Άπληστοι οι τραπεζίτες της χώρας.Τρέμουν μη χάσουν την κουτάλα.
Νέα ωμή παρέμβαση των τραπεζιτών στην πολιτική σκηνή της χώρας.Μετά την στημένη έκθεση της Εθνικής τράπεζας,από άνθρωπο του ΔΝΤ, που έλεγε πως θα πέσει το βιοτικό επίπεδο της χώρας κατά 55% εάν εγκαταλείψουμε το ευρώ,ήρθε τώρα το εβδομαδιαίο δελτίο της Alpha bank, να κάνει παρέμβαση υπέρ των μνημονιακών κομμάτων «Ουδέποτε στο παρελθόν υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις έχουν τόσο...
αδιαφορήσει για τις επιπτώσεις στην οικονομία των πολιτικών τους στρατηγικών και επιδιώξεων» αναφέρεται στο δελτίο και συνεχίζει λέγοντας ότι «η πολιτική αντιπαράθεση διεξάγεται με τρόπο που πλήττει την.....
οικονομική σταθερότητα».
Η Alpha bank πιστεύει πως, «ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να αποφευχθούν ενέργειες που οδηγούν τη χώρα σε εξαιρετικά επικίνδυνες περιπέτειες είναι με την έγκαιρη εγκατάλειψη κάθε σκέψης για κατάργηση του Μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων».
Μιλάμε για ξεκάθαρη απληστία των τραπεζιτών που μέχρι σήμερα έχουν εισπράξει 143 δισ.ευρώ και δεν έχουν ρήξη στην αγορά ούτε σεντ.Και μάλιστα μόλις μια ημέρα μετά τα 18 δισ.ευρω που τους δόθηκαν,τα οποία θα πληρώσουμε εμείς.
Διαβάστε ολόκληρο το κατάπτυστο κείμενο των"οικονομικών αναλυτών" της Alpha bank:
«Η ελληνική οικονομία υφίσταται τις αποσταθεροποιητικές τάσεις μιας προεκλογικής αναμέτρησης με επίκεντρο την συμμόρφωση ή όχι στις συμβατικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του Μνημονίου. Ήδη, σημειώνονται καθυστερήσεις στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων καθώς, λόγω των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, έχει ατονήσει ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, ενώ σημαντικές πρωτοβουλίες στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων έχουν παραπεμφθεί για αποφάσεις στην επόμενη κυβέρνηση.
Το φαινόμενο αυτό αναμένεται να ενταθεί εάν, μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, προκύψει κυβέρνηση που θα θελήσει να θέσει σε τροχιά αμφισβήτησης την εφαρμογή του Μνημονίου. Η προοπτική αυτή έχει φέρει στο προσκήνιο συζητήσεις για έξοδο της Ελλάδας, όχι μόνο από το Ευρώ, αλλά και γενικότερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μια καταγγελία του Μνημονίου, στα βασικά του σημεία, ισοδυναμεί με παύση της χρηματοδότησης της χώρας από το 1ο και το 2ο Πακέτο Χρηματοδοτικής Ενίσχυσης και από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), πράγμα που θα οδηγήσει σε αδυναμία του ελληνικού δημοσίου για πληρωμή μισθών και συντάξεων καθώς και για κάλυψη των δαπανών για την Υγεία (ήδη ο ΕΟΠΠΥ και τα νοσοκομεία υπο-χρηματοδοτούνται διότι δεν έχουν ληφθεί οι δόσεις των δανείων από την ΖτΕ και το ΔΝΤ) και την Παιδεία και για άλλες δημόσιες δαπάνες.
Η ενδεχόμενη τότε απόφαση για διακοπή της εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών μας από τόκους και από δάνεια έναντι της Ζώνης του Ευρώ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ (που αποτελούν σήμερα τα ¾ των δανειακών μας υποχρεώσεων και είναι δάνεια που μας διατέθηκαν για να καλύψουν τις δικές μας ανάγκες στο πλαίσιο της κοινοτικής αλληλεγγύης) θα οδηγήσει τη χώρα σε πλήρη απομόνωση και ακόμη πιο οδυνηρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι να απορεί κανείς με την αβάστακτη ελαφρότητα με την οποία τα πολιτικά κόμματα αντιμετωπίζουν τα θέματα αυτά, γνωρίζοντας ότι η εκπεφρασμένη βούληση της κοινής γνώμης είναι για την διατήρηση του Ευρώ σε ποσοστό άνω του 80%, και μάλιστα το 65,2% επιθυμεί την διατήρηση του Ευρώ ακόμη και αν αυτό απαιτεί τήρηση του Μνημονίου με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η γενικότερη συμμόρφωση προς το Μνημόνιο δεν θα έπρεπε, λοιπόν, να αμφισβητείται καθώς κάποιου είδους περιορισμένη και στοχευμένη επαναδιαπραγμάτευση είναι σε κάθε περίπτωση και επιθυμητή και εφικτή, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη το κλίμα που έχει διαμορφωθεί μετά τις εκλογές στην Ελλάδα και στην Γαλλία και τις δυσοίωνες προοπτικές στις οικονομίες της Ισπανίας και της Ιταλίας. Παρ΄όλα αυτά η πολιτική αντιπαράθεση διεξάγεται με τρόπο που πλήττει την οικονομική σταθερότητα.
Οι πολίτες βομβαρδίζονται καθημερινά με αναλύσεις για την επιστροφή στην δραχμή, που κάποιοι επιδιώκουν και άλλοι αντιμάχονται, με αποτέλεσμα το τραπεζικό σύστημα να υφίσταται τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας. Ουδέποτε στο παρελθόν υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις έχουν τόσο αδιαφορήσει για τις επιπτώσεις στην οικονομία των πολιτικών τους στρατηγικών και επιδιώξεων.
Σε κάθε περίπτωση, η έξοδος από το Ευρώ δεν προβάλλεται από κανένα κόμμα εξουσίας ως επιθυμητή επιλογή. Διότι κάτι τέτοιο θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την οριστική απώλεια του ισχυρότερου περιουσιακού στοιχείου που έχουν σήμερα στη διάθεσή τους οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι και γενικότερα τα νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος στη χώρα. Το περιουσιακό αυτό στοιχείο είναι ασφαλώς το Ευρώ. Αυτοί θα είναι που με την απώλεια του Ευρώ θα δουν το μισθό τους και ενδεχομένως και τις αποταμιεύσεις τους να εξανεμίζονται χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν.
Η απώλεια του Ευρώ και η αυτόνομη εγχώρια νομισματική και συναλλαγματική πολιτική θα είναι στην ουσία ο βασικός μηχανισμός που θα χρησιμοποιηθεί από τις Κυβερνήσεις που θα την προκαλέσουν για να επιβάλλουν μείωση των πραγματικών μισθών και των συντάξεων στη χώρα.
Η χώρα θα οδηγηθεί, εν συνεχεία, σε οριστική απώλεια του περιβάλλοντος νομισματικής σταθερότητας που είναι απολύτως αναγκαία για την ανάπτυξη κάθε είδους επιχειρηματικής δραστηριότητας σε μικρές χώρες όπως η Ελλάδα, με την εμφάνιση υπερ-πληθωρισμού και ταυτόχρονη ύφεση στην οικονομία.
Διότι η καταστροφή της εγχώριας παραγωγικής βάσης που θα προκύψει λόγω της εξόδου από το Ευρώ θα είναι πολύ ταχύτερη από την περαιτέρω μείωση της εγχώριας ζήτησης σε πραγματικές τιμές. Επίσης, αδυναμία συνέχισης της εγχώριας παραγωγής (π.χ., λόγω έλλειψης επενδύσεων και εισαγόμενων καυσίμων και άλλων εισροών στην παραγωγική διαδικασία), ενδέχεται να ανακόψει (αντί να ενισχύσει) τη σημερινή δυναμική πορεία ανάπτυξης των ελληνικών εξαγωγών εντός του Ευρώ.
Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, με τον οποίο μπορεί να αποφευχθούν ενέργειες που οδηγούν τη χώρα σε εξαιρετικά επικίνδυνες περιπέτειες είναι με την έγκαιρη εγκατάλειψη κάθε σκέψης για κατάργηση του Μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων και με την εντατική και αποτελεσματική προώθηση του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων, σε συνδυασμό με τις απόλυτα αναγκαίες πολιτικές για ανάκαμψη της οικονομίας και για είσοδό της σε πορεία ανταγωνιστικής ανάπτυξης.
Απαιτείται η εξασφάλιση συνθηκών για αυτόνομη πορεία της χώρας με νηφαλιότητα, εργατικότητα, ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη και, προπαντός, ασφάλεια αποταμιεύσεων, χωρίς ελλείμματα και επίμονους και ενοχλητικούς δανειστές. Αυτό ακριβώς θα κάνει και η Κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012, διότι δεν υπάρχει άλλη σώφρων επιλογή».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου