Γράφει ο Λ. Βατικιώτης
Τα μέτρα βίαιης εξαθλίωσης του πληθυσμού που περιλαμβάνονται στο νέο μνημόνιο (μείωση μισθών και ημερομισθίων έως και ένα τρίτο για τους νέους κάτω τω 25 ετών, οριζόντιες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, απολύσεις 150.000 δημοσίων υπαλλήλων και άλλα) δείχνουν με τον πιο ώμο τρόπο πως το ζητούμενο από το πρόγραμμα ανταλλαγής των ελληνικών ομολόγων όπως συμφωνήθηκε στη σύνοδο κορυφής της ...
Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 26 -27 Οκτωβρίου δεν ήταν γενικώς και αορίστως η ελάφρυνση του χρέους. Σκοπός για παράδειγμα δεν ήταν να σταματήσει η απαράδεκτη ηθικά κατάσταση να αφιερώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό 87 δις. ευρώ για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους και για την παιδεία 5,7 δις. ή την υγεία 4,8 δισ. ευρώ.
Οι στόχοι ήταν δύο. Κατ αρχάς να καταστεί το χρέος “βιώσιμο”. Στην καθομιλούμενη, να συνεχίσει το χρέος να πληρώνεται με όρους μάλιστα που θα επιβάλουν οι πιστωτές, έστω κι αν χάσουν μέρος των αναμενόμενων κερδών.
Το δεύτερο ζητούμενο ήταν ο εξανδραποδισμός ενός λαού που θα πρέπει να ζήσει χωρίς να έχει να φάει και η ταπείνωση μιας χώρας που θα τρέχει να βρει το δίκιο της στα βρετανικά δικαστήρια και στο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, όπως ρητά αναφέρεται στη δανειακή σύμβαση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ωστόσο το γεγονός ότι ανάλογες ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις χρέους με πρωτοβουλία των δανειστών, έχουν συμβεί κατ επανάληψη τα τελευταία χρόνια, από τη δεκαετία του 90 και μετά συγκεκριμένα με ένα κοινό χαρακτηριστικό να συνδέει όλες αυτές τις περιπτώσεις: την οικτρή αποτυχία των σχεδίων αναδιάρθρωσης στον βαθμό που η βαριά σκιά του δημοσίου χρέους δεν απομακρύνθηκε από την οικονομική ζωή, ενώ ο λαός εξαθλιώθηκε.
Αξίζει να δούμε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Η πιο εκτεταμένη προσπάθεια διαγραφής δημόσιου χρέους που έγινε τα τελευταία είκοσι χρόνια, ήταν τη δεκαετία του ‘90. Από την μια ο φόβος να μην εμφανιστεί μια νέα κρίση χρέους όπως συνέβη την δεκαετία του ‘80, κι από την άλλη η πίεση που δημιουργούσαν κινηματικές πρωτοβουλίες που υπερέβησαν τα συνήθη όρια, καθώς συμμετείχε ακόμη και το Βατικανό, με αίτημα την διαγραφή του χρέους του Τρίτου Κόσμου ανάγκασαν τους διεθνείς οργανισμούς (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα, G20 κ.α.) να εγκαταλείψουν την ιερή αρχή της «μη επέμβασης» στις υποθέσεις των αγορών.
Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε η πρωτοβουλία που επιχείρησε την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους 41 φτωχών υπερχρεωμένων χωρών και έμεινε στην ιστορία με το αρκτικόλεξο HIPC (Heavily Idebted Poor Countries). Η μείωση όμως του χρέους τους κατά 100 δισ. δολ., όπως ανακοινώθηκε το 1999, γρήγορα αποδείχθηκε πως ήταν ένας συγκαλυμμένος τρόπος για να δοθεί μια νέα ώθηση στην εφαρμογή των απάνθρωπων και εξοντωτικών προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής που επέβαλλε το ΔΝΤ σε όλο τον κόσμο. Οι όροι φυσικά που απαίτησαν οι πιστωτές για να εγκρίνουν την παραγραφή μέρους του χρέους των φτωχών χωρών δε έφεραν την μισητή ετικέτα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής, επί της ουσίας όμως ήταν πίστη αντιγραφή τους. Για παράδειγμα, όταν η Ζάμπια αρνήθηκε να ιδιωτικοποιήσει την εθνική της τράπεζα, παραβιάζοντας όρο που είχε αναλάβει για να υπαχθεί στη ρύθμιση, το ΔΝΤ την απείλησε πως θα ακύρωνε την διαγραφή του χρέους, ύψους 1δισ. δολ. Από τη Νικαράγουα απαιτήθηκε να ιδιωτικοποιήσει την εθνική εταιρεία υδροηλεκτρισμού, ενώ η Σενεγάλη δεν εντάχτηκε στη ρύθμιση επειδή δεν ιδιωτικοποιήσει την εθνική βιομηχανία φιστικιού, όπως επίμονα απαιτούσαν οι πιστωτές της μέσω του ΔΝΤ. Υπάρχουν αναρίθμητα ακόμη παραδείγματα που δείχνουν ότι μαζί με τις ιδεοληψίες τους, τα στελέχη του ΔΝΤ προωθούν συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα ή «ασκούν εμπορική πολιτική» για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια τεχνοκράτη από το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών, όταν άκουσε πως το ΔΝΤ ζήτησε την υπαγωγή του ελληνικού κρασιού στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και την μείωση των φόρων στα πολυτελή αυτοκίνητα, που πράγματι οι πωλήσεις τους έχουν πέσει κατακόρυφα τα τελευταία δυο χρόνια στην Ελλάδα.
Επιστρέφοντας στις αναπτυσσόμενες χώρες, το αποτέλεσμα αυτών των ρυθμίσεων σε ό,τι αφορά το χρέος ήταν εντελώς αντίθετο των προσδοκιών και των υποσχέσεων. Από 500 δισ. δολ. το 1980, έφτασε το 1 τρισ. δολ. το 1985 και τα 2 τρισ. δολ., το 2000. Ότι έχει συμβεί και στην Ελλάδα που όσο διαρκεί η διάσωση μας από ΔΝΤ και ΕΕ το δημόσιο χρέος έχει καταγράψει αύξηση ρεκόρ…
Ένα άλλο εξ ίσου διδακτικό για τα καθ’ ημάς παράδειγμα είναι η Τζαμάικα. Μάλιστα, ο αμερικανός οικονομολόγος Μαρκ Ουάισμπροτ με άρθρο του στον βρετανικό Γκάρντιαν στις 22 Ιουλίου 2011 είχε έγκαιρα επισημάνει με βάση την εμπειρία της Τζαμάικας τον κίνδυνο η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους νά γίνει μπούμερανγκ για το λαό και την χώρα. Η δεινή θέση στην οποία βρίσκεται το μικρό αυτό νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής, με τα 2,8 εκ. κατοίκους, υποδηλώνεται από δύο δείκτες: το υψηλό δημόσιο χρέος που ανέρχεται στο 123% του ΑΕΠ και, κάτι πολύ πιο ανησυχητικό, τους πολύ υψηλούς τόκους που πληρώνει και φθάνουν στο 13% του ΑΕΠ, όταν η Ελλάδα με μεγαλύτερο δημόσιο χρέος (166%του ΑΕΠ) πληρώνει για τόκους το 6,7% του ΑΕΠ και η Ιαπωνία με χρέος ακόμη μεγαλύτερο στο 220% πληρώνει το 2% του ΑΕΠ της για τόκους. Το “προνόμιο” της Ιαπωνίας είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι καλύπτει τις δανειακές της ανάγκες με εσωτερικό δανεισμό χωρίς νά εξαρτάται από τις βαθμολογίες των οίκων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και τους εκβιασμούς τους. Η Τζαμάικα έκανε ότι λίγο πολύ ότι έκανε και η Ελλάδα, παρότι μάλιστα είχε πικρή εμπειρία από τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής τα οποία υπέστη από το 1973 μέχρι το 1996 και τον Φεβρουάριο του 2011 υπέγραψε συμφωνία αναδιάρθρωσης του χρέους της. Το αποτέλεσμα τελικά ήταν να διαμορφωθεί ένα προφίλ χρέους, με το δημόσιο να είναι υποχρεωμένο να αναχρηματοδοτήσει το 46% του χρέους του στα επόμενα πέντε χρόνια! Ως αποτέλεσμα είναι θέμα χρόνου μια νέα αναδιάρθρωση που θα προκαλέσει νέα βάρη στους φορολογούμενους.
Οι παραπάνω περιπτώσεις παρά τις τεράστιες διάφορες τους ενοποιούνται από το εξής κοινό χαρακτηριστικό: ότι όλες αυτές οι κυβερνήσεις παραιτήθηκαν από τα κυριαρχικά τους δικαιώματα να κηρύξουν ακόμη και στάση πληρωμών, σε σύγκρουση με τους δανειστές τους επικαλούμενες το διεθνές δίκαιο, ανθρωπιστικούς λόγους και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που έχει διαμορφωθεί στο εσωτερικό τους και ανέθεσαν στο ΔΝΤ και τους τραπεζίτες να λύσουν το πρόβλημα του δημοσίου χρέους. Τι άλλο από εξαθλίωση του λαού και ταπείνωση της χώρας;
Πηγή: Περιοδικό "Επίκαιρα"
Τα μέτρα βίαιης εξαθλίωσης του πληθυσμού που περιλαμβάνονται στο νέο μνημόνιο (μείωση μισθών και ημερομισθίων έως και ένα τρίτο για τους νέους κάτω τω 25 ετών, οριζόντιες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, απολύσεις 150.000 δημοσίων υπαλλήλων και άλλα) δείχνουν με τον πιο ώμο τρόπο πως το ζητούμενο από το πρόγραμμα ανταλλαγής των ελληνικών ομολόγων όπως συμφωνήθηκε στη σύνοδο κορυφής της ...
Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 26 -27 Οκτωβρίου δεν ήταν γενικώς και αορίστως η ελάφρυνση του χρέους. Σκοπός για παράδειγμα δεν ήταν να σταματήσει η απαράδεκτη ηθικά κατάσταση να αφιερώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό 87 δις. ευρώ για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους και για την παιδεία 5,7 δις. ή την υγεία 4,8 δισ. ευρώ.
Οι στόχοι ήταν δύο. Κατ αρχάς να καταστεί το χρέος “βιώσιμο”. Στην καθομιλούμενη, να συνεχίσει το χρέος να πληρώνεται με όρους μάλιστα που θα επιβάλουν οι πιστωτές, έστω κι αν χάσουν μέρος των αναμενόμενων κερδών.
Το δεύτερο ζητούμενο ήταν ο εξανδραποδισμός ενός λαού που θα πρέπει να ζήσει χωρίς να έχει να φάει και η ταπείνωση μιας χώρας που θα τρέχει να βρει το δίκιο της στα βρετανικά δικαστήρια και στο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, όπως ρητά αναφέρεται στη δανειακή σύμβαση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ωστόσο το γεγονός ότι ανάλογες ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις χρέους με πρωτοβουλία των δανειστών, έχουν συμβεί κατ επανάληψη τα τελευταία χρόνια, από τη δεκαετία του 90 και μετά συγκεκριμένα με ένα κοινό χαρακτηριστικό να συνδέει όλες αυτές τις περιπτώσεις: την οικτρή αποτυχία των σχεδίων αναδιάρθρωσης στον βαθμό που η βαριά σκιά του δημοσίου χρέους δεν απομακρύνθηκε από την οικονομική ζωή, ενώ ο λαός εξαθλιώθηκε.
Αξίζει να δούμε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Η πιο εκτεταμένη προσπάθεια διαγραφής δημόσιου χρέους που έγινε τα τελευταία είκοσι χρόνια, ήταν τη δεκαετία του ‘90. Από την μια ο φόβος να μην εμφανιστεί μια νέα κρίση χρέους όπως συνέβη την δεκαετία του ‘80, κι από την άλλη η πίεση που δημιουργούσαν κινηματικές πρωτοβουλίες που υπερέβησαν τα συνήθη όρια, καθώς συμμετείχε ακόμη και το Βατικανό, με αίτημα την διαγραφή του χρέους του Τρίτου Κόσμου ανάγκασαν τους διεθνείς οργανισμούς (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα, G20 κ.α.) να εγκαταλείψουν την ιερή αρχή της «μη επέμβασης» στις υποθέσεις των αγορών.
Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε η πρωτοβουλία που επιχείρησε την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους 41 φτωχών υπερχρεωμένων χωρών και έμεινε στην ιστορία με το αρκτικόλεξο HIPC (Heavily Idebted Poor Countries). Η μείωση όμως του χρέους τους κατά 100 δισ. δολ., όπως ανακοινώθηκε το 1999, γρήγορα αποδείχθηκε πως ήταν ένας συγκαλυμμένος τρόπος για να δοθεί μια νέα ώθηση στην εφαρμογή των απάνθρωπων και εξοντωτικών προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής που επέβαλλε το ΔΝΤ σε όλο τον κόσμο. Οι όροι φυσικά που απαίτησαν οι πιστωτές για να εγκρίνουν την παραγραφή μέρους του χρέους των φτωχών χωρών δε έφεραν την μισητή ετικέτα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής, επί της ουσίας όμως ήταν πίστη αντιγραφή τους. Για παράδειγμα, όταν η Ζάμπια αρνήθηκε να ιδιωτικοποιήσει την εθνική της τράπεζα, παραβιάζοντας όρο που είχε αναλάβει για να υπαχθεί στη ρύθμιση, το ΔΝΤ την απείλησε πως θα ακύρωνε την διαγραφή του χρέους, ύψους 1δισ. δολ. Από τη Νικαράγουα απαιτήθηκε να ιδιωτικοποιήσει την εθνική εταιρεία υδροηλεκτρισμού, ενώ η Σενεγάλη δεν εντάχτηκε στη ρύθμιση επειδή δεν ιδιωτικοποιήσει την εθνική βιομηχανία φιστικιού, όπως επίμονα απαιτούσαν οι πιστωτές της μέσω του ΔΝΤ. Υπάρχουν αναρίθμητα ακόμη παραδείγματα που δείχνουν ότι μαζί με τις ιδεοληψίες τους, τα στελέχη του ΔΝΤ προωθούν συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα ή «ασκούν εμπορική πολιτική» για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια τεχνοκράτη από το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών, όταν άκουσε πως το ΔΝΤ ζήτησε την υπαγωγή του ελληνικού κρασιού στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και την μείωση των φόρων στα πολυτελή αυτοκίνητα, που πράγματι οι πωλήσεις τους έχουν πέσει κατακόρυφα τα τελευταία δυο χρόνια στην Ελλάδα.
Επιστρέφοντας στις αναπτυσσόμενες χώρες, το αποτέλεσμα αυτών των ρυθμίσεων σε ό,τι αφορά το χρέος ήταν εντελώς αντίθετο των προσδοκιών και των υποσχέσεων. Από 500 δισ. δολ. το 1980, έφτασε το 1 τρισ. δολ. το 1985 και τα 2 τρισ. δολ., το 2000. Ότι έχει συμβεί και στην Ελλάδα που όσο διαρκεί η διάσωση μας από ΔΝΤ και ΕΕ το δημόσιο χρέος έχει καταγράψει αύξηση ρεκόρ…
Ένα άλλο εξ ίσου διδακτικό για τα καθ’ ημάς παράδειγμα είναι η Τζαμάικα. Μάλιστα, ο αμερικανός οικονομολόγος Μαρκ Ουάισμπροτ με άρθρο του στον βρετανικό Γκάρντιαν στις 22 Ιουλίου 2011 είχε έγκαιρα επισημάνει με βάση την εμπειρία της Τζαμάικας τον κίνδυνο η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους νά γίνει μπούμερανγκ για το λαό και την χώρα. Η δεινή θέση στην οποία βρίσκεται το μικρό αυτό νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής, με τα 2,8 εκ. κατοίκους, υποδηλώνεται από δύο δείκτες: το υψηλό δημόσιο χρέος που ανέρχεται στο 123% του ΑΕΠ και, κάτι πολύ πιο ανησυχητικό, τους πολύ υψηλούς τόκους που πληρώνει και φθάνουν στο 13% του ΑΕΠ, όταν η Ελλάδα με μεγαλύτερο δημόσιο χρέος (166%του ΑΕΠ) πληρώνει για τόκους το 6,7% του ΑΕΠ και η Ιαπωνία με χρέος ακόμη μεγαλύτερο στο 220% πληρώνει το 2% του ΑΕΠ της για τόκους. Το “προνόμιο” της Ιαπωνίας είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι καλύπτει τις δανειακές της ανάγκες με εσωτερικό δανεισμό χωρίς νά εξαρτάται από τις βαθμολογίες των οίκων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και τους εκβιασμούς τους. Η Τζαμάικα έκανε ότι λίγο πολύ ότι έκανε και η Ελλάδα, παρότι μάλιστα είχε πικρή εμπειρία από τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής τα οποία υπέστη από το 1973 μέχρι το 1996 και τον Φεβρουάριο του 2011 υπέγραψε συμφωνία αναδιάρθρωσης του χρέους της. Το αποτέλεσμα τελικά ήταν να διαμορφωθεί ένα προφίλ χρέους, με το δημόσιο να είναι υποχρεωμένο να αναχρηματοδοτήσει το 46% του χρέους του στα επόμενα πέντε χρόνια! Ως αποτέλεσμα είναι θέμα χρόνου μια νέα αναδιάρθρωση που θα προκαλέσει νέα βάρη στους φορολογούμενους.
Οι παραπάνω περιπτώσεις παρά τις τεράστιες διάφορες τους ενοποιούνται από το εξής κοινό χαρακτηριστικό: ότι όλες αυτές οι κυβερνήσεις παραιτήθηκαν από τα κυριαρχικά τους δικαιώματα να κηρύξουν ακόμη και στάση πληρωμών, σε σύγκρουση με τους δανειστές τους επικαλούμενες το διεθνές δίκαιο, ανθρωπιστικούς λόγους και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που έχει διαμορφωθεί στο εσωτερικό τους και ανέθεσαν στο ΔΝΤ και τους τραπεζίτες να λύσουν το πρόβλημα του δημοσίου χρέους. Τι άλλο από εξαθλίωση του λαού και ταπείνωση της χώρας;
Πηγή: Περιοδικό "Επίκαιρα"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου