Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναφέρεται σε σφαγές και εκτοπισμούς εναντίον Ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή... του Πόντου που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων κατά την περίοδο 1914-1923. Εκτιμάται ότι στοίχισε τη ζωή περίπου 213.000-368.000 Ελλήνων. Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην ΕΣΣΔ) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα. Τα γεγονότα αυτά αναγνωρίζονται επισήμως ως γενοκτονία από το Ελληνικό Κράτος και την Αυστραλία αλλά και από διεθνείς οργανισμούς όπως η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.
Θεωρείται μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες. Η γενοκτονία ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα, το οποίο η κυβέρνηση των Νεότουρκων έφερε σε πέρας με συστηματικότητα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ήταν ο ξεριζωμός, η εξάντληση στις κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, και τα στρατόπεδα θανάτου στην έρημο.
Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών βρίθουν μαρτυριών για το ειδεχθές έγκλημα, που διαπράχθηκε εναντίον του Ελληνικού λαού. Η Γενοκτονία των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλ. των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994, και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».
Για το ελληνικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία και Ανατολική Θράκη από την Άνοιξη του 1914 μέχρι το 1923, ο Αριστοκλής Ι. Αιγίδης στο σημαντικότατο βιβλίο που έγραψε για το προσφυγικό ζήτημα “Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας” (Αθήνα 1934) τονίζει ότι «1.200.000 ψυχές αποτελούν τον τραγικόν εις ανθρώπινας απώλειας απολογισμόν του αγώνος». Ο Θεοφάνης Μαλκίδης, διδάκτωρ Κοινωνικών Επιστημών και διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, τονίζει ότι «μιλάμε για πάνω από 800.000 Έλληνες». Στις 20 Μαρτίου 1922, ο Άγγλος διπλωμάτης Ρέντελ συνέταξε ένα μνημόνιο για τις τουρκικές ωμότητες σε βάρος των χριστιανών από το 1919 κι έπειτα. Στο προοίμιο αυτού του μνημονίου διαβάζουμ[Επεξεργασία]
«Η επίτευξη της ανακωχής με την Τουρκία, στις 30 Οκτωβρίου 1918, φάνηκε να επέφερε μια προσωρινή παύση των διωγμών των μειονοτήτων εκ μέρους των Τούρκων, που διαπράχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στην επιδίωξη αυτών των διωγμών, είναι γενικώς αποδεκτό … ότι πάνω από 500.000 ‘Έλληνες εξορίστηκαν, εκ των οποίων συγκριτικώς ελάχιστοι επέζησαν…»
Διεθνής αναγνώριση Πριν από τον όρο “Γενοκτονία” υπήρχε ο όρος “Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας”. Πρόβλημα στη δίκη των γενοκτόνων μπορεί να υπάρξει με το νομικό όρο “nullum crimen nulla poena sine lege”, δηλαδή δίχως προϊσχύοντα νόμο δεν υπάρχει έγκλημα ούτε ποινή. Ο όρος της Γενοκτονίας δεν υπήρχε την εποχή εκείνη, έτσι η τιμωρία και καταδίκη εκείνων τίθεται υπό ερωτηματικό. Το ποινικό Δίκαιο, για να εξασφαλίσει τη δίκαιη μεταχείριση των κατηγορουμένων δεν μπορεί να δράσει αναδρομικά. Από την άλλη άποψη όμως σε όλα τα νομικά πλαίσια υπήρχε η τιμωρία της δολοφονίας.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Επίσης, στο 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος».
Στο Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων, και εξέδωσε το εξής ψήφισμα
«ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας, και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες,
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των έτων 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Έλλήνων της Ανατολίας.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ η Ένωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη, και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση (μη επανάληψη).»
Οι τουρκικές κυβερνήσεις αρνούνται πως υπήρξε γενοκτονία και τοποθετούν επισήμως το θάνατο των Ελλήνων στα πλαίσια των ευρύτερων απωλειών του πολέμου, του λιμού ή άλλων κοινωνικών αναταράξεων.
1 σχόλια:
Οι επετειακές κραυγές που συνήθως ακούγονται και γράφονται κάθε άνοιξη για το ζήτημα της όντως απεχθούς και μαζικής εξόντωσης των Ποντίων επιτάσσουν μια ψύχραιμη προσέγγιση και αποτίμηση του ιστορικού αυτού ζητήματος. Δυστυχώς μέχρι σήμερα ουδείς ειδήμων ασχολήθηκε αντικειμενικά με την ιστορική ανάλυση της άλλης πλευράς της αλήθειας στο θέμα του ελληνισμού του Πόντου.
Η επιχειρηματολογία της εθνικιστικής μερίδας των Ποντίων, σε σχέση με αυτά που υπέφερε ο ποντιακός λαός από το 1915 έως το 1924, αναφέρεται πράγματι σε πολλές αλήθειες, ταυτόχρονα όμως δεν διστάζει να χρησιμοποιεί μισές αλήθειες, να αποκρύπτει άλλες αλήθειες και να διαδίδει πολλά ψεύδη.
Από κοινωνικής και πολιτικής σκοπιάς το πιο αναληθές κατασκεύασμα είναι η θεωρία του λεγόμενου επαναστατικού αγώνα προς «απελευθέρωση» του Πόντου από τον «τουρκικό ζυγό». Θεωρητικά ο όρος «απελευθέρωση» μπορεί να έχει αποδεκτό περιεχόμενο μόνο όταν αφορά σε μια σχετικά μεγάλη εδαφική περιοχή όπου η φίλια εθνική ομάδα αποτελεί την πληθυσμιακή πλειοψηφία.
Στην προκειμένη περίπτωση ο ελληνικός πληθυσμός των τριών νομών ή Βιλαετίων, του Πόντου αποτελούσε μια σημαντική, μια μικρή ή μια εντελώς ασήμαντη μειοψηφία. Τα επίσημα αυτά στατιστικά στοιχεία, που αφορούν στο έτος 1912, προέρχονται από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Σωτηριάδη. Συγκεκριμένα, στον νομό, δηλαδή στο Βιλαέτι της Τραπεζούντας οι Έλληνες ανέρχονταν μόνο στο 25,9% του συνολικού πληθυσμού, συγκεκριμένα οι Τούρκοι αριθμούσαν 957.866 άτομα ενώ οι Έλληνες ανέρχονταν μόνο σε 353.533.
Το πραγματικό αντάρτικο στον Πόντο άρχισε μόλις το 1916, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την πόλη της Τραπεζούντας μεταφέροντας το ρωσοτουρκικό πολεμικό μέτωπο στην περιοχή εκείνη. Οργανωτής του ελληνικού αντάρτικου ήταν ο φανατικός «στρατηγός» Καραβαγγέλης, ο οποίος ήρθε στη Σαμψούντα το 1908 ως μητροπολίτης.
Μετά τη δημιουργία των ανταρτικών σωμάτων με χρήματα και πολεμοφόδια που πήρε ο μητροπολίτης από τους Ρώσους, τα εξαπέλυσε να προσβάλουν τον τουρκικό στρατό στα μετόπισθέν του, τη στιγμή κατά την οποίαν οι Τούρκοι πολεμούσαν τον ρωσικό στρατό στο μέτωπο της Τραπεζούντας.
Οι αντάρτες του Πόντου συντάχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου με τα εχθρικά κατοχικά στρατεύματα της Ρωσίας, καταπολέμησαν τον στρατό του κράτους του οποίου ήταν υπήκοοι, καταπιέζοντας και σκοτώνοντας αλλόθρησκους συμπολίτες τους.
Οι ταλαίπωροι αντάρτες, το πλείστον τουρκόφωνοι και αναλφάβητοι, έπεσαν στην παγίδα του αιμοσταγούς αυτού παπά χωρίς να αναλογιστούν τις συνέπειες του λεγόμενου απελευθερωτικού αγώνα, δηλαδή δεν συνειδητοποίησαν καν το τι θα απογίνονταν αυτοί μετά το τέλος του πολέμου, όταν ο μεν παπάς θα εξαφανιζόταν για να σωθεί, όπως και έγινε, αυτοί όμως θα παρέμεναν.
Κάτω από την εγκληματική καθοδήγηση του Καραβαγγέλη οι χριστιανοί άρχισαν να πυκνώνουν τις τάξεις των ανταρτών χτυπώντας πισώπλατα τον τουρκικό στρατό και ληστεύοντας κυρίως τουρκικά χωριά, για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Λόγω των πράξεων αυτών ο τουρκικός στρατός άρχισε στην περιοχή της Μπάφρας το κυνήγι εναντίον των ανταρτών, που μετεξελίχθηκε βεβαίως σε μαζική εθνοκάθαρση, απολύτως κατακριτέα αλλά και διακριτή από μια «γενοκτονία», που θα προϋπέθετε «άμεσο δόλο εξόντωσης μέχρις ενός», πράγμα αναπόδεικτο.
Όμως στα ελληνικά ΜΜΕ γίνεται συνεχής αναφορά στα εγκλήματα που διέπραξαν οι Τούρκοι εναντίον των Ελλήνων στον Πόντο παρασιωπώντας συστηματικά τις εγκληματικές πράξεις των Ελλήνων ανταρτών, τις οποίες παρουσιάζει κομπάζοντας σε μια μελέτη του ο εθνικιστής Πόντιος συγγραφέας Ανθεμίδης («Επαναστατική τρομοκρατία – Αντίποινα των Ελλήνων κατά του τουρκικού πληθυσμού»).
Συνεπώς είναι ανεπίτρεπτο να ζητούμε με θορυβώδη τρόπο από την Τουρκία να καταδικάσει τα δικά της εγκλήματα, χωρίς όμως να ζητάμε συγγνώμη για παρόμοια εγκλήματα που έκανε η «δική μας» πλευρά.
* Ο Νάσος Θεοδωρίδης είναι δικηγόρος και μέλος της Π.Κ. του ΣΥΝ Αμπελοκήπων
Δημοσίευση σχολίου