Του Κώστα Καλδάρα
Πριν λίγο καιρό, ένιωθα εγκλωβισμένος ανάμεσα σε δυο κομματικές συμπληγάδες. Ο δικομματισμός είχε εξελιχθεί σε μονοκρατορία, μιας κατοχικής για την ζωή μου εξουσίας. Εδώ και πολλά χρόνια έβλεπα την πορεία των πραγμάτων. Μια πορεία, που θα κατέληγε στον αφανισμό της γενιάς μου απ’ την ιστορία και...
αρκετών άλλων γενεών μετά από μένα.Σ’ ένα μου ταξίδι στην Ευρώπη, συνειδητοποίησα το μεγάλο κενό της ιστορίας μας. Όταν είδα ότι ο υπόλοιπος κόσμος είχε μια ιστορική συνέχεια, κατάλαβα πως εγώ είχα κοιμηθεί Μεγαλέξανδρος και ξύπνησα Κολοκοτρώνης. Ανάμεσα, εκτός από κάποιες βυζαντινές προσελκύσεις, υπήρχε η σιωπή. Αυτή η ίδια σιωπή που άρχισα να νιώθω στην καθημερινότητα μου. Η διαγραφή των δεδομένων είχε αρχίσει πριν από χρόνια. Ξεκίνησε με την απαξίωση της τέχνης και την χυδαία εμπορευματικοποίηση της, έτσι ώστε να μην δημιουργεί ούτε αντιθέσεις, αλλά ούτε και μνήμες. Το διαφημιστικό σποτ έγινε τραγούδι, το art design αντικατέστησε την ζωγραφική, το τετριμμένο έγινε ποίηση και η βαρετή πολυλογία πλασαρίστηκε ως φιλοσοφία. Αφού κατέκτησαν και κατέβαλαν την τέχνη, μετά ήταν πιο εύκολο να σπάσουν τον κοινωνικό ιστό. Σαν καθρεφτάκι σε πρωτόγονους, προσέφεραν την τεχνολογία ως όπλο απομόνωσης και άχρηστης επιδεξιότητας και γνώσης, δημιουργώντας μοναχικούς νάρκισσους. Η ανταλακτικότητα που εμπεριέχεται στην κοινωνική συνοχή, περιορίστηκε στην εικονική σχέση ανθρώπου - οθόνης. Απ’ έξω, αντιπαλότητα και φόβος.
Με αυτό τον τρόπο είχε ανοίξει πλέον ο δρόμος για τον απόλυτο έλεγχο των αντιδράσεων της κοινωνίας. Στόχος, η αποξένωση του ατόμου απ’ την κοινωνία κι η επιβολή μιας φοβικής εξουσίας με πλαστές κι ανώδυνες ομαδικές ενέσιμες αντιθέσεις. Αποτέλεσμα, οι επιδερμικές και καταναλωτικές διεκδικήσεις με βάση το «εγώ» και η ανύψωση μιας διεφθαρμένης ηθικής, με προσωρινές κι ευάλωτες αξίες lifestyle. Αντικρούαν ή αντιπαραβάλανε το ψέμα μ’ ένα άλλο ψέμα, καθιστώντας την αναξιοπιστία ανίκητη και την παρουσία τους δεδομένη. Κορύφωση ήταν η επιλεγμένη απαξίωση του «πολιτικού προσώπου», αντικαθιστώντας το με ένα τεχνοκρατικό προφίλ, που δεν ανήκε σε πολιτικούς σχηματισμούς ή ιδεολογίες, αλλά σε «εταιρίες περιορισμένης ευθύνης». Τέλος κατάφεραν την απαξίωση και αυτής της ίδιας της πολιτικής σκέψης, προβάλλοντας μια τεχνητή αδυναμία αντίδρασης κι επιβάλλοντας το δόγμα του «τέρατος». -«Μπορεί να είμαι τέρας, αλλά κι ο άλλος δεν είναι καλύτερος. Οπότε το εξυπνότερο που έχεις να κάνεις είναι να το συνηθίσεις ή ακόμα καλύτερα να μας μοιάσεις». Εδώ όμως τελειώνει το παραμύθι και βγαίνει ο δράκος.
Όταν αισθάνθηκαν δυνατοί κι ακλόνητοι, απέναντι σ’ έναν ανίσχυρο και πειθήνιο όχλο, πήραν την απόφασηνα περάσουν στην τελευταία πράξη του έργου τους. Μετά την πολιτισμική κατάρρευση και την κοινωνική αποδυνάμωση, θέλησαν να επιβάλουν και την οικονομική εξαθλίωση. Στην αρχή ο κόσμος παραξενεύτηκε. Δεν αντέδρασε, δεν πίστεψε. Το «εγώ» του ήταν πολύ ισχυρό για να αποδεχθεί ότι ήταν θύμα. Ήλπιζε ότι όσα γινόντουσαν αφορούσαν τους «άλλους». Κι οι «άλλοι» ήταν τόσο διπλανοί αλλά και τόσο ξένοι. Εδώ όμως ήταν η παγίδα που έπεσε μέσα το σύστημα. Όσες υποκριτικές προσπάθειες αλληλεγγύης κι αν έγιναν απ’ τα όργανα τους, τα ΜΜΕ, τις εκκλησίες τους κρατικούς φορείς, ο κοινωνικός ιστός είχε φθαρεί, είχε σπάσει. Ο άλλος παρέμενε ξένος. Η οθόνη δεν νικούσε την ανέχεια, την αδικία, την πείνα. Δεν έβρισκες κάποιον δίπλα σου να σε παρηγορήσει, να σου συμπαρασταθεί, να του φορτώσεις τα δεινά, να τσακωθείς ή να εκτονωθείς.
Έτσι όλοι κι ο καθένας ξεχωριστά κοίταξε γύρω του. Τότε είδε τους χορτάτους, τους κυβερνήτες, τους διεφθαρμένους, να υψώνονται μπροστά του. Είδε το τέρας και δεν του άρεσε, δεν του έμοιαζε. Πλέον δεν μπορούσαν να τον πείσουν ότι φταίει ο διπλανός του, γιατί διπλανός δεν υπήρχε. Τον είχαν εξοντώσει. Τότε, είδαν, αναγνώρισαν, τις συμπληγάδες, που τόσα χρόνια τους εγκλωβίζανε στην ανυπαρξία. Και είδαν πως αυτές οι συμπληγάδες ήταν σαθρές, ψεύτικες, αδύναμες. Στην αρχή λίγοι, μετά πολλοί μαζί, άρχισαν να τις γκρεμίζουν κι όταν φάνηκε μια χαραμάδα φως, μαζεύτηκαν κι άλλοι. Χαιρετηθήκαν, είδαν τις ομοιότητες,ξαναγνωριστήκαν, μίλησαν ο ένας στον άλλον και γίναν πιο δυνατοί πιο αποφασισμένοι. Γίναν κοινωνία, γίναν λαός. Κι έγινα κι εγώ ένας απ’ αυτούς.
(Τα κείμενα των «Ρεπόρτερ στο δρόμο» δεν υφίστανται επεξεργασία και εκφράζουν τις απόψεις των συντακτών τους)
πηγη
Πριν λίγο καιρό, ένιωθα εγκλωβισμένος ανάμεσα σε δυο κομματικές συμπληγάδες. Ο δικομματισμός είχε εξελιχθεί σε μονοκρατορία, μιας κατοχικής για την ζωή μου εξουσίας. Εδώ και πολλά χρόνια έβλεπα την πορεία των πραγμάτων. Μια πορεία, που θα κατέληγε στον αφανισμό της γενιάς μου απ’ την ιστορία και...
αρκετών άλλων γενεών μετά από μένα.Σ’ ένα μου ταξίδι στην Ευρώπη, συνειδητοποίησα το μεγάλο κενό της ιστορίας μας. Όταν είδα ότι ο υπόλοιπος κόσμος είχε μια ιστορική συνέχεια, κατάλαβα πως εγώ είχα κοιμηθεί Μεγαλέξανδρος και ξύπνησα Κολοκοτρώνης. Ανάμεσα, εκτός από κάποιες βυζαντινές προσελκύσεις, υπήρχε η σιωπή. Αυτή η ίδια σιωπή που άρχισα να νιώθω στην καθημερινότητα μου. Η διαγραφή των δεδομένων είχε αρχίσει πριν από χρόνια. Ξεκίνησε με την απαξίωση της τέχνης και την χυδαία εμπορευματικοποίηση της, έτσι ώστε να μην δημιουργεί ούτε αντιθέσεις, αλλά ούτε και μνήμες. Το διαφημιστικό σποτ έγινε τραγούδι, το art design αντικατέστησε την ζωγραφική, το τετριμμένο έγινε ποίηση και η βαρετή πολυλογία πλασαρίστηκε ως φιλοσοφία. Αφού κατέκτησαν και κατέβαλαν την τέχνη, μετά ήταν πιο εύκολο να σπάσουν τον κοινωνικό ιστό. Σαν καθρεφτάκι σε πρωτόγονους, προσέφεραν την τεχνολογία ως όπλο απομόνωσης και άχρηστης επιδεξιότητας και γνώσης, δημιουργώντας μοναχικούς νάρκισσους. Η ανταλακτικότητα που εμπεριέχεται στην κοινωνική συνοχή, περιορίστηκε στην εικονική σχέση ανθρώπου - οθόνης. Απ’ έξω, αντιπαλότητα και φόβος.
Με αυτό τον τρόπο είχε ανοίξει πλέον ο δρόμος για τον απόλυτο έλεγχο των αντιδράσεων της κοινωνίας. Στόχος, η αποξένωση του ατόμου απ’ την κοινωνία κι η επιβολή μιας φοβικής εξουσίας με πλαστές κι ανώδυνες ομαδικές ενέσιμες αντιθέσεις. Αποτέλεσμα, οι επιδερμικές και καταναλωτικές διεκδικήσεις με βάση το «εγώ» και η ανύψωση μιας διεφθαρμένης ηθικής, με προσωρινές κι ευάλωτες αξίες lifestyle. Αντικρούαν ή αντιπαραβάλανε το ψέμα μ’ ένα άλλο ψέμα, καθιστώντας την αναξιοπιστία ανίκητη και την παρουσία τους δεδομένη. Κορύφωση ήταν η επιλεγμένη απαξίωση του «πολιτικού προσώπου», αντικαθιστώντας το με ένα τεχνοκρατικό προφίλ, που δεν ανήκε σε πολιτικούς σχηματισμούς ή ιδεολογίες, αλλά σε «εταιρίες περιορισμένης ευθύνης». Τέλος κατάφεραν την απαξίωση και αυτής της ίδιας της πολιτικής σκέψης, προβάλλοντας μια τεχνητή αδυναμία αντίδρασης κι επιβάλλοντας το δόγμα του «τέρατος». -«Μπορεί να είμαι τέρας, αλλά κι ο άλλος δεν είναι καλύτερος. Οπότε το εξυπνότερο που έχεις να κάνεις είναι να το συνηθίσεις ή ακόμα καλύτερα να μας μοιάσεις». Εδώ όμως τελειώνει το παραμύθι και βγαίνει ο δράκος.
Όταν αισθάνθηκαν δυνατοί κι ακλόνητοι, απέναντι σ’ έναν ανίσχυρο και πειθήνιο όχλο, πήραν την απόφασηνα περάσουν στην τελευταία πράξη του έργου τους. Μετά την πολιτισμική κατάρρευση και την κοινωνική αποδυνάμωση, θέλησαν να επιβάλουν και την οικονομική εξαθλίωση. Στην αρχή ο κόσμος παραξενεύτηκε. Δεν αντέδρασε, δεν πίστεψε. Το «εγώ» του ήταν πολύ ισχυρό για να αποδεχθεί ότι ήταν θύμα. Ήλπιζε ότι όσα γινόντουσαν αφορούσαν τους «άλλους». Κι οι «άλλοι» ήταν τόσο διπλανοί αλλά και τόσο ξένοι. Εδώ όμως ήταν η παγίδα που έπεσε μέσα το σύστημα. Όσες υποκριτικές προσπάθειες αλληλεγγύης κι αν έγιναν απ’ τα όργανα τους, τα ΜΜΕ, τις εκκλησίες τους κρατικούς φορείς, ο κοινωνικός ιστός είχε φθαρεί, είχε σπάσει. Ο άλλος παρέμενε ξένος. Η οθόνη δεν νικούσε την ανέχεια, την αδικία, την πείνα. Δεν έβρισκες κάποιον δίπλα σου να σε παρηγορήσει, να σου συμπαρασταθεί, να του φορτώσεις τα δεινά, να τσακωθείς ή να εκτονωθείς.
Έτσι όλοι κι ο καθένας ξεχωριστά κοίταξε γύρω του. Τότε είδε τους χορτάτους, τους κυβερνήτες, τους διεφθαρμένους, να υψώνονται μπροστά του. Είδε το τέρας και δεν του άρεσε, δεν του έμοιαζε. Πλέον δεν μπορούσαν να τον πείσουν ότι φταίει ο διπλανός του, γιατί διπλανός δεν υπήρχε. Τον είχαν εξοντώσει. Τότε, είδαν, αναγνώρισαν, τις συμπληγάδες, που τόσα χρόνια τους εγκλωβίζανε στην ανυπαρξία. Και είδαν πως αυτές οι συμπληγάδες ήταν σαθρές, ψεύτικες, αδύναμες. Στην αρχή λίγοι, μετά πολλοί μαζί, άρχισαν να τις γκρεμίζουν κι όταν φάνηκε μια χαραμάδα φως, μαζεύτηκαν κι άλλοι. Χαιρετηθήκαν, είδαν τις ομοιότητες,ξαναγνωριστήκαν, μίλησαν ο ένας στον άλλον και γίναν πιο δυνατοί πιο αποφασισμένοι. Γίναν κοινωνία, γίναν λαός. Κι έγινα κι εγώ ένας απ’ αυτούς.
(Τα κείμενα των «Ρεπόρτερ στο δρόμο» δεν υφίστανται επεξεργασία και εκφράζουν τις απόψεις των συντακτών τους)
πηγη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου