Οι ευρωπαϊκές τράπεζες, με σύμμαχό τους την ΕΚΤ, έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να κρύβουν τους σκελετούς που κρύβουν στα ντουλάπια τους. Ως πότε, όμως, το «τονωτικό» που εμπνεύστηκε ο Μάριο Ντράγκι, θα λειτουργεί ευεργετικά;
Ο νέος πρόεδρος της ΕΚΤ προχώρησε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο στην παροχή τριετών δανείων στις τράπεζες,
προκειμένου να αποφευχθεί μια πιστωτική κρίση στην Ευρώπη, καθώς τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να αποπληρώσουν ποσά ομολόγων ύψους 230 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2012 και οι αγορές ομολόγων είναι σχεδόν κλειστές για τις τράπεζες.
Στην πρώτη προσφορά στις 21 Δεκεμβρίου, 523 ευρωτράπεζες δανείστηκαν 489 δισ. ευρώ. Αναλυτές εκτιμούν πως κατά τη δεύτερη προσφορά τριετών δανείων στις 29 Φεβρουαρίου θα δανειστούν τα διπλά ή ακόμη και τα τριπλά. «Μπορεί να δανεισθούν επιπλέον 1 τρισ. ευρώ τον Φεβρουάριο», δήλωσε υψηλόβαθμος τραπεζίτης σε διεθνές πρακτορείο, προσθέτοντας ότι «το ποσό μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο, αν τα πράγματα επιδεινωθούν στις αγορές». Την ίδια άποψη έχει διατυπώσει και η αμερικανική τράπεζα Goldman Sachs στους πελάτες της. Η πρόθεση για ακόμη μεγαλύτερο δανεισμό των τραπεζών από την ΕΚΤ αποτελεί περαιτέρω ένδειξη της πίεσης ρευστότητας που αντιμετωπίζει ο κλάδος.
Αναλυτές και οικονομολόγοι επισημαίνουν πως η ΕΚΤ έδωσε το «μπαζούκα» στις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες όμως θα το χρησιμοποιήσουν για να αγοράσουν το χρέος της χώρας τους. Με απλά λόγια, οι τράπεζες μπορούν να αντλούν χρηματοδότηση από την ΕΚΤ με 1% για μια 3ετία και να αγοράζουν ιταλικά ομόλογα με 6%, πράγμα που θα βοηθήσει στη μείωση του κόστους δανεισμού της Ιταλίας, ενώ παράλληλα θα φέρει στις τράπεζες υψηλές αποδόσεις, απαλλαγμένες από κινδύνους. Αυτό πράγματι συνέβη, καθώς οι τράπεζες χρησιμοποίησαν αρκετά από τα κεφάλαια που δανείσθηκαν τον προηγούμενο μήνα για αγορές ομολόγων χωρών της Ευρωζώνης με υψηλές αποδόσεις, βοηθώντας να μειωθεί το κόστος δανεισμού για χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, συντρέχουν λόγοι για να διατηρεί κανείς επιφυλάξεις απέναντι σε μια τέτοια λύση. Πρώτον, η ΕΚΤ επιχειρεί στην ουσία να χρηματοδοτήσει το κρατικό χρέος μέσα από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτό απέχει πολύ από το πνεύμα της ευρωπαϊκής συνθήκης. Δεύτερον, οι μέτοχοι των τραπεζών μπορούν πολύ σωστά να αναρωτηθούν γιατί οι τράπεζες που επί έναν ολόκληρο χρόνο ξεπουλάνε τα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας, παρότι είχαν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της διαφοράς επιτοκίων, θα αρχίσουν ξαφνικά να τα αγοράζουν. Και τρίτον και σημαντικότερο, αν η παρούσα κρίση προκλήθηκε από τον δεσμό μεταξύ του κινδύνου των τραπεζών και του κινδύνου των κρατών, έχει νόημα να τον ενισχύουμε; Σύμφωνα με οικονομολόγους, όλα αυτά είναι ταχυδακτυλουργίες, οι οποίες δεν μπορούν να έχουν ουσιαστικά αποτελέσματα στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος.
Οι ανησυχίες για την ευρωστία του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος έγκειται στο γεγονός πως τριάμισι χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν έχουν διαγράψει ακόμη τoξικά επενδυτικά προϊόντα από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09. Ετσι, εκτός από το τρέχον ζητούμενο της ενίσχυσής τους μετά το «κούρεμα» σε ομόλογα κρατών μελών της Ευρωζώνης, τοξικά επενδυτικά προϊόντα του παρελθόντος εξακολουθούν να είναι συσσωρευμένα στους ισολογισμούς τους. Εκθεση της Credit Suisse αποκαλύπτει ότι 16 τράπεζες της Ευρώπης εξακολουθούν να διατηρούν στους ισολογισμούς τους 386 δισ. ευρώ σε επενδυτικά τοξικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των Royal Bank of Scotland, Societe Generale, Barclays και Unicredit. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αυτό το ποσό ξεπερνά τα 350 δισ. ευρώ, που είναι η συνολική έκθεση 90 ευρωπαϊκών τραπεζών σε ελληνικά, ιρλανδικά, ιταλικά, πορτογαλικά και ισπανικά ομόλογα. Στο επίκεντρο των ανησυχιών αυτών βρίσκονται οι γερμανικές περιφερειακές τράπεζες (Landesbanken), οι οποίες περιγράφονται ως «ωρολογιακές βόμβες» που, όταν σκάσουν, θα προκαλέσουν ανυπολόγιστες ζημιές. Επί του παρόντος, κάθε απόπειρα του Βερολίνου για αναδιάρθρωση και εξυγίανση των Landesbanken είναι άκαρπη.
Είναι χαρακτηριστικό πως το επίπεδο των επισφαλών δανείων στις ισπανικές τράπεζες ανήλθε στα υψηλότερα επίπεδα 17 ετών ξεπερνώντας τα 135 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο. Η αξία των επισφαλών δανείων, που αφορούν κατά κύριο λόγο στεγαστικά δάνεια, έφτασε στα 135,7 δισ. ευρώ των συνολικών τραπεζικών ενεργητικών, σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας. Πρόκειται για το υψηλότερο μέγεθος από τον Νοέμβριο 1994.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν διορία έως τις 27 Ιανουαρίου να καταθέσουν τα σχέδιά τους στην Ευρωπαϊκή Αρχή. Σύμφωνα με πληροφορίες των «Financial Times», τουλάχιστον οι μισές τράπεζες κατέθεσαν αναξιόπιστα σχέδια. Το σημαντικότερο αγκάθι είναι η πώληση περιουσιακών στοιχείων, που δεν είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί σε τόσο υψηλές τιμές που έχουν υπολογίσει οι τράπεζες στα business plan. Mελέτη της Pricewaterhouse Cooper’s υπολογίζει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα πρέπει να πουλήσουν, εντός τριετίας, περιουσιακά στοιχεία 1,4 τρισ. ευρώ. Ωστόσο, οι μέχρι τώρα συμφωνίες είναι μικρές, με δεδομένο ότι τα «ενδιαφερόμενα» hedge funds ή άλλα επενδυτικά κεφάλαια θέλουν να αγοράσουν φθηνά.
Ετσι υπάρχει η αίσθηση πως οι ελπίδες των ευρωπαϊκών τραπεζών ότι θα αποφύγουν τις κρατικοποιήσεις με την πώληση στοιχείων ενεργητικού, ενδέχεται να διαψευστούν από την έλλειψη ενδιαφερόμενων αγοραστών. Οι τράπεζες στη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία, την Ιρλανδία, τη Γερμανία και την Ισπανία έχουν ανακοινώσει σχέδια συρρίκνωσης κατά 775 δισ. ευρώ τα επόμενα δύο χρόνια, σε μια προσπάθεια να μειώσουν τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησης και να εναρμονιστούν με τα αυστηρότερα όρια κεφαλαιακής επάρκειας. Ωστόσο, η έλλειψη αγοραστών καθιστά τους στόχους αυτούς μη ρεαλιστικούς. «H πώληση περιουσιακών στοιχείων είναι ανέφικτη στο τρέχον οικονομικό περιβάλλον», έχει τονίσει o Simon Maughan, επικεφαλής πωλήσεων της MF Global UK Ltd, στο Λονδίνο. «Ολες οι τράπεζες πουλάνε και καμία τράπεζα δεν αγοράζει. Απλά δεν πρόκειται να φέρει αποτελέσματα», πρόσθεσε, τονίζοντας ότι οι ανακεφαλαιοποιήσεις είναι αναπόφευκτες.
Να σημειωθεί πως σύμφωνα με δημοσίευμα της οικονομικής εφημερίδας Napi Gazdasag η γαλλική τράπεζα Credit Agricole έχει ξεκινήσει τις διαδικασίες εξόδου της από την Ουγγαρία. Η τράπεζα έχει ανακοινώσει ότι θα αποσύρει την παρουσία της από 21 χώρες και θα επαναπροσανατολίσει την επιχειρηματική στρατηγική της σε 32 χώρες οι οποίες παράγουν το 85% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η κίνηση επηρεάζει 60 εργαζόμενους στην Ουγγαρία και 1.750 στο διεθνές δίκτυο της Credit Agricole. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ένας ρωσικός τραπεζικός όμιλος ενδιαφέρεται να αναλάβει τον βραχίονα της Credit Agricole στην Βουδαπέστη.
banksnews
Ο νέος πρόεδρος της ΕΚΤ προχώρησε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο στην παροχή τριετών δανείων στις τράπεζες,
προκειμένου να αποφευχθεί μια πιστωτική κρίση στην Ευρώπη, καθώς τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να αποπληρώσουν ποσά ομολόγων ύψους 230 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2012 και οι αγορές ομολόγων είναι σχεδόν κλειστές για τις τράπεζες.
Στην πρώτη προσφορά στις 21 Δεκεμβρίου, 523 ευρωτράπεζες δανείστηκαν 489 δισ. ευρώ. Αναλυτές εκτιμούν πως κατά τη δεύτερη προσφορά τριετών δανείων στις 29 Φεβρουαρίου θα δανειστούν τα διπλά ή ακόμη και τα τριπλά. «Μπορεί να δανεισθούν επιπλέον 1 τρισ. ευρώ τον Φεβρουάριο», δήλωσε υψηλόβαθμος τραπεζίτης σε διεθνές πρακτορείο, προσθέτοντας ότι «το ποσό μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο, αν τα πράγματα επιδεινωθούν στις αγορές». Την ίδια άποψη έχει διατυπώσει και η αμερικανική τράπεζα Goldman Sachs στους πελάτες της. Η πρόθεση για ακόμη μεγαλύτερο δανεισμό των τραπεζών από την ΕΚΤ αποτελεί περαιτέρω ένδειξη της πίεσης ρευστότητας που αντιμετωπίζει ο κλάδος.
Αναλυτές και οικονομολόγοι επισημαίνουν πως η ΕΚΤ έδωσε το «μπαζούκα» στις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες όμως θα το χρησιμοποιήσουν για να αγοράσουν το χρέος της χώρας τους. Με απλά λόγια, οι τράπεζες μπορούν να αντλούν χρηματοδότηση από την ΕΚΤ με 1% για μια 3ετία και να αγοράζουν ιταλικά ομόλογα με 6%, πράγμα που θα βοηθήσει στη μείωση του κόστους δανεισμού της Ιταλίας, ενώ παράλληλα θα φέρει στις τράπεζες υψηλές αποδόσεις, απαλλαγμένες από κινδύνους. Αυτό πράγματι συνέβη, καθώς οι τράπεζες χρησιμοποίησαν αρκετά από τα κεφάλαια που δανείσθηκαν τον προηγούμενο μήνα για αγορές ομολόγων χωρών της Ευρωζώνης με υψηλές αποδόσεις, βοηθώντας να μειωθεί το κόστος δανεισμού για χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, συντρέχουν λόγοι για να διατηρεί κανείς επιφυλάξεις απέναντι σε μια τέτοια λύση. Πρώτον, η ΕΚΤ επιχειρεί στην ουσία να χρηματοδοτήσει το κρατικό χρέος μέσα από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτό απέχει πολύ από το πνεύμα της ευρωπαϊκής συνθήκης. Δεύτερον, οι μέτοχοι των τραπεζών μπορούν πολύ σωστά να αναρωτηθούν γιατί οι τράπεζες που επί έναν ολόκληρο χρόνο ξεπουλάνε τα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας, παρότι είχαν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της διαφοράς επιτοκίων, θα αρχίσουν ξαφνικά να τα αγοράζουν. Και τρίτον και σημαντικότερο, αν η παρούσα κρίση προκλήθηκε από τον δεσμό μεταξύ του κινδύνου των τραπεζών και του κινδύνου των κρατών, έχει νόημα να τον ενισχύουμε; Σύμφωνα με οικονομολόγους, όλα αυτά είναι ταχυδακτυλουργίες, οι οποίες δεν μπορούν να έχουν ουσιαστικά αποτελέσματα στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος.
Οι ανησυχίες για την ευρωστία του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος έγκειται στο γεγονός πως τριάμισι χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν έχουν διαγράψει ακόμη τoξικά επενδυτικά προϊόντα από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09. Ετσι, εκτός από το τρέχον ζητούμενο της ενίσχυσής τους μετά το «κούρεμα» σε ομόλογα κρατών μελών της Ευρωζώνης, τοξικά επενδυτικά προϊόντα του παρελθόντος εξακολουθούν να είναι συσσωρευμένα στους ισολογισμούς τους. Εκθεση της Credit Suisse αποκαλύπτει ότι 16 τράπεζες της Ευρώπης εξακολουθούν να διατηρούν στους ισολογισμούς τους 386 δισ. ευρώ σε επενδυτικά τοξικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των Royal Bank of Scotland, Societe Generale, Barclays και Unicredit. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αυτό το ποσό ξεπερνά τα 350 δισ. ευρώ, που είναι η συνολική έκθεση 90 ευρωπαϊκών τραπεζών σε ελληνικά, ιρλανδικά, ιταλικά, πορτογαλικά και ισπανικά ομόλογα. Στο επίκεντρο των ανησυχιών αυτών βρίσκονται οι γερμανικές περιφερειακές τράπεζες (Landesbanken), οι οποίες περιγράφονται ως «ωρολογιακές βόμβες» που, όταν σκάσουν, θα προκαλέσουν ανυπολόγιστες ζημιές. Επί του παρόντος, κάθε απόπειρα του Βερολίνου για αναδιάρθρωση και εξυγίανση των Landesbanken είναι άκαρπη.
Είναι χαρακτηριστικό πως το επίπεδο των επισφαλών δανείων στις ισπανικές τράπεζες ανήλθε στα υψηλότερα επίπεδα 17 ετών ξεπερνώντας τα 135 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο. Η αξία των επισφαλών δανείων, που αφορούν κατά κύριο λόγο στεγαστικά δάνεια, έφτασε στα 135,7 δισ. ευρώ των συνολικών τραπεζικών ενεργητικών, σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας. Πρόκειται για το υψηλότερο μέγεθος από τον Νοέμβριο 1994.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν διορία έως τις 27 Ιανουαρίου να καταθέσουν τα σχέδιά τους στην Ευρωπαϊκή Αρχή. Σύμφωνα με πληροφορίες των «Financial Times», τουλάχιστον οι μισές τράπεζες κατέθεσαν αναξιόπιστα σχέδια. Το σημαντικότερο αγκάθι είναι η πώληση περιουσιακών στοιχείων, που δεν είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί σε τόσο υψηλές τιμές που έχουν υπολογίσει οι τράπεζες στα business plan. Mελέτη της Pricewaterhouse Cooper’s υπολογίζει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα πρέπει να πουλήσουν, εντός τριετίας, περιουσιακά στοιχεία 1,4 τρισ. ευρώ. Ωστόσο, οι μέχρι τώρα συμφωνίες είναι μικρές, με δεδομένο ότι τα «ενδιαφερόμενα» hedge funds ή άλλα επενδυτικά κεφάλαια θέλουν να αγοράσουν φθηνά.
Ετσι υπάρχει η αίσθηση πως οι ελπίδες των ευρωπαϊκών τραπεζών ότι θα αποφύγουν τις κρατικοποιήσεις με την πώληση στοιχείων ενεργητικού, ενδέχεται να διαψευστούν από την έλλειψη ενδιαφερόμενων αγοραστών. Οι τράπεζες στη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία, την Ιρλανδία, τη Γερμανία και την Ισπανία έχουν ανακοινώσει σχέδια συρρίκνωσης κατά 775 δισ. ευρώ τα επόμενα δύο χρόνια, σε μια προσπάθεια να μειώσουν τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησης και να εναρμονιστούν με τα αυστηρότερα όρια κεφαλαιακής επάρκειας. Ωστόσο, η έλλειψη αγοραστών καθιστά τους στόχους αυτούς μη ρεαλιστικούς. «H πώληση περιουσιακών στοιχείων είναι ανέφικτη στο τρέχον οικονομικό περιβάλλον», έχει τονίσει o Simon Maughan, επικεφαλής πωλήσεων της MF Global UK Ltd, στο Λονδίνο. «Ολες οι τράπεζες πουλάνε και καμία τράπεζα δεν αγοράζει. Απλά δεν πρόκειται να φέρει αποτελέσματα», πρόσθεσε, τονίζοντας ότι οι ανακεφαλαιοποιήσεις είναι αναπόφευκτες.
Να σημειωθεί πως σύμφωνα με δημοσίευμα της οικονομικής εφημερίδας Napi Gazdasag η γαλλική τράπεζα Credit Agricole έχει ξεκινήσει τις διαδικασίες εξόδου της από την Ουγγαρία. Η τράπεζα έχει ανακοινώσει ότι θα αποσύρει την παρουσία της από 21 χώρες και θα επαναπροσανατολίσει την επιχειρηματική στρατηγική της σε 32 χώρες οι οποίες παράγουν το 85% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η κίνηση επηρεάζει 60 εργαζόμενους στην Ουγγαρία και 1.750 στο διεθνές δίκτυο της Credit Agricole. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ένας ρωσικός τραπεζικός όμιλος ενδιαφέρεται να αναλάβει τον βραχίονα της Credit Agricole στην Βουδαπέστη.
banksnews
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου