Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

ΟΧΙ, στους ποικιλώνυμους Μνημονιακούς


Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος, Κιλκίς
Ερωτώ: Όταν η Μέρκελ, ο Ρεν, ο λακές Μπαρόζο, Ολλανδοί, Βησιγότθοι και Αυστριακοί αποπαίδια του Μέτερνιχ, τραπεζίτες, Τρόικες και ημέτεροι νεόπλουτοι Γραικύλοι και απατεώνες, μας εκβιάζουν ασυστόλως και...
κραδαίνουν το μορμολύκειο της χρεοκοπίας, της πείνας και της εξαθλίωσης, αν αποχωρήσουμε από την δυσώδη Ε.Ε. και το ευρώ της, εμείς τι πρέπει να σκεφτούμε και να πράξουμε;
Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που οι ολετήρες μας θέλουν. Έξω, μακριά από την ψευτοένωση «το πανέρι με τις οχιές» και επιστροφή στην δραχμή.
Ερώτηση, έστω αφελής: εισήλθαμε, δόξη και τιμή, στον λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» της Ε.Ε., για να αποφύγουμε ακριβώς αυτήν την φρίκη που βιώνουμε σήμερα. Διατυμπάνιζε, ο σπιθαμιαίος Σημίτης, την ες αεί εξασφάλιση της ελληνικής οικονομίας από τις ορέξεις των κερδοσκόπων. Τι έγινε; Καταστροφή. Ενθυλάκωσαν τα πακέτα οι παρασιτόβιοι κοπροπολιτικοί και οι δορυφόροι τους και ο λαός στην κλίνη του Προκρούστη. Άρα; Έξω από την ανθρωποβόρα συμμορία, μακριά από τις ανθρωποκάμπιες που τις εκχωρήσαμε την ζωή μας.
Έτερη ερώτηση, επερώτηση: Η Ε.Ε., της οποίας, ως ευφημιστικώς λέγεται ότι είμαστε ισότιμα, ισόκυρα και ισόνομα μέλη, μας υποχρέωσε να υπογράψουμε, με χέρια και ποδάρια, συνθήκες, με τις οποίες ακυρώνεται στην ουσία η Επανάσταση του ’21. Οι ηρωικοί κλεφταρματολοί έδιωξαν τους Μουσουλμάνους με το αίμα τους και τα τωρινά κομματικά απολειφάδια, με το μελάνι υπογραφών, τους ξαναφέρνουν, βυθίζοντας στον τρόμο πόλεις και χωριά.
Άρα τι κάνουμε; Φεύγουμε από το τερατούργημα-κακούργημα, που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση. Ανακεφαλαίωση και συνόψιση: Όταν όλες οι ευρωπαϊκές αναθυμιάσεις και οι ημεδαπές λίγδες τάσσονται υπέρ του ευρώ και της Ευρώπης, εμείς, το Γένος των Ελλήνων, πρέπει να υιοθετήσουμε το ακριβώς αντίθετο. Είπαμε «όλα τα έθνη για να προοδεύσουν πρέπει να βαδίσουν εμπρός, πλην του ελληνικού που πρέπει να στραφεί πίσω» (Δ.Καμπούρογλου). Εις επίρρωσιν του προειρημένου σκεπτικού. Ο μακαριστός Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός, σε λόγο του «περί φυλακής του μοναχικού προγράμματος», είπε τα εξής: «…Ο κόσμος σήμερα πλανάται. Άκουσα μία κυρία, μία περίφημη μητέρα, η οποία συμβούλευε την κόρη της και έλεγε: Άκουσε, κόρη μου, εγώ σαν μεγαλύτερη μπορεί να πεθάνω και οι μέρες που έρχονται είναι πολύ δύσκολες. Δεν μπορούμε να τις περιγράψουμε. Μπορεί να ‘ρθει μία περίοδος, όπως τότε στους Εβραίους, και να χαθούν οι γραφές και τα Ευαγγέλια. Όπως και ήρθε αυτή η περίοδος, αναφέρουν επί Ιωσίου του ευσεβούς Βασιλέως… Αν, λοιπόν, έλθη μία περίοδος τέτοια, της λέει, και δεις ότι δεν υπάρχει το Ευαγγέλιο και έτσι δεν θα ξέρετε τι να κάνετε, τότε να κοιτάς τι κάνει και τι θέλει ο κόσμος κι εσύ να κάνης το αντίθετο. Και αυτό θα είναι το Ευαγγέλιο…» («Αθωνικά μηνύματα 7», σελ. 158). Τι θέλει τώρα ο ζαλισμένος κόσμος; Την Ευρώπη. Το αντίθετο εμείς. Και επειδή παρέθεσα θεολογικό κείμενο, παρεμβάλλω ένα άλλο που αναφέρεται στους οικουμενιστές, τους «μνημονιακούς» της πίστης θα λέγαμε, που προσπαθούν να ανατρέψουν την πλέον σπουδαία παράγραφο το Συμβόλου της Πίστεως: «Πιστεύω εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Ας μην κρυβόμαστε. Έχει και η Εκκλησία τους υπέρμαχους του θρησκευτικού Μνημονίου, πολλοί εξ αυτών ποιμένες και «θεολόγοι», που απεργάζονται την πνευματική εξαθλίωση των παιδιών του λαού, μέσω της μετατροπής του μαθήματος των θρησκευτικών, σε πανθρησκειακή αιρετική κενοφωνία (στο εσωτερικό) και της υπαγωγής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μέσω του μασωνοοικουμενισμού, στον Παπισμό (στο εξωτερικό). Και δεν είναι συγκυρία ότι τώρα που βιώνουμε την οικονομική φρίκη εντάθηκαν και οι βλέψεις των κακεργετών, οι συζητήσεις και οι διάλογοι με τους Λατίνους για «ένωση» και οι μεταπατερικές… κακοδοξίες, πεμπτοφαλαγγιτών «φιλοζόφων». (Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, τον καρπό των πολλών γραμμάτων άνευ της θεοειδούς ταπεινώσεως, τον ονόμαζε «φιλοζοφία» και ουδέποτε θεολογία).
Διαβάζω από ένα εξαιρετικό βιβλίο: «Ο καλλίτερος τρόπος για να πείσης τους άλλους για την αλήθεια είναι να πιστεύεις ο ίδιος σ’ αυτήν. Να μην την συζητής αλλά να την ομολογής μόνον. Τα συνέδρια και τα συμβούλια συζητούν την αλήθεια. Αυτό όμως είναι προδοσία. Γιατί δεν πρόκειται εκεί για διάλογο και νουθεσίες προς τους αιρετικούς, αλλά για συζήτηση με “Εκκλησίες”. Ο Χριστός δεν ζητάει συζητητάς αλλά ομολογητάς. Η αλήθεια που μας εδίδαξε δεν είναι από εκείνες που συζητούνται.
Στα διάφορα οικουμενιστικά συνέδρια η συζήτηση παίρνει την μορφή εμπορίου όπου γίνεται ανταλλαγή υποχωρήσεων στα ζητήματα της πίστεως για να επέλθη μία τελική συμφωνία. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, και μόνη η προσέλευσις ενός Ορθοδόξου σ’ ένα οικουμενιστικό συμβούλιο είναι προδοσία του Χριστού. Είναι η παράδοσις του Χριστού στους απίστους αντί τριάκοντα αργυρίων. Γιατί, προσερχόμενος ο Ορθόδοξος, ομολογεί την πίστη του συζητήσιμη, και αφήνει να εννοηθεί ότι αν του δοθούν ικανοποιητικά ανταλλάγματα θα κάνει και αυτός υποχωρήσεις.
Οι Πατέρες δεν συζητούσαν με τους αιρετικούς. Ομολογούσαν την αλήθειαν και ανέτρεπαν τους ισχυρισμούς των, χωρίς ευγένειες και φιλοφρονήσεις. Δεν ήταν συζητήσεις Εκκλησίας με Εκκλησίες, αλλά διάλογος της Εκκλησίας με ψυχές που είχαν χάσει το δρόμο τους. Η Εκκλησία δεν συζητά, γιατί δεν αναζητά. Απλώς δίδει, γιατί έχει το παν». (Θεοδωρήτου μοναχού Αγιορείτου, «Διάλογοι της ερήμου περί οικουμενισμού», Αθήναι 1971, σελ. 172, 173, 174, 175).
Τώρα, θα αναρωτηθεί κάποιος, γατί παραμονές εκλογών γράφω για τους μασκαράδες (=ο φορών μάσκα) του Οικουμενισμού. Διότι το διακύβευμα των εκλογών δεν είναι η οικονομία και το κράτος, αλλά, πρωτίστως, η επιβίωσή μας ως λαού ιστορικού. Και επειδή στους σακατεμένους καιρούς που έρχονται, πάλι στον Κυρηναίο του Γένους, την ελληνοσώτειρα εκκλησία, θα στρέψουμε ικετευτικά το βλέμμα μας, πρέπει η αντίστασή μας στους ποικιλώνυμους Μνημονιακούς, να διατρανωθεί με την λέξη, την μονάκριβη που περικλείει την μεγαλοσύνη του Γένους μας: ΟΧΙ. Με τα «όχι» του Λεωνίδα, του Παλαιολόγου, του Παπαφλέσσα, του Μεταξά, του Αυξεντίου διαφυλάξαμε την περήφανη περπατησιά μας στις στράτες της ιστορίας και «λεγόμαστε κι εμείς έθνος». Μας απειλούν οι γονατισμένοι πολιτικάντηδες των Μνημονίων για την «επόμενη μέρα». «Θα πεινάσετε» τσιρίζουν. Την απάντηση την ερανίζομαι από το ημερολόγιο ενός Γάλλου υποπλοιάρχου, του D. Pontes, που βρέθηκε μετά το ’21, στην Μήλο (από την οποία, το 1820, είχαν διαρπάξει οι Φράγκοι την περίφημη «Αφροδίτη της Μήλου». Το άγαλμα ακρωτηριάστηκε εξ αιτίας των βαναυσουργιών που υπέστη από τους απελέκητους Γάλλους). Ιδού το κείμενο, προς παρηγορίαν αυτών που πτοούνται από τα θρασύδειλα ερπετά που μας απειλούν.
«Μήλος 1η Φεβρουαρίου 1828. Την ώρα που ξεκουραζόμασταν από το ανέβασμά μας στο κάστρο της Μήλου, είδαμε να πλησιάζει προς το μέρος μας μια γυναίκα, που κρατούσε στο ένα χέρι ένα σταμνί και στ’ άλλο ένα κοριτσάκι, ενώ ένα άλλο κοριτσάκι έτρεχε γύρω της. Στον ώμο της κρατούσε κάτι, που όταν μας πλησίασε, είδαμε, ότι ήταν ένα τρίτο παιδί, καλά φασκιωμένο. Της εζήτησα να μου δώσει λίγο νερό. Σήκωσε το σταμνί της και μου ‘γνεψε να πιώ. Εν τω μεταξύ ο σύντροφός μου, που μιλούσε άριστα τα νέα ελληνικά, είχε αρχίσει να παίζει με το μεγαλύτερο απ’ τα κοριτσάκια. Έτσι αναπτύχθηκε μεταξύ μας μία οικειότητα(…). Τη ρώτησα για τη ζωή τους. Μου είπε ότι ο άντρας της ήταν άλλοτε εύπορος γεωργός, είχαν σπίτι καλό, ένα μεγάλο χωράφι κι ένα περιβόλι και κατόρθωνε να ζουν πολύ καλά. Ωστόσο δε δίστασε να τα εγκαταλείψει όλα και να τρέξει κοντά στους συμπατριώτες του, μόλις άρχισε ο πόλεμος της ανεξαρτησίας. Οι Τούρκοι για αντίποινα, όταν πέρασαν απ’ το νησί, έκαψαν το σπίτι και ρήμαξαν τα κτήματα. Τώρα ζουν πολύ φτωχά και πρέπει να ξαναπεράσουν χρόνια, για να καλυτερέψει η ζωή τους. Τη ρώτησα, για να τη δοκιμάσω, αν βλέποντας τη φτώχεια, μέσα στην οποία μεγάλωναν τα παιδιά της, δε νοσταλγούσε τις χωρίς στενοχώριες ημέρες, που περνούσαν τον καιρό της τουρκικής κατοχής. Δεν περίμενα ποτέ, ότι τα λόγια μου θα ‘φερναν τέτοιο αποτέλεσμα: Η Ελληνίδα της Μήλου σηκώθηκε απότομα, άρπαξε στα χέρια της το φασκιωμένο μωρό, και ρίχοντάς μου ένα βλέμμα γεμάτο μίσος και περιφρόνηση είπε: “Να ποθούμε την εποχή που είμαστε σκλάβοι, στο έλεος ενός βάρβαρου, που μπορούσε να μας αρπάξει τους άντρες μας, τ’ αδέλφια μας, τα παιδιά μας, εμάς τις ίδιες; Όχι! Χίλιες φορές καλύτερα να ζω με ψωμί κι ελιές και να νιώθω πως είμαι λεύτερη και μάνα ελεύθερων παιδιών”.
πηγη