Αναδημοσιεύω το παρακάτω κείμενο από την Lifo για έναν και μόνο λόγο. Για να δηλώσω την παρατήρησή μου ότι οι άνθρωποι στην Αθήνα συμπεριφερόντουσαν έτσι ανέκαθεν. Δεν είναι σημείο των σημερινών καιρών της κρίσης αυτό. Τα γεμάτα νεκρούς βαγόνια,
ένας άνθρωπος που είχε συνηθίσει στην πραγματική ζωή, τα έβλεπε εδώ και χρόνια. Τα γεμάτα νεκρούς βαγόνια ήταν αυτά που εδώ και μια εικοσαετία με έκαναν να μην μπορώ ούτε να το διανοηθώ ότι θα ζήσω, έστω για ένα διάστημα της ζωής μου, στην Αθήνα.
Και οι ζωντανοί, ανάμεσα στους νεκρούς και τα ζόμπι, πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Αλλά είναι τόσο τραγικά λίγοι. Απλά για να επιβεβαιώνουν την νέκρα των πολλών. Πάντοτε υπέφεραν αυτοί οι λιγοστοί ζωντανοί ήρωες και πάντοτε τους θαύμαζα. Εγώ που δεν άντεξα λεπτό να ζήσω ανάμεσα σε ζόμπι και πεθαμένους. Τώρα τους θαυμάζω ακόμα περισσότερο τους λιγοστούς αυτούς Ανθρώπους της πόλης. Αλλά δεν συμμερίζομαι καθόλου πια την στάση τους, να παραμένουν εκεί, απλά για να υπάρχουν και κάποιοι ζωντανοί που αγωνίζονται για να ζωντανέψουν κι άλλους. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Μονάχα η θύμησή τους ας μένει.
Προσωπικά με πιάνει ανατριχίλα και μόνο στη σκέψη ότι θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα είμαι αναγκασμένος να μπω στο μετρό. Κάποτε το έβλεπα και ως εφιάλτη και ξυπνούσα κάθιδρος.
Διαβάστε το συγκλονιστικό άρθρο:
Ένα βαγόνι γεμάτο νεκρούς στο μετρό της Αθήνας
Όσο η ζωή δυσκολεύει, οι ζωντανοί λιγοστεύουν. Μια μαρτυρία από το μετρό της Αθήνας
Από το μπλογκ bananas
Άνοιξα τα μάτια λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Αυτό συμβαίνει τις μέρες του άγχους. Πρώτη σκέψη της ημέρας ‘δεν έχω πληρώσει τη δεη’. Γαμώ τη δεή, η επόμενη σκέψη. Το αντίδοτο του άγχους κοιμάται δίπλα μου. Ευτυχώς. Μέχρι να φτάσω στο μετρό η δεη έχει γίνει μια δουλειά που θα ταχτοποιήσω αύριο.
Μπαίνω στο μετρό. Αλλάζω γραμμή στο Σύνταγμα και μπαίνω στο βαγόνι που με οδηγεί στον τελικό προορισμό. Μόλις που πρόλαβα να βρω τη γωνιά μου και να βγάλω το βιβλίο, μια σπαρακτική φωνή από δίπλα επαναλαμβάνει ‘Δε μπορώ να πάρω ανάσα’, ΄Χάνομαι’. Είναι μια γυναίκα γύρω στα 40 με τα ρούχα της δουλειάς. Έχει ιδρώσει, το βλέμμα της φανερώνει απελπισία, δε μπορεί να πάρει ανάσα. Παθαίνει έμφραγμα, κρίση πανικού, τι συμβαίνει; Οι διπλανοί της δεν την κοιτάνε καν. Την πλησιάζω. Δεν κουνιέται κανείς.
Μόνο εγώ την ακούω ρε; Τι γίνεται;
Στη διαδρομή μέχρι την επόμενη στάση, φωνάζει σπαρακτικά πως δεν έχει ανάσα. Κουνάει τα χέρια της για να κάνει αέρα στο πρόσωπο της. Σηκώνεται όρθια, το σώμα της έχει μια κλίση προς τα πάνω σαν να προσπαθεί να βγει πάνω από όλους μας, για να αναπνεύσει.
Δε νιώθετε ρε σείς την απελπισία της;
Η οδηγός του μετρό έρχεται στο βαγόνι μας και με πολύ αυστηρό ύφος της λέει ‘ Σας παρακαλώ κυρία μου, περάστε έξω’. Δε μπορώ να καταλάβω τι γίνεται, γιατί της μιλάει έτσι, τι έκανε λάθος; Τη βοηθάω να βγει έξω. Την ώρα που βγαίνει φωνάζει ‘Είχε σταματήσει για χρόνια. Με έχει πιάσει κρίση πανικού. Χάνομαι’. Ζητάει απελπισμένα ένα μπουκάλι νερό. Το ξέρω ότι δεν έχω στην τσάντα, αλλά κοιτάω. Δε ξέρω τι να κάνω. Ένα μπουκάλι νερό ρε σεις. Ο χρόνος έχει παγώσει στην αποβάθρα. Στην απόλυτη ησυχία μια γυναίκα φωνάζει την απελπισία της. Δε μπορεί να αναπνεύσει. Την ακούτε;
Γιατί κοιτάτε όλοι έτσι; Τι έχετε πάθει ρε; Τι σας συμβαίνει;
Ένας ζωντανός ανάμεσα τους της ρίχνει ένα μπουκάλι νερό στα μαλλιά, μια άλλη ζωντανή της δίνει οδηγίες για βαθιές ανάσες. Συνέρχεται. Ηρεμεί. Η ανάσα της κοπάζει, αλλάζει το βλέμμα της. Ζητάει συγνώμη.
Σας ζητάει συγνώμη ρε.
Πλησιάζει το βαγόνι, κάνει να ξαναμπεί. Δυο γυναίκες γύρω στα 60 δεν την αφήνουν. Απαγορεύεται να μπεις της λένε. Η κοπέλα που την είχε βοηθήσει νωρίτερα κι εγώ από λίγο πιο πίσω τους απαντάμε. Τι σημαίνει απαγορεύεται; Οι πόρτες κλείνουν, η γυναίκα μένει απέξω, το μετρό φεύγει.
Τι συμβαίνει; Υπάρχει κάποιος άνθρωπος εδώ μέσα ή έχετε πεθάνει όλοι ρε σεις;
Κλαίω. Δεν είναι μόνο η απελπισία της και τα σπαρακτικά της λόγια που με έχουν λυγίσει. Είναι που δεν υπάρχουν ζωντανοί. Τι έχουν πάθει; Δε μπορώ να συγκρατήσω με τίποτα τα δάκρυα μου. Τα σκουπίζω. Ό άντρας δίπλα μου με κοιτάει.
Τι με κοιτάς ρε; Κι αυτό σου φαίνεται περίεργο; Νιώθεις ρε;
Κι άλλος ένας ζωντανός, γύρω στα 60, κλαίει κι αυτός. Δεν προλαβαίνω να τα μαζέψω και πέφτουν κι άλλα. Κλαίμε εμείς για σας, τρέχουμε εμείς για σας. Για σας, τα ζόμπι με τις ωτοασπίδες που αγχώνεστε να φτάσετε στη δουλειά σας. Που κοιτάνε παγωμένοι, που μπροστά στην απελπισία του άλλου μάθατε μόνο να παγώνετε. Δε σκεφτήκατε σε καμία στιγμή άραγε πως θα μπορούσατε να είστε εσείς στη θέση της; Δε ξέρω πως τα καταφέρνετε.
Βγαίνω από το μετρό. Θέλω να μιλήσω σε έναν ζωντανό. Τα λέω. Κλαίω. Πρώτα μια περιγραφή, μετά η στεναχώρια και τα δε θέλω να ζω εδώ, κωλοέλληνες.
Εδώ, η ζωή δυσκολεύει. Νομίζεις πως θα την αντέξεις, από τη μία σκέφτεσαι πως εσύ πρέπει να συνεχίσεις να είσαι αυτός που θα βοηθήσεις τη γυναίκα που χάνεται και από την άλλη δεν αντέχεις άλλο να τους κοιτάς όλους αυτούς τους παγωμένους. Τους αδιάφορα παγωμένους.
Καθώς έμπαινα στο γραφείο, με έπιασα να φωνάζω σιωπηλά αυτά που δεν είπα στην 60άρα με το απαγορεύεται. Πόσα ‘εσείς μας φέρατε ως εδώ’ να επανέλαβα άραγε.
Την ξέρω την κρίση πανικού. Είναι μια σκέτη φρίκη. Ωμή απελπισία που σου κόβει την ανάσα. Αυτό που σε πεθαίνει όμως δεν είναι αυτό. Θάνατος είναι αυτά τα εκατοντάδες όρθια και καθιστά ζόμπι που παρακολουθούσαν. Τα σώματα τους έχουν παγώσει από το θάνατο. Η μόνη με ζεστό ακόμα χνώτο φώναζε ‘χάνομαι’ και 4-5 ζωντανοί της κρατούσαν το χέρι. Αυτοί, οι μόνοι ζεστοί.
πηγη
ένας άνθρωπος που είχε συνηθίσει στην πραγματική ζωή, τα έβλεπε εδώ και χρόνια. Τα γεμάτα νεκρούς βαγόνια ήταν αυτά που εδώ και μια εικοσαετία με έκαναν να μην μπορώ ούτε να το διανοηθώ ότι θα ζήσω, έστω για ένα διάστημα της ζωής μου, στην Αθήνα.
Και οι ζωντανοί, ανάμεσα στους νεκρούς και τα ζόμπι, πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Αλλά είναι τόσο τραγικά λίγοι. Απλά για να επιβεβαιώνουν την νέκρα των πολλών. Πάντοτε υπέφεραν αυτοί οι λιγοστοί ζωντανοί ήρωες και πάντοτε τους θαύμαζα. Εγώ που δεν άντεξα λεπτό να ζήσω ανάμεσα σε ζόμπι και πεθαμένους. Τώρα τους θαυμάζω ακόμα περισσότερο τους λιγοστούς αυτούς Ανθρώπους της πόλης. Αλλά δεν συμμερίζομαι καθόλου πια την στάση τους, να παραμένουν εκεί, απλά για να υπάρχουν και κάποιοι ζωντανοί που αγωνίζονται για να ζωντανέψουν κι άλλους. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Μονάχα η θύμησή τους ας μένει.
Προσωπικά με πιάνει ανατριχίλα και μόνο στη σκέψη ότι θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα είμαι αναγκασμένος να μπω στο μετρό. Κάποτε το έβλεπα και ως εφιάλτη και ξυπνούσα κάθιδρος.
Διαβάστε το συγκλονιστικό άρθρο:
Ένα βαγόνι γεμάτο νεκρούς στο μετρό της Αθήνας
Όσο η ζωή δυσκολεύει, οι ζωντανοί λιγοστεύουν. Μια μαρτυρία από το μετρό της Αθήνας
Από το μπλογκ bananas
Άνοιξα τα μάτια λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Αυτό συμβαίνει τις μέρες του άγχους. Πρώτη σκέψη της ημέρας ‘δεν έχω πληρώσει τη δεη’. Γαμώ τη δεή, η επόμενη σκέψη. Το αντίδοτο του άγχους κοιμάται δίπλα μου. Ευτυχώς. Μέχρι να φτάσω στο μετρό η δεη έχει γίνει μια δουλειά που θα ταχτοποιήσω αύριο.
Μπαίνω στο μετρό. Αλλάζω γραμμή στο Σύνταγμα και μπαίνω στο βαγόνι που με οδηγεί στον τελικό προορισμό. Μόλις που πρόλαβα να βρω τη γωνιά μου και να βγάλω το βιβλίο, μια σπαρακτική φωνή από δίπλα επαναλαμβάνει ‘Δε μπορώ να πάρω ανάσα’, ΄Χάνομαι’. Είναι μια γυναίκα γύρω στα 40 με τα ρούχα της δουλειάς. Έχει ιδρώσει, το βλέμμα της φανερώνει απελπισία, δε μπορεί να πάρει ανάσα. Παθαίνει έμφραγμα, κρίση πανικού, τι συμβαίνει; Οι διπλανοί της δεν την κοιτάνε καν. Την πλησιάζω. Δεν κουνιέται κανείς.
Μόνο εγώ την ακούω ρε; Τι γίνεται;
Στη διαδρομή μέχρι την επόμενη στάση, φωνάζει σπαρακτικά πως δεν έχει ανάσα. Κουνάει τα χέρια της για να κάνει αέρα στο πρόσωπο της. Σηκώνεται όρθια, το σώμα της έχει μια κλίση προς τα πάνω σαν να προσπαθεί να βγει πάνω από όλους μας, για να αναπνεύσει.
Δε νιώθετε ρε σείς την απελπισία της;
Η οδηγός του μετρό έρχεται στο βαγόνι μας και με πολύ αυστηρό ύφος της λέει ‘ Σας παρακαλώ κυρία μου, περάστε έξω’. Δε μπορώ να καταλάβω τι γίνεται, γιατί της μιλάει έτσι, τι έκανε λάθος; Τη βοηθάω να βγει έξω. Την ώρα που βγαίνει φωνάζει ‘Είχε σταματήσει για χρόνια. Με έχει πιάσει κρίση πανικού. Χάνομαι’. Ζητάει απελπισμένα ένα μπουκάλι νερό. Το ξέρω ότι δεν έχω στην τσάντα, αλλά κοιτάω. Δε ξέρω τι να κάνω. Ένα μπουκάλι νερό ρε σεις. Ο χρόνος έχει παγώσει στην αποβάθρα. Στην απόλυτη ησυχία μια γυναίκα φωνάζει την απελπισία της. Δε μπορεί να αναπνεύσει. Την ακούτε;
Γιατί κοιτάτε όλοι έτσι; Τι έχετε πάθει ρε; Τι σας συμβαίνει;
Ένας ζωντανός ανάμεσα τους της ρίχνει ένα μπουκάλι νερό στα μαλλιά, μια άλλη ζωντανή της δίνει οδηγίες για βαθιές ανάσες. Συνέρχεται. Ηρεμεί. Η ανάσα της κοπάζει, αλλάζει το βλέμμα της. Ζητάει συγνώμη.
Σας ζητάει συγνώμη ρε.
Πλησιάζει το βαγόνι, κάνει να ξαναμπεί. Δυο γυναίκες γύρω στα 60 δεν την αφήνουν. Απαγορεύεται να μπεις της λένε. Η κοπέλα που την είχε βοηθήσει νωρίτερα κι εγώ από λίγο πιο πίσω τους απαντάμε. Τι σημαίνει απαγορεύεται; Οι πόρτες κλείνουν, η γυναίκα μένει απέξω, το μετρό φεύγει.
Τι συμβαίνει; Υπάρχει κάποιος άνθρωπος εδώ μέσα ή έχετε πεθάνει όλοι ρε σεις;
Κλαίω. Δεν είναι μόνο η απελπισία της και τα σπαρακτικά της λόγια που με έχουν λυγίσει. Είναι που δεν υπάρχουν ζωντανοί. Τι έχουν πάθει; Δε μπορώ να συγκρατήσω με τίποτα τα δάκρυα μου. Τα σκουπίζω. Ό άντρας δίπλα μου με κοιτάει.
Τι με κοιτάς ρε; Κι αυτό σου φαίνεται περίεργο; Νιώθεις ρε;
Κι άλλος ένας ζωντανός, γύρω στα 60, κλαίει κι αυτός. Δεν προλαβαίνω να τα μαζέψω και πέφτουν κι άλλα. Κλαίμε εμείς για σας, τρέχουμε εμείς για σας. Για σας, τα ζόμπι με τις ωτοασπίδες που αγχώνεστε να φτάσετε στη δουλειά σας. Που κοιτάνε παγωμένοι, που μπροστά στην απελπισία του άλλου μάθατε μόνο να παγώνετε. Δε σκεφτήκατε σε καμία στιγμή άραγε πως θα μπορούσατε να είστε εσείς στη θέση της; Δε ξέρω πως τα καταφέρνετε.
Βγαίνω από το μετρό. Θέλω να μιλήσω σε έναν ζωντανό. Τα λέω. Κλαίω. Πρώτα μια περιγραφή, μετά η στεναχώρια και τα δε θέλω να ζω εδώ, κωλοέλληνες.
Εδώ, η ζωή δυσκολεύει. Νομίζεις πως θα την αντέξεις, από τη μία σκέφτεσαι πως εσύ πρέπει να συνεχίσεις να είσαι αυτός που θα βοηθήσεις τη γυναίκα που χάνεται και από την άλλη δεν αντέχεις άλλο να τους κοιτάς όλους αυτούς τους παγωμένους. Τους αδιάφορα παγωμένους.
Καθώς έμπαινα στο γραφείο, με έπιασα να φωνάζω σιωπηλά αυτά που δεν είπα στην 60άρα με το απαγορεύεται. Πόσα ‘εσείς μας φέρατε ως εδώ’ να επανέλαβα άραγε.
Την ξέρω την κρίση πανικού. Είναι μια σκέτη φρίκη. Ωμή απελπισία που σου κόβει την ανάσα. Αυτό που σε πεθαίνει όμως δεν είναι αυτό. Θάνατος είναι αυτά τα εκατοντάδες όρθια και καθιστά ζόμπι που παρακολουθούσαν. Τα σώματα τους έχουν παγώσει από το θάνατο. Η μόνη με ζεστό ακόμα χνώτο φώναζε ‘χάνομαι’ και 4-5 ζωντανοί της κρατούσαν το χέρι. Αυτοί, οι μόνοι ζεστοί.
πηγη
2 σχόλια:
ΜΠΡΑΒΟ !!! ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ !!! ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΠΟΛΥ ΑΛΗΘΕΙΝΑ ΟΛΑ ΟΣΑ ΓΡΑΦΕΙΣ ...ΤΑ ΖΟΜΠΥ ΟΜΩΣ ΖΟΥΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ...ΔΥΣΤΥΧΩΣ !!!!
Τα ζομπι ειναι παντου.
Κλειστε την τηλεοραση. Κλειστε τους Η/Υ. Αποσυνδεθειτε απο τα μεσα κοινωνικης δικτυωσης & το διαδυκτιο.
Πηγαινετε στην παραλια και περπατηστε ξυπολητοι στην υγρη αμμο και ακουστε το κυμα.
Η ζωη δεν ειναι η δουλεια, δεν ειναιτα χρηματα, δεν ειναι η κριση, δεν ειναι ο τρομος.
Νοιωστε! Πριν ειναι αργα.
Νοιωστε και θα σωθειτε και θα σωσετε και αλλους.
Δημοσίευση σχολίου