«Μέσα στην ασχήμια και τη σκληρότητα, προσπαθούσα να εκτιμήσω και το παραμικρό. Ένα ξέφωτο, ένα μικρό δέντρο, μια βόλτα στη λεωφόρο, τα εργοστάσια, όλη η αποξένωση που δημιουργούσαν τα μπάζα από τις άχτιστες γέφυρες του Κηφισού έγιναν μόνιμη συντροφιά.»...
Photo: Κώστας Δριμτζιάς
Το 1983 γύρισα στην Ελλάδα μετά από τις σπουδές μου στην Αυστραλία για να μείνω οριστικά. Η Αυστραλία μού άρεσε σαν χώρα αλλά είχε και κάτι που με έδιωχνε. Ο κόσμος είχε μια νοοτροπία που δεν ταίριαζε με τον χαρακτήρα μου. Αν έμενα εκεί θα ζούσα μια τυπική, βαρετή ζωή στα προάστια, μέσα στον νόστο, σε μια θολή επιστροφή. Ήμουν σαν ξένος κι ας είχα γεννηθεί εκεί.
Γύρισα στην Αθήνα. Η δεκαετία του ’80 ήταν πολύ σκληρή και σκοτεινή. Έμεινα για λίγο καιρό με τους δικούς μου στο Περιστέρι. Κάποια στιγμή νοίκιασα ένα δωμάτιο στα Πετράλωνα για να ζωγραφίζω και να έχω έναν μικρό δικό μου χώρο, είχα κι ένα ντιβάνι, κάποιες φορές τα βράδια κοιμόμουν εκεί. Έκανα δουλειές του ποδαριού για να μπορέσω να ζήσω.
Το ’84 έφυγα στο Ρέθυμνο γιατί στην Αθήνα δεν έβρισκα δουλειά. Δούλευα σε οικοδομές με έναν γνωστό μου για το μεροκάματο. Πέρασα όμορφα. Έμεινα ενάμιση χρόνο και μετά γύρισα στην Αθήνα. Βρήκα ένα δυάρι στο Περιστέρι, δούλευα τα βράδια σε μπαρ και τα καλοκαίρια πήγαινα στα χωράφια στο χωριό και βοηθούσα στα βερίκοκα. Ήταν δύσκολες εποχές, ζούσαμε με λίγα χρήματα, ψωνίζαμε ρούχα δύο φορές το χρόνο, θυμάμαι. Πηγαίναμε στην αμερικάνικη αγορά – ήταν φτηνά και έβρισκες κάτι καλά κομμάτια.
Από τότε, θυμάμαι τα ίδια λόγια από τους ίδιους πολιτικούς και τα ίδια κόμματα, όλοι έλεγαν τα ίδια και όλοι ζούσαμε πάνω σε μία ρωγμή – κάποιοι διάλεγαν να ζουν στα σύννεφα, άλλοι στην πραγματικότητα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες δεν σκέφτηκα ποτέ να ξαναφύγω, να γυρίσω στην Αυστραλία – θα μπορούσα. Όποτε μίλαγα με τα ξαδέλφια μου που έμεναν εκεί, μου έλεγαν τα ίδια σταθερά πράγματα για τα αυτοκίνητα και τις αυλές τους και τα μπάρμπεκιου τις Κυριακές. Οι αφηγήσεις τους δεν είχαν μεγάλη διαφορά από τον Γυάλινο Κώδωνα της Σύλβια Πλαθ.
Το ’86 ξαναγύρισα στο Περιστέρι – βρήκα ένα σπίτι εκεί. Έβγαινα στον δρόμο τα απογεύματα και κάπνιζα. Έξω από την πολυκατοικία είχε ένα πεζούλι: από κει κοιτούσα τα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα να περνούν ατέλειωτες ώρες. Κάποια βράδια που δεν δούλευα, πηγαίναμε για μπίρα σε ένα μπαράκι πίσω από τον Άγιο Αντώνη. Όταν τσιμεντώσανε τον Κηφισό, τέλη της δεκαετίας του ’80, διαλύθηκε το οδικό δίκτυο για πολλά χρόνια στην περιοχή. Όπως το τοπίο που είχε διαλυθεί γύρω μου έτσι κι εγώ δεν ήξερα τι θα γίνει η ζωή μου. Ζούσα σε μια χώρα που δεν ήξερα ποιος είμαι και τι είναι τα πράγματα γύρω μου. Όλα ήταν αβέβαια.
Δεν θυμάμαι μια μέρα που να σταμάτησαν οι φωνές των ανθρώπων. Μόνο κάτι πρωινά Κυριακές, με τον ήλιο να λάμπει πάνω απ’ την φτωχή Αθήνα, σαν ο Θεός να ήθελε να μιλήσει μέσα από τα σύννεφα σε έναν κόσμο που η συνείδηση του βυθιζόταν.
Μέσα στην ασχήμια και τη σκληρότητα, προσπαθούσα να εκτιμήσω και το παραμικρό. Ένα ξέφωτο, ένα μικρό δέντρο, μια βόλτα στη λεωφόρο, τα εργοστάσια, όλη η αποξένωση που δημιουργούσαν τα μπάζα από τις άχτιστες γέφυρες του Κηφισού έγιναν μόνιμη συντροφιά. Ζούσα προσπαθώντας να χωρέσω οτιδήποτε άσχημο κι αν συνέβαινε γύρω μου.
Κάποτε βρήκα μια δουλειά σε ένα τυπογραφείο και έπαιρνα τρία λεωφορεία για να φτάσω στο Μαρούσι. Έκανα δύο ώρες να πάω κάθε πρωί. Ένα απόγευμα είχε χαλάσει το φωτοτυπικό μηχάνημα κι έβγαζε συνέχεια την ίδια σελίδα, κοίταζα τον Υμηττό και παράλληλα τις σελίδες χωρίς να κάνω τίποτε. Νομίζω εκείνο το βράδυ πήρα την απόφαση να ασχοληθώ με την ηλεκτρονική μουσική. Άκουγα με τις ώρες τα βράδια το “It Takes A Million Of Nations To Hold Us Back” των Public Enemy και για chill out, μετά τα μεσάνυχτα, το “Gone To Earth” του David Sylvian. Δεν είχα τηλεόραση στο σπίτι κι έτσι διάβαζα ή άκουγα δίσκους.
Μέσα στα χρόνια οι κυβερνήσεις δεν άλλαζαν, τα λόγια για δεκαετίες έμεναν λόγια μέσα σε ένα ατελείωτο βάθος με επαναλήψεις. Δεν ξέρω τι γινότανε στα μπουζούκια, δεν πήγαινα γιατί δεν είχα κουστούμι και καλά ρούχα για να βάλω. Μια φορά πήγα με μια ξαδέρφη μου σε ένα σκυλάδικο στην Αχαρνών.
Δεν θυμάμαι μια μέρα που να σταμάτησαν οι φωνές των ανθρώπων. Μόνο κάτι πρωινά Κυριακές, με τον ήλιο να λάμπει πάνω απ’ την φτωχή Αθήνα, σαν ο Θεός να ήθελε να μιλήσει μέσα από τα σύννεφα σε έναν κόσμο που η συνείδηση του βυθιζόταν. Αυτός ο ήλιος δεν με άφησε ποτέ να φύγω από αυτό τον τόπο. Δεν μπόρεσα να ωραιοποιήσω ποτέ την Αθήνα, κάθε στροφή και κάθε δρόμος της είχε κάτι από το πρόσωπο μιας αλήθειας που έπρεπε να βρω.
Κάποια στιγμή το ποτάμι του Κηφισού τσιμεντώθηκε οριστικά. Σιώπησε και όλα τα αυτοκίνητα έφευγαν πιο γρήγορα από το φανάρι της διασταύρωσης. Μου πήρε λίγες εβδομάδες να σκεφτώ τι ήθελα να κάνω, δεν ήμουν και σίγουρος. Ήταν τέτοια εποχή, μετά το Πάσχα, ένα απόγευμα έφυγα απ’ τη δουλειά και κατέβηκα την Κηφισίας με τα πόδια μέχρι την Ομόνοια.
πηγη
Photo: Κώστας Δριμτζιάς
Το 1983 γύρισα στην Ελλάδα μετά από τις σπουδές μου στην Αυστραλία για να μείνω οριστικά. Η Αυστραλία μού άρεσε σαν χώρα αλλά είχε και κάτι που με έδιωχνε. Ο κόσμος είχε μια νοοτροπία που δεν ταίριαζε με τον χαρακτήρα μου. Αν έμενα εκεί θα ζούσα μια τυπική, βαρετή ζωή στα προάστια, μέσα στον νόστο, σε μια θολή επιστροφή. Ήμουν σαν ξένος κι ας είχα γεννηθεί εκεί.
Γύρισα στην Αθήνα. Η δεκαετία του ’80 ήταν πολύ σκληρή και σκοτεινή. Έμεινα για λίγο καιρό με τους δικούς μου στο Περιστέρι. Κάποια στιγμή νοίκιασα ένα δωμάτιο στα Πετράλωνα για να ζωγραφίζω και να έχω έναν μικρό δικό μου χώρο, είχα κι ένα ντιβάνι, κάποιες φορές τα βράδια κοιμόμουν εκεί. Έκανα δουλειές του ποδαριού για να μπορέσω να ζήσω.
Το ’84 έφυγα στο Ρέθυμνο γιατί στην Αθήνα δεν έβρισκα δουλειά. Δούλευα σε οικοδομές με έναν γνωστό μου για το μεροκάματο. Πέρασα όμορφα. Έμεινα ενάμιση χρόνο και μετά γύρισα στην Αθήνα. Βρήκα ένα δυάρι στο Περιστέρι, δούλευα τα βράδια σε μπαρ και τα καλοκαίρια πήγαινα στα χωράφια στο χωριό και βοηθούσα στα βερίκοκα. Ήταν δύσκολες εποχές, ζούσαμε με λίγα χρήματα, ψωνίζαμε ρούχα δύο φορές το χρόνο, θυμάμαι. Πηγαίναμε στην αμερικάνικη αγορά – ήταν φτηνά και έβρισκες κάτι καλά κομμάτια.
Από τότε, θυμάμαι τα ίδια λόγια από τους ίδιους πολιτικούς και τα ίδια κόμματα, όλοι έλεγαν τα ίδια και όλοι ζούσαμε πάνω σε μία ρωγμή – κάποιοι διάλεγαν να ζουν στα σύννεφα, άλλοι στην πραγματικότητα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες δεν σκέφτηκα ποτέ να ξαναφύγω, να γυρίσω στην Αυστραλία – θα μπορούσα. Όποτε μίλαγα με τα ξαδέλφια μου που έμεναν εκεί, μου έλεγαν τα ίδια σταθερά πράγματα για τα αυτοκίνητα και τις αυλές τους και τα μπάρμπεκιου τις Κυριακές. Οι αφηγήσεις τους δεν είχαν μεγάλη διαφορά από τον Γυάλινο Κώδωνα της Σύλβια Πλαθ.
Το ’86 ξαναγύρισα στο Περιστέρι – βρήκα ένα σπίτι εκεί. Έβγαινα στον δρόμο τα απογεύματα και κάπνιζα. Έξω από την πολυκατοικία είχε ένα πεζούλι: από κει κοιτούσα τα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα να περνούν ατέλειωτες ώρες. Κάποια βράδια που δεν δούλευα, πηγαίναμε για μπίρα σε ένα μπαράκι πίσω από τον Άγιο Αντώνη. Όταν τσιμεντώσανε τον Κηφισό, τέλη της δεκαετίας του ’80, διαλύθηκε το οδικό δίκτυο για πολλά χρόνια στην περιοχή. Όπως το τοπίο που είχε διαλυθεί γύρω μου έτσι κι εγώ δεν ήξερα τι θα γίνει η ζωή μου. Ζούσα σε μια χώρα που δεν ήξερα ποιος είμαι και τι είναι τα πράγματα γύρω μου. Όλα ήταν αβέβαια.
Δεν θυμάμαι μια μέρα που να σταμάτησαν οι φωνές των ανθρώπων. Μόνο κάτι πρωινά Κυριακές, με τον ήλιο να λάμπει πάνω απ’ την φτωχή Αθήνα, σαν ο Θεός να ήθελε να μιλήσει μέσα από τα σύννεφα σε έναν κόσμο που η συνείδηση του βυθιζόταν.
Μέσα στην ασχήμια και τη σκληρότητα, προσπαθούσα να εκτιμήσω και το παραμικρό. Ένα ξέφωτο, ένα μικρό δέντρο, μια βόλτα στη λεωφόρο, τα εργοστάσια, όλη η αποξένωση που δημιουργούσαν τα μπάζα από τις άχτιστες γέφυρες του Κηφισού έγιναν μόνιμη συντροφιά. Ζούσα προσπαθώντας να χωρέσω οτιδήποτε άσχημο κι αν συνέβαινε γύρω μου.
Κάποτε βρήκα μια δουλειά σε ένα τυπογραφείο και έπαιρνα τρία λεωφορεία για να φτάσω στο Μαρούσι. Έκανα δύο ώρες να πάω κάθε πρωί. Ένα απόγευμα είχε χαλάσει το φωτοτυπικό μηχάνημα κι έβγαζε συνέχεια την ίδια σελίδα, κοίταζα τον Υμηττό και παράλληλα τις σελίδες χωρίς να κάνω τίποτε. Νομίζω εκείνο το βράδυ πήρα την απόφαση να ασχοληθώ με την ηλεκτρονική μουσική. Άκουγα με τις ώρες τα βράδια το “It Takes A Million Of Nations To Hold Us Back” των Public Enemy και για chill out, μετά τα μεσάνυχτα, το “Gone To Earth” του David Sylvian. Δεν είχα τηλεόραση στο σπίτι κι έτσι διάβαζα ή άκουγα δίσκους.
Μέσα στα χρόνια οι κυβερνήσεις δεν άλλαζαν, τα λόγια για δεκαετίες έμεναν λόγια μέσα σε ένα ατελείωτο βάθος με επαναλήψεις. Δεν ξέρω τι γινότανε στα μπουζούκια, δεν πήγαινα γιατί δεν είχα κουστούμι και καλά ρούχα για να βάλω. Μια φορά πήγα με μια ξαδέρφη μου σε ένα σκυλάδικο στην Αχαρνών.
Δεν θυμάμαι μια μέρα που να σταμάτησαν οι φωνές των ανθρώπων. Μόνο κάτι πρωινά Κυριακές, με τον ήλιο να λάμπει πάνω απ’ την φτωχή Αθήνα, σαν ο Θεός να ήθελε να μιλήσει μέσα από τα σύννεφα σε έναν κόσμο που η συνείδηση του βυθιζόταν. Αυτός ο ήλιος δεν με άφησε ποτέ να φύγω από αυτό τον τόπο. Δεν μπόρεσα να ωραιοποιήσω ποτέ την Αθήνα, κάθε στροφή και κάθε δρόμος της είχε κάτι από το πρόσωπο μιας αλήθειας που έπρεπε να βρω.
Κάποια στιγμή το ποτάμι του Κηφισού τσιμεντώθηκε οριστικά. Σιώπησε και όλα τα αυτοκίνητα έφευγαν πιο γρήγορα από το φανάρι της διασταύρωσης. Μου πήρε λίγες εβδομάδες να σκεφτώ τι ήθελα να κάνω, δεν ήμουν και σίγουρος. Ήταν τέτοια εποχή, μετά το Πάσχα, ένα απόγευμα έφυγα απ’ τη δουλειά και κατέβηκα την Κηφισίας με τα πόδια μέχρι την Ομόνοια.
πηγη
1 σχόλια:
ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥΣ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΣΕ ΚΑΙ ΕΒΛΕΠΕ ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΣΤΑ ΠΑΡΚΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΓΙΕ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ. ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΤΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΕΙ ΕΚΑΝΕ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ.ΚΑΙ ΕΓΩ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 35 ΧΡΟΝΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΜΕ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΑΝ...ΠΕΡΝΩ ΤΙΣ ΩΡΕΣ ΜΟΥ ΤΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ...ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΗΣ ΡΗΓΓΙΛΗΣ,ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟ ΦΩΣ ΝΑ ΧΑΙΔΕΥΕΙ ΤΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΕΣ....ΑΡΧΙΣΑ ΠΑΛΙ ΝΑ ΖΩΓΡΑΦΙΖΩ....ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ, ΝΕΑ ΠΟΛΥ ΝΕΑ ΑΚΟΜΗ...ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ...ΜΟΥ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΟΣ...ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ....
Δημοσίευση σχολίου