Ο Γιάννης Μακρυγιάννης ήταν κτηνοτρόφος από το χωριό Πετροβούνι των Ιωαννίνων. Ήταν Σαρακατσάνος στην καταγωγή και ζούσε όπως όλοι οι άνθρωποι στην χερσόνησο του Αίμου κάτω από την φρικτή τουρκική σκλαβιά που έσφιγγε σαν επιθανάτιος ρόγχος τον Ελληνισμό απ' άκρη σ' άκρη.
Τον κυνήγησαν οι τούρκοι και τον ...
έδιωξαν από το χωριό με την κατηγορία του κλέφτη (στα βουνά εναντίον των τούρκων και όχι με την σημερινή έννοια). Ο Γιάννης πήρε τα λιγοστά υπάρχοντά του και σαν κυνηγημένο πουλί έφυγε.
Μετά από καιρό έφτασε στο χωριό Μυρίσι (Μάραθο) των Αγράφων (λεγότανε Άγραφα επειδή ήταν τόσο απρόσιτα που δεν τα είχαν καν στους φορολογικούς καταλόγους επί τουρκοκρατίας).
Σε αυτό το χωριό ο Γιάννης πρόκοψε, παντρεύτηκε μάλιστα την κόρη του καπετάνιου που διαφέντευε το αρματολίκι της περιοχής, του Βασίλη Δίπλα.
Με την Αρετή έκαναν 5 παιδιά, 4 αγόρια και ένα κορίτσι. Τα αγόρια με την σειρά ήταν ο Κατσαντώνης ο αετός των Αγράφων που γεννήθηκε στον Μάραθο, ο Γιώργος Χασιώτης που γεννήθηκε στα Χάσια, ο Κώστας Λεπενιώτης που γεννήθηκε στην Λεπενού Αιτωλοακαρνανίας, ο Χρήστος ή Κούτσικος που πέθανε νωρίς από τα βασανιστήρια των τούρκων σε φυλακή στα Μετέωρα. Την κόρη την έλεγαν Κατερίνα και παντρεύτηκε στο χωριό Βελάωρα. Αυτή ήταν η οικογένεια του Γιάννη Μακρυγιάννη και της Αρετής Δίπλα που πρόσφερε στον βωμό της ελευθερίας και τους 4 άρρενες απογόνους της.
Ο Κατσαντώνης και ο Γιώργος Χασιώτης ήταν αχώριστοι από μικρά παιδιά. Μαζί βγήκαν στο βουνό για να εκδικηθούν τους τούρκους για τα τόσα κακά που έκαναν εναντίον των Ελλήνων.
Εκείνη την εποχή γύρω στα 1800 η Ήπειρός, η δυτική Στερεά Ελλάδα και η Θεσσαλία ήταν κάτω από την στυγνή και σκληρή τυραννία του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Αυτού του σκληρού και αιμοδιψούς τέρατος που κυβέρνησε την μισή Ελλάδα για 30 περίπου χρόνια.
Ο Γιώργος μαζί με τον αδελφό του Κατσαντώνη έκαναν επιθέσεις μόνο στους τούρκους και στους αλβανούς ληστεύοντας και σκοτώνοντάς τους. Μαζί με τα δυο αδέρφια ήταν και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης που μάθαινε τις τακτικές μάχης σε αυτό το μεγάλο σχολείο της κλεφτουριάς, που τόσο χρήσιμο θα φαινότανε το 1821.
Οι μάχες που έδιναν τα δύο αδέλφια στα απάτητα βουνά των Αγράφων, έκαναν τον Αλή Πασά να θέλει όσο τίποτε στον κόσμο να τους πιάσει. Έταζε γρόσια σ' όποιον θα έφερνε τα κεφάλια τους στο σαράι του. Έβαλε τον τουρκαλβανό στρατηγό του Βεληγκέκα να καταδιώξει τα δυο αδέλφια, δίνοντάς του 400 διαλεχτούς τουρκαλβανούς.
Ο Κατσαντώνης και ο Χασιώτης κρύβονταν στα λημέρια τους στα Άγραφα, όταν από μακριά είδαν τον στρατό του Βεληγκέκα να πλησιάζει. Πετάχτηκε ο Κατσαντώνης από την κρυψώνα του μπροστά από τον Βεληγκέκα και του λέει ότι ήταν εδώ.
Ο Καραϊσκάκης από την βιασύνη του πυροβόλησε τον τουρκαλβανό, η σφαίρα τον βρήκε, ρίχνοντάς τον κάτω. Οι τουρκαλβανοί με την σειρά τους πυροβόλησαν, ο Γιώργος έριξε και αυτός με το ντουφέκι του σωριάζοντας κάτω πλήθος λιάπηδων. Η μάχη είχε ανάψει για τα καλά, γεμίζοντας τις πλαγιές του βουνού με πλήθος από πτώματα. Οι Έλληνες γύμνωσαν τα γιαταγάνια και όρμηξαν στους τούρκους σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Η ήττα των τουρκαλβανών ήταν μεγάλη, δίνοντας πλήθος όπλα και λάφυρα στους κλέφτες.
Έτσι κυλούσε ο καιρός για τα τρία αδέλφια ανάμεσα σε μάχες και την ήρεμη ζωή πάνω στα βουνά μακριά από τους βάρβαρους ανατολίτες. Τα χρόνια πέρασαν, ο Αλή Πασάς είχε γίνει ο χειρότερος εχθρός των τριών αδελφών, μα ιδιαιτέρως του Κατσαντώνη.
Ήθελε με κάθε μέσο να τους πιάσει ζωντανούς γιατί με τέτοιους άνδρες όπως σκεφτόταν θα μπορούσε να γίνει σουλτάνος στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και να βάλει στο χέρι τους αμύθητους θησαυρούς που είχε κλέψει ο Κατσαντώνης από τους τούρκους και τους κοτζαμπάσηδες.
Ο Κατσαντώνης υπέφερε από ευλογιά το καλοκαίρι του 1808, πράγμα που τον έκανε να καίγεται στον πυρετό και να μην έχει όρεξη να φάει. Πάντα δίπλα του σαν πιστό πρωτοπαλλίκαρο έστεκε ο αδελφός του ο Γιώργος που φρόντιζε να μην του λείπει τίποτε μέσα σε εκείνη την απόκρημνη σπηλιά που ήταν το καταφύγιό τους.
Δίπλα του επίσης, ήταν και ο γιατρός Ντουφεκιάς που προσπαθούσε να τον θεραπεύσει χωρίς αποτέλεσμα. Τέτοια ήταν η κατάσταση στο αρματολίκι του Κατσαντώνη, όταν ο Αλή Πασάς έβαλε τον μουχουρυτάρη του (σφραγιδοφύλακας) Άγο Βασιάρη με 800 τουρκαλβανούς να τους κυνηγήσει και να τους φέρει σιδηροδέσμιους στο σαράι του.
Η κρυψώνα των αδελφών δεν ήταν γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο, όμως ένας βοσκός μόνο την ήξερε που τους έφερνε τα αναγκαία. Αυτόν τον έπιασαν οι τουρκαλβανοί και μετά από σκληρά βασανιστήρια τον έκαναν να ομολογήσει που κρύβονταν τα δύο αδέλφια. Εκτός από τα δύο αδέλφια, στην σπηλιά βρισκόταν άλλοι πέντε πιστοί τους σύντροφοι
.
Όταν οι τουρκαλβανοί βρέθηκαν έξω από την σπηλιά φώναξανν στους αδελφούς Μακρυγιάννη: “κάτω τ'άρματα ορέ Κατσαντώνη”, ο Γιώργος απάντησε στους λιάπηδες επειδή ο αδελφός του ήταν κάτω από την αδυναμία της αρρώστιας “ο Κατσαντώνης τούρκοι δεν προσκυνάει, ο Κατσαντώνης πολεμάει και πεθαίνει” και μαζί με τους πέντε συντρόφους του άνοιξε πυρ εναντίον των λιάπηδων. Οι βολίδες αντηχούσαν σε όλη την πλαγιά με τα κορμιά των τούρκων να σωριάζονται σαν φθινοπωρινά φύλλα. Από την αρχή η μάχη ήταν άνιση κατά των Ελλήνων, αλλά πολεμούσαν σαν ήρωες απέναντι σε υπέρτερους εχθρούς.
Επειδή είδαν πως δεν πρόκειται να σωθούν αν έμεναν εκεί, ο Γιώργος είπε στα παλληκάρια του να τον καλύψουν όσο αυτός θα κουβαλάει τον αδερφό του στους ώμους για να πάνε σε άλλη κρυψώνα. Οι συμπολεμιστές του έβαλαν τα σώματά τους σαν ασπίδες μπροστά από τον Χασιώτη και τον αδελφό του. Ο Χασιώτης ξέφυγε, ενώ ο Κατσαντώνης βαριανάσαινε από την ευλογιά που τον είχε καταβάλει. Τα παλληκάρια έπεσαν νεκρά από τις σφαίρες των τουρκαλβανών, οι οποίοι στην συνέχεια κυνήγησαν τα δύο αδέρφια σαν λαγωνικά πάνω στα σκιερά δάση που κάλυπταν τα Άγραφα. Μετά από 7 ώρες κυνηγητού τους εγκλώβισαν σε μια χαράδρα.
Ο Κατσαντώνης είπε στον μικρότερο αδελφό του, να του κόψει το κεφάλι και να φύγει, μιας που ήταν γερός ακόμα για να μην τους συλλάβουν και δώσουν τέτοια μεγάλη χαρά στον Αλή. Ο Γιώργος χωρίς δεύτερη σκέψη αρνήθηκε την συμβουλή - εντολή του αδελφού και του είπε πως αυτός θα μείνει μέχρι τέλους δίπλα του.
Η επόμενη αυγή βρήκε τα δύο αδέλφια περικυκλωμένα και αποκαμωμένα από την πεζοπορία και τις μάχες. Μια σφαίρα βρήκε τον Χασιώτη στο πόδι, γεμίζοντάς τον αίμα. Δεν είχαν κάτι άλλο να κάνουν και γι' αυτό μετά από συμφωνία με τον Άγο Βασιάρη παραδόθηκαν. Τους έδεσαν χειροπόδαρα και τους πήγαν κατευθείαν μπροστά στον Αλή.
Ο Αλή Πασάς θαύμασε την γενναιότητα των δύο ανδρών και αφού τους φέρθηκε ευγενικά, ρώτησε τον Κατσαντώνη πού είναι κρυμμένα τα λεφτά και τα άλλα πολύτιμα αντικείμενα που πήρε από τους τούρκους. Ο Κατσαντώνης τον κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτε, δεν θα έδινε καμμια χαρά σ' αυτόν τον αιμοδιψή τύραννο, αφού ήξερε ούτως ή άλλως ότι δεν θα έβγαινε ζωντανός από εκεί μέσα. Ο Αλής τους έριξε στα μπουντρούμια και τους βασάνισε. Τα δύο αδέλφια υπομένανε αγόγγυστα και χωρίς ίχνος δακρύων τα φοβερά βασανιστήρια του Αλή. Οι μήνες περνούσαν αργά και στα μπουντρούμια πλέον δεν ζούσαν δύο παλληκάρια, αλλά δύο ράκη.
Έφτασε την Λαμπρή του 1809 στα Γιάννενα κι ο Αλής θέλοντας να τους ξεφτιλίσει και να αποθαρρύνει άλλους να βγουν στα βουνά ως κλέφτες, παρέδωσε τα δύο παλληκάρια στους πιο έμπειρους βασανιστές που είχε. Τους έδωσε λίγα γρόσια λέγοντάς τους “κάντε τους να υποφέρουν όσο πιο πολύ γίνεται”.
Εκείνοι τους πήγανε κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο, τους έβαλαν στην γη και με σφυριά κι αμόνια τους έσπαζαν ένα προς ένα όλα τα κόκαλα των κορμιών τους. Το μαρτύριο απίστευτο κι απάνθρωπο. Τα δυο αδέλφια αντί να κλαίνε και να φωνάζουν ή να βρίζουν, τραγουδούσαν σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Οι τούρκοι που ήταν γύρω τους, τους βρίζαν, τους φτύναν και τους ρίχναν κατάρες για ό,τι έχουν πάθει απ' αυτούς.
Το μαρτύριο κράτησε περίπου 6 ώρες χωρίς σταματημό. Τα μέλη των δυο παλληκαριών είχαν πρηστεί από τα οιδήματα και είχαν αίματα παντού. Δεν ήταν πια άνθρωποι, αλλά δυο άμορφες μάζες κρέατος. Όπως ήταν τους πέταξαν πάλι στα μπουντρούμια. Εκεί το ίδιο βράδυ ξεψύχησε πρώτος ο μικρόσωμος “γίγαντας” Κατσαντώνης και μετά απ' αυτόν ο σωματώδης αδελφός του Γιώργος Χασιώτης.
Όταν πέθαναν,οι εβραίοι των Ιωαννίνων ζήτησαν από τον Αλή Πασά την σορό του Κατσαντώνη κι αφού τον πλήρωσαν τα γρόσια που ήθελε, τον πήραν και τον έβαλαν σ' ένα πλάτανο, ζητώντας δυο γρόσια από τους Έλληνες για να τον τιμήσουν και δύο γρόσια από τους τούρκους για να το φτύσουν και να προσβάλουν το άψυχο κορμί αυτού του ήρωα...
(αυτό θα πει “εμπορικό δαιμόνιο”).
Αίας ο Τελαμώνιος
Καβάλα
πηγή
Τον κυνήγησαν οι τούρκοι και τον ...
έδιωξαν από το χωριό με την κατηγορία του κλέφτη (στα βουνά εναντίον των τούρκων και όχι με την σημερινή έννοια). Ο Γιάννης πήρε τα λιγοστά υπάρχοντά του και σαν κυνηγημένο πουλί έφυγε.
Μετά από καιρό έφτασε στο χωριό Μυρίσι (Μάραθο) των Αγράφων (λεγότανε Άγραφα επειδή ήταν τόσο απρόσιτα που δεν τα είχαν καν στους φορολογικούς καταλόγους επί τουρκοκρατίας).
Σε αυτό το χωριό ο Γιάννης πρόκοψε, παντρεύτηκε μάλιστα την κόρη του καπετάνιου που διαφέντευε το αρματολίκι της περιοχής, του Βασίλη Δίπλα.
Με την Αρετή έκαναν 5 παιδιά, 4 αγόρια και ένα κορίτσι. Τα αγόρια με την σειρά ήταν ο Κατσαντώνης ο αετός των Αγράφων που γεννήθηκε στον Μάραθο, ο Γιώργος Χασιώτης που γεννήθηκε στα Χάσια, ο Κώστας Λεπενιώτης που γεννήθηκε στην Λεπενού Αιτωλοακαρνανίας, ο Χρήστος ή Κούτσικος που πέθανε νωρίς από τα βασανιστήρια των τούρκων σε φυλακή στα Μετέωρα. Την κόρη την έλεγαν Κατερίνα και παντρεύτηκε στο χωριό Βελάωρα. Αυτή ήταν η οικογένεια του Γιάννη Μακρυγιάννη και της Αρετής Δίπλα που πρόσφερε στον βωμό της ελευθερίας και τους 4 άρρενες απογόνους της.
Ο Κατσαντώνης και ο Γιώργος Χασιώτης ήταν αχώριστοι από μικρά παιδιά. Μαζί βγήκαν στο βουνό για να εκδικηθούν τους τούρκους για τα τόσα κακά που έκαναν εναντίον των Ελλήνων.
Εκείνη την εποχή γύρω στα 1800 η Ήπειρός, η δυτική Στερεά Ελλάδα και η Θεσσαλία ήταν κάτω από την στυγνή και σκληρή τυραννία του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Αυτού του σκληρού και αιμοδιψούς τέρατος που κυβέρνησε την μισή Ελλάδα για 30 περίπου χρόνια.
Ο Γιώργος μαζί με τον αδελφό του Κατσαντώνη έκαναν επιθέσεις μόνο στους τούρκους και στους αλβανούς ληστεύοντας και σκοτώνοντάς τους. Μαζί με τα δυο αδέρφια ήταν και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης που μάθαινε τις τακτικές μάχης σε αυτό το μεγάλο σχολείο της κλεφτουριάς, που τόσο χρήσιμο θα φαινότανε το 1821.
Οι μάχες που έδιναν τα δύο αδέλφια στα απάτητα βουνά των Αγράφων, έκαναν τον Αλή Πασά να θέλει όσο τίποτε στον κόσμο να τους πιάσει. Έταζε γρόσια σ' όποιον θα έφερνε τα κεφάλια τους στο σαράι του. Έβαλε τον τουρκαλβανό στρατηγό του Βεληγκέκα να καταδιώξει τα δυο αδέλφια, δίνοντάς του 400 διαλεχτούς τουρκαλβανούς.
Ο Κατσαντώνης και ο Χασιώτης κρύβονταν στα λημέρια τους στα Άγραφα, όταν από μακριά είδαν τον στρατό του Βεληγκέκα να πλησιάζει. Πετάχτηκε ο Κατσαντώνης από την κρυψώνα του μπροστά από τον Βεληγκέκα και του λέει ότι ήταν εδώ.
Ο Καραϊσκάκης από την βιασύνη του πυροβόλησε τον τουρκαλβανό, η σφαίρα τον βρήκε, ρίχνοντάς τον κάτω. Οι τουρκαλβανοί με την σειρά τους πυροβόλησαν, ο Γιώργος έριξε και αυτός με το ντουφέκι του σωριάζοντας κάτω πλήθος λιάπηδων. Η μάχη είχε ανάψει για τα καλά, γεμίζοντας τις πλαγιές του βουνού με πλήθος από πτώματα. Οι Έλληνες γύμνωσαν τα γιαταγάνια και όρμηξαν στους τούρκους σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Η ήττα των τουρκαλβανών ήταν μεγάλη, δίνοντας πλήθος όπλα και λάφυρα στους κλέφτες.
Έτσι κυλούσε ο καιρός για τα τρία αδέλφια ανάμεσα σε μάχες και την ήρεμη ζωή πάνω στα βουνά μακριά από τους βάρβαρους ανατολίτες. Τα χρόνια πέρασαν, ο Αλή Πασάς είχε γίνει ο χειρότερος εχθρός των τριών αδελφών, μα ιδιαιτέρως του Κατσαντώνη.
Ήθελε με κάθε μέσο να τους πιάσει ζωντανούς γιατί με τέτοιους άνδρες όπως σκεφτόταν θα μπορούσε να γίνει σουλτάνος στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και να βάλει στο χέρι τους αμύθητους θησαυρούς που είχε κλέψει ο Κατσαντώνης από τους τούρκους και τους κοτζαμπάσηδες.
Ο Κατσαντώνης υπέφερε από ευλογιά το καλοκαίρι του 1808, πράγμα που τον έκανε να καίγεται στον πυρετό και να μην έχει όρεξη να φάει. Πάντα δίπλα του σαν πιστό πρωτοπαλλίκαρο έστεκε ο αδελφός του ο Γιώργος που φρόντιζε να μην του λείπει τίποτε μέσα σε εκείνη την απόκρημνη σπηλιά που ήταν το καταφύγιό τους.
Δίπλα του επίσης, ήταν και ο γιατρός Ντουφεκιάς που προσπαθούσε να τον θεραπεύσει χωρίς αποτέλεσμα. Τέτοια ήταν η κατάσταση στο αρματολίκι του Κατσαντώνη, όταν ο Αλή Πασάς έβαλε τον μουχουρυτάρη του (σφραγιδοφύλακας) Άγο Βασιάρη με 800 τουρκαλβανούς να τους κυνηγήσει και να τους φέρει σιδηροδέσμιους στο σαράι του.
Η κρυψώνα των αδελφών δεν ήταν γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο, όμως ένας βοσκός μόνο την ήξερε που τους έφερνε τα αναγκαία. Αυτόν τον έπιασαν οι τουρκαλβανοί και μετά από σκληρά βασανιστήρια τον έκαναν να ομολογήσει που κρύβονταν τα δύο αδέλφια. Εκτός από τα δύο αδέλφια, στην σπηλιά βρισκόταν άλλοι πέντε πιστοί τους σύντροφοι
.
Όταν οι τουρκαλβανοί βρέθηκαν έξω από την σπηλιά φώναξανν στους αδελφούς Μακρυγιάννη: “κάτω τ'άρματα ορέ Κατσαντώνη”, ο Γιώργος απάντησε στους λιάπηδες επειδή ο αδελφός του ήταν κάτω από την αδυναμία της αρρώστιας “ο Κατσαντώνης τούρκοι δεν προσκυνάει, ο Κατσαντώνης πολεμάει και πεθαίνει” και μαζί με τους πέντε συντρόφους του άνοιξε πυρ εναντίον των λιάπηδων. Οι βολίδες αντηχούσαν σε όλη την πλαγιά με τα κορμιά των τούρκων να σωριάζονται σαν φθινοπωρινά φύλλα. Από την αρχή η μάχη ήταν άνιση κατά των Ελλήνων, αλλά πολεμούσαν σαν ήρωες απέναντι σε υπέρτερους εχθρούς.
Επειδή είδαν πως δεν πρόκειται να σωθούν αν έμεναν εκεί, ο Γιώργος είπε στα παλληκάρια του να τον καλύψουν όσο αυτός θα κουβαλάει τον αδερφό του στους ώμους για να πάνε σε άλλη κρυψώνα. Οι συμπολεμιστές του έβαλαν τα σώματά τους σαν ασπίδες μπροστά από τον Χασιώτη και τον αδελφό του. Ο Χασιώτης ξέφυγε, ενώ ο Κατσαντώνης βαριανάσαινε από την ευλογιά που τον είχε καταβάλει. Τα παλληκάρια έπεσαν νεκρά από τις σφαίρες των τουρκαλβανών, οι οποίοι στην συνέχεια κυνήγησαν τα δύο αδέρφια σαν λαγωνικά πάνω στα σκιερά δάση που κάλυπταν τα Άγραφα. Μετά από 7 ώρες κυνηγητού τους εγκλώβισαν σε μια χαράδρα.
Ο Κατσαντώνης είπε στον μικρότερο αδελφό του, να του κόψει το κεφάλι και να φύγει, μιας που ήταν γερός ακόμα για να μην τους συλλάβουν και δώσουν τέτοια μεγάλη χαρά στον Αλή. Ο Γιώργος χωρίς δεύτερη σκέψη αρνήθηκε την συμβουλή - εντολή του αδελφού και του είπε πως αυτός θα μείνει μέχρι τέλους δίπλα του.
Η επόμενη αυγή βρήκε τα δύο αδέλφια περικυκλωμένα και αποκαμωμένα από την πεζοπορία και τις μάχες. Μια σφαίρα βρήκε τον Χασιώτη στο πόδι, γεμίζοντάς τον αίμα. Δεν είχαν κάτι άλλο να κάνουν και γι' αυτό μετά από συμφωνία με τον Άγο Βασιάρη παραδόθηκαν. Τους έδεσαν χειροπόδαρα και τους πήγαν κατευθείαν μπροστά στον Αλή.
Ο Αλή Πασάς θαύμασε την γενναιότητα των δύο ανδρών και αφού τους φέρθηκε ευγενικά, ρώτησε τον Κατσαντώνη πού είναι κρυμμένα τα λεφτά και τα άλλα πολύτιμα αντικείμενα που πήρε από τους τούρκους. Ο Κατσαντώνης τον κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτε, δεν θα έδινε καμμια χαρά σ' αυτόν τον αιμοδιψή τύραννο, αφού ήξερε ούτως ή άλλως ότι δεν θα έβγαινε ζωντανός από εκεί μέσα. Ο Αλής τους έριξε στα μπουντρούμια και τους βασάνισε. Τα δύο αδέλφια υπομένανε αγόγγυστα και χωρίς ίχνος δακρύων τα φοβερά βασανιστήρια του Αλή. Οι μήνες περνούσαν αργά και στα μπουντρούμια πλέον δεν ζούσαν δύο παλληκάρια, αλλά δύο ράκη.
Έφτασε την Λαμπρή του 1809 στα Γιάννενα κι ο Αλής θέλοντας να τους ξεφτιλίσει και να αποθαρρύνει άλλους να βγουν στα βουνά ως κλέφτες, παρέδωσε τα δύο παλληκάρια στους πιο έμπειρους βασανιστές που είχε. Τους έδωσε λίγα γρόσια λέγοντάς τους “κάντε τους να υποφέρουν όσο πιο πολύ γίνεται”.
Εκείνοι τους πήγανε κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο, τους έβαλαν στην γη και με σφυριά κι αμόνια τους έσπαζαν ένα προς ένα όλα τα κόκαλα των κορμιών τους. Το μαρτύριο απίστευτο κι απάνθρωπο. Τα δυο αδέλφια αντί να κλαίνε και να φωνάζουν ή να βρίζουν, τραγουδούσαν σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Οι τούρκοι που ήταν γύρω τους, τους βρίζαν, τους φτύναν και τους ρίχναν κατάρες για ό,τι έχουν πάθει απ' αυτούς.
Το μαρτύριο κράτησε περίπου 6 ώρες χωρίς σταματημό. Τα μέλη των δυο παλληκαριών είχαν πρηστεί από τα οιδήματα και είχαν αίματα παντού. Δεν ήταν πια άνθρωποι, αλλά δυο άμορφες μάζες κρέατος. Όπως ήταν τους πέταξαν πάλι στα μπουντρούμια. Εκεί το ίδιο βράδυ ξεψύχησε πρώτος ο μικρόσωμος “γίγαντας” Κατσαντώνης και μετά απ' αυτόν ο σωματώδης αδελφός του Γιώργος Χασιώτης.
Όταν πέθαναν,οι εβραίοι των Ιωαννίνων ζήτησαν από τον Αλή Πασά την σορό του Κατσαντώνη κι αφού τον πλήρωσαν τα γρόσια που ήθελε, τον πήραν και τον έβαλαν σ' ένα πλάτανο, ζητώντας δυο γρόσια από τους Έλληνες για να τον τιμήσουν και δύο γρόσια από τους τούρκους για να το φτύσουν και να προσβάλουν το άψυχο κορμί αυτού του ήρωα...
(αυτό θα πει “εμπορικό δαιμόνιο”).
Αίας ο Τελαμώνιος
Καβάλα
πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου