γράφει ο αρισταρχος
-Έκλεισα το τηλέφωνο χαμογελώντας. Δεν βαριέσαι σκέφτηκα, ο πολυτιμότερος χρόνος είναι αυτός που τον...
αφιερώνεις στον εαυτό σου. Πόσο σπάνιο! Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν δώδεκα παρά δέκα. Το ραντεβού με τον φίλο μου, που μόλις μίλησα στο τηλέφωνο ήταν για τις δωδεκάμισι. Το σπίτι του Γιώργου είναι σε μια τοποθεσία που λέγεται Τελκίντερε και σημαίνει κοιλάδα με τις αλεπούδες. Λίγο κάτω από την Villa Ridge στο Πανόραμα. Έχει ανατολικομεσημβρινό προσανατολισμό, κι εκεί στην κόγχη της εισόδου προφυλαγμένη από αέρα και ψύχος, βολευτήκαμε απολαμβάνοντας τον ήλιο χωρίς τα παγωμένα του δόντια. Η θέα όμορφη προς το Νοτιανατολικό Πανόραμα μέχρι το Σέδες, με λίγη καλή θέληση. Μπροστά μας, ένα τραπεζάκι με μια λαχανοσαλάτα, πατατούλες τηγανιτές και τρία καλοψημένα σκαθάρια. Μάγειρας ο δεύτερος της παρέας αγαπητός και μη εξαιρετέος Απόστολος. Στην μέση ένα γυάλινο μπουκάλι κρατάει ήρεμο στην φυλακή του το διπλοβρασμένο γερογραδομένο τρελό τσιπουράκι. Έτοιμο να βγει, και να μας φέρει για φίλεμα τον άτακτο Διόνυσο. Τα ποτήρια χτύπησαν δυνατά για να προσθέσουν την πέμπτη, την λυγερόκορμη από τις αισθήσεις, την ακοή. Έτσι να πάρουν μέρος στην κατάνυξη όλες οι κόρες της ανθρώπινης αντίληψης. -Άτιμο αγρίμι, κάψιμο που κάνει. Μου ζέστανε τα σωθικά. Ψιθύρισε ο Παναής, φίλος κι αυτός. Ο τρίτος της ανέμελης, εκείνης της στιγμής συντροφιάς. Κι εγώ, χωμένος στο μπουφάν μου κολλημένος στην γωνιά δεχόμουνα το ζεστό χάδι του φωτοδότη υποσχόμενος να μην σκεφτώ καν, πολιτικά. Όχι και να μιλήσω. Τα δάχτυλά μου περνούσαν απαλά πάνω από τις χορδές της κιθάρας αρπίζοντας αρμονικές συγχορδίες. Η φωνές σταθερές, συντονισμένες σιγοτραγουδούσαν τα πατήματα του αξέχαστου Στέλιου «Αν ρωτάς να σου πω πως υπάρχω και ζω, και με πόσες ανέσεις …» Δεν ξέφυγε από το ρεπερτόριο ούτε του Σαββόπουλου το αγαπημένο, ήλιε αρχηγέ «σύντροφέ μου αχ τι κακό μέρα μ’ ήλιο σαν κι αυτό να την τρώει τ’ αφεντικό» -Ανάθεμα. Ψιθύρισε ο Γιώργος με σκυφτό κεφάλι. Φάγαμε την ζωή μας στην δουλειά. Στερηθήκαμε αυτόν τον ξεμυαλιστή Θεό του φωτός. Πληρώσαμε. Ονειρευτήκαμε. Ποιος θα το φανταζόταν πως θα φτάναμε σ’ αυτό το σημείο. Να βλέπεις τα παιδιά που σπούδασαν με χίλιες στερήσεις όλης της οικογένειας να κάθονται άνεργα. Να κλαις με τα σκορπισμένα όνειρά τους, χωρίς ελπίδα. Να βλέπεις πως σε κοροϊδεύουν και να μην αντιδράς. Να σου στενεύουν την ζωή και να απορείς πόσο θα αντέξεις. Τα χέρια κρέμασαν, η κιθάρα πέρασε στην γωνιά σιωπηλή. Τα συναισθήματα φουντωμένα και το μυαλό παράξενα καθαρό. Θαρρείς και κάποιος μηχανισμός τράβηξε το αλκοόλ από το αίμα μας. Θαρρείς και δεν ήπιαμε ποτέ. Αμίλητοι μαζέψαμε τα πράγματα και χωρίσαμε χωρίς καν να πούμε αντίο. Δυστυχώς οι ελεεινές καταστάσεις που βιώνουμε, δεν σβήνουν με μια αναλαμπή. Η πραγματικότητα ήταν εκεί και μας περίμενε αδυσώπητα. Πίσω από μια οθόνη υπολογιστού να πειράζω τον μικρό Πραξιτέλη, να τσιγκλάω τον καπετάν φουρτούνα Ιωάννη. Κι οι τρεις μαζί, να σχολιάζουμε αυτούς κι αυτά που μας εκτροχίασαν απ’ την ζωή. Ιδιαίτερα αυτούς, νέοι με κομμένα όνειρα και φτερά.
Πηγη
αφιερώνεις στον εαυτό σου. Πόσο σπάνιο! Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν δώδεκα παρά δέκα. Το ραντεβού με τον φίλο μου, που μόλις μίλησα στο τηλέφωνο ήταν για τις δωδεκάμισι. Το σπίτι του Γιώργου είναι σε μια τοποθεσία που λέγεται Τελκίντερε και σημαίνει κοιλάδα με τις αλεπούδες. Λίγο κάτω από την Villa Ridge στο Πανόραμα. Έχει ανατολικομεσημβρινό προσανατολισμό, κι εκεί στην κόγχη της εισόδου προφυλαγμένη από αέρα και ψύχος, βολευτήκαμε απολαμβάνοντας τον ήλιο χωρίς τα παγωμένα του δόντια. Η θέα όμορφη προς το Νοτιανατολικό Πανόραμα μέχρι το Σέδες, με λίγη καλή θέληση. Μπροστά μας, ένα τραπεζάκι με μια λαχανοσαλάτα, πατατούλες τηγανιτές και τρία καλοψημένα σκαθάρια. Μάγειρας ο δεύτερος της παρέας αγαπητός και μη εξαιρετέος Απόστολος. Στην μέση ένα γυάλινο μπουκάλι κρατάει ήρεμο στην φυλακή του το διπλοβρασμένο γερογραδομένο τρελό τσιπουράκι. Έτοιμο να βγει, και να μας φέρει για φίλεμα τον άτακτο Διόνυσο. Τα ποτήρια χτύπησαν δυνατά για να προσθέσουν την πέμπτη, την λυγερόκορμη από τις αισθήσεις, την ακοή. Έτσι να πάρουν μέρος στην κατάνυξη όλες οι κόρες της ανθρώπινης αντίληψης. -Άτιμο αγρίμι, κάψιμο που κάνει. Μου ζέστανε τα σωθικά. Ψιθύρισε ο Παναής, φίλος κι αυτός. Ο τρίτος της ανέμελης, εκείνης της στιγμής συντροφιάς. Κι εγώ, χωμένος στο μπουφάν μου κολλημένος στην γωνιά δεχόμουνα το ζεστό χάδι του φωτοδότη υποσχόμενος να μην σκεφτώ καν, πολιτικά. Όχι και να μιλήσω. Τα δάχτυλά μου περνούσαν απαλά πάνω από τις χορδές της κιθάρας αρπίζοντας αρμονικές συγχορδίες. Η φωνές σταθερές, συντονισμένες σιγοτραγουδούσαν τα πατήματα του αξέχαστου Στέλιου «Αν ρωτάς να σου πω πως υπάρχω και ζω, και με πόσες ανέσεις …» Δεν ξέφυγε από το ρεπερτόριο ούτε του Σαββόπουλου το αγαπημένο, ήλιε αρχηγέ «σύντροφέ μου αχ τι κακό μέρα μ’ ήλιο σαν κι αυτό να την τρώει τ’ αφεντικό» -Ανάθεμα. Ψιθύρισε ο Γιώργος με σκυφτό κεφάλι. Φάγαμε την ζωή μας στην δουλειά. Στερηθήκαμε αυτόν τον ξεμυαλιστή Θεό του φωτός. Πληρώσαμε. Ονειρευτήκαμε. Ποιος θα το φανταζόταν πως θα φτάναμε σ’ αυτό το σημείο. Να βλέπεις τα παιδιά που σπούδασαν με χίλιες στερήσεις όλης της οικογένειας να κάθονται άνεργα. Να κλαις με τα σκορπισμένα όνειρά τους, χωρίς ελπίδα. Να βλέπεις πως σε κοροϊδεύουν και να μην αντιδράς. Να σου στενεύουν την ζωή και να απορείς πόσο θα αντέξεις. Τα χέρια κρέμασαν, η κιθάρα πέρασε στην γωνιά σιωπηλή. Τα συναισθήματα φουντωμένα και το μυαλό παράξενα καθαρό. Θαρρείς και κάποιος μηχανισμός τράβηξε το αλκοόλ από το αίμα μας. Θαρρείς και δεν ήπιαμε ποτέ. Αμίλητοι μαζέψαμε τα πράγματα και χωρίσαμε χωρίς καν να πούμε αντίο. Δυστυχώς οι ελεεινές καταστάσεις που βιώνουμε, δεν σβήνουν με μια αναλαμπή. Η πραγματικότητα ήταν εκεί και μας περίμενε αδυσώπητα. Πίσω από μια οθόνη υπολογιστού να πειράζω τον μικρό Πραξιτέλη, να τσιγκλάω τον καπετάν φουρτούνα Ιωάννη. Κι οι τρεις μαζί, να σχολιάζουμε αυτούς κι αυτά που μας εκτροχίασαν απ’ την ζωή. Ιδιαίτερα αυτούς, νέοι με κομμένα όνειρα και φτερά.
Πηγη
1 σχόλια:
Μπράβο βρε παιδιά η αισιοδοξία σας και δικιά μας.Αντε και να απαλλαγούμε απο τα λαμόγια τους κατσικοκλέφτες τους προδοταρεάδες και τι στο κόσμο. Μπράβο το κεφάλι πάντα ψηλά
Δημοσίευση σχολίου