Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Κεμαλικός και Νεοθωμανικός θαλάσσιος ιμπεριαλισμός και ΑΟΖ



AOZ και Ελληνική «στρατηγική ψυχραιμία»…

Tου Δρ. Γεωργίου Κ. Φίλη
Από τα τέλη του 2008 έως σήμερα παρατηρείται στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο μία άνευ προηγουμένου τουρκική συμπεριφορά απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, στοχευμένη προσεκτικά σε προκλήσεις ναυτικού χαρακτήρα, που σκοπό έχουν την ευθεία αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Αθήνας και της Λευκωσίας στην εν λόγω περιοχή. Η φράση-κλειδί, η οποία τρομοκρατεί και εν πολλοίς εξηγεί τη συμπεριφορά της Άγκυρας, αποτελείται από τρεις λέξεις: ΑποκλειστικήΟικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Μία απλή παράθεση των διεθνών προβλέψεων για την εγκαθίδρυση ΑΟΖ, ειδικότερα στην περιοχή μας, καθιστά σαφές το γιατί η Άγκυρα, για άλλη μια φορά, προσπαθεί να εκφοβίσει την Αθήνα ώστε να μην εξασκήσει δικαιώματα που βασίζονται στο διεθνές δίκαιο και στις διεθνείς

συνθήκες.
Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί πως η τουρκική στρατηγική παραμένει αναλλοίωτη, ανεξαρτήτως από το ποιος βρίσκεται στην εξουσία, ενώ μία απλή παράθεση βασικών ιδεολογικών και «προγραμματικών» εξαγγελιών, τόσο των Κεμαλιστών όσο και των Νεοθωμανών, καταδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας πως η κατάσταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο με μαθηματική ακρίβεια οδηγείται στη σύγκρουση, όση «στρατηγική ψυχραιμία» και «μη εξαρτημένα αντανακλαστικά» να επιδεικνύει η Αθήνα.

«Στις αυτοκρατορίες η ναυτική δύναμη είναι εξαιρετικά σημαντική. Ο στόλος έχει διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στην επικράτηση και στην υπεροχή της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ολλανδίας, της Αγγλίας και των ΗΠΑ».
Ιλκέρ Μπασμπούγ

Η Τουρκία απέκτησε ένα στρατηγικό πλεονέκτημα τη δεκαετία του 1970 επί της κυπριακής παραμέτρου, το οποίο και πρέπει να αξιοποιήσει όχι ως στοιχείο μίας αμυντικής κυπριακής πολιτικής, δηλαδή με στόχο τη διαφύλαξη του status quo, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μιας -διπλωματικής φύσεως- επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής».
Αχμέτ Νταβούτογλου


  • Το θαλάσσιο στρατηγικό δόγμα της Άγκυρας
Oι παραπάνω δηλώσεις είναι ενδεικτικές για το πνεύμα με το οποίο αντιμετωπίζουν τόσο η κοσμική κεμαλική ελίτ όσο και η ισλαμική νεοθωμανική ηγεσία την έννοια της τουρκικής θαλάσσιας ισχύος. Είναι σαφές, και θα καταδειχθεί με περισσότερες αναφορές παρακάτω, πως η δήλωση του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας στο αρχηγείο του Ναυτικού πριν από μερικές εβδομάδες είναι απολύτως συμβατή με τις απόψεις του υπουργού Εξωτερικών και καθηγητή Αχμέτ Νταβούτογλου, όπως αυτές παρουσιάζονται στο βιβλίο του Στρατηγικό Βάθος: O Διεθνής Ρόλος της Τουρκίας. Ο Ι. Μπασμπούγ μιλάει για τη ναυτική παράμετρο μίας αυτοκρατορικής δύναμης, ενώ ο Α. Νταβούτογλου υπογραμμίζει την ανάγκη ανάπτυξης «επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής» με βάση τα τετελεσμένα στη μαρτυρική Κύπρο.
Και οι δύο άντρες, αν και από διαφορετικά ιδεολογικά μετερίζια –ο ένας Νεότουρκος ό άλλος Πανισλαμιστής–, αναφέρονται στον ίδιο «στόχο», δηλαδή της θαλάσσιας κυριαρχίας, ο οποίος θα επιτευχθεί με τα ίδια «μέσα», δηλαδή με επιθετική θαλάσσια στρατηγική που πρόκειται να εξυπηρετήσει ένα κοινό «ιδεολόγημα», τη δημιουργία μίας «αυτοκρατορικής Τουρκίας», είτε αυτή είναι νεοτουρκική, είτε πανισλαμική, ή –γιατί όχι– ένα υβρίδιο των δύο…
Η κεμαλική άποψη αναφορικά με τη θαλάσσια στρατηγική της Άγκυρας συνίσταται στην έννοια της «στρατηγικής περικύκλωσης» και στο πώς η Τουρκία θα πρέπει, πάση θυσία, να την αποτρέψει. Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε δημιουργήσει ολοκληρωμένη στρατηγική σκέψη για τα τεκταινόμενα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο ήδη από τη δεκαετία του 1920 και του 1930, όταν το Βόρειο και Κεντρικό Αιγαίο βρισκόταν υπό ελληνικό έλεγχο, τα Δωδεκάνησα υπό ιταλικό και η Κύπρος υπό αγγλικό. Σύμφωνα με τον Σουκρού Ελεκντάγ, βουλευτή του ρεπουμπλικανικού κόμματος και έναν από τους «προμάχους» του τουρκικού casus belli κατά της Ελλάδας, το 1995, «ο Ατατούρκ έχει εξηγήσει σε αξιωματικούς του επιτελείου του πως η μόνη διέξοδος και διάδρομος ανεφοδιασμού για μία Τουρκία που είναι περικυκλωμένη στο Αιγαίο από νήσους που βρίσκονται υπό ξένη κυριαρχία είναι ο Νότος. Συμπλήρωσε ακόμα πως στο Νότο απέναντι από τις τουρκικές ακτές βρίσκεται η νήσος Κύπρος. Εάν η Κύπρος βρεθεί υπό την κυριαρχία μίας ξένης, εχθρικής προς την Τουρκία, δύναμης τότε όλοι οι διάδρομοι ανεφοδιασμού της Μικράς Ασίας θα αποκοπούν, με αποτέλεσμα η ασφάλεια της Τουρκίας να κινδυνεύει».
Έτσι είναι λογικό να υποτεθεί πως στα προ του B΄ ΠΠ έτη η Άγκυρα αισθανόταν «ήρεμη» αφού περιβαλλόταν από τρεις δυνάμεις (Ελλάδα, Ιταλία και Αγγλία) χωρίς κοινά συμφέροντα μεταξύ τους. Η ενσωμάτωση όμως των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, με την ταυτόχρονη εξάλειψη της Ιταλίας, σε συνδυασμό με την ΕΟΚΑ Α΄, η οποία έθεσε ουσιαστικά υπό ελληνική κηδεμονία –αν όχι έλεγχο – την Κύπρο, οδήγησε την Άγκυρα στην ανάπτυξη ενός συνδρόμου «στρατηγικής περικύκλωσης», που έθετε σε εφαρμογή ο «προαιώνιος εχθρός», η Ελλάδα.
Φυσικά, η πολιτική της Άγκυρας κατά τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ, που αποσκοπούσε στην ανακατάληψη νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να μας διαφεύγει την προσοχή. Σύμφωνα με την Άγκυρα, οι νήσοι του Ανατολικού Αιγαίου αποτελούν «ανάχωμα» εάν βρίσκονται υπό τουρκική κατοχή ή «προγεφύρωμα» εάν βρίσκονται υπό ελληνικό έλεγχο, προς τα «κατακτητικά» σχέδια της Αθήνας.
Είναι σαφές πως για την κεμαλική ελίτ, η ελληνική επιτυχία στο να ελέγξει σχεδόν ολοκληρωτικά το Αιγαίο και εν πολλοίς την Ανατολική Μεσόγειο, μέσω της Κύπρου, αναγέννησε τα σύνδρομα της «Σεβροφοβίας», τα οποία σε συνδυασμό με τον υπολανθάνοντα –έως την εποχή εκείνη– κεμαλικό εθνικισμό οδήγησαν στα θλιβερά γεγονότα του 1955 στην Κωνσταντινούπολη.
Τα Σεπτεμβριανά αποτελούν την επίσημη αφετηρία μιας τουρκικής προσπάθειας ανατροπής του θαλασσίου status quo, διαδικασία η οποία, 55 χρόνια μετά, μας οδήγησε στο να δούμε τουρκικά πολεμικά σκάφη στο Σούνιο. Γενικά, θα μπορούσε να θεωρηθεί πως η κεμαλική ελίτ αντιμετώπιζε επισήμως το θέμα, τουλάχιστον μέχρι την εισβολή στην Κύπρο, υπό ένα «αμυντικό» θεωρητικό επεξηγηματικό πλαίσιο.
Σύμφωνα με τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Καντίρ Χας της Κωνσταντινούπολης, τον καθηγητή Μουσταφά Αϊντίν, «ένας σημαντικός παράγοντας στον τουρκικό τρόπο σκέψης, όσον αφορά την ασφάλεια, είναι ότι τα νησιά του Αιγαίου, εφόσον βρίσκονται υπό τον έλεγχο μίας εχθρικής δύναμης, μπορούν να απαγορεύσουν στην Τουρκία τη χρήση των δύο κύριων λιμένων της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης και να εμποδίσουν την είσοδο στα Στενά. Στην περίπτωση αυτή, η ναυσιπλοΐα μπορεί να είναι ασφαλής από την πλευρά της Ανατολικής Μεσογείου, μόνον εφόσον η νήσος Κύπρος, που μπορεί να αποκλείσει την περιοχή, ελέγχεται από φιλική κυβέρνηση».
Σύμφωνα με τον Νίκο Κουρή, πρώην υφυπουργό Άμυνας, έγγραφο του τουρκικού επιτελείου που βρέθηκε σε ελληνικά χέρια, ουσιαστικά επιβεβαιώνει την ανωτέρω ανάλυση αφού γράφει πως «τα ανατολικά νησιά του Βορείου Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος) περικλείουν τα παράλια της Ανατολίας στο Αιγαίο. Τα νησιά αυτά κατέχουν θέσεις στις προσβάσεις εισβολής στην Ανατολία και αποτελούν προφυλακή για την άμυνά της σε περίπτωση επίθεσης», άρα «από απόψεως ασφάλειας της Τουρκίας, εκτός των σημερινών συνόρων, υπάρχει ανάγκη δημιουργίας μιας ζώνης ασφαλείας που να συμπεριλαμβάνει και τα κοντινά νησιά». Φυσικά, θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως όλο το συγκεκριμένο θεωρητικό κατασκεύασμα έχει να κάνει με την ανάγκη «εφοδιασμού» της Άγκυρας από την αγγλοσαξονική ναυτική Δύση ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τον βόρειο επικίνδυνο γείτονα – τότε τη Σοβιετική Ένωση και σήμερα τη Ρωσία.
Η άνοδος των πανισλαμιστών του AKP έφερε στην επιφάνεια ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο αντιμετώπισης των εξωτερικών προκλήσεων για την Τουρκία, οι οποίες πλέον αντιμετωπίζονται με μία μεγαλύτερη εξωστρέφεια και αυτοπεποίθηση. Η πανισλαμιστική νεοθωμανική συστημική προσέγγιση βασίζεται σε ξεκάθαρες γεωπολιτικές και γεωπολιτισμικές παραμέτρους.
Η έννοια του «στρατηγικού βάθους», η οποία δεν θα μπορούσε να μη συγκριθεί με την έννοια του «ζωτικού χώρου», ουσιαστικά αποτελεί τον νέο ιδεολογικό μανδύα μίας ιμπεριαλιστικής πολιτικής που, σύμφωνα με τους δημιουργούς και θιασώτες της, ανταποκρίνεται στη σημερινή γεωστρατηγική «πραγματικότητα» της περιοχής μας και της Ευρασίας γενικότερα.
Είναι σαφές πως οι Νεοθωμανιστές έχουν τους ίδιους σκοπούς και χειρίζονται τα ίδια μέσα με τους Κεμαλιστές, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τις θαλάσσιες επιδιώξεις τους. Γράφει ο Α. Νταβούτογλου στο Στρατηγικό Βάθος (Αμυντική Επιθεώρηση, τεύχος 77, Απρίλιος 2009): «Μία χώρα που αγνοεί την Κύπρο, δεν μπορεί να είναι ενεργή στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές. Δεν μπορεί να είναι ενεργή σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής, διότι αυτό το μικρό νησί κατέχει μία θέση ικανή να επηρεάζει ευθέως στρατηγικές συνδέσεις μεταξύ Ασίας-Αφρικής, Ευρώπης-Αφρικής, και Ευρώπης-Ασίας», και συμπληρώνει με έμφαση ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας πως «ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας μουσουλμάνος Τούρκος στην Κύπρο, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη απέναντι σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται μέσα στην καρδιά του ίδιου του ζωτικού της χώρου».
Είναι σαφές πως δεν θα πρέπει και δεν μπορεί να υπάρξει καμία περίπτωση παρερμηνείας των λεγομένων του Α. Νταβούτογλου αναφορικά με την ακολουθητέα πολιτική των Νεοθωμανιστών απέναντι στην Αθήνα και τη Λευκωσία. Από τη σύντομη αυτή ανασκόπηση χαρακτηριστικών διακηρύξεων τόσο των Νεότουρκων-Κεμαλιστών όσο και των Πανισλαμιστών-Νεοθωμανών το συμπέρασμα είναι ένα: Η πολιτική που ακολουθούν αναφορικά με τη θαλάσσια στρατηγική τους είναι μία και μοναδική και συνίσταται στις φράσεις: «Στις αυτοκρατορίες η ναυτική δύναμη είναι εξαιρετικά σημαντική» και «επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής». Είναι δε χαρακτηριστικό πως ένας Κεμαλιστής στρατηγός αναφέρεται στην νεοθωμανική έννοια της «αυτοκρατορίας», ενώ ένας Πανισλαμιστής καθηγητής μιλάει για την ανάγκη «επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής».
Εκτιμάται πως παρά την πράγματι λυσσαλέα εσωτερική σύγκρουση μεταξύ των Νεότουρκων και των Πανισλαμιστών, αναφορικά με τις εξωτερικές σχέσεις, έχει επέλθει κάποια ώσμωση, αφού είναι πολύ πιθανό η στρατοκρατική κεμαλική ελίτ να αντιλαμβάνεται πως η θεωρία του Α. Νταβούτογλου εξυπηρετεί κατά κάποιον τρόπο την ύπαρξή της, αλλά δίνει και ένα θεωρητικό υπόβαθρο στις επιδιώξεις της.
Ομοίως, οι Πανισλαμιστές είναι σαφές πως δεν μπορούν να υλοποιήσουν τα αυτοκρατορικά τους όνειρα χωρίς την υποστήριξη του Στρατού. Έτσι, το βολικό για την ελληνική πολιτική τάξη αλλά και την κοινή γνώμη παραμυθάκι πως «άλλο οι πολιτικοί, άλλο ο Στρατός στην Τουρκία», το μόνο που μας επιτρέπει είναι να δηλώνουμε «στρατηγικά ψύχραιμοι» έως φυσικά τη στιγμή που είτε θα δούμε τουρκικά πολεμικά στον… Πειραιά, είτε θα καταλήξουμε ως κράτος-υποτελής της Άγκυρας, το οποίο ενσυνειδήτως θα έχει εκχωρήσει όλα του τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Με άλλα λόγια, τα «μη εξαρτημένα αντανακλαστικά» της χώρας την οδηγούν σε μία ήττα εφάμιλλη της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, αφού, εάν τότε η Ελλάδα έχασε το ανατολικό «μισό» της, τώρα κινδυνεύει άμεσα να χάσει το θαλάσσιο «όλον» της.
Η ιστορία ανάγεται για άλλη μία φορά στη μαρτυρική Κύπρο η οποία φαίνεται πως αποτέλεσε τον καταλύτη της τουρκικής «ξαφνικής» απύθμενης προκλητικότητας στον… Σαρωνικό. Η Λευκωσία, το 2004, με μία γενναία όσο και αυτονόητη, για κάθε κράτος που σέβεται τον εαυτό του, κίνηση ενεργοποίησε το δικαίωμά της για τη δημιουργία ΑΟΖ, 200 μιλιών γύρω από αυτήν. Η κίνηση αυτή δεν ήταν σπασμωδική αλλά οδήγησε σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, οι οποίες εμπέδωναν τα κυπριακά δικαιώματα. Ταυτοχρόνως, η Αθήνα φαίνεται να «σύρεται» από τον αείμνηστο Τάσο Παπαδόπουλο προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση και να ξεκινάει διαπραγματεύσεις καθορισμού ΑΟΖ με γειτονικές χώρες.
Η Άγκυρα, έντρομη για τις δυνητικές επιπτώσεις των ενεργειών της Λευκωσίας και της Αθήνας, αλλά και γεμάτη αυτοπεποίθηση για το ότι είναι σε θέση να εκβιάσει τις εξελίξεις, δείχνει αποφασισμένη να υπερασπιστεί τα κεμαλικά και νεοθωμανικά οράματα θαλασσοκρατορίας. Έτσι, τους τελευταίους μήνες προσπαθεί να δείξει «ποιος είναι το αφεντικό» και με τις συνεχιζόμενες προκλητικές της ενέργειες προσπαθεί να τρομοκρατήσει, την ήδη τρομοκρατημένη, Αθήνα. Σε πρόσφατη συνεδρίασή του, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας, το ανώτατο όργανο χάραξης στρατηγικής, αναφέρεται ξεκάθαρα στα «νόμιμα και ζωτικά δικαιώματα και συμφέροντα της χώρας μας (σ.σ. Τουρκία) στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο».
Είναι σαφές πως τα «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα» της Άγκυρας, ελέω συμφωνίας της Μαδρίτης (1997), πρόκειται να στοιχειώνουν τον Ελληνισμό για τις επόμενες δεκαετίες. Η νέα δε τουρκική «υπενθύμιση» για τα ζωτικά συμφέροντα της Άγκυρας, όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν μπορεί να εξηγηθεί με άλλον τρόπο, παρά με τις εξελίξεις στον καθορισμό της ΑΟΖ της Λευκωσίας και της Αθήνας.
Τι σημαίνει όμως ΑΟΖ, γιατί η Άγκυρα δείχνει τόσο νευρική αλλά και αποφασισμένη να αποτρέψει τυχόν ελληνικές ενέργειες και γιατί η Αθήνα θα πρέπει να ακολουθήσει με αποφασιστικά βήματα το παράδειγμα της Λευκωσίας;


  • ΑΟΖ: Κατάρρευση του θαλάσσιου στρατηγικού δόγματος της Άγκυρας
Η Σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για το Δίκαιο της Θάλασσας συμφωνήθηκε το 1982 στο Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα και τέθηκε σε εφαρμογή στις 16 Νοεμβρίου του 1994. Η εν λόγω σύμβαση αντικατέστησε τέσσερις παλαιότερες διεθνείς συνθήκες. Σε ψηφοφορία που έγινε στις 30 Απριλίου του 1982 στη Νέα Υόρκη για τη νέα Σύμβαση, 130 κράτη ψήφισαν υπέρ, τέσσερα κατά και 17 τήρησαν αποχή. Ένα από τα τέσσερα κράτη που καταψήφισαν τη Σύμβαση ήταν και η Τουρκία. Μέχρι το τέλος του 2008, 157 χώρες επικύρωσαν τη Σύμβαση, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα (21 Ιουλίου 1995) και η Κύπρος (12 Δεκεμβρίου 1988). Θα μπορούσε να υποστηριχτεί πως, μεταξύ άλλων, τέσσερα είναι τα σημεία στα οποία η θέσπιση του νέου Δικαίου της Θάλασσας έρχεται προς επίρρωση των δικαίων της Αθήνας και της Λευκωσίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

  1. Η θέσπιση της έννοιας της ΑΟΖ αποτελεί ένα από τα κύρια παράγωγα της Διάσκεψης για το Δίκαιο της Θάλασσας (1973-1982). Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Καρυώτη, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου του Maryland (ΗΠΑ), μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και επιμελητή του πονήματος Greece and the Law of the Sea (Ελλάδα και το Δίκαιο της Θάλασσας), ΑΟΖ ορίζεται «η πέραν και παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης (σ.σ. εθνικά ύδατα) περιοχή, το πλάτος της οποίας μπορεί να φτάσει τα 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης, από τις οποίες μετριέται το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης και εντός της οποίας το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα σε θέματα που έχουν σχέση με την εξερεύνηση, την εκμετάλλευση, τη διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πηγών, ζώντων ή μη, των υδάτων, του βυθού και υπεδάφους της θάλασσας, καθώς και κυριαρχικά δικαιώματα που αναφέρονται στην εξερεύνηση και οικονομική εκμετάλλευση των ρευμάτων και των υπερκείμενων της θάλασσας ανέμων». Ο συγκεκριμένος ορισμός βασίζεται στα άρθρα 55, 56 και 57 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας.
  2. Το κυριότερο ίσως σημείο της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας για τη χώρα μας είναι πως το άρθρο 121 και 122 προβλέπει ρητώς την ύπαρξη ΑΟΖ και για τα νησιά όπως ακριβώς ισχύει για τις ηπειρωτικές περιοχές. Με άλλα λόγια, τόσο η ηπειρωτική Ελλάδα όσο και η νησιωτική, και φυσικά και η Κύπρος, έχουν το δικαίωμα να διαθέτουν ΑΟΖ. Η ΑΟΖ αυτή μπορεί να είναι μήκους έως 200 ν.μ., σε ανοιχτή θάλασσα, ή εάν υπάρχει σε μικρότερη απόσταση ακτή άλλου παράκτιου κράτους τότε χρησιμοποιείται η μέθοδος της «μέσης χάραξης», δηλαδή η θαλάσσια περιοχή χωρίζεται ακριβώς στη μέση, κάτι που ισχύει βέβαια για τις νήσους του Ανατολικού Αιγαίου που βρίσκονται πλησίον των ακτών της Μικράς Ασίας.
  3. Το τρίτο σημείο στο οποίο δεν έχει σταθεί επαρκώς η ελληνική πλευρά, ούτε φαίνεται να έχει ενημερωθεί η κοινή γνώμη, είναι το γεγονός πως η θέσπιση της ΑΟΖ ουσιαστικά καθιστά την έννοια της υφαλοκρηπίδας απαρχαιωμένη. Με άλλα λόγια, η υφαλοκρηπίδα καλύπτει την έννοια μόνο μη ζώντων πόρων.
    Η εισαγωγή της έννοιας της ΑΟΖ έρχεται να συμπληρώσει και ουσιαστικά επικαλύψει την υφαλοκρηπίδα, αφού καλύπτει όλους τους φυσικούς πόρους, ζώντες ή μη, υποθαλάσσιους αλλά και στο βυθό και στο υπέδαφος. Σύμφωνα πάντα με τον καθηγητή Θ. Καρυώτη, «η νέα Σύμβαση έχει καταργήσει τη γεωλογική έννοια της υφαλοκρηπίδας». Βέβαια, μία διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών, κατά τον ίδιο καθηγητή, είναι πως «τα δικαιώματα ενός κράτους πάνω στην υφαλοκρηπίδα υπάρχουν ipsofacto (αυτοδικαίως) και ab initio (εξαρχής), ενώ η ύπαρξη της ΑΟΖ είναι δυνατή μόνο κατόπιν διακήρυξης των κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους».
    Επομένως, συνεχίζει ο καθηγητής, «το παράκτιο κράτος μπορεί να έχει υφαλοκρηπίδα χωρίς να έχει ΑΟΖ, ενώ το αντίστροφο δεν είναι δυνατόν». Θα πρέπει να σημειωθεί πως από το 1982 και μετά, δηλαδή μετά την υπερψήφιση της Σύμβασης για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, «κανένα κράτος στον κόσμο δεν έχει ζητήσει μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας» αλλά, όπως σωστά επισημαίνει ο Θ. Καρυώτης, «πάντα ζητά και την ταυτόχρονη οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης … όλες οι αποφάσεις του Δικαστηρίου μέχρι σήμερα λαμβάνουν υπόψη την οριοθέτηση και των δύο ζωνών που πάντα συμπίπτουν».
  4. Όπως προαναφέρθηκε, ΑΟΖ διαθέτουν και τα νησιά. Το ερώτημα του τι ακριβώς ορίζεται ως νήσος είναι κρίσιμο. Στο άρθρο 121 της Σύμβασης ορίζεται σαφώς πως «νήσος είναι μία φυσικά διαμορφωμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από ύδατα και βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια των υδάτων κατά τη μέγιστη πλημμυρίδα».
    Σύμφωνα με τον αντιναύαρχο δρ. Στυλιανό Πολίτη, «σε καμία Σύμβαση δεν υπάρχει ορισμός άλλων συχνά αναφερομένων όρων όπως π.χ. νησίδα, βραχονησίδα, βράχος, μεγαλόνησος ή μικρόνησος. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, υπάρχουν μόνο νησιά και τίποτα άλλο». ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα δεν διαθέτουν μόνον οι «βράχοι οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή» (ας σημειωθεί πως η έννοια του «βράχου» δεν ξεφεύγει από την περιγραφή τους ως νήσος, αφού η σχετική με αυτούς πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 121, ενώ δεν υπάρχει κάποιος ξεχωριστός ορισμός για αυτούς).
Ανακεφαλαιώνοντας, το διεθνές δίκαιο αυτήν τη στιγμή προβλέπει την εγκαθίδρυση της ΑΟΖ σε έκταση μέχρι 200 ν.μ., στην οποία το εκάστοτε παραθαλάσσιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα αναφορικά με την εκμετάλλευση των φυσικών, ζώντων ή μη, υποθαλάσσιων ή στο υπέδαφος, πόρων της. ΑΟΖ έχουν και τα νησιά, τα οποία είναι κατοικημένα, ενώ ο νέος αυτός θεσμός έχει υποσκελίσει την έννοια της υφαλοκρηπίδας, η οποία δεν είναι δυνατόν να εξετάζεται χωρίς τη σύνδεσή της με την ΑΟΖ.
Το πώς ακριβώς όλα τα παραπάνω επηρεάζουν την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση στο Αιγαίο και στην Κύπρο είναι προφανές και θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα ακόλουθα σημεία:

  1. Αιγαίο: η Άγκυρα μέχρι στιγμής έχει ως σημαία της τη θέση πως τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δεν διαθέτουν δική τους υφαλοκρηπίδα αφού επικάθονται σε αυτήν της… Μικράς Ασίας.
    Με άλλα λόγια, προσπαθούν να διαμοιράσουν το Αιγαίο αναγνωρίζοντας δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα μόνο στην ηπειρωτική Ελλάδα και στις… Κυκλάδες. Φυσικά, ενώ από το 1974 έως το 1982 υπήρχε νόημα η Αθήνα και η Άγκυρα να μιλάνε μόνο για ζητήματα υφαλοκρηπίδας, από την ψήφιση της νέας Σύμβασης το θέμα θα έπρεπε να επεκταθεί και στην ΑΟΖ. Είναι σαφές πως από τη στιγμή που πλέον το διεθνές δίκαιο προβλέπει τα δύο ζητήματα να λύνονται «πακέτο», η Αθήνα θα πρέπει να θέσει το θέμα υπό την πραγματική του βάση. Η πρόβλεψη δε πως τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ, ουσιαστικά, καταρρίπτει τελεσίδικα, οριστικά και αμετάκλητα κάθε τουρκική νομικίστικη «αλχημεία» ως προς τον ορισμό των νήσων (μικρών, μεγάλων, με οικονομική δραστηριότητα ή όχι) ή της μη ύπαρξης γύρω από αυτά ζωνών αποκλειστικής εκμετάλλευσης.
    Ο καθηγητής Θ. Καρυώτης για άλλη μία φορά θέτει το θέμα στις σωστές του διαστάσεις, επισημαίνοντας πως «ΑΟΖ δεν θα διαθέτει μόνον η ηπειρωτική χώρα, αλλά και όλα τα ελληνικά νησιά. Χρησιμοποιώντας τις αρχές της ΑΟΖ, το μεγαλύτερο ποσοστό του Αιγαίου και οι φυσικοί του πόροι θα ανήκουν στην Ελλάδα και με αυτό τον τρόπο δεν θα χρειαστεί ούτε να γίνει κάποια επέκταση των χωρικών μας υδάτων, ούτε να συζητάμε με τους Τούρκους αν τα νησιά μας έχουν υφαλοκρηπίδα ή όχι». Δηλαδή, οι αποστάσεις στο Αιγαίο είναι τέτοιες, ώστε με την εγκαθίδρυση ΑΟΖ θα επιλυθούν, σχεδόν αυτόματα, κρίσιμα ζητήματα κυριαρχίας και για τις δύο πλευρές.
  2. Κύπρος: το ζήτημα είναι το ίδιο σημαντικό αφού η Λευκωσία με αποφασιστικά βήματα έχει προχωρήσει στην ανακήρυξη ΑΟΖ γύρω από το νησί και ακολούθως έχει προχωρήσει στην έκδοση αδειών σε ξένες εταιρείες για τη διενέργεια υποθαλάσσιων ερευνών προς ανεύρεση υδρογονανθράκων. Είναι σαφές πως η αποφασιστική κυπριακή πολιτική έχει φέρει αποτελέσματα αφού χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν αναγνωρίσει την Κυπριακή ΑΟΖ, ενώ αμερικανικές εταιρείες συμμετέχουν στους διαγωνισμούς έρευνας πετρελαίου.
    Η Τουρκία για την ώρα φαίνεται να αντιμετωπίζει δυσκολίες στο πώς ακριβώς θα αναιρέσει τις κυπριακές πρωτοβουλίες, αφού δεν μπορεί να ισχυρισθεί πως η Κύπρος «επικάθεται και αυτή στην υφαλοκρηπίδα της Μικράς Ασίας»...
  3. Ανατολική Μεσόγειος: Η εγκαθίδρυση των ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου, εάν θεσμοθετηθούν με βάση το διεθνές δίκαιο, δηλαδή τη νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, και όχι με βάση τη «διπλωματία των κανονιοφόρων» που εφαρμόζει η Άγκυρα, τότε θα επιφέρουν αναμφισβήτητα μία πρώτου μεγέθους γεωπολιτική αλλαγή στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
    Σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, οι ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου εφάπτονται και σχηματίζουν ένα συνεχές το οποίο θα φέρει ουσιαστικά υπό ελληνικό αποκλειστικό έλεγχο μία περιοχή από τα στενά του Οτράντο έως τις αντίστοιχες ΑΟΖ του Λιβάνου και του Ισραήλ. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, η Αθήνα και η Λευκωσία δικαιούνται να ασκήσουν αποκλειστικά δικαιώματα σε όλη σχεδόν την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι σαφές πως η συγκεκριμένη ελληνική δυνατότητα ουσιαστικά αποστερεί από την Τουρκία την ευχέρεια να δημιουργήσει ζώνη ελέγχου στην ευρύτερη περιοχή, θέτοντας οριστικό τέλος στα μεγαλεπήβολα αυτοκρατορικά της σχέδια.
Πώς όμως είναι δυνατόν η Ελλάδα και η Κύπρος να μπορούν να δημιουργήσουν ΑΟΖ με κοινά σύνορα όπου η Τουρκία να μην έχει το δικαίωμα να παρεμβληθεί;
Στο «μαλακό υπογάστριό» της, η Τουρκία συνορεύει με ένα ελληνικό νησί το οποίο «βλέπει» προς Νότο στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η ακριβής γεωγραφική του θέση τού επιτρέπει να «ελέγξει» μία τεράστια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, που αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της ελληνικής και της κυπριακής ΑΟΖ. Το νησί αυτό είναι το Καστελόριζο και το σύμπλεγμα των νήσων γύρω από αυτό. Τα νησιά Μεγίστη (Καστελόριζο), Στρογγύλη και Ρω ουσιαστικά αποτελούν και τους μόνιμους φύλακες των κυριαρχικών δικαιωμάτων του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Χωρίς την ύπαρξή τους, η Άγκυρα θα μπορούσε να παρεμβληθεί με μία δική της ΑΟΖ μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, δημιουργώντας άλλα δεδομένα στη μελλοντική ανάπτυξη του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο.
Συνοψίζοντας, με τα νέα «εργαλεία» που έχουν δοθεί στην Αθήνα και τη Λευκωσία, μέσω του νέου Δικαίου της Θάλασσας, στο Αιγαίο είναι δυνατόν να επιλυθούν σχεδόν όλα τα ζητήματα, ουσιαστικά προς όφελος της χώρας μας– στην Κύπρο η Λευκωσία έχει το δικαίωμα να προχωρήσει στην εκμετάλλευση πλούσιων πηγών ενέργειας αλλά και να επιβεβαιώσει την κρατική της υπόσταση με τον πλέον εμφατικό τρόπο, ενώ για τη γενικότερη γεωπολιτική ισορροπία είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μία τεράστια θαλάσσια περιοχή υπό άμεσο ελληνικό έλεγχο, που αντίστοιχό της μπορούμε να βρούμε μόνο στην περίοδο ακμής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (μέσα 10ου- τέλη 12ου αιώνα). Καθίσταται πλέον σαφές πως υπό τις παρούσες συνθήκες και εξελίξεις το κεμαλικό ή/και νεοθωμανικό αυτοκρατορικό δόγμα θαλάσσιας κυριαρχίας βρίσκεται υπό πλήρη αμφισβήτηση, αλλά και στην κόψη του ξυραφιού, με την Άγκυρα ουσιαστικά να φοβάται την πολιτική που θα ακολουθήσει η Αθήνα το συγκεκριμένο ζήτημα. Για άλλη μία φορά η Τουρκία, «στριμωγμένη» από τη διεθνή νομιμότητα, προσπαθεί να δημιουργήσει τη δική της πραγματικότητα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

  • Τουρκία: Κανονιοφόροι στην υπηρεσία μίας «επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής»
Οι αντιδράσεις της Άγκυρας τόσο στην ενεργοποίηση της νέας Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, όσο και στις κυπριακές και ελληνικές πρωτοβουλίες είναι διττές και κινούνται στο πεδίο της διπλωματίας αλλά και στο πεδίο της «διπλωματίας των κανονιοφόρων». Στη διπλωματική κονίστρα η Άγκυρα από την πρώτη στιγμή, αντιλαμβανόμενη τις αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε στις επιδιώξεις της η ψήφιση του νέου Δικαίου της Θάλασσας, κατά τις διαπραγματεύσεις προσπάθησε να απαλείψει μη αρεστά σημεία, όπως η έννοια της ΑΟΖ ή ο συγκεκριμένος ορισμός των νήσων. Η Τουρκία ουσιαστικά προσπάθησε ανεπιτυχώς να καθιερώσει μία διαφοροποίηση των νησιωτικών σχηματισμών αναλόγως με την έκτασή τους. Τελικά, όπως προαναφέρθηκε, η Άγκυρα μη δυνάμενη να επηρεάσει τα γεγονότα, αρνήθηκε να υπογράψει τη Σύμβαση. Επιπροσθέτως, αμέσως προσπάθησε να ακυρώσει κάθε δυνητικό πλεονέκτημα το οποίο θα μπορούσε να προκύψει για τη χώρα μας από τη Σύμβαση, προσεγγίζοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και πείθοντάς την να μην προχωρήσει σε ανακήρυξη ΑΟΖ στη Μεσόγειο! Με άλλα λόγια, με ελληνική συγκατάθεση, η Άγκυρα δεν επέτρεπε στις μεσογειακές χώρες της ΕΕ να ασκήσουν τα νόμιμα κυριαρχικά τους δικαιώματα. Βέβαια, είναι σαφές πως η κατάσταση πλέον αλλάζει, οι χώρες της ΕΕ –με προεξάρχουσα την Κύπρο– θεωρούν πως ήρθε επιτέλους η ώρα να κάνουν χρήση των δικαιωμάτων τους, κάτι το οποίο η Άγκυρα αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί να αποτρέψει διά της διπλωματικής οδού, οπότε περνά στο επόμενο στάδιο, αυτό της «διπλωματίας των κανονιοφόρων»…
Ήδη από το 1996, ο Σουκρού Ελεκντάγ, στο απολύτου κυνικότητας αλλά αποκαλυπτικό για τις απόψεις της Άγκυρας άρθρο του στο περιοδικό Perceptions με τον εξίσου αποκαλυπτικό τίτλο «Η Στρατηγική των Δυόμισι Πολέμων» αναφέρεται όχι μόνο στο ζήτημα των 12 μιλίων αλλά και στην ΑΟΖ. Με τον τρόπο δε γραφής του ουσιαστικά παρουσιάζει τη δυνητική επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, και την εγκαθίδρυση AOZ ως μηχανορραφία της Αθήνας, μη μπαίνοντας βέβαια στον κόπο να αναφέρει το κατά πόσο οι ελληνικές ενέργειες ή επιδιώξεις είναι συμβατές με το διεθνές δίκαιο ή όχι.
Στο συγκεκριμένο άρθρο, το οποίο αξίζει επισταμένης ανάλυσης, ο συγγραφέας ουσιαστικά δίνει και τη λύση αναφορικά με τα θέματα θαλάσσιας κυριαρχίας στο Αιγαίο και στην Κύπρο. «Με άλλα λόγια», γράφει ο Σ. Ελεκντάγ, «η ειρήνη με την Ελλάδα εξαρτάται αποκλειστικά στην πολιτική της Τουρκίας στο να διατηρεί μία αναμφισβήτητη κυριαρχία στη στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών. Το κλειδί για την ισορροπία στο Αιγαίο βρίσκεται στη δύναμη αποτροπής της Τουρκίας». Αναφορικά δε με τη Μεγαλόνησο, ο συγγραφέας επισημαίνει πως «η παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο αποτελεί έναν επιπρόσθετο παράγοντα αποτροπής για την Ελλάδα…». Επομένως, για την Άγκυρα, η «ισορροπία», η μη εξάσκηση δηλαδή θεμελιωδών κυριαρχικών δικαιωμάτων από την Αθήνα και τη Λευκωσία στο Αιγαίο και στην Κύπρο, εξαρτάται απολύτως από τη στρατιωτική δύναμη της Άγκυρας στις εν λόγω περιοχές.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα προκλητικής συμπεριφοράς, το οποίο και δρα ως η «αφετηρία» που μας οδήγησε στις τσάρκες στο… Σούνιο, έλαβε χώρα στις 13 και 14 Νοεμβρίου του 2008 όταν η Άγκυρα –με το χαρακτηριστικό προς τη χώρα μας και στην Κύπρο θράσος– προχώρησε σε προσχεδιασμένες και ειδικά στοχευμένες προκλήσεις έτσι ώστε να περάσει το «μήνυμα».
Στις 13 Νοεμβρίου σκάφος του Ναυτικού της Τουρκίας απείλησε ερευνητικά σκάφη, τα οποία δρούσαν για λογαριασμό της Λευκωσίας και τα προέτρεψε να φύγουν από μία περιοχή 27 μίλια νοτίως της νήσου, με τη δικαιολογία πως βρίσκονταν σε τουρκική ΑΟΖ! Η ίδια τακτική συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του μήνα. Στις 14 Νοεμβρίου, δηλαδή την επομένη, η Άγκυρα έστειλε, συνοδεία φρεγάτας, στα ανοιχτά του Καστελόριζου το νοικιασμένο νορβηγικό σκάφος «Μαλένε Όστερβολντ», για να διενεργήσει έρευνες για υδρογονάνθρακες.
Ο στόχος της Άγκυρας ήταν σαφής: από τη μία η Λευκωσία δεν έχει δικαίωμα να προχωράει σε οτιδήποτε χωρίς την τουρκική άδεια, από την άλλη η Αθήνα δεν θα πρέπει να διανοηθεί να προχωρήσει σε οποιαδήποτε σκέψη περί αξιοποίησης της θέσης του Καστελόριζου προς όφελός της. Η Άγκυρα από τον Νοέμβριο του 2008 και μετά έχει κυριολεκτικά «ξεσαλώσει» στο Αιγαίο –ή να το θέσουμε καλύτερα, στον Σαρωνικό–, ενώ πλέον στέλνει και αεροσκάφη άνωθεν ελληνικών κατοικημένων νήσων.
Οι προκλήσεις αυξάνονται ποιοτικώς και ποσοτικώς, ενώ από πουθενά δεν φαίνεται πως η κατάσταση πρόκειται να ομαλοποιηθεί. Η έως τώρα ανάλυση σαφώς και καταδεικνύει πως τα συμφέροντα είναι τέτοιας υφής και τέτοιου μεγέθους, ώστε το ασφαλές συμπέρασμα είναι πως εάν η Αθήνα και η Λευκωσία προχωρήσουν με αποφασιστικά βήματα στη δημιουργία ΑΟΖ, η Άγκυρα θα αντιδράσει βίαια, «ανοίγοντας την πόρτα του τρελοκομείου», στην Ανατολική Μεσόγειο.
Πλέον, το δίλημμα για τον Ελληνισμό είναι ένα:
Είτε «καθόμαστε στα αυγά μας» και ουσιαστικά χάνουμε αμαχητί την ίδια την «ψυχή» μας, δηλαδή το γαλάζιο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επέκεινα ύπαρξή μας ως έθνος, λαός και κρατικός παράγοντας στην περιοχή–, είτε με συντονισμένες κινήσεις εξασκούμε απαράγραπτα κυριαρχικά μας δικαιώματα, φυσικά και διαπραγματευόμαστε κάποιες λύσεις με την Άγκυρα, και προσπαθούμε να αποσβέσουμε κάθε «ανατάραξη», η οποία σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να κάνει τόσο κακό στη χώρα όσο η εθελοντική υποταγή σε κάποιον που νομίζει πως έχει το «πάνω χέρι».
Η Άγκυρα από την πλευρά της –είτε νεοτουρκική, είτε νεο-οθωμανική– δεν πρόκειται να αλλάξει πολιτική. Η εσωτερική της δε κατάσταση τη «δελεάζει», αν όχι την «εξωθεί», να προχωρήσει στο Αιγαίο σε λύσεις τύπου «βαριοπούλας» ή/και «κλωβού», ανεξαρτήτως ποια πολιτική θα ακολουθήσουμε εμείς στα συγκεκριμένα ζητήματα. Μνημείο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αποτελεί το κυβερνητικό πρόγραμμα ενός κεμαλικού-ισλαμικού υβριδίου, της συμμαχίας της Τανσού Τσιλέρ με τον Νεσμεντίν Έρμπακαν, όπου αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Η Τουρκία θα συμμορφωθεί με όλες τις διεθνείς συνθήκες τις οποίες έχει υπογράψει. Αλλά η εκτέλεση των συνθηκών αυτών δεν πρόκειται να επιτραπεί εάν αυτές αντίκεινται στην εθνική ασφάλεια και τα συμφέροντα της χώρας» (Turkey will abide by all international agreements it has signed. However, the implementation of these against the national security and interest will not be allowed). Κάθε περαιτέρω σχόλιο είναι περιττό. Το μόνο ερώτημα που απομένει είναι τι ακριβώς θα έπρεπε να κάνει η χώρα μας για να αποδείξει κάποια στιγμή ότι ορθώς φέρει το χαρακτηρισμό «κράτος».

  • Γιατί η Ελλάδα και η Κύ προς μπορούν να ανακηρύξουν ΑΟΖ
Η Αθήνα και η Κύπρος από νομικής άποψης είναι πλήρως καλυμμένες στο ζήτημα της ανακήρυξης ΑΟΖ στις περιοχές που τους αναλογούν. Σύμφωνα με τον καθηγητή Θ. Καρυώτη, οι λόγοι για τους οποίους η Άγκυρα δεν μπορεί να αντιταχθεί σε κάθε ελληνική και κυπριακή ενέργεια είναι τέσσερις:

  1. Τα περισσότερα παράκτια κράτη διαθέτουν ΑΟΖ, ενώ στον καθορισμό των ζωνών αυτών έχει ληφθεί υπόψη και το δικαίωμα σε ΑΟΖ των νησιών. Είναι σαφές πως η Άγκυρα πλέον δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το επιχείρημα πως τα νησιά δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα ή ότι βρίσκονται σε τουρκική υφαλοκρηπίδα.
  2. Οι ΗΠΑ από τις 10 Μαρτίου του 1983 έχουν ανακηρύξει ΑΟΖ, ενώ στην πλευρά που συνορεύουν με την Κούβα έχει επιλεχθεί η μέθοδος της «μέσης χάραξης». Ακόμη και στη χειρότερη περίοδο των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών η Ουάσινγκτον ποτέ δεν διανοήθηκε να ισχυρισθεί πως η Κούβα βρίσκεται... πάνω σε υφαλοκρηπίδα των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ εκτιμάται πως θα είναι πολύ προσεχτικές στη διαχείριση του ζητήματος, κάτι που φαίνεται από τη συμμετοχή αμερικανικών εταιρειών σε διαγωνισμούς για πετρελαϊκή έρευνα υπό την αιγίδα της Λευκωσίας, γεγονός το οποίο εξοργίζει την Τουρκία.
  3. Η Τουρκία για άλλη μία φορά συνεπής προς τις πολιτικές που ακολουθεί σε όλα τα ζητήματα, παρόλο το γεγονός πως δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας και προσπαθεί να εκφοβίσει γειτονικά κράτη να μην εξασκήσουν τα δικαιώματά τους, έχει προχωρήσει στον καθορισμό ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα!
    Το 1986 ήρθε σε συμφωνία με την τότε Σοβιετική Ένωση, ενώ ύστερα διαπραγματεύτηκε με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Το ερώτημα «πώς είναι δυνατόν να έχει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά στη Μαύρη Θάλασσα και την αντίθετη στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο» είναι ρητορικό. Η παραπομπή σε θέσεις, τύπου προγραμματικών δηλώσεων Τσιλέρ-Ερμπακάν, αποτελούν μία εύγλωττη απάντηση συνδυαζόμενη βέβαια με τις νεο-αυτοκρατορικές της θαλάσσιες επιδιώξεις. Ενδεικτικό της συγκεκριμένης συμπεριφοράς είναι και το πόσο ακριβώς υπολογίζουν την αντίδραση της Ελλάδας σε τέτοιου τύπου μεθοδεύσεις.
  4. Η ΕΕ έχει υπογράψει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας με αποτέλεσμα τα κράτη-μέλη της, καθώς και οι χώρες που θα ήθελαν να εισέλθουν στην ευρωπαϊκή οικογένεια, να είναι υποχρεωμένες να δεχτούν αυτά που η ΕΕ έχει ήδη αποδεχθεί. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί είτε να υπογράψει τη Σύμβαση, είτε να κολλήσει άλλο ένα κεφάλαιο της ενταξιακής διαδικασίας. Φυσικά, η υπενθύμιση της δήλωσης Τσιλέρ-Ερμπακάν δεν αφήνει πολλά περιθώρια ελπίδας. Το πρόσφατο παράδειγμα με το σίριαλ για την αποδοχή πλοίων και σκαφών υπό κυπριακή σημαία αποτελεί επαρκές παράδειγμα για το πώς ακριβώς η Άγκυρα αντιλαμβάνεται την υπογραφή της και το διεθνές δίκαιο.
Πέραν όμως των νομικών επιχειρημάτων, υπάρχει και ένας πέμπτος λόγος γιατί η Αθήνα και η Λευκωσία θα πρέπει να προχωρήσουν ακόμα πιο αποφασιστικά στην εμπέδωση των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Η φύση απεχθάνεται το κενό, το οποίο τείνει πάντα να το καλύπτει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Είναι σαφές πως κάθε ένδειξη αδράνειας, είτε της Αθήνας είτε της Λευκωσίας είτε και των δύο, θα μεταφραστεί ως αδυναμία όχι μόνο από την Τουρκία, αλλά και από τις υπόλοιπες χώρες που συνορεύουν με την Ελλάδα και την Κύπρο. Αποτέλεσμα θα είναι η Αθήνα και η Λευκωσία απλώς να εκλείψουν από τον γεωπολιτικό χάρτη και να παραμείνουν μόνο στον… τουριστικό.
Τα πρώτα δείγματα της φαινομενικής αδυναμίας στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων μας έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους, με συνέπεια να απαιτούνται άμεσες, διορθωτικές και αποφασιστικές κινήσεις. Εν συντομία, από την πλευρά της Αλβανίας, ενώ υπογράφηκε η συμφωνία για τη διευθέτηση των θαλάσσιων ζητημάτων, τα Τίρανα την τελευταία στιγμή δεν την επικύρωσαν, με επακόλουθο οι διαπραγματεύσεις να αναμένεται να αρχίσουν ξανά από το σημείο μηδέν.
Είναι περιττό να ειπωθεί πως τα σενάρια περί τουρκικού ή/και ιταλικού δακτύλου, αν και χρήζουν διερεύνησης, δεν αποτελούν τον κύριο λόγο της αποτυχίας, που δεν είναι άλλος από την υποτονική υποστήριξη του όλου ζητήματος από την Αθήνα, λες και φοβόταν να τεθεί η Σύμβαση σε ενέργεια. Η Λιβύη με τη σειρά της έχει αρχίσει να δημιουργεί θέματα με τη μη περίληψη κάποιων ελληνικών νησιών νοτίως της Κρήτης στη διαπραγμάτευση. Αυτό συμβαίνει παρά την ελληνική θετική στάση σε λιβυκές αιτιάσεις για τα σημεία αφετηρίας από τα οποία θα ξεκινάει η Τρίπολη την οριοθέτηση της ΑΟΖ.
Όμως, τo μεγάλο πρόβλημα φαίνεται να βρίσκεται με την Αίγυπτο, της οποίας η στάση αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διένεξη Αθήνας-Λευκωσίας με την Άγκυρα αναφορικά με την ΑΟΖ. Ενώ η Αθήνα και το Κάιρο έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό της ΑΟΖ, το Κάιρο έχει αρχίσει και διαπραγματεύσεις και με την… Τουρκία. Είναι σαφές πως εάν οι ΑΟΖ καθοριστούν με βάση το διεθνές δίκαιο, η Αίγυπτος δεν διαθέτει κοινά σύνορα με την Τουρκία. Η μόνη περίπτωση το Κάιρο να αποκτήσει κοινά σύνορα με την Άγκυρα είναι εάν η Αίγυπτος δεχθεί τις τουρκικές αιτιάσεις και απαιτήσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εκτιμάται πως αναμένεται να προκύψει πολύ σοβαρή κρίση στις παραδοσιακά άριστες σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως η Άγκυρα τους τελευταίους μήνες ασκεί ασφυκτική πίεση στο Κάιρο με σκοπό να το δελεάσει και να «το φέρει με τα νερά της». Η πρόσφατη επίσκεψη του Α. Νταβούτογλου στην Αίγυπτο είναι ενδεικτική. Εν αντιθέσει με την Αθήνα, η Λευκωσία –παρά την τουρκική αντίδραση– φαίνεται πιο αποφασισμένη στην εμπέδωση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Έτσι, από το 2003 έχει συμφωνήσει με την Αίγυπτο, το 2007 με τον Λίβανο, ενώ το 2004 έχει ενεργοποιήσει το νόμο για την εγκαθίδρυση ΑΟΖ. Από το 2007 δε έχει προχωρήσει και στην έκδοση αδειών για τη διενέργεια ερευνητικών αποστολών για την εξεύρεση υδρογονανθράκων.
Τα συμπεράσματα από αυτήν τη σύντομη, αλλά ελπίζουμε διαφωτιστική, ανασκόπηση στο μέγιστο θέμα των ΑΟΖ δεν μπορεί παρά να είναι τα ακόλουθα:


  • Πρώτον, η Άγκυρα είτε υπό τη νεοτουρκική-κεμαλική/κοσμική ελίτ, είτε υπό τη νεοθωμανική-πανισλαμική ηγεσία, έχει τον κοινό στόχο της ανάδειξης της Τουρκίας ως μίας μεγάλης/αυτοκρατορικής δύναμης, που βασικό της χαρακτηριστικό θα είναι η θαλάσσια ισχύς. Οι δηλώσεις και τα εξοπλιστικά της προγράμματα δείχνουν προς αυτήν τη κατεύθυνση.
  • Δεύτερον, το διεθνές δίκαιο ουσιαστικά αναιρεί από την Άγκυρα το όνειρο της θαλασσοκρατορίας, ενώ εξασφαλίζει για τον Ελληνισμό ένα θαλάσσιο περιβάλλον το οποίο για τελευταία φορά απήλαυσε τον 12ο αιώνα.
  • Τρίτον, η Άγκυρα, είτε υπό το καθεστώς μίας αμυντικού τύπου «Σεβροφοβίας», είτε υπό το καθεστώς ενός επιθετικού τύπου «νεοθωμανισμού», δεν πρόκειται να επιτρέψει στην Αθήνα και τη Λευκωσία να εξασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους.
  • Τέταρτον, η Αθήνα και η Λευκωσία θα πρέπει να προετοιμαστούν, κυρίως ηθικά, αλλά και με κάθε άλλο ενδεικνυόμενο τρόπο για την εξάσκηση των δικαιωμάτων αυτών, διότι στην αντίθετη περίπτωση θα εξαλειφθούν οριστικά από τον γεωπολιτικό χάρτη.

    Τα λόγια του καθηγητή Θ. Καρυώτη αποτελούν και το πλέον κατάλληλο επιστέγασμα της εν λόγω ανάλυσης: «Όπως ξέρετε, υπάρχουν διάφορες επίσημες και ανεπίσημες επαφές της Ελλάδας με την Τουρκία, για δεκαετίες τώρα, όσον αφορά τη διευθέτηση των προβλημάτων του Αιγαίου. Οι Τούρκοι προβάλλουν συνεχώς καινούργια πράγματα. Δεν θέλουν 12 μίλια χωρικά ύδατα στο Αιγαίο. Λένε ότι υπάρχουν γκρίζες ζώνες και τα λοιπά. Εμείς το μοναδικό επιχείρημα που έχουμε σε βάρος της Τουρκίας είναι αυτό της ΑΟΖ. Και φαίνεται ότι οι Τούρκοι δεν το συζητάνε καθόλου, γιατί ξέρουν ότι θα χάσουν. Και εκεί νομίζω είναι η ελληνική τραγωδία, διότι η Ελλάδα έχει δώσει την εντύπωση ότι φοβάται να πάει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Δεν είναι θέμα αν κερδίσει κάποιος ή θα χάσει. Το θέμα είναι ότι θα λυθεί αυτή η διαφορά για πάντα, εφόσον βέβαια πάμε και συζητήσουμε ταυτόχρονα οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ».

    Αναφορικά με τις ενέργειες του Υπουργείου Εξωτερικών, εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως η διπλωματική αποστολή στην Αίγυπτο φαίνεται να είναι υποβαθμισμένη, αφού αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει πρέσβης! Είναι δυνατόν την ώρα που το μέλλον του Ελληνισμού ως αυτάρκης πολιτική και οικονομική παρουσία παίζεται κορόνα-γράμματα με την Αίγυπτο να ρίχνει και αυτή τα ζάρια, η Αθήνα να μη διαθέτει στην παρούσα φάση πρέσβη στο Κάιρο; Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας από την πλευρά του θα πρέπει να εξετάσει όλους τους πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης των τουρκικών «αβλαβών διελεύσεων». Δεν είναι λογικό μέσω της θεωρίας του «ισοδύναμου τετελεσμένου» οι Έλληνες επιτελείς να εξετάσουν την πιθανότητα διενέργειας «αβλαβών διελεύσεων» μεταξύ… Ίμβρου και Τενέδου ή ανατολικά του Καστελόριζου, για παράδειγμα; Η Κύπρος από την πλευρά της εκτιμάται πως είναι πλέον καιρός να αποκτήσει πραγματικές δυνατότητες ελέγχου της ΑΟΖ της, όχι από την στεριά αλλά από τη θάλασσα μέσω της απόκτησης σκαφών μεγέθους πυραυλακάτων ή/και κορβετών.