της έννοιας της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων» αποτελούν η υπόθεση Don Pacifico (Ιανουάριος 1850), όταν το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, με τον ναύαρχο William Parker, επέβαλλε ναυτικό αποκλεισμό στον Πειραιά και τα κυριότερα ελληνικά λιμάνια, ενώ κατέσχεσε και ελληνικά πλοία, με σκοπό να απαιτηθεί αποζημίωση για μια αντιληπτή αδικία σε βάρος ενός Εβραίου, βρετανικής υπηκοότητας, πολίτη, του David («Don») Pacifico, αλλά και η αποστολή της γερμανικής κανονιοφόρου «SMS Panther» προς την Αγαδίρ το 1911, με την οποία ξεκίνησε η δεύτερη κρίση του Μαρόκου και η οποία οδήγησε στην παραχώρηση των τομέων του Γαλλικού Κονγκό, στη Γερμανία.
Επίσης, έχει κρίσιμα επηρεάσει τη διαμόρφωση της ιστορίας και της πολιτικής στην περιοχή της Ασίας - Ειρηνικού Ωκεανού (Πόλεμος του Οπίου, Έναρξη εμπορικών συναλλαγών ΗΠΑ – Ιαπωνίας). Το 1853, ο διοικητής ναυτικής μοίρας του Αμερικανικού ναυτικού, αρχιπλοίαρχος Matthew Perry, κατέπλευσε με τέσσερα πολεμικά πλοία στον κόλπο του Edo (σημερινό Τόκυο), και με την ανώτερή του στρατιωτική τεχνολογία και τη ρητή απειλή χρήσης βίας, έπεισε την Ιαπωνία, ότι θα πρέπει να ανοίξει το εμπόριό της με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτά βέβαια φαντάζουν ως μακρινή ιστορία, και περιορίζονται στην εποχή του Ιμπεριαλισμού, όταν η στρατιωτική ανισότητα και η ανυπαρξία του ∆ιεθνούς ∆ικαίου (υπήρχε το εσωτερικό ∆ίκαιο της κάθε αυτοκρατορίας) επέτρεπε θρασύτατες πράξεις επιθετικότητας και εκφοβισμού. Αλλά στην πράξη η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» ποτέ δεν έχει εξαφανιστεί τόσο από τα ύδατα της Ασίας όσο και της ανατολικής Μεσογείου και γενικότερα ανά την υδρόγειο, και έχει συνεχιστεί στη μετα-ιμπεριαλιστική εποχή.
Σήμερα, η εγγενής επιχειρησιακή ευελιξία και ευκαμψία των ναυτικών δυνάμεων σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα που παρουσιάζει ο αγώνας στη θάλασσα, τις καθιστά ιδανικούς εκφραστές της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων», στην οποία η απειλή χρήσης ή χρήση περιορισμένων ναυτικών δυνάμεων είναι αποφασιστικής σημασίας για την επίτευξη των εθνικών πολιτικών αντικειμενικών σκοπών. Μια έννοια, η οποία λανθασμένα θεωρείται ως αρχαϊκή από κάποιους αναλυτές, παρά την αυξημένη και συχνή της χρήση μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, με κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπως οι Κινεζικές ναυτικές ασκήσεις του People’s Liberation Army Navy (PLAN) περί την Ταϊβάν κατά τη διάρκεια του 1996, η χρήση του Ινδικού ναυτικού κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στο Καργκίλ και τα πυρά του Ναυτικού των ΗΠΑ στην Αλ Σίζα και Χοστ το 1998 (ένα γεγονός με το οποίο αύξησε σημαντικά την γεωγραφική σφαίρα επιρροής τους).
Η αυξημένη χρήση της έχει γίνει κυρίως γιατί, κατά την επίτευξη των εθνικών στόχων, οι κυβερνήσεις είναι ανήσυχες και θέλουν να αποφύγουν ένα απροκάλυπτο και εμφανή πόλεμο με τις επακόλουθες συνέπειές του.
Στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων υπήρξαν 71 περιπτώσεις χρήσης της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων», σε κάποια της μορφή μεταξύ των εθνών. Ωστόσο, με τη δραματική αύξηση του αριθμού των εθνών (και προφανώς των ναυτικών δυνάμεων) και με τη συγχώνευση του πολιτικά κατακερματισμένου κόσμου σε ένα διπολικό σύστημα - μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο – έχουμε δει σχεδόν τον τριπλασιασμό των περιπτώσεών της.
Από το 1945, υπήρξε ένας πραγματικός ναυτικός πόλεμος, μάλλον μονόπλευρων ναυτικών συνδρομών σε επιχειρήσεις ξηράς, και περισσότερες από 200 πολιτικές εφαρμογές χρήσης της περιορισμένης ναυτικής δύναμης.
Έτσι είναι προφανές ότι η πολιτική διαμόρφωση του κόσμου έκανε ελάχιστα για να αμβλύνει τη χρήση των ναυτικών δυνάμεων ως εργαλείο για τη διπλωματία.
Ορισμός
Η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» είναι δύσκολο να οριστεί ως έννοια. Αν και γνωστή σε πολλούς, είναι ακόμα άμορφη στη φύση της και αψηφά έναν απλό ορισμό εκ των προτέρων. Ο ακριβής της ορισμός έχει γίνει εξαιρετικά δυσδιάκριτος και αόριστος.
Πώς, λοιπόν, να καθορίσουμε τη «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων»; Ένας απλός ορισμός θα μπορούσε να είναι ως μια προσπάθεια για την επίτευξη πολιτικών στόχων μέσα από την απροκάλυπτη χρήση των στρατιωτικών μέσων. Η συμμετοχή σε διμερείς ναυτικές ασκήσεις για αμοιβαία βελτίωση των σχέσεων και των ικανοτήτων, δεν είναι «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων», αλλά απλά Ναυτική ∆ιπλωματία.
Η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων», η οποία είτε θα είναι εξαναγκαστική είτε αποτρεπτική, επιχειρεί να επιτύχει τους στόχους της, μέσω του εκφοβισμού. Επομένως, είναι εξαρτώμενη από μια αναντιστοιχία, ή τουλάχιστον μια αντιληπτή αναντιστοιχία, μεταξύ των ναυτικών ικανοτήτων δύο κρατών. Μια χώρα ασθενέστερη σε ναυτικές δυνάμεις θα δυσκολευτεί, γενικά, να εμπλακεί σε «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» που απευθύνεται προς ένα ισχυρότερο αντίπαλο. Εδώ, όμως, τίθεται το ζήτημα των συμφερόντων. Μία μικρή δύναμη μπορεί να έχει κοινά συμφέροντα με μία μεγαλύτερη, οπότε θα συμμαχήσει μαζί της για να μπορέσει να αποτρέψει έναν ισχυρότερο αντίπαλό της. Οπότε μιλάμε για αύξηση της ισχύος μέσω εξωτερικής εξισορρόπησης (συμμαχίες).
Ο Βρετανός διπλωμάτης και διανοητής περί ναυτικών θεμάτων, James Cable, διατύπωσε τη φύση της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων» σε σειρά από ομότιτλες εργασίες που δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1971 και 1994. Σε αυτές, ο ίδιος την προσδιόρισε ως το φαινόμενο «χρήσης ή απειλής χρήσης των περιορισμένων ναυτικών δυνάμεων (limited naval forces), διαφορετικό από μια πράξη πολέμου, προκειμένου να εξασφαλιστεί πλεονέκτημα ή να αποτραπεί η απώλεια, είτε στην προώθηση μιας διεθνούς διαφοράς ή αλλιώς κατά των ξένων υπηκόων μέσα στην επικράτεια ή τη δικαιοδοσία του δικού τους κράτους». Ο ορισμός του Cable είναι ευρύς, και καλύπτει σειρά από δραστηριότητες, οι οποίες αναλαμβάνονται από τις ναυτικές δυνάμεις και αφορούν τη βία ή την απειλή χρήσης βίας για την προώθηση των στόχων της εξωτερικής πολιτικής.
Έτσι στη διεθνή πολιτική, η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» είναι μια μορφή εξαναγκαστικής διπλωματίας (εν δυνάμει επιθετική διπλωματική δραστηριότητα), που πραγματοποιείται και διεξάγεται σε καιρό ειρήνης ή και σε λιγότερο εμφανείς καταστάσεις πολέμου, επιδιώκει να εξασφαλίσει ειδικό πλεονέκτημα από το άλλο κράτος και εκπίπτει από το διπλωματικό της χαρακτήρα, είτε εάν αυτή θεωρηθεί ως πρόκληση βλάβης που δεν σχετίζεται με την απόκτηση αυτού του οφέλους ή διαφορετικά μεταπίπτει σε πράξη πολέμου.
Ως εκ τούτου αναγκαστικά, η «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» είναι μια εναλλακτική λύση πριν από τον Πόλεμο αν και σε περίπτωση κλιμάκωσης μπορεί να οδηγήσει στον Πόλεμο.
Μια άλλη σημαντική πτυχή της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων» είναι ότι αποτελεί στρατιωτικής φύσης πολιτική πράξη και πρέπει να θεωρείται πάντοτε ως μέσο υλοποίησης μιας υψηλής στρατηγικής. Είναι συνεπώς ένα εργαλείο απειλής ή χρήσης Περιορισμένης Ναυτικής ∆ύναμης.
Τύποι της ∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων Ο Edward Nicolas Luttwak πρότεινε τον όρο «Καταπίεση» («Suasion»), για
να περιγράψει την πολιτική χρήση της ναυτικής δύναμης.
Στη «Θεωρία της Καταπίεσης» («Theory of Suasion»), ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί ουδέτερα, όπου η έννοια συνήθως υποδηλώνει την έλλειψη αμεσότητας από οποιαδήποτε πολιτική εφαρμογή της δύναμης. Θεωρεί ότι η ένοπλη καταπίεση σε γενικές γραμμές και ιδίως η ναυτική καταπίεση αποτελούν δύο πτυχές, την αφανή - λανθάνουσα καθώς και την ενεργητική ναυτική καταπίεση. Η πρώτη περιλαμβάνει την αντίδραση των αντιπάλων που προκαλείται από την καθημερινή δραστηριότητα και/ή μη-κατευθυνόμενες ενέργειες των ναυτικών μονάδων, όπως οι συνήθεις ασκήσεις του στόλου, οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν, ως απειλή σε λανθάνουσα μορφή. Πρέπει να προστεθεί ότι η λανθάνουσα καταπίεση διαμορφώνει συνεχώς τη στρατιωτική διάσταση του συνολικού περιβάλλοντος που αντιλαμβάνονται οι φορείς χάραξης πολιτικής και μέσα στο οποίο επιχειρούν.
Από την άλλη πλευρά, η ενεργητική ναυτική καταπίεση περιλαμβάνει τα αποτελέσματα που προκαλούνται από τη σκόπιμη άσκηση της περιορισμένης ένοπλης δράσης, η οποία είναι να αποσπάσει συγκεκριμένη αντίδραση από ένα συγκεκριμένο δρώντα. Η υποστηρικτική πτυχή αυτής της ενεργητικής ναυτικής καταπίεσης, καθησυχάζει γενικά το σύμμαχο ή τη φίλια δύναμη. Η καταναγκαστική πλευρά από την άλλη πλευρά μπορεί να είναι αρνητική (αποτρεπτική) ή θετική (εξαναγκαστική) από τη φύση της.
Ο James Cable από την άλλη πλευρά έχει ταξινομήσει τη «∆ιπλωματία των Κανονιοφόρων» σε τέσσερις πολιτικές κατηγορίες, οι οποίες είναι: η αποφασιστική δύναμη, η σκόπιμη δύναμη, η καταλυτική δύναμη και η εκφραστική - εκδηλωτική δύναμη.
-Αποφασιστική ∆ύναμη (Definitive Force): Η κύρια διάστασή της είναι ότι προσπαθεί να αφαιρέσει την αιτία και, συνεπώς, τη διευθέτηση του ζητήματος, για παράδειγμα με την καταστροφή μιας περιοχής, τη διάσωση λαφύρων ή αιχμαλώτων, διατηρώντας ή σπάζοντας τον ναυτικό αποκλεισμό ή την κατάσχεση - βύθιση πλοίων. ∆υστυχώς, πολύ λίγες διεθνείς διαφορές προσφέρονται για ανάλυση με τη χρήση αυτού του τύπου δύναμης. Ωστόσο, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, η αποφασιστική δύναμη είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για την εφαρμογή της «∆ιπλωματίας των Κανονιοφόρων». Η χρήση της είναι για να δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο στόχο ή να καταργήσει -αναιρέσει ένα τετελεσμένο γεγονός.
-Σκόπιμη ∆ύναμη (Purposeful Force): Πρόκειται για μια λιγότερο άμεση και αξιόπιστη δύναμη από ό,τι η αποφασιστική δύναμη, ενώ η επιτυχία της εξαρτάται κατά πόσο το θύμα θα επιλέξει να ανταποκριθεί σε αυτό το είδος της πίεσης. Επίσης, είναι επικίνδυνα σκόπιμο - η καταπολέμηση της φωτιάς με τη φωτιά - και οι κίνδυνοι επιδεινώνονται όταν τα εμπλεκόμενα μέρη είναι περισσότερο ή λιγότερο ίσης στρατιωτικής δύναμης. Η εφαρμογή της ναυτικής δύναμης είναι για να αλλάξει η πολιτική της άλλης πλευράς ή τον χαρακτήρα του στόχου της κυβέρνησης ή της ομάδας λήψης απόφασης.
-Καταλυτική ∆ύναμη (Catalytic Force): Πρόκειται για μια απάντηση ετοιμότητας σε μια ουσιαστικά άμορφη απειλή. Μπορεί να υπάρξει μια κρίση όπου μια κυβέρνηση θεωρεί ότι η παρουσία του ναυτικού της στόλου θα εμπόδιζε την κρίση. Έτσι εδώ η δύναμη είναι συχνά εφαρμόσιμη για έναν ασαφή σκοπό. Υπάρχει η αίσθηση, ότι πρόκειται να συμβεί κάτι, που θα μπορεί να προληφθεί εάν δύναμη ήταν διαθέσιμη κατά το κρίσιμο σημείο. Σχεδιάστηκε ως ένας μηχανισμός για να παρουσιάσει στους φορείς χάραξης πολιτικής αυξημένο εύρος επιλογών.
-Εκφραστική / Εκδηλωτική ∆ύναμη (Expressive Force): Η λιγότερο συχνή από τις χρήσεις των περιορισμένων ναυτικών δυνάμεων στην προώθηση του στόχου είναι η εκφραστική δύναμη. Στην υπόψη δύναμη, τα πολεμικά πλοία χρησιμοποιούνται για να τονίσουν τη στάση, να προσδώσουν την αληθοφάνεια με έναν ή άλλο τρόπο πειστικών δηλώσεων, ή να παρέχουν συναισθηματική διέξοδο. Είναι διαφορετική από τη χρήση σκόπιμης δύναμης, αλλά είναι συνήθως ασαφής και αβέβαιη ως προς το αποτέλεσμα της επιτυχίας της. Είναι σχεδιασμένη για να μεταφέρει ένα πολιτικό μήνυμα μέσα από τις εκφράσεις της ναυτικής δύναμης.
ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:"ΔΟΓΜΑ ΕΝΙΑΙΟΥ ΑΜΥΝΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ-ΑΟΖ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΟΦΟΡΩΝ"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου