Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Κάλπη υψηλού ευρωπαϊκού ρίσκου / Όταν η τρόικα κατεβαίνει στις εκλογές


Ε.Ε. και ΔΝΤ διακινδυνεύουν μια εντελώς απρόβλεπτη ετυμηγορία

Το ερώτημα που κατά την προδικτατορική μυθολογία διατύπωσε ο Κ. Καραμανλής σε μια, το περίφημο «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;», αποκτά διαρκώς νέα επικαιρότητα. Επικαιρότητα που μας εκπλήσσει -κατά κανόνα δυσάρεστα- και υποβάλλει αναδιατυπώσεις. Αίφνης, λίγες μέρες προ των...
πιο απρόβλεπτων εκλογών των μεταπολιτευτικών χρόνων, το ερώτημα μπορεί να αναδιατυπωθεί ως εξής: «ποιος εκλέγει αυτούς που θα κυβερνούν αυτόν τον τόπο;».

Η απάντηση δεν είναι όσο αυτονόητη φαίνεται. Παρότι το εκλογικό σώμα, σαστισμένο και τσακισμένο από τις πολιτικές του μνημονίου, εμφανίζεται έτοιμο να τιμωρήσει σκληρά το πολιτικό σύστημα, προδιαθέτοντας τον πρωτοφανή κατακερματισμό του, η χώρα αντιμετωπίζεται σαν να έχει μπει σε αυτόματο πιλότο που είναι αδύνατο να απο-προγραμματιστεί. Οι δανειστές, με κάθε ευκαιρία, υπογραμμίζουν ότι είναι αδιανόητη κάθε απόκλιση από το κυβερνητικό πρόγραμμα που περιέχεται στα μνημόνια.

Οι «αγενείς» παρεμβάσεις της επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, του προέδρου της Κομισιόν Μανουέλ Μπαρόζο, του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, ακόμη και του γενικού διευθυντή της «Διεθνούς» των Τραπεζών Τσαρλς Νταλάρα που ανεμίζει θριαμβικά την επιτυχία του PSI, εκτός από παραβίαση του συνήθους κοινοβουλευτικού πρωτοκόλλου, εμπεριέχουν κι έναν σαφή, συχνά δημόσια εκφερόμενο, εκβιασμό: αν το εκλο- γικό αποτέλεσμα διαψεύσει τις προσδοκίες τους για μια κυβέρνηση που θα σεβαστεί τις υπογραφές της προηγούμενης, κόβονται οι δόσεις δανεισμού.

Κυβερνητικό πρόγραμμα Μπαρόζο

Η συμπεριφορά των ευρωκρατών έναντι υπηκόων προτεκτοράτου επικρατεί ακόμη κι όταν, υποτίθεται, πρόκειται να εισηγηθούν κάτι πέραν του κατά μνημόνιο ευαγγελίου, στο πεδίο που τα εγχώρια μνημονιακά κόμματα πασχίζουν να αναπτύξουν μια υποτυπώδη προεκλογική αντιπαράθεση. Όπως, για παράδειγμα, η περιβόητη ανάπτυξη. Ακόμη και σ’ αυτό, λοιπόν, το περιορισμένο πεδίο στο οποίο τα κόμματα θα μπορούσαν ν’ αναπτύξουν έναν προγραμματικό λόγο, ο πρόεδρος της Κομισιόν Μανουέλ Μπαρόζο προ ημερών είπε την τελευταία λέξη.

Το σχέδιο της Κομισιόν για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ένα νεοφιλελεύθερης έμπνευσης πρόγραμμα που αυξάνει τις δεσμεύσεις των επίδοξων διεκδικητών της μνημονιακής διακυβέρνησης: δημοσιονομική λιτότητα ύψους 12 δισ. μέχρι το 2014, ενίσχυση της «ανταγωνιστικότητας» με μείωση του μισθολογικού κόστους κατά 15% επιπλέον, περαιτέρω «απελευθέρωση» αγορών και επαγγελμάτων, ιδιωτικοποιήσεις των πιο προσοδοφόρων κρατικών δραστηριοτήτων, ολίγον ΕΣΠΑ και κεφαλαιακή ενίσχυση τραπεζών με –υποτιθέμενο- στόχο την επιτάχυνση της χρηματοδότησης της οικονομίας.

Είναι χαρακτηριστικό πως αυτή η κλειστή, δογματική ατζέντα που αφαιρεί από τα ελληνικά κόμματα τα ελάχιστα περιθώρια «εθνικών χειρισμών», εξαιρεί την Ελλάδα και τις άλλες δύο μνημονιακές χώρες της Ευρωζώνης ακόμη και από το μετριοπαθές «Σύμφωνο Απασχόλησης» που εισηγείται η Κομισιόν, με κεντρικό στόχο τη θέσπιση ελάχιστου κατώτατου μισθού σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.

Οι αβεβαιότητες της Ευρωζώνης

Βεβαίως, οι καταιγιστικές παρεμβάσεις που στραγγαλίζουν την προεκλογική αντιπαράθεση στην Ελλάδα δεν κρύβουν τις τρομακτικές πολιτικές και οικονομικές αβεβαιότητες των ίδιων των εμπνευστών τους: Η συνταγή των τιμωρητικών μνημονίων για τις υπερχρεωμένες χώρες και το κούρεμα του ελληνικού χρέους ουδόλως προστάτευσε την Ισπανία από το να βρίσκεται προ των πυλών ενός ακόμη μνημονίου. Τόσο οι αγορές όσο και οι μετριοπαθείς αναλυτές δεν έχουν σταματήσει να φωνάζουν πως ο δογματισμός της εξουθενωτικής λιτότητας και της δημοσιονομικής αρετής βυθίζει όλη την Ευρωζώνη (με εξαίρεση τη Γερμανία, αλλά για πόσο;) σε ύφεση.

Μεταξύ ευρωκρατών και ΔΝΤ εξελίσσεται μια ιδιότυπη διελκυστίνδα αλληλλοαναιρέσεων τόσο για τα κονδύλια που θα διαθέσει το ΔΝΤ κατά της παγκόσμιας κρίσης χρέους («τώρα είναι η σειρά σας να τα αυξήσετε», είπε ο Σόιμπλε), όσο και για την ίδια τη συνταγή «εξυγίανσης» που εφαρμόζεται στην ευρωζώνη («μην περιμένετε ανάπτυξη ούτε το 2013 στην Ελλάδα» – τελευταία έκθεση του ΔΝΤ). Και, τέλος, στη Γαλλία, η έκβαση του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών μπορεί να προκαλέσει αναδιαπραγμάτευση του modus vivendi στην Ευρωζώνη.

Ακόμη κι αν η αναδιαπραγμάτευση είναι περιοριορισμένη και ελεγχόμενη (στο δημοσιονομικό σύμφωνο, στη συνταγή κατά της κρίσης χρέους, στον συσχετισμό ισχύος εντός του γαλλογερμανικού άξονα) η έκβασή της είναι αβέβαιη. Η Ε.Ε. και η ευρωζώνη έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά επιρρεπείς σε διαλυτικές κρίσεις, ακόμη και δι’ ασήμαντον αφορμήν. Κι αυτή τη φορά οι αφορμές μόνο ασήμαντες δεν είναι.

Σ’ αυτό το περιβάλλον, με την ευρωπαϊκή ελίτ να συμπεριφέρεται σαν να είναι οι νέοι κανόνες της ασύμβατοι με τη δημοκρατία, σαν να ενοχλείται κι απ’ αυτή την εκλογική διαδικασία, η εγχώρια μνημονιακή πολιτική τάξη αναγκάζεται να αποσύρει διακριτικά από την εκλογική ατζέντα τα εκβιαστικά διλήμματα του τύπου «ευρώ ή δραχμή». Δεν είναι, όμως, διόλου βέβαιο ότι το εκλογικό σώμα ακολουθεί σ’ αυτή τη μεταστροφή. Η ετυμηγορία του γίνεται πιο απρόβλεπτη από ποτέ, ο θυμός του αχαρτογράφητος.

Τίποτε δεν αποκλείει, λοιπόν, το εκλογικό σώμα να διατηρήσει αυτό το εκβιαστικό δίλημμα και άλλα παρεμφερή ενεργά, να τα αντιστρέψει και να επιστρέψει στους υποβολείς τους, καθιστώντας το εκλογικό αποτέλεσμα καταλύτη εξελίξεων, πιθανότατα διαλυτικών, σε όλη την Ευρωζώνη. Η ευρωκρατία έχει αναλάβει πολλά ρίσκα παρεμβαίνοντας βάναυσα στην πολιτική ζωή της χώρας.

*Το κείμενο του Γιάννη Κιμπουρόπουλου δημοσιεύτηκε στο 7ο και προεκλογικό τεύχος του ΜΟΝΟ, στις 24.04.2012
πηγη