Στην οδό Ακαδημίας, στην είσοδο κτιρίου, βρίσκεται ξαπλωμένος ένας νεαρός άνδρας. Πάνω σε υπνόσακκο, σκεπασμένος με μια κουβέρτα· όπως είναι ανάσκελα, ασχολείται με μια συσκευή, σαν κινητό, πλάι του μια σακούλα τσιπς. Βρίσκομαι στο πεζοδρόμιο, παραδίπλα του, έξω από τον κινηματογράφο που παίζει το φιλμ...
«Χιόνια στο Κιλιμάντζαρο», γενική είσοδος 6 ευρώ. ΚΙ άλλοι θεατές έχουν βγει στον δρόμο για το τσιγάρο του διαλείμματος· όλοι έχουν δει τον παράδοξο άστεγο στο μαρμάρινο κατώφλι, με το κάτι-σαν-κινητό, αλλά κανείς δεν τον κοιτά ευθέως. Οι λιγοστοί διαβάτες της κυριακάτικης νύχτας, νέοι άνθρωποι κυρίως, προσπερνούν κι αυτοί σαν να μη βλέπουν. Ο άστεγος χίπστερ είναι αόρατος. Στη γωνία της Χ. Τρικούπη οι τακτικοί άνδρες των ΜΑΤ, Νυχτερινή Φρουρά με πλήρη εαρινή εξάρτυση. Η Λυρική έχει σχολάσει από ώρα, είναι σκοτεινή, λιγοστά αυτοκίνητα περνούν.
Κόσμοι ασύμπτωτοι. Ο νεαρός άστεγος, με εμφάνιση και συμπεριφορά χίπστερ· οι ένοπλοι φρουροί, άγρυπνοι ενώπιον της απειλής για διασάλευση της τάξης·οι θεατές μιας ταινίας βαθιάς, συγκινητικής και πολιτικής, για την δυστοπική αμηχανία του Ευρωπαίου ανθρώπου στον 21ο αιώνα. Κανείς δεν δείχνει ότι βλέπει τον άλλο, όλοι πορεύονται σιωπηλοί σε παράλληλες χρονοσήραγγες, σαν να μη μοιράζονται το ίδιο πεπρωμένο. Σαν να κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα περί τον οριζόντιο άξονα της φτώχειας και τον κατακόρυφο της αθυμίας.
Η ταινία, γαλλικής παραγωγής, καταγράφει τον θάνατο της παραδοσιακής εργατικής τάξης και την πτώση του μικροαστικού πλήθους: ο πάμφτωχος ληστεύει τον φτωχό. Η Μασσαλία είναι πολύ κοντά στον Πειραιά, είναι ο Πειραιάς. Η ανησυχία των Γάλλων είναι η τρέχουσα κατάσταση των Ελλήνων, το μέλλον είναι κοινό και είναι θαμπό, σκοτεινό. Οι Ελληνες θεατές έβλεπαν πολύ οικείες καταστάσεις, σκηνές από τις ζωές τους που έχουν διαδραματιστεί ήδη, το σινεμά είναι ένα ντοκιμαντέρ για τις ζωές τις δικές τους, ίδιες με των άλλων.
Αλλά η ζωή είναι πάντα πιο μπροστά από την τέχνη, ακόμη κι από αυτό το σεισμογραφικό σινεμά. Μερικά σκαλοπάτια, ελάχιστα μέτρα απ’ την κινηματογραφική αίθουσα της έμμορφης, ελεγχόμενης συγκίνησης και του στοχασμού, η ζωή αναδύθηκε γυμνή, ασυγκίνητη, ανηλεής, με τη μορφή νέων ανθρώπων, συνομήλικων, που βρίσκονταν ασύμπτωτοι στην σιγαλή οδό Ακαδημίας: διαβάτες, σινεφίλ, φρουροί, κι ένας άστεγος με κάτι-σαν-κινητό για συντροφιά. Ολοι στον ίδιο τόπο, κι όλοι χωριστά.
πηγη
«Χιόνια στο Κιλιμάντζαρο», γενική είσοδος 6 ευρώ. ΚΙ άλλοι θεατές έχουν βγει στον δρόμο για το τσιγάρο του διαλείμματος· όλοι έχουν δει τον παράδοξο άστεγο στο μαρμάρινο κατώφλι, με το κάτι-σαν-κινητό, αλλά κανείς δεν τον κοιτά ευθέως. Οι λιγοστοί διαβάτες της κυριακάτικης νύχτας, νέοι άνθρωποι κυρίως, προσπερνούν κι αυτοί σαν να μη βλέπουν. Ο άστεγος χίπστερ είναι αόρατος. Στη γωνία της Χ. Τρικούπη οι τακτικοί άνδρες των ΜΑΤ, Νυχτερινή Φρουρά με πλήρη εαρινή εξάρτυση. Η Λυρική έχει σχολάσει από ώρα, είναι σκοτεινή, λιγοστά αυτοκίνητα περνούν.
Κόσμοι ασύμπτωτοι. Ο νεαρός άστεγος, με εμφάνιση και συμπεριφορά χίπστερ· οι ένοπλοι φρουροί, άγρυπνοι ενώπιον της απειλής για διασάλευση της τάξης·οι θεατές μιας ταινίας βαθιάς, συγκινητικής και πολιτικής, για την δυστοπική αμηχανία του Ευρωπαίου ανθρώπου στον 21ο αιώνα. Κανείς δεν δείχνει ότι βλέπει τον άλλο, όλοι πορεύονται σιωπηλοί σε παράλληλες χρονοσήραγγες, σαν να μη μοιράζονται το ίδιο πεπρωμένο. Σαν να κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα περί τον οριζόντιο άξονα της φτώχειας και τον κατακόρυφο της αθυμίας.
Η ταινία, γαλλικής παραγωγής, καταγράφει τον θάνατο της παραδοσιακής εργατικής τάξης και την πτώση του μικροαστικού πλήθους: ο πάμφτωχος ληστεύει τον φτωχό. Η Μασσαλία είναι πολύ κοντά στον Πειραιά, είναι ο Πειραιάς. Η ανησυχία των Γάλλων είναι η τρέχουσα κατάσταση των Ελλήνων, το μέλλον είναι κοινό και είναι θαμπό, σκοτεινό. Οι Ελληνες θεατές έβλεπαν πολύ οικείες καταστάσεις, σκηνές από τις ζωές τους που έχουν διαδραματιστεί ήδη, το σινεμά είναι ένα ντοκιμαντέρ για τις ζωές τις δικές τους, ίδιες με των άλλων.
Αλλά η ζωή είναι πάντα πιο μπροστά από την τέχνη, ακόμη κι από αυτό το σεισμογραφικό σινεμά. Μερικά σκαλοπάτια, ελάχιστα μέτρα απ’ την κινηματογραφική αίθουσα της έμμορφης, ελεγχόμενης συγκίνησης και του στοχασμού, η ζωή αναδύθηκε γυμνή, ασυγκίνητη, ανηλεής, με τη μορφή νέων ανθρώπων, συνομήλικων, που βρίσκονταν ασύμπτωτοι στην σιγαλή οδό Ακαδημίας: διαβάτες, σινεφίλ, φρουροί, κι ένας άστεγος με κάτι-σαν-κινητό για συντροφιά. Ολοι στον ίδιο τόπο, κι όλοι χωριστά.
πηγη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου