Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Κυβέρνηση, προφανώς, θα έχουμε το ταχύτερο. Και η ανάληψη του έργου της θα είναι επίσης άμεση. Ωστόσο δεν θα βρει δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα – πόσω μάλλον που οι διαθέσεις των...
«έξω» δεν μοιάζουν πολύ ευνοϊκές. Κάποια «δωράκια» μάλλον θα δοθούν, ώστε να στηριχθεί ημόνη κυβερνητική εκδοχή με την οποία οι δανειστές και η τρόικα μπορούν να «συνεννοηθούν» προς όφελος της «σταθερότητας». Όχι όμως χωρίς επώδυνα ανταλλάγματα.
Ένα πρώτο βήμα φαίνεται να είναι το «ξεπάγωμα» της καθυστερούμενης δόσης του 1 δισ. ευρώ που παρακρατήθηκε από την δόση των 5,2 δισ. ευρώ του EFSF τον Ιούνιο.
Πέραν αυτού – το έχουμε σημειώσει και προεκλογικά – κάποιες αποφάσεις είναι ήδη ειλημμένες σε επίπεδο ευρωζώνης και συνδέονται με έναν βασικό όρο: «επιμήκυνση».
Αυτή η επιμήκυνση θα συνδέεται με τη μετάθεση της προθεσμίας επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων κατά δύο περίπου χρόνια, ίσως και τρία, αν και αυτή η εξέλιξη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην χαλάρωση των «μνημονιακών» όρων σε επίπεδο φορολογικών και άλλων εισπρακτικών μέτρων. Οι στόχοι παραμένουν οιίδιοι.
Αντιθέτως η επιμήκυνση σχετίζεται με τις νέες αποτυχίες της Ελλάδας να πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους, με την κάκιστη πορεία ελλείμματος και χρέους, άρα με τις αυξημένες απαιτήσεις συλλογής εσόδων από μια οικονομία ήδη εξαντλημένη. Κι αυτό όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει.
Δεν είναι τυχαία η χθεσινή δήλωση της Άνγκελα Μέρκελ ότι δεν μπορεί να δεχτεί οποιαδήποτε χαλάρωση των όρων του ελληνικού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Η δήλωση αυτή μεταθέτει ουσιαστικά την όποια διαπραγμάτευση σε επίπεδο τρόικας επιχειρώντας να απαλείψει τη δυνατότητα μιαςπολιτικής επαναδιαπραγμάτευσης.
Ήδη δηλαδή η Γερμανία προδιαθέτει για τη σκληρή στάση της σε κάθε βήμα της ελληνικής κυβέρνησης, παρότι χώρες του γερμανικού άξονα (Αυστρία, Φινλανδία) αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο της επιμήκυνσης του «μνημονίου» με την παράλληλη υιοθέτηση κάποιων «βελτιώσεων».
Επιπλέον η Μέρκελ αποκλείει δανεισμό πέραν των 130 δισ. του δεύτερου πακέτου, παρότι είναι καταγεγραμμένο ότι αυτή η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, ενώ η «ανεπάρκεια» του τελευταίου δανειακού προγράμματος έχει ήδη διαπιστωθεί αμέσως μετά το τραγικό για τον εσωτερικό πλούτο PSI και τη σύναψη της δανειακής σύμβασης.
Από την άλλη πλευρά είναι απολύτως βέβαιο ότι προβάδισμα σε τυχόν συμπληρωματικά μέτρα «ενίσχυσης» της ελληνικής οικονομίας θα έχουν η στήριξη των τραπεζών και το «ξεπάγωμα» κάποιων καθυστερούμενων κεφαλαίων από διαρθρωτικά ταμεία, τα οποία όμως δεν αποτελούν άξια λόγου τονωτική «ένεση» για την οικονομία.
Το θέμα βεβαίως είναι ότι τόσο ο Σαμαράς όσο και ο Βενιζέλος (αλλά και ο Κουβέλης, του οποίου η συμμετοχή στο κυβερνητικό σχήμα δεν είχε ξεκαθαρίσει χθες αργά το βράδυ) πολιτεύθηκαν προεκλογικά με μια ατζέντα «αναδιαπραγμάτευσης» παραμέτρων του «μνημονίου», με πολλές, ομολογουμένως, ασάφειες, αλλά και κοινό παρονομαστή την «παραμονή στο ευρώ».
Έτσι το τοπίο που διαγράφεται θα είναι εξαιρετικά δύσβατο για τη νέα κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει συνεχώς να ισορροπεί μεταξύ της τήρησης των πολύ σκληρών «μνημονιακών» δεσμεύσεων, των προεκλογικών εξαγγελιών (καμιά πολιτική δύναμη δεν αντέχει ένα νέο γύρο διάψευσης υποσχέσεων), μιαςοικονομίας που σε όλα τα επίπεδα πνέει τα λοίσθια και μιας κοινωνίας η οποία:
● Από τη μια υπερψήφισε τις δυνάμεις του νέου κυβερνητικού μπλοκ επί τη βάσει του φόβου («Ο φόβος νίκησε την ελπίδα» σημείωσε έως και ο Economist). Ενός φόβου ο οποίος, όπως κατ’ επανάληψη σημειώσαμε, μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ανεξέλεγκτη οργή.
● Από την άλλη έχει προ πολλού ξεπεράσει τα όρια αντοχής της και ήδη μεγάλα τμήματά της έχουν αγγίξει και τα όρια της επιβίωσης.
● Επιπλέον έχει εν πολλοίς δείξει τις διαθέσεις της αναδεικνύοντας όχι μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ σε πρωτεύουσα εναλλακτική θεσμική λύση ως προς τη διακυβέρνηση, αλλά και τους φρικαλέους ναζιστές σε ρόλοανεξέλεγκτου πολιτικού «πίτμπουλ».
Αν η νέα κυβέρνηση δεν λάβει σοβαρά υπ’ όψιν την εύθραυστη κοινωνική συνοχή (ή αν, απλώς, αποτύχει), δεν είναι απίθανο να ανατραπεί η σαφής προτίμηση της κοινωνίας στην – με πολιτικούς και θεσμικούς όρους – αποκαθήλωση του παλαιού συστήματος εξουσίας.
Στην περίπτωση αυτή ίσως δούμε να γίνεται κοινωνικό ρεύμα η σχετικά περιορισμένη σήμερα – αλλά άκρως επικίνδυνη – εκτροπή προς την τυφλή φασιστική αυτοδικία οργανωμένων ή και σκόρπιων νεοναζί, των οποίων η δράση προσλαμβάνει ραγδαία τα χαρακτηριστικά μιας εγκληματικής συμμορίας…
Παραμένουμε όσο είμαστε «φθηνοί»
Σε αυτό το σκηνικό των αμφιβολιών για την επιθυμία, τη δυνατότητα και την ικανότητα της νέας κυβέρνησης να διεκδικήσει στα σοβαρά τη «χαλάρωση» κάποιων «μνημονιακών» όρων, αλλά και μια ασφαλή έξοδο από τη μέγκενη λιτότητας και ύφεσης, υπάρχει πάντα η… πραγματικότητα, την οποία δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει.
Το πιο επίκαιρο στοιχείο αυτής της πραγματικότητας είναι ότι ούτε η νίκη της Ν.Δ. στις προχθεσινές εκλογές έδωσε ανάσα στις άλλες κλυδωνιζόμενες χώρες και την ευρωζώνη, η οποία συνεχίζει να βιώνει με όλο και εντονότερο τρόπο την αμφισβήτηση της ικανότητάς της να βγει από την κρίση. Ούτε βεβαίως χαλάρωσε, έστω κατ’ ελάχιστον, η πίεση προς τη Γερμανία για μια «βιώσιμη» διέξοδο.
Επί της ουσίας το ελληνικό μέγεθος είναι πολύ μικρό για να συμβάλει σε κάποιου είδους εκτόνωση, παρότι η χώρα μας συνεχίζει να αποτελεί συστημικό κίνδυνο για το ευρώ.
Ως εκ τούτου η ανάγκη της Γερμανίας και των λοιπών δανειστών και επιτηρητών να διατηρήσουν υπό πλήρηέλεγχο την Ελλάδα παραμένει, σε κάθε περίπτωση, επιτακτική. Χωρίς μάλιστα να είναι βέβαιο ότι κάποιου είδους λύση στο δράμα της ευρωζώνης θα περιλαμβάνει και την Ελλάδα και, γενικώς, το σύνολο των χωρών που απαρτίζουν το ευρώ.
Θα πρέπει δε να υπενθυμίσουμε μια μόνιμη, τον τελευταίο καιρό, επισήμανσή μας: Η διατήρηση της θέσης της Ελλάδας στο ευρώ είναι κυρίως ζήτημα «ισοζυγίου» μεταξύ κόστους και οφέλους στα διάφορα ενδεχόμενα.
Όσο δηλαδή η παραμονή μας στο ευρώ κοστίζει λιγότερο από την έξοδό μας, αυτή θα συνεχίζεται «πάση θυσία». Αν το «ισοζύγιο» ανατραπεί, θα εκλείψουν και οι λόγοι «διάσωσης». Χωρίς καθόλου να αποκλείονται τα διάφορα ενδιάμεσα σενάρια (διπλό νόμισμα κ.λπ.). Κι αυτό ισχύει ανεξαρτήτως των προθέσεων της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης – άρα και της σημερινής. Συνεπώς η ψήφος για «παραμονή στο ευρώ»… ουδόλως τη διασφαλίζει.
Υπ’ αυτήν την έννοια θα επιμείνουμε ότι, ανεξαρτήτως της άποψης των επιμέρους πολιτικών δυνάμεων για την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, πρέπει να υπάρξει η εκπόνηση σεναρίων για να αντιμετωπιστεί με τους καλύτερους δυνατούς όρους το ενδεχόμενο της εξόδου.
Θα τους ξεβράσει
Από την πλευρά της η Γερμανία έχει δείξει, σε μεγάλο βαθμό, τις προθέσεις της: για να εγγυηθεί το ευρωπαϊκό χρέος, όπως συστηματικά της ζητείται, θέτει ως – αυτονόητη για την ίδια – προϋπόθεση τον πλήρη οικονομικό και πολιτικό έλεγχο της ευρωζώνης.
Με δεδομένες τις αντιστάσεις άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αλλά και την έξαρση του «ευρωσκεπτικισμού», δηλαδή την αμφισβήτηση της «πάση θυσία» παραμονής στο ευρώ, που σημειώνεται σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, αναγκάζοντας τον διεθνή Τύπο να διερευνά ποια χώρα τελικά θα εγκαταλείψει πρώτη την ευρωζώνη (μη εξαιρουμένης της ίδιας της… Γερμανίας!), η παρτίδα γίνεται αρκετά περίπλοκη.
Σε αυτό το δυσμενέστατο περιβάλλον όμως η ελληνική κοινωνία, όπως και άλλες ευρωπαϊκές, όλο καιδυσκολότερα θα αντέχει τη λύση του δράματος της ευρωζώνης.
Επομένως η αποστολή της κυβέρνησης να ισορροπήσει πάνω στο τεντωμένο σχοινί των διεθνών δεσμεύσεων, της διάλυσης της οικονομίας και της προϊούσας εξαθλίωσης του ελληνικού λαού είναι σχεδόναδύνατον να επιτύχει αν δεν υπάρξει το συντομότερο μια μεγάλη στροφή.
Καμιά κοινωνία δεν μπορεί να υπογράψει την καταδίκη της σε θάνατο – ακόμη και υπό την απειλή του «χειρότερου κακού» – όσο και αν πιεστεί ή εκβιαστεί. Αργά ή γρήγορα θα πολεμήσει, ακόμη και με τον πιο απονενοημένο τρόπο, ό,τι και αν της λένε οι «εχέφρονες» της υποταγής στον συντεταγμένο παραλογισμό. Πάμπλουτη η Ιστορία σε παραδείγματα.
Επομένως η επερχόμενη συγκυβέρνηση θα πρέπει να γνωρίζει – και μάλλον… το γνωρίζει – ότι, κάθε φορά που θα φτάνει στα νοικοκυριά όλης της χώρας ένας νέος φουσκωμένος λογαριασμός, σε κάθε χιλιάδα νέων άνεργων ή άστεγων, σε κάθε πτώχευση επιχείρησης, σε κάθε νέα αυτοκτονία για οικονομικούς λόγους, η εκρηκτική ύλη στα θεμέλια του κυβερνητικού σχήματος θα συσσωρεύεται και ανά πάσα στιγμή θα μπορεί να εκραγεί με απρόβλεπτες συνέπειες.
Το νέο κυβερνητικό σχήμα θα καθίσει πάνω σε ένα βαρέλι με μπαρούτι, χωρίς να μπορεί να προβλέψει καν πότε θα εκραγεί.
Ήδη από την αρχή της θητείας της θα υποχρεωθεί να ταχυδρομήσει πολύ μεγάλους καθυστερούμενουςλογαριασμούς, πολλοί από τους οποίους θα είναι πρακτικά αδύνατον να πληρωθούν.
Στην πραγματικότητα είναι απλώς θέμα χρόνου να αρχίσουν τα «όργανα». Και τότε θα επιβιώσουν πολιτικά μόνο όσοι είναι έτοιμοι γι’ αυτό. Τους υπόλοιπους θα τους ξεβράσει το κύμα – αυτή η τελευταία επισήμανση, προφανώς, δεν εξαιρεί κανέναν…
kostasxan.blogspot.gr
Κυβέρνηση, προφανώς, θα έχουμε το ταχύτερο. Και η ανάληψη του έργου της θα είναι επίσης άμεση. Ωστόσο δεν θα βρει δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα – πόσω μάλλον που οι διαθέσεις των...
«έξω» δεν μοιάζουν πολύ ευνοϊκές. Κάποια «δωράκια» μάλλον θα δοθούν, ώστε να στηριχθεί ημόνη κυβερνητική εκδοχή με την οποία οι δανειστές και η τρόικα μπορούν να «συνεννοηθούν» προς όφελος της «σταθερότητας». Όχι όμως χωρίς επώδυνα ανταλλάγματα.
Ένα πρώτο βήμα φαίνεται να είναι το «ξεπάγωμα» της καθυστερούμενης δόσης του 1 δισ. ευρώ που παρακρατήθηκε από την δόση των 5,2 δισ. ευρώ του EFSF τον Ιούνιο.
Πέραν αυτού – το έχουμε σημειώσει και προεκλογικά – κάποιες αποφάσεις είναι ήδη ειλημμένες σε επίπεδο ευρωζώνης και συνδέονται με έναν βασικό όρο: «επιμήκυνση».
Αυτή η επιμήκυνση θα συνδέεται με τη μετάθεση της προθεσμίας επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων κατά δύο περίπου χρόνια, ίσως και τρία, αν και αυτή η εξέλιξη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην χαλάρωση των «μνημονιακών» όρων σε επίπεδο φορολογικών και άλλων εισπρακτικών μέτρων. Οι στόχοι παραμένουν οιίδιοι.
Αντιθέτως η επιμήκυνση σχετίζεται με τις νέες αποτυχίες της Ελλάδας να πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους, με την κάκιστη πορεία ελλείμματος και χρέους, άρα με τις αυξημένες απαιτήσεις συλλογής εσόδων από μια οικονομία ήδη εξαντλημένη. Κι αυτό όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει.
Δεν είναι τυχαία η χθεσινή δήλωση της Άνγκελα Μέρκελ ότι δεν μπορεί να δεχτεί οποιαδήποτε χαλάρωση των όρων του ελληνικού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Η δήλωση αυτή μεταθέτει ουσιαστικά την όποια διαπραγμάτευση σε επίπεδο τρόικας επιχειρώντας να απαλείψει τη δυνατότητα μιαςπολιτικής επαναδιαπραγμάτευσης.
Ήδη δηλαδή η Γερμανία προδιαθέτει για τη σκληρή στάση της σε κάθε βήμα της ελληνικής κυβέρνησης, παρότι χώρες του γερμανικού άξονα (Αυστρία, Φινλανδία) αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο της επιμήκυνσης του «μνημονίου» με την παράλληλη υιοθέτηση κάποιων «βελτιώσεων».
Επιπλέον η Μέρκελ αποκλείει δανεισμό πέραν των 130 δισ. του δεύτερου πακέτου, παρότι είναι καταγεγραμμένο ότι αυτή η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, ενώ η «ανεπάρκεια» του τελευταίου δανειακού προγράμματος έχει ήδη διαπιστωθεί αμέσως μετά το τραγικό για τον εσωτερικό πλούτο PSI και τη σύναψη της δανειακής σύμβασης.
Από την άλλη πλευρά είναι απολύτως βέβαιο ότι προβάδισμα σε τυχόν συμπληρωματικά μέτρα «ενίσχυσης» της ελληνικής οικονομίας θα έχουν η στήριξη των τραπεζών και το «ξεπάγωμα» κάποιων καθυστερούμενων κεφαλαίων από διαρθρωτικά ταμεία, τα οποία όμως δεν αποτελούν άξια λόγου τονωτική «ένεση» για την οικονομία.
Το θέμα βεβαίως είναι ότι τόσο ο Σαμαράς όσο και ο Βενιζέλος (αλλά και ο Κουβέλης, του οποίου η συμμετοχή στο κυβερνητικό σχήμα δεν είχε ξεκαθαρίσει χθες αργά το βράδυ) πολιτεύθηκαν προεκλογικά με μια ατζέντα «αναδιαπραγμάτευσης» παραμέτρων του «μνημονίου», με πολλές, ομολογουμένως, ασάφειες, αλλά και κοινό παρονομαστή την «παραμονή στο ευρώ».
Έτσι το τοπίο που διαγράφεται θα είναι εξαιρετικά δύσβατο για τη νέα κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει συνεχώς να ισορροπεί μεταξύ της τήρησης των πολύ σκληρών «μνημονιακών» δεσμεύσεων, των προεκλογικών εξαγγελιών (καμιά πολιτική δύναμη δεν αντέχει ένα νέο γύρο διάψευσης υποσχέσεων), μιαςοικονομίας που σε όλα τα επίπεδα πνέει τα λοίσθια και μιας κοινωνίας η οποία:
● Από τη μια υπερψήφισε τις δυνάμεις του νέου κυβερνητικού μπλοκ επί τη βάσει του φόβου («Ο φόβος νίκησε την ελπίδα» σημείωσε έως και ο Economist). Ενός φόβου ο οποίος, όπως κατ’ επανάληψη σημειώσαμε, μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ανεξέλεγκτη οργή.
● Από την άλλη έχει προ πολλού ξεπεράσει τα όρια αντοχής της και ήδη μεγάλα τμήματά της έχουν αγγίξει και τα όρια της επιβίωσης.
● Επιπλέον έχει εν πολλοίς δείξει τις διαθέσεις της αναδεικνύοντας όχι μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ σε πρωτεύουσα εναλλακτική θεσμική λύση ως προς τη διακυβέρνηση, αλλά και τους φρικαλέους ναζιστές σε ρόλοανεξέλεγκτου πολιτικού «πίτμπουλ».
Αν η νέα κυβέρνηση δεν λάβει σοβαρά υπ’ όψιν την εύθραυστη κοινωνική συνοχή (ή αν, απλώς, αποτύχει), δεν είναι απίθανο να ανατραπεί η σαφής προτίμηση της κοινωνίας στην – με πολιτικούς και θεσμικούς όρους – αποκαθήλωση του παλαιού συστήματος εξουσίας.
Στην περίπτωση αυτή ίσως δούμε να γίνεται κοινωνικό ρεύμα η σχετικά περιορισμένη σήμερα – αλλά άκρως επικίνδυνη – εκτροπή προς την τυφλή φασιστική αυτοδικία οργανωμένων ή και σκόρπιων νεοναζί, των οποίων η δράση προσλαμβάνει ραγδαία τα χαρακτηριστικά μιας εγκληματικής συμμορίας…
Παραμένουμε όσο είμαστε «φθηνοί»
Σε αυτό το σκηνικό των αμφιβολιών για την επιθυμία, τη δυνατότητα και την ικανότητα της νέας κυβέρνησης να διεκδικήσει στα σοβαρά τη «χαλάρωση» κάποιων «μνημονιακών» όρων, αλλά και μια ασφαλή έξοδο από τη μέγκενη λιτότητας και ύφεσης, υπάρχει πάντα η… πραγματικότητα, την οποία δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει.
Το πιο επίκαιρο στοιχείο αυτής της πραγματικότητας είναι ότι ούτε η νίκη της Ν.Δ. στις προχθεσινές εκλογές έδωσε ανάσα στις άλλες κλυδωνιζόμενες χώρες και την ευρωζώνη, η οποία συνεχίζει να βιώνει με όλο και εντονότερο τρόπο την αμφισβήτηση της ικανότητάς της να βγει από την κρίση. Ούτε βεβαίως χαλάρωσε, έστω κατ’ ελάχιστον, η πίεση προς τη Γερμανία για μια «βιώσιμη» διέξοδο.
Επί της ουσίας το ελληνικό μέγεθος είναι πολύ μικρό για να συμβάλει σε κάποιου είδους εκτόνωση, παρότι η χώρα μας συνεχίζει να αποτελεί συστημικό κίνδυνο για το ευρώ.
Ως εκ τούτου η ανάγκη της Γερμανίας και των λοιπών δανειστών και επιτηρητών να διατηρήσουν υπό πλήρηέλεγχο την Ελλάδα παραμένει, σε κάθε περίπτωση, επιτακτική. Χωρίς μάλιστα να είναι βέβαιο ότι κάποιου είδους λύση στο δράμα της ευρωζώνης θα περιλαμβάνει και την Ελλάδα και, γενικώς, το σύνολο των χωρών που απαρτίζουν το ευρώ.
Θα πρέπει δε να υπενθυμίσουμε μια μόνιμη, τον τελευταίο καιρό, επισήμανσή μας: Η διατήρηση της θέσης της Ελλάδας στο ευρώ είναι κυρίως ζήτημα «ισοζυγίου» μεταξύ κόστους και οφέλους στα διάφορα ενδεχόμενα.
Όσο δηλαδή η παραμονή μας στο ευρώ κοστίζει λιγότερο από την έξοδό μας, αυτή θα συνεχίζεται «πάση θυσία». Αν το «ισοζύγιο» ανατραπεί, θα εκλείψουν και οι λόγοι «διάσωσης». Χωρίς καθόλου να αποκλείονται τα διάφορα ενδιάμεσα σενάρια (διπλό νόμισμα κ.λπ.). Κι αυτό ισχύει ανεξαρτήτως των προθέσεων της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης – άρα και της σημερινής. Συνεπώς η ψήφος για «παραμονή στο ευρώ»… ουδόλως τη διασφαλίζει.
Υπ’ αυτήν την έννοια θα επιμείνουμε ότι, ανεξαρτήτως της άποψης των επιμέρους πολιτικών δυνάμεων για την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, πρέπει να υπάρξει η εκπόνηση σεναρίων για να αντιμετωπιστεί με τους καλύτερους δυνατούς όρους το ενδεχόμενο της εξόδου.
Θα τους ξεβράσει
Από την πλευρά της η Γερμανία έχει δείξει, σε μεγάλο βαθμό, τις προθέσεις της: για να εγγυηθεί το ευρωπαϊκό χρέος, όπως συστηματικά της ζητείται, θέτει ως – αυτονόητη για την ίδια – προϋπόθεση τον πλήρη οικονομικό και πολιτικό έλεγχο της ευρωζώνης.
Με δεδομένες τις αντιστάσεις άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αλλά και την έξαρση του «ευρωσκεπτικισμού», δηλαδή την αμφισβήτηση της «πάση θυσία» παραμονής στο ευρώ, που σημειώνεται σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, αναγκάζοντας τον διεθνή Τύπο να διερευνά ποια χώρα τελικά θα εγκαταλείψει πρώτη την ευρωζώνη (μη εξαιρουμένης της ίδιας της… Γερμανίας!), η παρτίδα γίνεται αρκετά περίπλοκη.
Σε αυτό το δυσμενέστατο περιβάλλον όμως η ελληνική κοινωνία, όπως και άλλες ευρωπαϊκές, όλο καιδυσκολότερα θα αντέχει τη λύση του δράματος της ευρωζώνης.
Επομένως η αποστολή της κυβέρνησης να ισορροπήσει πάνω στο τεντωμένο σχοινί των διεθνών δεσμεύσεων, της διάλυσης της οικονομίας και της προϊούσας εξαθλίωσης του ελληνικού λαού είναι σχεδόναδύνατον να επιτύχει αν δεν υπάρξει το συντομότερο μια μεγάλη στροφή.
Καμιά κοινωνία δεν μπορεί να υπογράψει την καταδίκη της σε θάνατο – ακόμη και υπό την απειλή του «χειρότερου κακού» – όσο και αν πιεστεί ή εκβιαστεί. Αργά ή γρήγορα θα πολεμήσει, ακόμη και με τον πιο απονενοημένο τρόπο, ό,τι και αν της λένε οι «εχέφρονες» της υποταγής στον συντεταγμένο παραλογισμό. Πάμπλουτη η Ιστορία σε παραδείγματα.
Επομένως η επερχόμενη συγκυβέρνηση θα πρέπει να γνωρίζει – και μάλλον… το γνωρίζει – ότι, κάθε φορά που θα φτάνει στα νοικοκυριά όλης της χώρας ένας νέος φουσκωμένος λογαριασμός, σε κάθε χιλιάδα νέων άνεργων ή άστεγων, σε κάθε πτώχευση επιχείρησης, σε κάθε νέα αυτοκτονία για οικονομικούς λόγους, η εκρηκτική ύλη στα θεμέλια του κυβερνητικού σχήματος θα συσσωρεύεται και ανά πάσα στιγμή θα μπορεί να εκραγεί με απρόβλεπτες συνέπειες.
Το νέο κυβερνητικό σχήμα θα καθίσει πάνω σε ένα βαρέλι με μπαρούτι, χωρίς να μπορεί να προβλέψει καν πότε θα εκραγεί.
Ήδη από την αρχή της θητείας της θα υποχρεωθεί να ταχυδρομήσει πολύ μεγάλους καθυστερούμενουςλογαριασμούς, πολλοί από τους οποίους θα είναι πρακτικά αδύνατον να πληρωθούν.
Στην πραγματικότητα είναι απλώς θέμα χρόνου να αρχίσουν τα «όργανα». Και τότε θα επιβιώσουν πολιτικά μόνο όσοι είναι έτοιμοι γι’ αυτό. Τους υπόλοιπους θα τους ξεβράσει το κύμα – αυτή η τελευταία επισήμανση, προφανώς, δεν εξαιρεί κανέναν…
kostasxan.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου