Σε άρθρο μου στις 12 Νοεμβρίου 2011 έγραφα τα εξής:
«Τον Ιούνιο του 1991, η Ελλάδα συμπλήρωνε 10 χρόνια από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.). Σε ομιλία του προς τους πρέσβεις των χωρών – μελών της ΕΟΚ, κατά τη διάρκεια επίσημου γεύματος προς τιμήν τους, ο Εθνάρχης...
Κωνσταντίνος Καραμανλής, έλεγε :
"Aν η Kοινότης μεταβληθεί σε λέσχη πλουσίων το οξύ πρόβλημα Bορρά-Nότου, που υπάρχει σε παγκόσμια κλίμακα, θα γίνει και πρόβλημα στους κόλπους της ίδιας της Kοινότητας, με αποτέλεσμα να αμβλυνθεί, όπως είπα, η πολιτική και ψυχική συνοχή της".
Σήμερα, 20 χρόνια μετά, η Ευρώπη βρίσκεται σε ακριβώς αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι. Καλείται να δώσει πολιτικές και ουσιαστικές απαντήσεις, χωρίς εκβιασμούς, χωρίς πρόχειρες κορώνες, χωρίς ύφος ιερατείου, σε ένα πρόβλημα που τη διαπερνά και τη φέρνει αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη κρίση στο οικοδόμημά της.»
Είναι αλήθεια και πλέον αποδεδειγμένο ότι πολύ λίγος κόσμος διαβάζει πια άρθρα και προβληματίζεται από αυτά. Υπάρχουν δύο μαζικές, πλειοψηφικές κατηγορίες αναγνωστών. Στην πρώτη ανήκουν εκείνοι που διαβάζουν τον τίτλο, κοιτάζουν το όνομα του αρθρογράφου, τον «σφραγιδώνουν» με την ταμπέλα που του έχουν φορέσει τα κάθε λογής, τοπικά και μη, «παπαγαλάκια» και λένε «που να διαβάζω τώρα, τις ίδιες μαλακίες θα γράφει ο κομματικός κολλημένος». Υπάρχει και η δεύτερη μαζική κατηγορία, που θεωρεί ορθή αρθρογραφία και μπαίνει στη διαδικασία να τη διαβάσει, μόνο εκείνη που παράγεται από «αριστεριστές», από δήθεν ανένταχτους που παίζουν όμως συγκεκριμένα κομματικά παιχνίδια ή από διάφορους τύπους που συνήθως αφορίζουν το οτιδήποτε δε συμφωνεί με αυτούς, «εξυπνακίζουν» με δικανικό λόγο, πάνε με το ρεύμα του εκάστοτε λαϊκού θυμικού, αναζητώντας γόνιμη πελατεία είτε για τις ματαιοδοξίες τους, είτε για τα επαγγελματικά τους. Θα είναι τυχερός κανείς αν κάποιο από τα άρθρα του πέσει στη ματιά κάποιου που έχει τη διάθεση να διαβάσει ένα κείμενο χωρίς πρώτα να του βάλει «κοστούμι».
Στο πέρασμα των ετών, στην κεντροδεξιά συνείδηση γενικά, και λόγω των γνωστών συμπλεγματικών αντιλήψεων μιας βλακωδώς θεωρούμενης ιδεολογικής κατωτερότητας που κατά καιρούς αγγίζει τα όρια της ενοχής, κυριάρχησαν νοοτροπίες που θέλουν το οτιδήποτε γράφεται από κάποιον που ανήκει δεδηλωμένα στην ευρύτερη παράταξη να θεωρείται μη «αποδοτικό», ότι δεν μπορεί να έχει απήχηση, ή ότι δεν μπορεί να αποτελεί κάτι το σχετικά «αντικειμενικό». Αλήθεια, υπάρχει πλήρως αντικειμενική αρθρογραφία ; Ο καθένας μπροστά στο λευκό new document του Word, είναι μόνος, αυτός, οι ιδέες του, οι αντιλήψεις του, η δική του οπτική για τα πράγματα. Θέτει τους προβληματισμούς του, αναλύει τις απόψεις του και το κάνει γραπτώς έτσι ώστε να υπάρχει και η δυνατότητα αναδρομικότητας σε παλαιότερα άρθρα του και αναλαμβάνει αυτό το ρίσκο σε ένα πολιτικό σκηνικό που οι «επαγγελματίες» της πολιτικής αποφεύγουν τα πολλά γραπτά γιατί ξέρουν ότι ο δρόμος είναι γεμάτος με «στροφές» και λακκούβες. Οι περισσότεροι κορυφαίοι, αν προσέξετε, όταν δημοσιεύουν άρθρα, είτε αυτά είναι πολύ στρογγυλά, είτε γενικόλογα, είτε αφορούν σε θέματα αυτού που αποκαλούμε «καθολικώς αποδεκτό». Θέλουν να είναι σε όλα μέσα, βρέξει – χιονίσει. Βρε αδελφέ όμως, άνθρωποι είμαστε, επιτρέπεται και το λάθος!
Κατά τη δική μου άποψη, ένα άρθρο πρέπει να δημιουργεί συζήτηση και σκέψη και όχι απλώς να αναφέρεται στεγνά σε μια ρητορική ή έναν δικανικό λόγο που δεν επιδέχεται, λογικής και όχι άτακτης, πλαστικότητας. Τι νόημα έχει δηλαδή ένα άρθρο που δεν έχει σκοπό να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης, να ανατροφοδοτηθεί από δημιουργική αντιπαράθεση και διαφωνία, να προσφέρει ενδεχομένως την επόμενη ημέρα μια εμπλουτισμένη μορφή που θα περιέχει την αντίδραση του αναγνώστη ; Αυτό λειτουργεί και αμφίδρομα. Και ο αναγνώστης μπορεί να προσθέσει στη δική του σκέψη και συλλογιστική κάποια στοιχεία από ένα άρθρο που διαβάζει. Αυτό είναι άλλωστε το νόημα. Αν ο αρθρογράφος για ένα θέμα αλλάξει οπτική, θα πρέπει αυτή την αλλαγή να την εξηγήσει επαρκώς και συγκεκριμένα, δεν είναι έγκλημα, αλλά δεν είναι και κάτι που μπορεί να γίνεται κατά το δοκούν, κατά «τας συνθήκας» και με σημαίες ευκαιρίας.
Επιστρέφοντας στο παράδοξο της κεντροδεξιάς, αν κοιτάξει κανείς ακόμα και τις κατά καιρούς κομματικές εκδόσεις της, θα διαπιστώσει μια έντονη ροπή προς την «αριστερίστικη» αρθρογραφία, τόσο μεγάλη που ξεπερνά τα όρια της πολιτικής «σαδομαζοχιστικής ανωμαλίας». Αυτό το παράδοξο δίνει την εικόνα ότι η κεντροδεξιά παλεύει μια ζωή με τα σωθικά της, αναζητά ατέρμονα ένας «είδος» δικαίωσης και αυτοκτονικής «επιβεβαίωσης» από ανθρώπους που πολύ απλά, ποτέ δεν πρόκειται να συνταχθούν επί του πρακτέου μαζί της. Περιμένει εναγωνίως, κάθιδρη, βουλιμική, μια γραμμή, δυο λέξεις, μια θετική παράγραφο κάποιου «αριστερόστροφου» αρθρογράφου για να πανηγυρίσει, ακόρεστη, κάποιο ίχνος ευσήμου. Αν συμβεί αυτό, τον καθιστά σχεδόν ήρωα και εκείνος στα επόμενα 10 άρθρα του την κατακεραυνώνει με λεκτικούς μονολόγους στους οποίους κανείς δεν απαντά, αλλά ήδη η παράταξη του έχει αυξήσει σημαντικά το αναγνωστικό κοινό.
Κάπως έτσι η κεντροδεξιά έχει «ξεχάσει» σημαντικές αναφορές όπως αυτή του Εθνάρχη στην πρώτη παράγραφο του άρθρου, δεν έχει δημιουργήσει τις δικές της πένες αναφοράς, εξαιρώ τεράστιους ιστορικούς αρθρογράφους του χώρου που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα που περιγράφω, όπως ο Χ. Πασαλάρης, αλλά αμφιβάλω αν τους γνωρίζουν οι νεότερες ηλικίες. Για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος, φρόντισε επίσης να εξοβελίσει σχεδόν τον πολιτικό λόγο παλαιότερων ετών και δεκαετιών μέσα στον οποίο θα μπορούσε κανείς εύκολα να βρει τα αίτια για την κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα και τις προσπάθειες που κατέβαλε η κεντροδεξιά για να τα αντιμετωπίσει. Το είχα πει παλαιότερα σε μια κουβέντα, μοιάζουμε σαν να χάνουμε τις αναφορές μας, τις καταστατικές αρχές και θέσεις μας, τις διαχρονικές μας ιδεολογικές κατευθύνσεις, τους πυλώνες του συγκριτικού μας πλεονεκτήματος που κατά τη γνώμη μου είναι η συνέπεια των ιδεών και η πρωτοπορία των θέσεων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά καιρούς η κεντροδεξιά και μέσα στο φοιτητικό χώρο έχει εκφράσει θέσεις που στην εποχή τους ήταν ρηξικέλευθες, ριζοσπαστικές, ανατρεπτικές και οι άλλοι απλώς ήρθαν σε αυτές μετά από δεκαετίες.
Σήμερα, ακόμα και το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς ήρθε στις θέσεις της κεντροδεξιάς, ασπάστηκε το ευρωπαϊκό όραμα, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε με προγραμματικό λόγο «Woodstock» και κατασκηνωτικής κομμούνας. Όμως όλοι αυτοί οι αρθρογράφοι που ανέφερα πριν, περιέλουσαν αυτές τις θέσεις με «αριστερίστικη» γενικολογία και σήμερα παριστάνουν τους νικητές και τους τιμητές. Ας ξαναδιαβάσουν τώρα αυτοί, όλοι τους, τα λόγια του Εθνάρχη, παραπάνω, από το μακρινό 1991, ας κοιταχτούν στον καθρέφτη και ας θυμηθούν τι έλεγαν εκείνοι τότε και πιο πριν … Λαός χωρίς μνήμη, είναι λαός χωρίς μέλλον. Οι βοές της αβύσσου που σήμερα ηχούν όλο και πιο δυνατά, πρέπει να μας κάνουν όλους, άμεσα, πιο συνειδητοποιημένους, πιο ιδεολόγους, πιο συνεπείς.
Βασίλειος Μπαλάφας
kostasxan
«Τον Ιούνιο του 1991, η Ελλάδα συμπλήρωνε 10 χρόνια από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.). Σε ομιλία του προς τους πρέσβεις των χωρών – μελών της ΕΟΚ, κατά τη διάρκεια επίσημου γεύματος προς τιμήν τους, ο Εθνάρχης...
Κωνσταντίνος Καραμανλής, έλεγε :
"Aν η Kοινότης μεταβληθεί σε λέσχη πλουσίων το οξύ πρόβλημα Bορρά-Nότου, που υπάρχει σε παγκόσμια κλίμακα, θα γίνει και πρόβλημα στους κόλπους της ίδιας της Kοινότητας, με αποτέλεσμα να αμβλυνθεί, όπως είπα, η πολιτική και ψυχική συνοχή της".
Σήμερα, 20 χρόνια μετά, η Ευρώπη βρίσκεται σε ακριβώς αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι. Καλείται να δώσει πολιτικές και ουσιαστικές απαντήσεις, χωρίς εκβιασμούς, χωρίς πρόχειρες κορώνες, χωρίς ύφος ιερατείου, σε ένα πρόβλημα που τη διαπερνά και τη φέρνει αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη κρίση στο οικοδόμημά της.»
Είναι αλήθεια και πλέον αποδεδειγμένο ότι πολύ λίγος κόσμος διαβάζει πια άρθρα και προβληματίζεται από αυτά. Υπάρχουν δύο μαζικές, πλειοψηφικές κατηγορίες αναγνωστών. Στην πρώτη ανήκουν εκείνοι που διαβάζουν τον τίτλο, κοιτάζουν το όνομα του αρθρογράφου, τον «σφραγιδώνουν» με την ταμπέλα που του έχουν φορέσει τα κάθε λογής, τοπικά και μη, «παπαγαλάκια» και λένε «που να διαβάζω τώρα, τις ίδιες μαλακίες θα γράφει ο κομματικός κολλημένος». Υπάρχει και η δεύτερη μαζική κατηγορία, που θεωρεί ορθή αρθρογραφία και μπαίνει στη διαδικασία να τη διαβάσει, μόνο εκείνη που παράγεται από «αριστεριστές», από δήθεν ανένταχτους που παίζουν όμως συγκεκριμένα κομματικά παιχνίδια ή από διάφορους τύπους που συνήθως αφορίζουν το οτιδήποτε δε συμφωνεί με αυτούς, «εξυπνακίζουν» με δικανικό λόγο, πάνε με το ρεύμα του εκάστοτε λαϊκού θυμικού, αναζητώντας γόνιμη πελατεία είτε για τις ματαιοδοξίες τους, είτε για τα επαγγελματικά τους. Θα είναι τυχερός κανείς αν κάποιο από τα άρθρα του πέσει στη ματιά κάποιου που έχει τη διάθεση να διαβάσει ένα κείμενο χωρίς πρώτα να του βάλει «κοστούμι».
Στο πέρασμα των ετών, στην κεντροδεξιά συνείδηση γενικά, και λόγω των γνωστών συμπλεγματικών αντιλήψεων μιας βλακωδώς θεωρούμενης ιδεολογικής κατωτερότητας που κατά καιρούς αγγίζει τα όρια της ενοχής, κυριάρχησαν νοοτροπίες που θέλουν το οτιδήποτε γράφεται από κάποιον που ανήκει δεδηλωμένα στην ευρύτερη παράταξη να θεωρείται μη «αποδοτικό», ότι δεν μπορεί να έχει απήχηση, ή ότι δεν μπορεί να αποτελεί κάτι το σχετικά «αντικειμενικό». Αλήθεια, υπάρχει πλήρως αντικειμενική αρθρογραφία ; Ο καθένας μπροστά στο λευκό new document του Word, είναι μόνος, αυτός, οι ιδέες του, οι αντιλήψεις του, η δική του οπτική για τα πράγματα. Θέτει τους προβληματισμούς του, αναλύει τις απόψεις του και το κάνει γραπτώς έτσι ώστε να υπάρχει και η δυνατότητα αναδρομικότητας σε παλαιότερα άρθρα του και αναλαμβάνει αυτό το ρίσκο σε ένα πολιτικό σκηνικό που οι «επαγγελματίες» της πολιτικής αποφεύγουν τα πολλά γραπτά γιατί ξέρουν ότι ο δρόμος είναι γεμάτος με «στροφές» και λακκούβες. Οι περισσότεροι κορυφαίοι, αν προσέξετε, όταν δημοσιεύουν άρθρα, είτε αυτά είναι πολύ στρογγυλά, είτε γενικόλογα, είτε αφορούν σε θέματα αυτού που αποκαλούμε «καθολικώς αποδεκτό». Θέλουν να είναι σε όλα μέσα, βρέξει – χιονίσει. Βρε αδελφέ όμως, άνθρωποι είμαστε, επιτρέπεται και το λάθος!
Κατά τη δική μου άποψη, ένα άρθρο πρέπει να δημιουργεί συζήτηση και σκέψη και όχι απλώς να αναφέρεται στεγνά σε μια ρητορική ή έναν δικανικό λόγο που δεν επιδέχεται, λογικής και όχι άτακτης, πλαστικότητας. Τι νόημα έχει δηλαδή ένα άρθρο που δεν έχει σκοπό να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης, να ανατροφοδοτηθεί από δημιουργική αντιπαράθεση και διαφωνία, να προσφέρει ενδεχομένως την επόμενη ημέρα μια εμπλουτισμένη μορφή που θα περιέχει την αντίδραση του αναγνώστη ; Αυτό λειτουργεί και αμφίδρομα. Και ο αναγνώστης μπορεί να προσθέσει στη δική του σκέψη και συλλογιστική κάποια στοιχεία από ένα άρθρο που διαβάζει. Αυτό είναι άλλωστε το νόημα. Αν ο αρθρογράφος για ένα θέμα αλλάξει οπτική, θα πρέπει αυτή την αλλαγή να την εξηγήσει επαρκώς και συγκεκριμένα, δεν είναι έγκλημα, αλλά δεν είναι και κάτι που μπορεί να γίνεται κατά το δοκούν, κατά «τας συνθήκας» και με σημαίες ευκαιρίας.
Επιστρέφοντας στο παράδοξο της κεντροδεξιάς, αν κοιτάξει κανείς ακόμα και τις κατά καιρούς κομματικές εκδόσεις της, θα διαπιστώσει μια έντονη ροπή προς την «αριστερίστικη» αρθρογραφία, τόσο μεγάλη που ξεπερνά τα όρια της πολιτικής «σαδομαζοχιστικής ανωμαλίας». Αυτό το παράδοξο δίνει την εικόνα ότι η κεντροδεξιά παλεύει μια ζωή με τα σωθικά της, αναζητά ατέρμονα ένας «είδος» δικαίωσης και αυτοκτονικής «επιβεβαίωσης» από ανθρώπους που πολύ απλά, ποτέ δεν πρόκειται να συνταχθούν επί του πρακτέου μαζί της. Περιμένει εναγωνίως, κάθιδρη, βουλιμική, μια γραμμή, δυο λέξεις, μια θετική παράγραφο κάποιου «αριστερόστροφου» αρθρογράφου για να πανηγυρίσει, ακόρεστη, κάποιο ίχνος ευσήμου. Αν συμβεί αυτό, τον καθιστά σχεδόν ήρωα και εκείνος στα επόμενα 10 άρθρα του την κατακεραυνώνει με λεκτικούς μονολόγους στους οποίους κανείς δεν απαντά, αλλά ήδη η παράταξη του έχει αυξήσει σημαντικά το αναγνωστικό κοινό.
Κάπως έτσι η κεντροδεξιά έχει «ξεχάσει» σημαντικές αναφορές όπως αυτή του Εθνάρχη στην πρώτη παράγραφο του άρθρου, δεν έχει δημιουργήσει τις δικές της πένες αναφοράς, εξαιρώ τεράστιους ιστορικούς αρθρογράφους του χώρου που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα που περιγράφω, όπως ο Χ. Πασαλάρης, αλλά αμφιβάλω αν τους γνωρίζουν οι νεότερες ηλικίες. Για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος, φρόντισε επίσης να εξοβελίσει σχεδόν τον πολιτικό λόγο παλαιότερων ετών και δεκαετιών μέσα στον οποίο θα μπορούσε κανείς εύκολα να βρει τα αίτια για την κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα και τις προσπάθειες που κατέβαλε η κεντροδεξιά για να τα αντιμετωπίσει. Το είχα πει παλαιότερα σε μια κουβέντα, μοιάζουμε σαν να χάνουμε τις αναφορές μας, τις καταστατικές αρχές και θέσεις μας, τις διαχρονικές μας ιδεολογικές κατευθύνσεις, τους πυλώνες του συγκριτικού μας πλεονεκτήματος που κατά τη γνώμη μου είναι η συνέπεια των ιδεών και η πρωτοπορία των θέσεων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά καιρούς η κεντροδεξιά και μέσα στο φοιτητικό χώρο έχει εκφράσει θέσεις που στην εποχή τους ήταν ρηξικέλευθες, ριζοσπαστικές, ανατρεπτικές και οι άλλοι απλώς ήρθαν σε αυτές μετά από δεκαετίες.
Σήμερα, ακόμα και το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς ήρθε στις θέσεις της κεντροδεξιάς, ασπάστηκε το ευρωπαϊκό όραμα, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε με προγραμματικό λόγο «Woodstock» και κατασκηνωτικής κομμούνας. Όμως όλοι αυτοί οι αρθρογράφοι που ανέφερα πριν, περιέλουσαν αυτές τις θέσεις με «αριστερίστικη» γενικολογία και σήμερα παριστάνουν τους νικητές και τους τιμητές. Ας ξαναδιαβάσουν τώρα αυτοί, όλοι τους, τα λόγια του Εθνάρχη, παραπάνω, από το μακρινό 1991, ας κοιταχτούν στον καθρέφτη και ας θυμηθούν τι έλεγαν εκείνοι τότε και πιο πριν … Λαός χωρίς μνήμη, είναι λαός χωρίς μέλλον. Οι βοές της αβύσσου που σήμερα ηχούν όλο και πιο δυνατά, πρέπει να μας κάνουν όλους, άμεσα, πιο συνειδητοποιημένους, πιο ιδεολόγους, πιο συνεπείς.
Βασίλειος Μπαλάφας
kostasxan
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου