Του Σάββα Καλεντερίδη
Όλοι, εχθροί και «φίλοι» δέχονται ότι ο Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έχουν βάλλει τη σφραγίδα τους στη νέα Τουρκία, η οποία από επαίτης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της διεθνούς κοινότητος, έφθασε στο σημείο να συμμετέχει στη Λέσχη των Είκοσι Πλουσιότερων Χωρών του Κόσμου...
(G-20) αλλά και να συμβάλλει στα αποθεματικά του ΔΝΤ με το ποσό των πέντε δισεκατομμυρίων δολαρίων, την ώρα που η Ελλάδα εκλιπαρεί οικονομική βοήθεια από τους δανειστές της, με όρους που θίγουν βάναυσα την εθνική κυριαρχία αλλά και την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού.
Το πώς έφθασε η Τουρκία από επαίτης να γίνει ένας οικονομικός γίγαντας στην περιοχή, θα το δούμε στο επόμενο άρθρο μας. Στο σημερινό θα μας απασχολήσει το πρόβλημα που έχει ενσκήψει στις σχέσεις Ερντογάν Γκιουλέν και Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και «Κοινότητας», όπως αποκαλούνται τα στελέχη, τα μέλη και το απίστευτο δίκτυο οικονομικών, εκπαιδευτικών και εκδοτικών μηχανισμών και δραστηριοτήτων του ισλαμικού τάγματος Νουρ, του οποίου ηγείται ο Γκιουλέν.
Η ιστορία των ισλαμικών ταγμάτων στην Ανατολή είναι μακρά και συνδέεται με το ιστορικό υπόβαθρο της περιοχής, αφού μέσα στα ισλαμικά τάγματα που ιδρύθηκαν με την εμφάνιση του Ισλάμ βρήκαν καταφύγιο και διατήρησαν τις φιλοσοφικές και πολιτισμικές τους παραδόσεις τοπικά φύλα και ρεύματα διαφόρων περιοχών της Ανατολής και της Μεσοποταμίας. Αυτή την πραγματικότητα εκμεταλλεύτηκαν οι Οθωμανοί και ενίσχυσαν σκόπιμα ορισμένα τάγματα που δραστηριοποιούνταν κυρίως ανάμεσα στους Κούρδους, για να ελέγχουν μέσω αυτών και της ισλαμικής πίστης τις εθνικές δυναμικές των Κούρδων, κυρίως τον αιώνα των εθνικισμών, όπως χαρακτηρίζεται ο δέκατος ένατος αιώνας. Αν ρωτάτε για την τύχη των ταγμάτων και των τεκέδων που διατηρούσαν δοξασίες της Ανατολής, διαλύθηκαν βίαια από τον Μουσταφά Κεμάλ με τον υπ’ αριθμόν 677 νόμο, που τέθηκε σε ισχύ στις 23 Δεκεμβρίου 1925, με το αιτιολογικό ότι ήταν εχθροί της ενότητας του τουρκικού έθνους κράτους
Με άλλα λόγια, η οθωμανική-τουρκική εξουσία, αφού χρησιμοποίησε επί αιώνες την ισλαμική πίστη και τα τάγματα για να κρατά υπό έλεγχο των εθνικά και πολιτισμικά ρεύματα του μωσαϊκού της Ανατολής, όταν βρήκε την ευκαιρία, τα εξάλειψε, για να περάσει στην επόμενη φάση, που ήταν η βίαιη ομογενοποίηση του νέου τουρκικού μουσουλμανικού έθνους.
Στα τέλη του αιώνα των εθνικισμών, γεννήθηκε μια μορφή που έμελλε να παίξει, έστω και δια της τεθλασμένης, σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Τουρκίας. Ήταν ο Σαΐντ-ι Νουρσί (1878-1960), ένας πανέξυπνος και γενναίος Κούρδος, που σκέφθηκε να χρησιμοποιήσει το Ισλάμ με τον ίδιο τρόπο που το έκανε επί αιώνες η οθωμανική εξουσία, τη φορά αυτή, όμως, προς όφελος του κουρδικού έθνους. Δημιούργησε το ισλαμικό τάγμα Νούρ (Nur Cemaati), το οποίο δια της ισλαμικής πίστης επιχειρούσε την εθνική αφύπνιση των Κούρδων, ενώ ο ίδιος ανέλαβε ενεργό ρόλο στη δημιουργία του Κουρδιστάν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο. Ειδικά μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Μουσταφά Κεμάλ, έζησε το υπόλοιπο της ζωής του υπό την αυστηρή επιτήρηση του κράτους και εν εξορία. Πέθανε το 1960 και το μνήμα του παραμένει κρυφό, για να μην το επισκέπτονται οι πιστοί του.
Το έλεγχο αυτού του «επικίνδυνου» τάγματος, που παρά την απαγόρευση συνέχισε να δρα υπογείως στην κοινωνία, ανέλαβε ο Φεττουλλάχ Γκιουλέν μετά την επιβολή της Χούντας του Εβρέν (12 Σεπτεμβρίου 1980), αφού προηγουμένως, σε νεαρή ηλικία, είχε περάσει και από τις τάξεις του Δεύτερο Παράρτημα του Συλλόγου Αντικομουνιστικού Αγώνα στο Ερζερούμ.
Ο κρυφο-υπερεθνικιστής Γκιουλέν, παρ’ ότι είναι γνωστές οι σχέσεις του με μέρος του βαθέος κράτους, ακριβώς επειδή είχε στα χέρια του ένα πολύ επικίνδυνο για τους στρατηγούς «εργαλείο», ήταν πάντα στο στόχαστρο των αρχών ασφαλείας και των διωκτικών αρχών, με αποτέλεσμα να καταφύγει στις ΗΠΑ, το 1999, για «θεραπεία». Από εκεί εξάπλωσε το τεράστιο και αξίας είκοσι δισεκατομμυρίων δολαρίων δίκτυό του, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να ενισχύει και να υποστηρίζει τον Ερντογάν και την στενή του ομάδα, μια υποστήριξη που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιον και από το ΑΚΡ, το 2003.
Ο Γκιουλέν και η «Κοινότητα», όπως αποκαλείται το τεράστιο δικτύου ισχύος που διαθέτει στην Τουρκία και διεθνώς, αυτήν τη δεκαετία που το ΑΚΡ και ο Ερντογάν είναι στην εξουσία, πρόσφεραν κάθε είδους υποστήριξη για το σταδιακό έλεγχο του στρατού, της δικαιοσύνης και όλων των άλλων μηχανισμών που ήταν στρατολογημένες από το σκληρό πυρήνα των κεμαλιστών, που νέμονταν την εξουσία επί ογδόντα χρόνια, μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Στα πλαίσια αυτών των προσπαθειών ξεκίνησε το ξερίζωμα της ένοπλης τρομοκρατικής οργάνωσης «Εργενεκόν», για να ακολουθήσουν οι δίκες υψηλόβαθμων στρατιωτικών για εμπλοκή τους σε διάφορες υποθέσεις συνομωσιών εναντίον της κυβέρνησης Ερντογάν, με κυριότερη την υπόθεση του Σχεδίου Επιχειρήσεων «Βαριοπούλα», που δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα σχέδιο πραξικοπήματος εναντίον της κυβέρνησης, με κύριο αιτιολογικό την «ισλαμική απειλή».
Να σημειώσουμε ότι όλο αυτό το διάστημα η «Κοινότητα» με το δίκτυο που διαθέτει και τις υπερατλαντικές διασυνδέσεις που έχει, πρόσφερε μεγάλη στήριξη στην κυβέρνηση του ΑΚΡ μέσω των ΜΜΕ που ελέγχει αλλά και της επιρροής που ασκεί στην κοινωνία.
Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2011, οπότε ο Ερντογάν ένοιωσε ότι μπορεί να σταθεί αυτοδύναμα στα πόδια του, άρχισαν να εμφανίζονται σύννεφα στις σχέσεις Ερντογάν-Γκιουλέν και κυβέρνησης-«Κοινότητας», σύννεφα που τείνουν να λάβουν τη μορφή σφοδρής καταιγίδας, αφού ο σκληρός εθνικιστής Γκιουλέν νοιώθει ότι ο ευεργετηθείς Ερντογάν κάνει κινήσεις που μπορεί να ξαναφέρουν στο προσκήνιο το βαθύ κράτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ίδιο και την «Κοινότητα».
Συγκεκριμένα, με αφορμή συνομιλία του πρώην στελέχους της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών, Ομέρ Φαρούκ Γκιουρούζ, με τον πρώην διοικητή της Γενικής Διοίκησης Στρατοχωροφυλακής της Τουρκίας, Σενέρ Ερουϊγκούρ, έναν εκ των κατηγορουμένων για συμμετοχή στην Εργενεκόν, που διέρρευσε στο διαδίκτυο και τα ΜΜΕ, έρχεται στην επιφάνεια ενδεχόμενη συμφωνία που έχει κάνει «κάτω από το τραπέζι» ο Ερντογάν με τους κύκλους των κεμαλιστών και του βαθέος κράτους για απελευθέρωση των κατηγορουμένων για τις υποθέσεις Εργενεκόν, Βαριοπούλα κλπ, με αποτέλεσμα την αύξηση της καχυποψίας μεταξύ κυβέρνησης και «Κοινότητας».
Στην ουσία, πέρα από τις λεπτομέρειες, αυτό που παίζεται μεταξύ Ερντογάν και Γκιουλέν είναι ένα παιχνίδι εξουσίας, αφού οι πολιτικοί φέρονται ενοχλημένοι από την ισχύ που έχει αποκτήσει το δίκτυο της «Κοινότητας» στο κράτος, την Ασφάλεια, τη Δικαιοσύνη, την Παιδεία, τα ΜΜΕ, μια ισχύς που έφθασε στο σημείο να απειλεί και τον ίδιο τον Ερντογάν, αφού κάλεσε να καταθέσει ως ύποπτος ο διοικητής της ΜΙΤ, Χακάν Φιντάν, για πράξεις που έκανε ως σύμβουλός του, συνομιλώντας με ανώτατα στελέχη του ΡΚΚ, με στόχο την εξεύρεση πολιτικής λύσης στο Κουρδικό.
Για να δικαιολογήσουμε τον όρο σφοδρή καταιγίδα, που αναφέραμε πιο πάνω, σημειώνουμε ότι για την υπόθεση του Χακάν Φιντάν και του εντάλματος σύλληψης που εξέδωσε εις βάρος του ο Εισαγγελέας Ειδικών Αρμοδιοτήτων, ο Ερντογάν είπε:
«Ας έλθει σε μένα, να με συλλάβει, αφού εγώ έδωσα την εντολή για τις συνομιλίες με το ΡΚΚ».
Ο πόλεμος εξουσίας στην Τουρκία θα συνεχιστεί και η «τελική μάχη» θα δοθεί το 2014, όταν θα κριθεί η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας. Μέχρι τότε θα είμαστε εδώ να σας ενημερώνουμε για τις κυριότερες «μάχες».
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Όλοι, εχθροί και «φίλοι» δέχονται ότι ο Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έχουν βάλλει τη σφραγίδα τους στη νέα Τουρκία, η οποία από επαίτης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της διεθνούς κοινότητος, έφθασε στο σημείο να συμμετέχει στη Λέσχη των Είκοσι Πλουσιότερων Χωρών του Κόσμου...
(G-20) αλλά και να συμβάλλει στα αποθεματικά του ΔΝΤ με το ποσό των πέντε δισεκατομμυρίων δολαρίων, την ώρα που η Ελλάδα εκλιπαρεί οικονομική βοήθεια από τους δανειστές της, με όρους που θίγουν βάναυσα την εθνική κυριαρχία αλλά και την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού.
Το πώς έφθασε η Τουρκία από επαίτης να γίνει ένας οικονομικός γίγαντας στην περιοχή, θα το δούμε στο επόμενο άρθρο μας. Στο σημερινό θα μας απασχολήσει το πρόβλημα που έχει ενσκήψει στις σχέσεις Ερντογάν Γκιουλέν και Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και «Κοινότητας», όπως αποκαλούνται τα στελέχη, τα μέλη και το απίστευτο δίκτυο οικονομικών, εκπαιδευτικών και εκδοτικών μηχανισμών και δραστηριοτήτων του ισλαμικού τάγματος Νουρ, του οποίου ηγείται ο Γκιουλέν.
Η ιστορία των ισλαμικών ταγμάτων στην Ανατολή είναι μακρά και συνδέεται με το ιστορικό υπόβαθρο της περιοχής, αφού μέσα στα ισλαμικά τάγματα που ιδρύθηκαν με την εμφάνιση του Ισλάμ βρήκαν καταφύγιο και διατήρησαν τις φιλοσοφικές και πολιτισμικές τους παραδόσεις τοπικά φύλα και ρεύματα διαφόρων περιοχών της Ανατολής και της Μεσοποταμίας. Αυτή την πραγματικότητα εκμεταλλεύτηκαν οι Οθωμανοί και ενίσχυσαν σκόπιμα ορισμένα τάγματα που δραστηριοποιούνταν κυρίως ανάμεσα στους Κούρδους, για να ελέγχουν μέσω αυτών και της ισλαμικής πίστης τις εθνικές δυναμικές των Κούρδων, κυρίως τον αιώνα των εθνικισμών, όπως χαρακτηρίζεται ο δέκατος ένατος αιώνας. Αν ρωτάτε για την τύχη των ταγμάτων και των τεκέδων που διατηρούσαν δοξασίες της Ανατολής, διαλύθηκαν βίαια από τον Μουσταφά Κεμάλ με τον υπ’ αριθμόν 677 νόμο, που τέθηκε σε ισχύ στις 23 Δεκεμβρίου 1925, με το αιτιολογικό ότι ήταν εχθροί της ενότητας του τουρκικού έθνους κράτους
Με άλλα λόγια, η οθωμανική-τουρκική εξουσία, αφού χρησιμοποίησε επί αιώνες την ισλαμική πίστη και τα τάγματα για να κρατά υπό έλεγχο των εθνικά και πολιτισμικά ρεύματα του μωσαϊκού της Ανατολής, όταν βρήκε την ευκαιρία, τα εξάλειψε, για να περάσει στην επόμενη φάση, που ήταν η βίαιη ομογενοποίηση του νέου τουρκικού μουσουλμανικού έθνους.
Στα τέλη του αιώνα των εθνικισμών, γεννήθηκε μια μορφή που έμελλε να παίξει, έστω και δια της τεθλασμένης, σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Τουρκίας. Ήταν ο Σαΐντ-ι Νουρσί (1878-1960), ένας πανέξυπνος και γενναίος Κούρδος, που σκέφθηκε να χρησιμοποιήσει το Ισλάμ με τον ίδιο τρόπο που το έκανε επί αιώνες η οθωμανική εξουσία, τη φορά αυτή, όμως, προς όφελος του κουρδικού έθνους. Δημιούργησε το ισλαμικό τάγμα Νούρ (Nur Cemaati), το οποίο δια της ισλαμικής πίστης επιχειρούσε την εθνική αφύπνιση των Κούρδων, ενώ ο ίδιος ανέλαβε ενεργό ρόλο στη δημιουργία του Κουρδιστάν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο. Ειδικά μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Μουσταφά Κεμάλ, έζησε το υπόλοιπο της ζωής του υπό την αυστηρή επιτήρηση του κράτους και εν εξορία. Πέθανε το 1960 και το μνήμα του παραμένει κρυφό, για να μην το επισκέπτονται οι πιστοί του.
Το έλεγχο αυτού του «επικίνδυνου» τάγματος, που παρά την απαγόρευση συνέχισε να δρα υπογείως στην κοινωνία, ανέλαβε ο Φεττουλλάχ Γκιουλέν μετά την επιβολή της Χούντας του Εβρέν (12 Σεπτεμβρίου 1980), αφού προηγουμένως, σε νεαρή ηλικία, είχε περάσει και από τις τάξεις του Δεύτερο Παράρτημα του Συλλόγου Αντικομουνιστικού Αγώνα στο Ερζερούμ.
Ο κρυφο-υπερεθνικιστής Γκιουλέν, παρ’ ότι είναι γνωστές οι σχέσεις του με μέρος του βαθέος κράτους, ακριβώς επειδή είχε στα χέρια του ένα πολύ επικίνδυνο για τους στρατηγούς «εργαλείο», ήταν πάντα στο στόχαστρο των αρχών ασφαλείας και των διωκτικών αρχών, με αποτέλεσμα να καταφύγει στις ΗΠΑ, το 1999, για «θεραπεία». Από εκεί εξάπλωσε το τεράστιο και αξίας είκοσι δισεκατομμυρίων δολαρίων δίκτυό του, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να ενισχύει και να υποστηρίζει τον Ερντογάν και την στενή του ομάδα, μια υποστήριξη που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιον και από το ΑΚΡ, το 2003.
Ο Γκιουλέν και η «Κοινότητα», όπως αποκαλείται το τεράστιο δικτύου ισχύος που διαθέτει στην Τουρκία και διεθνώς, αυτήν τη δεκαετία που το ΑΚΡ και ο Ερντογάν είναι στην εξουσία, πρόσφεραν κάθε είδους υποστήριξη για το σταδιακό έλεγχο του στρατού, της δικαιοσύνης και όλων των άλλων μηχανισμών που ήταν στρατολογημένες από το σκληρό πυρήνα των κεμαλιστών, που νέμονταν την εξουσία επί ογδόντα χρόνια, μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Στα πλαίσια αυτών των προσπαθειών ξεκίνησε το ξερίζωμα της ένοπλης τρομοκρατικής οργάνωσης «Εργενεκόν», για να ακολουθήσουν οι δίκες υψηλόβαθμων στρατιωτικών για εμπλοκή τους σε διάφορες υποθέσεις συνομωσιών εναντίον της κυβέρνησης Ερντογάν, με κυριότερη την υπόθεση του Σχεδίου Επιχειρήσεων «Βαριοπούλα», που δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα σχέδιο πραξικοπήματος εναντίον της κυβέρνησης, με κύριο αιτιολογικό την «ισλαμική απειλή».
Να σημειώσουμε ότι όλο αυτό το διάστημα η «Κοινότητα» με το δίκτυο που διαθέτει και τις υπερατλαντικές διασυνδέσεις που έχει, πρόσφερε μεγάλη στήριξη στην κυβέρνηση του ΑΚΡ μέσω των ΜΜΕ που ελέγχει αλλά και της επιρροής που ασκεί στην κοινωνία.
Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2011, οπότε ο Ερντογάν ένοιωσε ότι μπορεί να σταθεί αυτοδύναμα στα πόδια του, άρχισαν να εμφανίζονται σύννεφα στις σχέσεις Ερντογάν-Γκιουλέν και κυβέρνησης-«Κοινότητας», σύννεφα που τείνουν να λάβουν τη μορφή σφοδρής καταιγίδας, αφού ο σκληρός εθνικιστής Γκιουλέν νοιώθει ότι ο ευεργετηθείς Ερντογάν κάνει κινήσεις που μπορεί να ξαναφέρουν στο προσκήνιο το βαθύ κράτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ίδιο και την «Κοινότητα».
Συγκεκριμένα, με αφορμή συνομιλία του πρώην στελέχους της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών, Ομέρ Φαρούκ Γκιουρούζ, με τον πρώην διοικητή της Γενικής Διοίκησης Στρατοχωροφυλακής της Τουρκίας, Σενέρ Ερουϊγκούρ, έναν εκ των κατηγορουμένων για συμμετοχή στην Εργενεκόν, που διέρρευσε στο διαδίκτυο και τα ΜΜΕ, έρχεται στην επιφάνεια ενδεχόμενη συμφωνία που έχει κάνει «κάτω από το τραπέζι» ο Ερντογάν με τους κύκλους των κεμαλιστών και του βαθέος κράτους για απελευθέρωση των κατηγορουμένων για τις υποθέσεις Εργενεκόν, Βαριοπούλα κλπ, με αποτέλεσμα την αύξηση της καχυποψίας μεταξύ κυβέρνησης και «Κοινότητας».
Στην ουσία, πέρα από τις λεπτομέρειες, αυτό που παίζεται μεταξύ Ερντογάν και Γκιουλέν είναι ένα παιχνίδι εξουσίας, αφού οι πολιτικοί φέρονται ενοχλημένοι από την ισχύ που έχει αποκτήσει το δίκτυο της «Κοινότητας» στο κράτος, την Ασφάλεια, τη Δικαιοσύνη, την Παιδεία, τα ΜΜΕ, μια ισχύς που έφθασε στο σημείο να απειλεί και τον ίδιο τον Ερντογάν, αφού κάλεσε να καταθέσει ως ύποπτος ο διοικητής της ΜΙΤ, Χακάν Φιντάν, για πράξεις που έκανε ως σύμβουλός του, συνομιλώντας με ανώτατα στελέχη του ΡΚΚ, με στόχο την εξεύρεση πολιτικής λύσης στο Κουρδικό.
Για να δικαιολογήσουμε τον όρο σφοδρή καταιγίδα, που αναφέραμε πιο πάνω, σημειώνουμε ότι για την υπόθεση του Χακάν Φιντάν και του εντάλματος σύλληψης που εξέδωσε εις βάρος του ο Εισαγγελέας Ειδικών Αρμοδιοτήτων, ο Ερντογάν είπε:
«Ας έλθει σε μένα, να με συλλάβει, αφού εγώ έδωσα την εντολή για τις συνομιλίες με το ΡΚΚ».
Ο πόλεμος εξουσίας στην Τουρκία θα συνεχιστεί και η «τελική μάχη» θα δοθεί το 2014, όταν θα κριθεί η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας. Μέχρι τότε θα είμαστε εδώ να σας ενημερώνουμε για τις κυριότερες «μάχες».
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου