του Γιώργου Καραμπελιά
Την τελευταία περίοδο, επαναλαμβάνουμε διαρκώς πως δεν αντιμετωπίζουμε απλώς το δίλημμα... «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» αλλά την κρίση ενός οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, η οποία προσέλαβε τη μορφή του Μνημονίου. Επομένως, το ζήτημα για τις αντιμνημονιακές δυνάμεις είναι να προχωρήσουν πέρα από το επιφαινόμενο...
και να μπουν στις πραγματικές αιτίες της κρίσης και τις δυνατότητες ανάταξής της. Πολλοί αναγνώστες, ιδιαίτερα οι πλέον πρόσφατοι και οι λιγότερο εξοικειωμένοι με τις απόψεις μας, ή δεν κατανοούν την άποψή μας ή, ακόμα περισσότερο, θεωρούν ότι έτσι υπεκφεύγουμε ή ακόμα ότι δίνουμε συγχωροχάρτι στις μνημονιακές δυνάμεις. Γι’ αυτό λοιπόν απαιτούνται ορισμένες επιπρόσθετες αναγκαίες διευκρινίσεις. Τι άραγε ήταν το μνημόνιο; Πριν από τις εκλογές του 2009, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αφού είχε αφήσει για χρόνια αθεράπευτες τις πληγές μιας παρασιτικής οικονομίας, που εκδηλώθηκαν, μετά το 2008, με εκτίναξη του ελλείμματος και του χρέους, κάλεσε τους Έλληνες να αποδεχτούν την κρίση και να περάσουν σε μια εποχή λιτότητας, χωρίς όμως να προσφέρει και ένα διαφορετικό όραμα εξόδου από την κρίση. Απέναντί του, το δημαγωγικό κόμμα του ΠΑΣΟΚ, εκφραστής των παρασιτικών στρωμάτων, των νταμαρτζήδων των «έργων» και των ΜΜΕ, διαβουκολώντας με ψεύτικες υποσχέσεις τις λαϊκές τάξεις, κατέκτησε για μια τελευταία και μοιραία φορά την εξουσία, με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν», που είχε επεξεργαστεί η φοβερή «οικονομική» του σύμβουλος, Λούκα Κατσέλη! Επειδή όμως, «λεφτά» δεν υπήρχαν, και ήταν αδύνατο να ανακρούσει πρύμναν, δεδομένης της κοινωνικής και εκλογικής του βάσης, ως δόλιος συνωμότης, επεξεργάστηκε ένα σχέδιο προκειμένου να επιβάλει τη λιτότητα στον ελληνικό λαό. Αυτό είχε ως προϋπόθεση να αποκοπεί η δυνατότητα δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές –εξ ου και οι καταγγελίες της χώρας από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς της για μήνες ολόκληρους και η άρνηση δανεισμού με χαμηλό επιτόκιο– ούτως ώστε η επιβολή των μέτρων να εμφανιστεί ως πίεση από τα πάνω και τους κρατικούς πλέον δανειστές μας, σε συμφωνία με το ΔΝΤ. Όλα αυτά πλέον είναι πολύ γνωστά. Και όμως, μέχρι σήμερα, δεν έχουν αναλυθεί με ευκρίνεια παρά μόνο από το Άρδην. Έτσι το μνημόνιο υπήρξε η συνωμοτικά οργανωμένη επιτάχυνση της κρίσης από εκείνα τα παρασιτικά στρώματα σε πανικό, που ήταν αδύνατο να αναγνωρίσουν την ίδια την πραγματικότητα του παρασιτισμού τους. Όμως, όπως έχουμε τονίσει, το δόλιο φερέφωνο ήταν ταυτόχρονα και βλάξ. Διότι, όντας συνδεδεμένος με το αμερικανικό σχέδιο και το ΔΝΤ του Στρως Καν, δεν αντελήφθη πως το σύνολο της Ευρώπης αντιμετώπιζε μια συστημική κρίση και πως η Γερμανία είχε διαφορετική στρατηγική από εκείνη του Ομπάμα και του Στρως Καν. Η Γερμανία, όντας πλέον η μόνη πλεονασματική δύναμη στην Ευρώπη και έχοντας εκτιναχθεί στη θέση του δεύτερου παγκόσμιου εξαγωγέα μετά την Κίνα, είναι η μόνη που είχε ήδη κατανοήσει και είχε προσαρμοστεί στη διαπίστωση πως η Δύση δεν μπορεί να επιβιώσει στον ανταγωνισμό με την Κίνα και τις αναδυόμενες χώρες παρά μόνο εάν μεταβάλει το κοινωνικό μοντέλο που είχε κυριαρχήσει στη Δύση τα προηγούμενα χρόνια, ώστε να ολοκληρώσει τη θατσερική και ρηγκανική αντεπανάσταση. Για να το κάνουμε πιο λιανά. Η Δύση, έχοντας απολέσει το πλεονέκτημα της «μητρόπολης», μια και το οικονομικό επίκεντρο του κόσμου μετατοπίζεται εκτός Δύσεως, και έχοντας ταυτόχρονα οικοδομήσει την επίπλαστη ευημερία της πάνω στη χρηματοτραπεζιτική ηγεμονία της, δεν έχει πια τη δυνατότητα να συντηρεί ΚΑΙ τα κέρδη των ελίτ ΚΑΙ το κοινωνικό κράτος, όπως έκανε ορισμένες δεκαετίες πριν. Είναι υποχρεωμένη να επεκτείνει τη λογική της λιτότητας και της «προσαρμογής», ώστε να μπορέσει να ανταγωνιστεί με σχετική επιτυχία τις αναδυόμενες χώρες. Γι’ αυτό εξ άλλου και η παρούσα οικονομική κρίση –για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία– δεν αφορά στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας αλλά, σχεδόν αποκλειστικά, στη Δύση. Η Κίνα, παρ’ ότι επηρεάζεται στις εξαγωγές της, συνεχίζει να έχει ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 8% τον χρόνο, ενώ, για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες, ακόμα και η Αφρική εμφανίζει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η γερμανική στρατηγική Η Γερμανία, έχοντας διατηρήσει μια βιομηχανική βάση σε μια Δύση που οδηγούνταν στην αποβιομηχάνιση και θέλοντας με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την ανταγωνιστική της δυνατότητα έναντι των αναδυομένων χωρών, επέβαλε, αρχικώς στο εσωτερικό της, από το 2000 και μετά, μία πολιτική λιτότητας και σχετικής αποδόμησης του γερμανικού κοινωνικού κράτους. Βέβαια, επειδή αυτή η στρατηγική οδηγούσε σε μείωση ή στασιμότητα της εσωτερικής ζήτησης, για τη βιομηχανική της παραγωγή, την αντικατέστησε μ’ ένα εξωστρεφές εξαγωγικό μοντέλο και εκτίναξε τις εξαγωγές της προς τις χώρες της νότιας Ευρώπης. Γι’ αυτό, για ορισμένα χρόνια, συναινούσε σε έναδιπλό σύστημα, στο εσωτερικό της ευρωζώνης, ώστε οι λοιπές χώρες, και ιδιαίτερα οι νότιες, να δανείζονται για να μπορούν να αγοράσουν τα γερμανικά προϊόντα. Όμως, η κρίση του 2007-2008 και η ταυτόχρονη ανάπτυξη νέων ταχύτατα επεκτεινόμενων αγορών για τα γερμανικά προϊόντα, ιδιαίτερα στη Μ. Ανατολή, τη Ρωσία και την Άπω Ανατολή, μετέβαλε τα δεδομένα. Στο εξής, η Γερμανία θα έπρεπε να καλύψει τα αυξανόμενα ελλείμματα και τις δανειοδοτικές ανάγκες των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου ώστε να συνεχιστεί το ίδιο μοντέλο. Έτσι, όμως, ό,τι κέρδιζε από τη μία πλευρά, θα έπρεπε να το πληρώνει από την άλλη. Γι’ αυτό η Γερμανία υιοθετεί πλέον ανοικτά μια πολιτική επιβολής ενός δυαδικού μοντέλου για την Ευρώπη: Ένα μέρος των ευρωπαϊκών χωρών, και κατ’ εξοχήν η «γερμανική» Ευρώπη, να παραμείνει στον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα και την ευρωζώνη και ένα άλλο κομμάτι, που τείνει να μεταβληθεί σε βάρος για τη Γερμανία, να εκδιωχθεί ή να αποδεχτεί μια πολιτική κοινωνικής καταστροφής τέτοια που θα την μετέβαλλε σε ζώνη χαμηλού κόστους εργασίας και εξαγωγής ειδικευμένων εργατικών χεριών προς τη Γερμανία. Εξάλλου, έτσι συμβαίνει ήδη με άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως οι Βαλτικές χώρες, η Βουλγαρία, η Ρουμανία κ.λπ. Η Γερμανία ανακάλυψε ξαφνικά (βλέπε δηλώσεις του Κολ, του Σμιτ κ.ά) πως η Ελλάδα μπήκε με απάτη στη ζώνη του ευρώ, αντί να παραδεχτεί πως, εκείνη την εποχή, αποτελούσε μία επεκτεινόμενη αγορά για τη Γερμανία και γι’ αυτό καλοδεχούμενη. Η στρατηγική των Αμερικανών και του Στρως Καν ήρθε να σκοντάψει, με ενδιάμεσο τον δόλιο βλάκα, σε αυτή τη νέα γερμανική στρατηγική, η οποία δεν προτάσσει τη σωτηρία της «παλιάς Δύσης» με επίκεντρο τη στρατηγική Ομπάμα, αλλά υιοθετεί μια τευτονική στρατηγική «εκκαθάρισης των ξερών κλαδιών». Και αν οι Έλληνες θα μπορούσαν να αντέξουν μια τέτοια δρακόντεια πολιτική, έχει καλώς. Αν όχι, που είναι και το πιθανότερο, τότε θα οδηγούνταν αναπόφευκτα και στην έξοδο από την ευρωζώνη. Κατά συνέπεια, η προσφυγή στο ΔΝΤ που είχε συνομολογήσει συνωμοτικά ο ΓΑΠ με τον Στρως Καν μεταβλήθηκε σε πιάσιμο στο δόκανο της Μέρκελ. Το μνημόνιο επιτάχυνε, και εντόπισε στην Ελλάδα, μια κρίση που ούτως ή άλλως ήταν υπαρκτή και μετέβαλε τους Έλληνες στα πειραματόζωα της γερμανικής Ευρώπης. Κεϋνσιανή πολιτική ή ανατροπή του παγκοσμιοποιητικού μοντέλου; Το γεγονός ότι αυτή την ανάλυση, την οποία διακηρύττουμε και επαναλαμβάνουμε με κάθε ευκαιρία και σε όλους τους τόνους, την αγνοούν συστηματικά σχεδόν όλες οι αντιμνημονιακές γραφίδες, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Διότι η συντριπτική πλειοψηφία των «αντιμνημονιακών» θέλει να μας πείσει πως αρκεί η εξάλειψη του μνημονίου για να περάσουμε σε μια πολιτική κεϋνσιανής επέκτασης! Αγνοούν έτσι πως η διαφοροποίηση μεταξύ του Ολάντ και του Ομπάμα, από τη μια, και της Μέρκελ από την άλλη, δεν βρίσκεται στο εάν ή όχι πρέπει να παρθούν μέτρα «δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας», αλλά αφορούν μόνο στην ταχύτητα, την τραχύτητα και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να παρθούν αυτά τα μέτρα και επομένως στο ποιος θα διατηρήσει την ηγεμονία στο εσωτερικό της Δύσης. Ο Ολάντ, ο Ομπάμα και οι «αναπτυξιακοί» θεωρούν πως αυτή η μετάβαση προς ένα μοντέλο ανταγωνιστικό προς εκείνο της Κίνας και των αναδυόμενων χωρών θα πρέπει να γίνει ηπιότερα, σε μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, και με μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση. Επιπλέον, δεν θέλουν να γίνει με την ταχύτητα και την τραχύτητα των Γερμανών, διότι αυτό θα παγίωνε την ήδη κατακτηθείσα γερμανική ηγεμονία. Η Γαλλία και η Αμερική θέλουν χρόνο για να επαναβιομηχανοποιήσουν τις οικονομίες τους και να προσαρμοστούν στην νέα παγκόσμια πραγματικότητα, πράγμα που η Γερμανία το έχει ήδη κάνει. Γι’ αυτό και, ενώ υποχρεωτικά συμμαχούμε με αυτές τις δυνάμεις απέναντι στη Μέρκελ, διότι κι εμείς δεν επιθυμούμε σήμερα μια καταστροφική επιτάχυνση, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες για τη δυνατότητα μιας νέας περιόδου κεϋνσιανής πολιτικής στη Δύση. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι πως ο Παπανδρέου και η συμμορία του επιτάχυναν και επιδείνωσαν την ΥΠΑΡΚΤΗ κρίση του ελληνικού παρασιτικού μοντέλου, προκαλώντας μια εκτεταμένη κοινωνική καταστροφή με τη βιαιότητα και την ταχύτητα της επιβολής των μέτρων που επέβαλε η γερμανική στρατηγική. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός πως το ελληνικό κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο ήταν πλέον αδύνατο να διασωθεί και πως θα οδηγούνταν σε μια αναπόφευκτη κρίση. Όταν, λοιπόν, οι περισσότεροι αντιμνημονιακοί υποστηρίζουν μια λογική επιστροφής στη προ μνημονίου κατάσταση, όχι μόνο αρνούνται την παγκόσμια και ελληνική πραγματικότητα, αλλά, κυρίως, αρνούνται να δουν πως μια συνεπής «αντιμνημονιακή» πολιτική απαιτεί την επαναστατική ανατροπή ενός ολόκληρου μοντέλου. Είναι αντιμνημονιακοί διότι δεν τολμούν να είναι… επαναστάτες. Ας το διευκρινίσουμε. Για να μπορέσει η Ελλάδα, αλλά και οι περισσότεροι λαοί της Δύσης, να διατηρήσουν ένα επίπεδο ευημερίας ανάλογο με αυτό που διέθεταν στο παρελθόν, θα πρέπει να ανατραπεί το παγκόσμιο καπιταλιστικό μοντέλο της παγκοσμιοποίησης. Θα πρέπει να μειωθεί η παραγωγή άχρηστων ή επιζήμιων προϊόντων και να υπάρξει μια διαφορετική, οικολογικού χαρακτήρα, παραγωγική δομή, με την οποία θα δοθεί προτεραιότητα στην τοπική ανάπτυξη, τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων, το πολυκαλλιεργητικό μοντέλο, την επιστροφή στην επαρχία, την αποκέντρωση, την αποεμπορευματοποίηση πολλών δραστηριοτήτων και εργασιών. Ένα τέτοιο μοντέλο θα επέτρεπε ένα υψηλότερο επίπεδο ευημερίας ακόμα και με χαμηλότερο ύψος εθνικού εισοδήματος. Θα μας έβγαζε δηλαδή έξω από τον θανάσιμο, για τη φύση και τους ανθρώπους, κύκλο της αέναης οικονομικής επέκτασης. Ένα τέτοιο μοντέλο, που αποτελεί την ελπίδα του 21ου αιώνα, προϋποθέτει την επανατοπικοποίηση της σκέψης και της παραγωγής, την άρνηση της παγκοσμιοποίησης και, κατά συνέπεια, μια νέα δομή και μια νέα αντίληψη τόσο για την Ευρώπη όσο και για τον κόσμο. Μια τέτοια αλλαγή, που αναδύεται σταδιακά ως το αίτημα και η διεκδίκηση των αντιπαγκοσμιοποιητικών κινημάτων, για την Ελλάδα, αποτελεί ταυτόχρονα και όρο εθνικής επιβίωσης. Χωρίς «επιστροφή» στον εαυτό μας, στην ιστορία, στην παράδοση, την εγχώρια παραγωγή, οι Έλληνες δεν έχουν καμία τύχη. Γι’ αυτό εξάλλου επιμένουμε πως η επαναστατική ανατροπή του υπάρχοντος μοντέλου αποτελεί ταυτόχρονα και προϋπόθεση της εθνικής μας επιβίωσης. Από την αντιμνημονιακή ρητορεία σε ένα κίνημα ανατροπής Γιατί λοιπόν δεν επιλέγουμε μια άμεση επιτάχυνση της κρίσης, με έξοδο από το ευρώ και άμεση επιστροφή στην αυτόκεντρη ανάπτυξη, μια και υποστηρίζουμε ένα τέτοιο μοντέλο; Για δύο λόγους: Όπως προσπαθούμε να εξηγήσουμε εδώ και πάνω από δύο χρόνια, η άμεση μετάβαση σε ένα τέτοιο πρότυπο με όρους καταστροφής, όχι μόνο του υπαρκτού μοντέλου αλλά της ίδιας της κοινωνίας, δεν θα προκαλέσει μόνο ανώφελο πόνο σ’ ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού και ιδιαίτερα στα λαϊκά στρώματα, αλλά και κινδυνεύει να πυροδοτήσει τους κινδύνους που διαγράφουν οι γεωπολιτικές δουλείες της χώρας. Δηλαδή, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να επιταχύνουμε με δική μας ευθύνη τη διαδικασία της απόσπασής μας από την πρότερη κατάσταση, χωρίς να είναι έτοιμος ο λαός για τα νέα βήματα που απαιτούνται, γιατί μπορεί να προκαλέσουμε πολύ μεγαλύτερες καταστροφές! Κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή, που το μνημόνιο επιδείνωσε την αναπόφευκτη κρίση του ελληνικού συστήματος, κινδυνεύουμε να επιταχύνουμε μια κατάρρευση, που, επειδή θα χρεωθεί στις αντιμνημονιακές δυνάμεις, δεν θα οδηγήσει σε μια επαναστατική δημοκρατική μετατροπή του συστήματος αλλά, πιθανότατα, σε μια αυταρχική και φασίζουσα διέξοδο. Έτσι έχει συμβεί σε όλες τις χώρες και όλες τις εποχές. Η στρατηγική της επιτάχυνσης, η στρατηγική της έντασης, χωρίς να απορρέει από την υιοθέτηση, από την πλειοψηφία του λαού, ενός νέου προτάγματος, οδηγεί, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, στα αντίστροφα αποτελέσματα και την ανάδειξη αυταρχικών και αντιλαϊκών λύσεων. Αρκεί να μελετήσουμε ποιοί ακολουθούν τη στρατηγική της έντασης και της επιτάχυνσης της κρίσης στη σημερινή Ελλάδα. Είναι δύο δυνάμεις κυρίως: το «κόμμα της δραχμής», δηλαδή όλοι εκείνοι οι επιχειρηματίες και οι διακινητές του μαύρου χρήματος, που υπολογίζουν να κερδίσουν από την ολοκλήρωση της καταστροφής της ελληνικής οικονομίας, και οι ναζήδες της Χρυσής Αυγής. Και υπολογίζουν στη σύγχυση, την απελπισία, τις μικροκομματικές σκοπιμότητες και τους χρήσιμους ηλίθιους, που δεν λείπουν ποτέ, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους. Γι’ αυτό και επιμένουμε –σχεδόν μονότονα και κάποτε κουραστικά– πως η συνέχεια του κινήματός μας δεν μπορεί να εξαντλείται σε μια κοντόφθαλμη αντιμνημονιακή ρητορεία, αλλά πρέπει να στοχεύει σε μια καθολική ανατροπή του μοντέλου. Και όποιος στοχεύει σε μια τέτοια ανατροπή και είναι αληθινά ριζικός, δηλαδή πηγαίνει στη ρίζα των πραγμάτων, δεν μπορεί να αρκείται στη μικρομεσαία επιφανειακότητα μιας απλής αγανάκτησης. Είναι πλέον καιρός να αρχίσουμε να διαμορφώνουμε μια επαναστατική πρόταση εξόδου από την κρίση, με όλο το πάθος αλλά και τη σοβαρότητα που αρμόζει σε μας που έχουμε συναίσθηση πως δεν είμαστε υπόλογοι μόνο απέναντι στους συμπολίτες μας, αλλά και απέναντι στις μακρές γενιές του ιστορικού μας βάθους, υπόλογοι στις γενιές που θα έρθουν. Πάντως, είναι σίγουρο πως το ζήτημα της ανατροπής του σάπιου μεταπολιτευτικού καθεστώτος έχει τεθεί και το αντιμνημονιακό κίνημα πρέπει να πραγματοποιήσει το επόμενο μεγάλο βήμα. ardin-rixi.gr
Την τελευταία περίοδο, επαναλαμβάνουμε διαρκώς πως δεν αντιμετωπίζουμε απλώς το δίλημμα... «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» αλλά την κρίση ενός οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, η οποία προσέλαβε τη μορφή του Μνημονίου. Επομένως, το ζήτημα για τις αντιμνημονιακές δυνάμεις είναι να προχωρήσουν πέρα από το επιφαινόμενο...
και να μπουν στις πραγματικές αιτίες της κρίσης και τις δυνατότητες ανάταξής της. Πολλοί αναγνώστες, ιδιαίτερα οι πλέον πρόσφατοι και οι λιγότερο εξοικειωμένοι με τις απόψεις μας, ή δεν κατανοούν την άποψή μας ή, ακόμα περισσότερο, θεωρούν ότι έτσι υπεκφεύγουμε ή ακόμα ότι δίνουμε συγχωροχάρτι στις μνημονιακές δυνάμεις. Γι’ αυτό λοιπόν απαιτούνται ορισμένες επιπρόσθετες αναγκαίες διευκρινίσεις. Τι άραγε ήταν το μνημόνιο; Πριν από τις εκλογές του 2009, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αφού είχε αφήσει για χρόνια αθεράπευτες τις πληγές μιας παρασιτικής οικονομίας, που εκδηλώθηκαν, μετά το 2008, με εκτίναξη του ελλείμματος και του χρέους, κάλεσε τους Έλληνες να αποδεχτούν την κρίση και να περάσουν σε μια εποχή λιτότητας, χωρίς όμως να προσφέρει και ένα διαφορετικό όραμα εξόδου από την κρίση. Απέναντί του, το δημαγωγικό κόμμα του ΠΑΣΟΚ, εκφραστής των παρασιτικών στρωμάτων, των νταμαρτζήδων των «έργων» και των ΜΜΕ, διαβουκολώντας με ψεύτικες υποσχέσεις τις λαϊκές τάξεις, κατέκτησε για μια τελευταία και μοιραία φορά την εξουσία, με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν», που είχε επεξεργαστεί η φοβερή «οικονομική» του σύμβουλος, Λούκα Κατσέλη! Επειδή όμως, «λεφτά» δεν υπήρχαν, και ήταν αδύνατο να ανακρούσει πρύμναν, δεδομένης της κοινωνικής και εκλογικής του βάσης, ως δόλιος συνωμότης, επεξεργάστηκε ένα σχέδιο προκειμένου να επιβάλει τη λιτότητα στον ελληνικό λαό. Αυτό είχε ως προϋπόθεση να αποκοπεί η δυνατότητα δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές –εξ ου και οι καταγγελίες της χώρας από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς της για μήνες ολόκληρους και η άρνηση δανεισμού με χαμηλό επιτόκιο– ούτως ώστε η επιβολή των μέτρων να εμφανιστεί ως πίεση από τα πάνω και τους κρατικούς πλέον δανειστές μας, σε συμφωνία με το ΔΝΤ. Όλα αυτά πλέον είναι πολύ γνωστά. Και όμως, μέχρι σήμερα, δεν έχουν αναλυθεί με ευκρίνεια παρά μόνο από το Άρδην. Έτσι το μνημόνιο υπήρξε η συνωμοτικά οργανωμένη επιτάχυνση της κρίσης από εκείνα τα παρασιτικά στρώματα σε πανικό, που ήταν αδύνατο να αναγνωρίσουν την ίδια την πραγματικότητα του παρασιτισμού τους. Όμως, όπως έχουμε τονίσει, το δόλιο φερέφωνο ήταν ταυτόχρονα και βλάξ. Διότι, όντας συνδεδεμένος με το αμερικανικό σχέδιο και το ΔΝΤ του Στρως Καν, δεν αντελήφθη πως το σύνολο της Ευρώπης αντιμετώπιζε μια συστημική κρίση και πως η Γερμανία είχε διαφορετική στρατηγική από εκείνη του Ομπάμα και του Στρως Καν. Η Γερμανία, όντας πλέον η μόνη πλεονασματική δύναμη στην Ευρώπη και έχοντας εκτιναχθεί στη θέση του δεύτερου παγκόσμιου εξαγωγέα μετά την Κίνα, είναι η μόνη που είχε ήδη κατανοήσει και είχε προσαρμοστεί στη διαπίστωση πως η Δύση δεν μπορεί να επιβιώσει στον ανταγωνισμό με την Κίνα και τις αναδυόμενες χώρες παρά μόνο εάν μεταβάλει το κοινωνικό μοντέλο που είχε κυριαρχήσει στη Δύση τα προηγούμενα χρόνια, ώστε να ολοκληρώσει τη θατσερική και ρηγκανική αντεπανάσταση. Για να το κάνουμε πιο λιανά. Η Δύση, έχοντας απολέσει το πλεονέκτημα της «μητρόπολης», μια και το οικονομικό επίκεντρο του κόσμου μετατοπίζεται εκτός Δύσεως, και έχοντας ταυτόχρονα οικοδομήσει την επίπλαστη ευημερία της πάνω στη χρηματοτραπεζιτική ηγεμονία της, δεν έχει πια τη δυνατότητα να συντηρεί ΚΑΙ τα κέρδη των ελίτ ΚΑΙ το κοινωνικό κράτος, όπως έκανε ορισμένες δεκαετίες πριν. Είναι υποχρεωμένη να επεκτείνει τη λογική της λιτότητας και της «προσαρμογής», ώστε να μπορέσει να ανταγωνιστεί με σχετική επιτυχία τις αναδυόμενες χώρες. Γι’ αυτό εξ άλλου και η παρούσα οικονομική κρίση –για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία– δεν αφορά στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας αλλά, σχεδόν αποκλειστικά, στη Δύση. Η Κίνα, παρ’ ότι επηρεάζεται στις εξαγωγές της, συνεχίζει να έχει ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 8% τον χρόνο, ενώ, για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες, ακόμα και η Αφρική εμφανίζει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η γερμανική στρατηγική Η Γερμανία, έχοντας διατηρήσει μια βιομηχανική βάση σε μια Δύση που οδηγούνταν στην αποβιομηχάνιση και θέλοντας με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την ανταγωνιστική της δυνατότητα έναντι των αναδυομένων χωρών, επέβαλε, αρχικώς στο εσωτερικό της, από το 2000 και μετά, μία πολιτική λιτότητας και σχετικής αποδόμησης του γερμανικού κοινωνικού κράτους. Βέβαια, επειδή αυτή η στρατηγική οδηγούσε σε μείωση ή στασιμότητα της εσωτερικής ζήτησης, για τη βιομηχανική της παραγωγή, την αντικατέστησε μ’ ένα εξωστρεφές εξαγωγικό μοντέλο και εκτίναξε τις εξαγωγές της προς τις χώρες της νότιας Ευρώπης. Γι’ αυτό, για ορισμένα χρόνια, συναινούσε σε έναδιπλό σύστημα, στο εσωτερικό της ευρωζώνης, ώστε οι λοιπές χώρες, και ιδιαίτερα οι νότιες, να δανείζονται για να μπορούν να αγοράσουν τα γερμανικά προϊόντα. Όμως, η κρίση του 2007-2008 και η ταυτόχρονη ανάπτυξη νέων ταχύτατα επεκτεινόμενων αγορών για τα γερμανικά προϊόντα, ιδιαίτερα στη Μ. Ανατολή, τη Ρωσία και την Άπω Ανατολή, μετέβαλε τα δεδομένα. Στο εξής, η Γερμανία θα έπρεπε να καλύψει τα αυξανόμενα ελλείμματα και τις δανειοδοτικές ανάγκες των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου ώστε να συνεχιστεί το ίδιο μοντέλο. Έτσι, όμως, ό,τι κέρδιζε από τη μία πλευρά, θα έπρεπε να το πληρώνει από την άλλη. Γι’ αυτό η Γερμανία υιοθετεί πλέον ανοικτά μια πολιτική επιβολής ενός δυαδικού μοντέλου για την Ευρώπη: Ένα μέρος των ευρωπαϊκών χωρών, και κατ’ εξοχήν η «γερμανική» Ευρώπη, να παραμείνει στον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα και την ευρωζώνη και ένα άλλο κομμάτι, που τείνει να μεταβληθεί σε βάρος για τη Γερμανία, να εκδιωχθεί ή να αποδεχτεί μια πολιτική κοινωνικής καταστροφής τέτοια που θα την μετέβαλλε σε ζώνη χαμηλού κόστους εργασίας και εξαγωγής ειδικευμένων εργατικών χεριών προς τη Γερμανία. Εξάλλου, έτσι συμβαίνει ήδη με άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως οι Βαλτικές χώρες, η Βουλγαρία, η Ρουμανία κ.λπ. Η Γερμανία ανακάλυψε ξαφνικά (βλέπε δηλώσεις του Κολ, του Σμιτ κ.ά) πως η Ελλάδα μπήκε με απάτη στη ζώνη του ευρώ, αντί να παραδεχτεί πως, εκείνη την εποχή, αποτελούσε μία επεκτεινόμενη αγορά για τη Γερμανία και γι’ αυτό καλοδεχούμενη. Η στρατηγική των Αμερικανών και του Στρως Καν ήρθε να σκοντάψει, με ενδιάμεσο τον δόλιο βλάκα, σε αυτή τη νέα γερμανική στρατηγική, η οποία δεν προτάσσει τη σωτηρία της «παλιάς Δύσης» με επίκεντρο τη στρατηγική Ομπάμα, αλλά υιοθετεί μια τευτονική στρατηγική «εκκαθάρισης των ξερών κλαδιών». Και αν οι Έλληνες θα μπορούσαν να αντέξουν μια τέτοια δρακόντεια πολιτική, έχει καλώς. Αν όχι, που είναι και το πιθανότερο, τότε θα οδηγούνταν αναπόφευκτα και στην έξοδο από την ευρωζώνη. Κατά συνέπεια, η προσφυγή στο ΔΝΤ που είχε συνομολογήσει συνωμοτικά ο ΓΑΠ με τον Στρως Καν μεταβλήθηκε σε πιάσιμο στο δόκανο της Μέρκελ. Το μνημόνιο επιτάχυνε, και εντόπισε στην Ελλάδα, μια κρίση που ούτως ή άλλως ήταν υπαρκτή και μετέβαλε τους Έλληνες στα πειραματόζωα της γερμανικής Ευρώπης. Κεϋνσιανή πολιτική ή ανατροπή του παγκοσμιοποιητικού μοντέλου; Το γεγονός ότι αυτή την ανάλυση, την οποία διακηρύττουμε και επαναλαμβάνουμε με κάθε ευκαιρία και σε όλους τους τόνους, την αγνοούν συστηματικά σχεδόν όλες οι αντιμνημονιακές γραφίδες, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Διότι η συντριπτική πλειοψηφία των «αντιμνημονιακών» θέλει να μας πείσει πως αρκεί η εξάλειψη του μνημονίου για να περάσουμε σε μια πολιτική κεϋνσιανής επέκτασης! Αγνοούν έτσι πως η διαφοροποίηση μεταξύ του Ολάντ και του Ομπάμα, από τη μια, και της Μέρκελ από την άλλη, δεν βρίσκεται στο εάν ή όχι πρέπει να παρθούν μέτρα «δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας», αλλά αφορούν μόνο στην ταχύτητα, την τραχύτητα και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να παρθούν αυτά τα μέτρα και επομένως στο ποιος θα διατηρήσει την ηγεμονία στο εσωτερικό της Δύσης. Ο Ολάντ, ο Ομπάμα και οι «αναπτυξιακοί» θεωρούν πως αυτή η μετάβαση προς ένα μοντέλο ανταγωνιστικό προς εκείνο της Κίνας και των αναδυόμενων χωρών θα πρέπει να γίνει ηπιότερα, σε μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, και με μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση. Επιπλέον, δεν θέλουν να γίνει με την ταχύτητα και την τραχύτητα των Γερμανών, διότι αυτό θα παγίωνε την ήδη κατακτηθείσα γερμανική ηγεμονία. Η Γαλλία και η Αμερική θέλουν χρόνο για να επαναβιομηχανοποιήσουν τις οικονομίες τους και να προσαρμοστούν στην νέα παγκόσμια πραγματικότητα, πράγμα που η Γερμανία το έχει ήδη κάνει. Γι’ αυτό και, ενώ υποχρεωτικά συμμαχούμε με αυτές τις δυνάμεις απέναντι στη Μέρκελ, διότι κι εμείς δεν επιθυμούμε σήμερα μια καταστροφική επιτάχυνση, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες για τη δυνατότητα μιας νέας περιόδου κεϋνσιανής πολιτικής στη Δύση. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι πως ο Παπανδρέου και η συμμορία του επιτάχυναν και επιδείνωσαν την ΥΠΑΡΚΤΗ κρίση του ελληνικού παρασιτικού μοντέλου, προκαλώντας μια εκτεταμένη κοινωνική καταστροφή με τη βιαιότητα και την ταχύτητα της επιβολής των μέτρων που επέβαλε η γερμανική στρατηγική. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός πως το ελληνικό κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο ήταν πλέον αδύνατο να διασωθεί και πως θα οδηγούνταν σε μια αναπόφευκτη κρίση. Όταν, λοιπόν, οι περισσότεροι αντιμνημονιακοί υποστηρίζουν μια λογική επιστροφής στη προ μνημονίου κατάσταση, όχι μόνο αρνούνται την παγκόσμια και ελληνική πραγματικότητα, αλλά, κυρίως, αρνούνται να δουν πως μια συνεπής «αντιμνημονιακή» πολιτική απαιτεί την επαναστατική ανατροπή ενός ολόκληρου μοντέλου. Είναι αντιμνημονιακοί διότι δεν τολμούν να είναι… επαναστάτες. Ας το διευκρινίσουμε. Για να μπορέσει η Ελλάδα, αλλά και οι περισσότεροι λαοί της Δύσης, να διατηρήσουν ένα επίπεδο ευημερίας ανάλογο με αυτό που διέθεταν στο παρελθόν, θα πρέπει να ανατραπεί το παγκόσμιο καπιταλιστικό μοντέλο της παγκοσμιοποίησης. Θα πρέπει να μειωθεί η παραγωγή άχρηστων ή επιζήμιων προϊόντων και να υπάρξει μια διαφορετική, οικολογικού χαρακτήρα, παραγωγική δομή, με την οποία θα δοθεί προτεραιότητα στην τοπική ανάπτυξη, τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων, το πολυκαλλιεργητικό μοντέλο, την επιστροφή στην επαρχία, την αποκέντρωση, την αποεμπορευματοποίηση πολλών δραστηριοτήτων και εργασιών. Ένα τέτοιο μοντέλο θα επέτρεπε ένα υψηλότερο επίπεδο ευημερίας ακόμα και με χαμηλότερο ύψος εθνικού εισοδήματος. Θα μας έβγαζε δηλαδή έξω από τον θανάσιμο, για τη φύση και τους ανθρώπους, κύκλο της αέναης οικονομικής επέκτασης. Ένα τέτοιο μοντέλο, που αποτελεί την ελπίδα του 21ου αιώνα, προϋποθέτει την επανατοπικοποίηση της σκέψης και της παραγωγής, την άρνηση της παγκοσμιοποίησης και, κατά συνέπεια, μια νέα δομή και μια νέα αντίληψη τόσο για την Ευρώπη όσο και για τον κόσμο. Μια τέτοια αλλαγή, που αναδύεται σταδιακά ως το αίτημα και η διεκδίκηση των αντιπαγκοσμιοποιητικών κινημάτων, για την Ελλάδα, αποτελεί ταυτόχρονα και όρο εθνικής επιβίωσης. Χωρίς «επιστροφή» στον εαυτό μας, στην ιστορία, στην παράδοση, την εγχώρια παραγωγή, οι Έλληνες δεν έχουν καμία τύχη. Γι’ αυτό εξάλλου επιμένουμε πως η επαναστατική ανατροπή του υπάρχοντος μοντέλου αποτελεί ταυτόχρονα και προϋπόθεση της εθνικής μας επιβίωσης. Από την αντιμνημονιακή ρητορεία σε ένα κίνημα ανατροπής Γιατί λοιπόν δεν επιλέγουμε μια άμεση επιτάχυνση της κρίσης, με έξοδο από το ευρώ και άμεση επιστροφή στην αυτόκεντρη ανάπτυξη, μια και υποστηρίζουμε ένα τέτοιο μοντέλο; Για δύο λόγους: Όπως προσπαθούμε να εξηγήσουμε εδώ και πάνω από δύο χρόνια, η άμεση μετάβαση σε ένα τέτοιο πρότυπο με όρους καταστροφής, όχι μόνο του υπαρκτού μοντέλου αλλά της ίδιας της κοινωνίας, δεν θα προκαλέσει μόνο ανώφελο πόνο σ’ ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού και ιδιαίτερα στα λαϊκά στρώματα, αλλά και κινδυνεύει να πυροδοτήσει τους κινδύνους που διαγράφουν οι γεωπολιτικές δουλείες της χώρας. Δηλαδή, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να επιταχύνουμε με δική μας ευθύνη τη διαδικασία της απόσπασής μας από την πρότερη κατάσταση, χωρίς να είναι έτοιμος ο λαός για τα νέα βήματα που απαιτούνται, γιατί μπορεί να προκαλέσουμε πολύ μεγαλύτερες καταστροφές! Κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή, που το μνημόνιο επιδείνωσε την αναπόφευκτη κρίση του ελληνικού συστήματος, κινδυνεύουμε να επιταχύνουμε μια κατάρρευση, που, επειδή θα χρεωθεί στις αντιμνημονιακές δυνάμεις, δεν θα οδηγήσει σε μια επαναστατική δημοκρατική μετατροπή του συστήματος αλλά, πιθανότατα, σε μια αυταρχική και φασίζουσα διέξοδο. Έτσι έχει συμβεί σε όλες τις χώρες και όλες τις εποχές. Η στρατηγική της επιτάχυνσης, η στρατηγική της έντασης, χωρίς να απορρέει από την υιοθέτηση, από την πλειοψηφία του λαού, ενός νέου προτάγματος, οδηγεί, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, στα αντίστροφα αποτελέσματα και την ανάδειξη αυταρχικών και αντιλαϊκών λύσεων. Αρκεί να μελετήσουμε ποιοί ακολουθούν τη στρατηγική της έντασης και της επιτάχυνσης της κρίσης στη σημερινή Ελλάδα. Είναι δύο δυνάμεις κυρίως: το «κόμμα της δραχμής», δηλαδή όλοι εκείνοι οι επιχειρηματίες και οι διακινητές του μαύρου χρήματος, που υπολογίζουν να κερδίσουν από την ολοκλήρωση της καταστροφής της ελληνικής οικονομίας, και οι ναζήδες της Χρυσής Αυγής. Και υπολογίζουν στη σύγχυση, την απελπισία, τις μικροκομματικές σκοπιμότητες και τους χρήσιμους ηλίθιους, που δεν λείπουν ποτέ, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους. Γι’ αυτό και επιμένουμε –σχεδόν μονότονα και κάποτε κουραστικά– πως η συνέχεια του κινήματός μας δεν μπορεί να εξαντλείται σε μια κοντόφθαλμη αντιμνημονιακή ρητορεία, αλλά πρέπει να στοχεύει σε μια καθολική ανατροπή του μοντέλου. Και όποιος στοχεύει σε μια τέτοια ανατροπή και είναι αληθινά ριζικός, δηλαδή πηγαίνει στη ρίζα των πραγμάτων, δεν μπορεί να αρκείται στη μικρομεσαία επιφανειακότητα μιας απλής αγανάκτησης. Είναι πλέον καιρός να αρχίσουμε να διαμορφώνουμε μια επαναστατική πρόταση εξόδου από την κρίση, με όλο το πάθος αλλά και τη σοβαρότητα που αρμόζει σε μας που έχουμε συναίσθηση πως δεν είμαστε υπόλογοι μόνο απέναντι στους συμπολίτες μας, αλλά και απέναντι στις μακρές γενιές του ιστορικού μας βάθους, υπόλογοι στις γενιές που θα έρθουν. Πάντως, είναι σίγουρο πως το ζήτημα της ανατροπής του σάπιου μεταπολιτευτικού καθεστώτος έχει τεθεί και το αντιμνημονιακό κίνημα πρέπει να πραγματοποιήσει το επόμενο μεγάλο βήμα. ardin-rixi.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου