Ο Βαγγέλης Βενιζέλος και ο Αντώνης Σαμαράς παρουσιάζονται ως οι δύο αρχηγοί των «δυνάμεων της ευθύνης», για τους οποίους η τρόικα έχει εκφράσει ήδη την προτίμησή της και παροτρύνει τον ελληνικό λαό υπέρ τους στις επερχόμενες εκλογές. Ποιος θα...
κυβερνά αυτόν τον τόπο; Μια αναδρομή στα πολιτικά πεπραγμένα των δύο μονομάχων δείχνει πως στο μέλλον που ευαγγελίζονται τον πρώτο λόγο έχουν οι σκιές.
Ο άνθρωπος που διασφάλισε το ακαταδίωκτο των υπουργών -
Της Βασιλικής Σιούτη
κυβερνά αυτόν τον τόπο; Μια αναδρομή στα πολιτικά πεπραγμένα των δύο μονομάχων δείχνει πως στο μέλλον που ευαγγελίζονται τον πρώτο λόγο έχουν οι σκιές.
Ο άνθρωπος που διασφάλισε το ακαταδίωκτο των υπουργών -
Της Βασιλικής Σιούτη
Ο
Βαγγέλης Βενιζέλος έχει περάσει από όλες σχεδόν τις υψηλές θέσεις
διακυβέρνησης τα τελευταία είκοσι χρόνια, πλην αυτής του πρωθυπουργού
που του έλαχε να διεκδικήσει τώρα που η χώρα πεθαίνει. Το βασικό
πολιτικό μειονέκτημα του, όμως, είναι ότι έχει συνδέσει το όνομά του με
όλες τις πληγές της σημερινής Ελλάδας: Με την εκτίναξη του χρέους
(θυμίζουμε την σπατάλη των Ολυμπιακών Αγώνων για την οποία έχει
σημαντικό μερίδιο ευθύνης, ως αρμόδιος υπουργός την κρίσιμη περίοδο), με
τη διαπλοκή (υπήρξε πάντα ο αγαπημένος των ισχυρών ΜΜΕ και νομοθέτησε
για αυτή, αφήνοντας την ουσιαστικά ανεξέλεγκτη) και την ατιμωρησία των
πολιτικών (δημιουργός του περιβόητου νόμου περί -μη- ευθύνης υπουργών).
Και φυσικά, εσχάτως, με το δεύτερο μνημόνιο και τη φτωχοποίηση της
ελληνικής κοινωνίας.
Την περασμένη εβδομάδα ζήτησε να
σταματήσει η κριτική για το παρελθόν. Λογικό, αφού έχει κυβερνήσει τόσα
πολλά χρόνια τη χώρα από τόσες υπουργικές θέσεις. Ο Β. Βενιζέλος
προσγειώθηκε στο ΠΑΣΟΚ το βρώμικο ’89 και έγινε πρώτη φορά βουλευτής Α’
Θεσσαλονίκης το 1993. Στη συνέχεια διατέλεσε υφυπουργός Προεδρίας και
κυβερνητικός εκπρόσωπος, υπουργός Τύπου και ΜΜΕ, υπουργός Μεταφορών και
Επικοινωνιών, υπουργός Δικαιοσύνης, υπουργός Πολιτισμού, υπουργός
Ανάπτυξης, υπουργός Εθνικής Άμυνας και υπουργός Οικονομικών. Όταν ήταν
υπουργός Πολιτισμού, κάποιοι συγγραφείς τον αποκαλούσαν «υπουργό
Πολιτισμού Θεσσαλονίκης», γιατί ευνοούσε σκανδαλωδώς την εκλογική του
περιφέρεια, ενισχύοντας προκλητικά τους θεσμούς και τους συλλόγους της
περιοχής που τον ενδιέφεραν.
Ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος, μάλιστα,
έχει γράψει το -αποκαλυπτικό για τα πολιτικο-πολιτιστικά παρασκήνια
βιβλίο Τιμής Ένεκεν, όπου στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα Βασίλη
Διαμαντάκου «φωτογραφίζεται» ο Β. Βενιζέλος. Τότε δήλωνε περήφανος για
τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, καθώς ήταν αρμόδιος για το συντονισμό
της προετοιμασίας τους και για την πολυδάπανη Πολιτιστική Ολυμπιάδα. Το
τελευταίο μεγάλο πάρτι για το οποίο (μεταξύ άλλων) καλείται τώρα η
κοινωνία να πληρώσει το λογαριασμό.
Το έργο όμως με το οποίο έχει συνδέσει το
όνομά του περισσότερα απ’ όλα, είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος και
του περιβόητου άρθρου 86 (του νόμου περί ευθύνης υπουργών), του οποίου
υπήρξε εισηγητής. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, μόνο η Βουλή έχει την
αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά υπουργών για αδικήματα που τέλεσαν κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους. Με το νόμο 3126/2003 περί ευθύνης
υπουργών ο Ε. Βενιζέλος απέδειξε πώς ο μύθος της δήθεν νομικής αυθεντίας
μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία μιας «βιομηχανίας» διασφάλισης του
ακαταδίωκτου υπουργών αλλά και συνεργατών τους. Η βασική «συνεισφορά»
του νόμου στο ακαταδίωκτο εντοπίζεται στη συντομότατη παραγραφή που
επιφυλλάσσει υπέρ των υπουργών για πλημμελήματα και κακουργήματα που
τυχόν τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως και υπέρ τυχόν
συμμετόχων τους.
Κόντρα σε δυο από τις βασικότερες αρχές
του συντάγματος, αυτές της ισότητας και της αναλογικότητας, ο Βενιζέλος
θέσπισε με το άρθρο 3 μία πρωτοφανή διάταξη, βάσει της οποίας αδικήματα
που τέλεσε υπουργός και συμμέτοχοί του παραγράφονται «με το πέρας της
δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την
τέλεση της αξιόποινης πράξης», δηλαδή σε χρονικό διάστημα ακόμα και δύο
ετών.
Κραυγαλέες περιπτώσεις βαρυτάτων
κακουργημάτων που αφορούν υπουργούς και συμμετόχους τους μένουν απολύτως
ατιμώρητες. Όπως όλοι γνωρίζουν, τα σημαντικά σκάνδαλα περιελάμβαναν τη
συμμετοχή και μιας σειράς στελεχών του κρατικού και ιδωτικού τομέα που
προφανώς έπρεπε να απολαμβάνουν διασφαλίσεων, προκειμένου να συμμετέχουν
ανεμπόδιστα στις παράνομες ενέργειες. Ο νόμος Βενιζέλου περί ευθύνης
υπουργών κλείνει σε όλους αυτούς λοιπόν το μάτι, δίδοντας προκλητικές
δυνατότητες αποφυγής των συνεπειών του νόμου που ισχύουν για όλους τους
άλλους πολίτες αν διέπρατταν τα ίδια πλημμελήματα ή κακουργήματα. Όλα
αυτά δια χειρός Ε. Βενιζέλου.
Υπάρχει, επίσης, η νομοθεσία που πέρασε
με αφορμή ή και αιτία την Proton Bank βάσει της οποίας «αμνήστευσε» τον
εαυτό του για του ελληνικού δημοσίου. Η διατύπωση έχει ως εξής: «Όταν
συντρέχουν λόγοι γενικού συμφέροντος και ειδικότερα λόγοι σχετικοί με τη
συστημική ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος, το Υπουργείο
Οικονομικών, σε συνεννόηση με την Τράπεζα της Ελλάδος και ανάλογα με την
κατάσταση και τις πρακτικές της διατραπεζικής αγοράς, μπορεί να
τοποθετεί για τον αναγκαίο χρόνο τα διαθέσιμα κατά τρόπο που να
διασφαλίζει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και τα στρατηγικά
χρηματοοικονομικά συμφέροντα του Δημοσίου».
Σημαντικό «έργο» του είναι και ο νόμος
για τις ΠΑΕ. Ουσιαστικά χάρισε δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ σε ΠΑΕ, δηλαδή
στους ιδιοκτήτες τους, υπό την «πίεση» των οργανωμένων οπαδών,
θεμελιώνοντας ή έστω ανάγοντας σε άλλο επίπεδο το θεσμικό και
παρά-θεσμικό πάρε-δώσε πολιτικής εξουσίας και ΠΑΕ / μαγαζιών ψηφοφόρων.
Είναι γνωστό ότι πλείστες όσες ομάδες και μάλιστα ιστορικές, αποτάνθηκαν
επανειλημμένα στην πολιτική εξουσία, προκειμένου να (ξανα)ρυθμίσουν τα
χρέη τους και να μείνουν εν ζωή, συντηρώντας έτσι το μοντέλο ενός
απαξιωμένου, κρατικοδίαιτου ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος, όπου
συναγελάζονται στρατοί χούλιγκανς, «παράγοντες» με συχνά ύποπτες μπίζνες
και πολιτικά στελέχη τα οποία κάθε φορά που έσωζαν τις αγαπημένες
ομάδες του κόσμου, έπαιρναν το πολιτικό αντίτιμο σε ψήφους. Όλα αυτά
βεβαίως με τα χρήματα του ελληνικού λαού του οποίου την ψήφο ετοιμάζεται
να ζητήσει…
Οι σκιές ενός… παρ’ ολίγον Κίρχνερ - Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Ο αρχηγός της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς, που
σήμερα επενδύει τα πάντα στο δίλημμα «αυτοδυναμία ή δεύτερες εκλογές»,
φιλοτεχνεί με προσοχή το προφίλ του άφθαρτου πολιτικού ή τουλάχιστον του
λιγότερο συνένοχου στο πάρτι της διαφθοράς που στήθηκε τις τελευταίες
δεκαετίες από τον δικομματισμό. Μερικά γεγονότα τον βοηθούν σ’ αυτό.
Κυρίως η απουσία του από τα κυβερνητικά αξιώματα για 16 χρόνια, από το
1993, οπότε αποχώρησε ηχηρά από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, μέχρι το 2009,
οπότε ανέλαβε για δέκα μόλις μήνες το υπουργείο Πολιτισμού.
Ωστόσο, και αυτή η σύντομη θητεία σε ένα
υπουργείο χαμηλής πολιτικής έντασης σκιάζεται από αποφάσεις κλασικής
πελατειακής πολιτικής. Η πιο χαρακτηριστική ήταν η διοικητική «μετάθεση»
του ναού του Επικούρειου Απόλλωνα στη Φυγαλεία, από την Ηλεία στην
εκλογική του περιφέρεια, τη Μεσσηνία. Και μάλιστα λίγες μέρες πριν τις
εκλογές του Οκτωβρίου του 2009. Η φαιδρότητα αυτή κρίθηκε παράνομη και
ανακλήθηκε από τον διάδοχό του κ. Σαμαρά στο ΥΠΠΟ Π. Γερουλάνο (με τον
οποίο ο κ. Σαμαράς συνυπάρχει ανάμεσα στους έσχατους κλάδους του
Μπενάκειου γενεαλογικού δένδρου). Ανάλογης… ιλαρότητας καταγγε- λίες
είναι και αυτές που αφορούν τις προσλήψεις στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Όταν «εμπειρικό» ρεπορτάζ τηλεοπτικής εκπομπής αποκάλυπτε ότι ένας στους
δύο υπαλλήλους δήλωνε… Καλαματιανός, ο διευθυντής του Μουσείου Δ.
Παντερμαλής αποκαθιστούσε την αλήθεια, δηλώνοντας πως από τους 126 μόνον
27 (ήτοι 1 στους 5!) είναι από τη Μεσσηνία.
Φυσικά, αυτά είναι μικρές ασκήσεις
παλαιοκομματισμού. Μεγαλύτερη βαρύτητα για τη σημερινή τραγωδία του
χρέους έχει η άμεση ή έμμεση εμπλοκή του σημερινού αρχηγού της ΝΔ στο
διαχρονικό και διακομματικό σκάνδαλο της προμηθευτικής «κατάληψης» του
ΟΤΕ από τη Siemens και την Intracom. Την περίοδο ’89-’90, στη διαδοχή
οικουμενικής και κυβέρνησης Τζαννετάκη, εδραιώθηκε η πρακτική των
απευθείας αναθέσεων στις δύο εταιρίες της προμήθειας ψηφιακών παροχών
στον ΟΤΕ. Ο κ. Σαμαράς υπήρξε διαδοχικά υπουργός Οικονομικών και
Εξωτερικών στις κυβερνήσεις αυτές, χωρίς να καταγραφεί κάποια αντίρρησή
του. Παραδόξως, η περιπέτεια του ΟΤΕ (ο νόμος Μάνου για τον στρατηγικό
επενδυτή) ήταν ένας από τους λόγους, μαζί με το Μακεδονικό, που
προκάλεσαν τη ρήξη του Σαμαρά με τον Κ. Μητσοτάκη, την αποχώρησή του και
την πτώση της κυβέρνησης το ’93. Ο ίδιος αποχώρησε για «να αποτρέψει τα
επερχόμενα δραματικά γεγονότα στο εθνικό θέμα της Μακεδονίας και τη
νομιμοποίηση της επαίσχυντης πώλησης του ΟΤΕ», όπως δήλωνε στις 6/9/1993
και τους ίδιους λόγους επικαλείτο ο βουλευτής Γ. Συμπιλίδης που
ανεξαρτητοποιήθηκε λίγες μέρες μετά προκαλώντας την πτώση της
κυβέρνησης.
Ίσως έχει έναν συμβολισμό το γεγονός ότι
το πιο διαχρονικό σκάνδαλο της μεταπολιτευτικής ιστορίας, μετά από
πολλές ατελέσφορες δικαστικές έρευνες και εξεταστικές επιτροπές της
Βουλής, κλείνει «συναινετικά» επί κυβέρνησης Παπαδήμου, με μια
επαίσχυντη οικονομική ανταλλαγή με τη Siemens, με τη συμφωνία και του κ.
Σαμαρά. Ωστόσο, ελάχιστοι κρίνουν πια τον αρχηγό της ΝΔ με βάση αυτές
τις σκιές. Ο κ. Σαμαράς απειλείται περισσότερο από τη «ρετσινιά» της
ανακολουθίας και του τυχοδιωκτισμού, με αποκορύφωμα την πλήρη προσχώρησή
του στο μνημονιακό μπλοκ. Αν και υπερασπίζεται σθεναρά ένα προφίλ
σταθερών αρχών και αξιών, που ιδεολογικά αντιστοιχούν στη «λαϊκή
πατριωτική δεξιά», έχει ένα πλούσιο παρελθόν αυτοαναιρέσεων. «Δεν
είμαστε κόμμα συγγενές με τη Ν.Δ.», διεκήρυσσε για την Πολιτική Άνοιξη,
το κόμμα της «υπέρβασης» που ίδρυσε μετά την αποχώρησή του από τη ΝΔ,
και για πολύ καιρό καλούσε «όσους προβλέπουν επανασυγκόλληση να
αποκολληθούν από την πλάνη τους».
Αυτά
μέχρι το 2004, οπότε επισημοποίησε τη δική του επανασυγκόλληση με τη ΝΔ
και εκλέχτηκε ευρωβουλευτής της. Μετά την εκλογική συντριβή της ΝΔ το
2009 ο Αντώνης Σαμαράς σήκωσε το βάρος μιας ιστορικής αναμέτρησης στη
συντηρητική παράταξη, μετατρέποντάς την από ρεβάνς έναντι του «οίκου
Μητσοτάκη» σε σύγκρουση της «λαϊκής δεξιάς» με τον νεοφιλελευθερισμό.
Πέτυχε ενδοκομματικό θρίαμβο τον οποίο στη συνέχεια επένδυσε στην ηχηρή
αντι-μνημονιακή ρητορική, τουλάχιστον μέχρι και την καταψήφιση του
Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, τον Ιούνιο του 2010. Εντός της Ν.Δ. για ένα
διάστημα διαμορφώθηκε ένας αθυρόστομος πόλος που φλέρταρε με την ιδέα
μιας διάρρηξης των σχέσεων με την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, ακόμη και της
στάσης πληρωμών.
Και, ίσως, φαντασιωνόταν το ενδεχόμενο ο
Σαμαράς να εξελιχθεί σε έναν Έλληνα Κίρχνερ (ο περονιστής πρόεδρος της
Αργεντινής που διέγραψε το 75% του χρέους της). Φυσικά, ο Αντ. Σαμαράς
επέλεξε να μη γίνει ούτε Κίρχνερ, ούτε καν Τρικούπης ή Βενιζέλος. Πράγμα
που, εκτός από τη ρετσινιά της ανακολουθίας (λαϊκιστί: «κωλοτούμπας»),
του κοστίζει τη συγκρότηση ενός ανταγωνιστικού πόλου, των «Ανεξάρτητων
Ελλήνων» του Π. Καμμένου που ίσως αποδειχθεί μοιραίος για την πολυπόθητη
αυτοδυναμία. Και είναι αμφίβολο αν αυτή την απώλεια μπορεί να την
αντισταθμίσει η μεταστροφή του μιντιακού καρτέλ σε μια στάση που
διαβαθμίζεται από διακριτική έως κραυγαλέα θερμή.
Κι αν στην περίπτωση του ΔΟΛ η εξήγηση
ακούει απλώς στο όνομα Ανδρέας Ψυχάρης, στην περίπτωση των λοιπών
δυνάμεων της μιντιακής διαπλοκής, η στήριξη Σαμαρά είναι ανταμοιβή για
την ένταξή του στο μνημονιακό μαντρί, αλλά και έκφρασης μιας συστημικής
αγωνίας για το «ποιος θα κυβερνά αυτόν τον τόπο», πάντα υπό τις εντολές
της τρόικας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου