Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Στρατηγική επιλογή του ευρωπαϊκού κεφάλαιου το χτύπημα της αγροτικής παραγωγής


Οι τροϊκανοί και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να «κινεζοποιήσουν» την Ελλάδα και την εργαζόμενη ελληνική κοινωνία, τη βύθισαν σε βαθιά καπιταλιστική ύφεση που θα...
διαρκέσει για αρκετό καιρό ακόμη. Από τις αρχές ακόμη του 2010, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τα παπαγαλάκια όλων των κατηγοριών ισχυρίζονταν ότι η καπιταλιστική οικονομία στην Ελλάδα θα βγει από τη βαθιά ύφεση χάρη στις προόδους που θα κάνει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια στον εξαγωγικό τομέα γενικά και στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων ειδικά. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να ισχυρίζονται, ότι ήδη από τις αρχές του 2011 άρχισε να παρατηρείται αυτή η στροφή στον εξαγωγικό τομέα. Εμφανίζουν στοιχεία με μεγάλα ποσοστά αύξησης στις εξαγωγές όλων των προϊόντων γενικά και όχι μόνο των αγροτικών, στηριζόμενοι σε μια αλχημία του πρώην υφυπουργού Οικονομικών Δ. Κουσελά, που με εγκύκλιό του το Δεκέμβρη του 2010 συμπεριέλαβε τα καύσιμα των αεροπλάνων και των καραβιών που κάνουν δρομολόγια στην Ελλάδα και στην ΕΕ στην κατηγορία των προϊόντων που εξάγονται. Μ’ αυτή την αλχημία, που κρατάει ως σήμερα, εμφανίζεται η Ελλάδα ως χώρα που εξάγει πετρελαιοειδή εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ το μήνα, που φυσικά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Και ενώ την εγκύκλιο αυτή την τροποποίησε ο ίδιος ο Κουσελάς με άλλη εγκύκλιο και κατήργησε αυτή την αλχημία, ενώ ο Κουσελάς έφυγε από το υπουργείο Οικονομικών, η ΕΛΣΤΑΤ συνεχίζει (φυσικά με εντολή του υπουργού Οικονομικών) να χρησιμοποιεί την ίδια αλχημία. Γιατί βολεύει τον υπουργό Οικονομικών και την κυβέρνηση να εμφανίζουν μεγάλο ποσοστό αύξησης των εξαγωγών. Με την αλχημία αυτή του Δ. Κουσελά ασχοληθήκαμε στο παρελθόν με πολλά και πολύ αναλυτικά σημειώματα. Ετσι, δε θ’ ασχοληθούμε άλλο με αυτά τα μαϊμουδίσματα, αλλά θα συνεχίσουμε στο σχόλιό μας αυτό με τις εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων και τον ελλειμματικό χαρακτήρα του εμπορικού ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα. Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που ασχολούμαστε με το εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα και με τις αιτίες για τις οποίες συρρικνώθηκε η αγροτική παραγωγή (και όχι μόνο). Η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΕ (ΕΟΚ τότε) τον Ιούνη του 1981. Μέχρι τότε είχεπλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων τόσο με τις χώρες της ΕΕ όσο και με τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση και από πλεονασματική η Ελλάδα άρχισε να γίνεται ελλειμματική στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων. Το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα φούσκωνε και το Νοέμβρη του 2007 έφτασε στα 3 δισ. ευρώ. Από το 2009 το εμπορικό έλλειμμα άρχισε να μειώνεται, γιατί απλούστατα άρχισαν να μειώνονται δραστικά οι εισαγωγές, λόγω της βαθιάς καπιταλιστικής ύφεσης και όχι γιατί αυξήθηκαν οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων. Τόσο το γαλλικό και γερμανικό κεφάλαιο, που χαράσσουν την πολιτική των κρατών της ΕΕ, όσο και το κεφάλαιο των λεγόμενων βόρειων χωρών βγάζει τεράστια κέρδη από τις μεγάλες εξαγωγές αγροτικών προϊόντων (και όχι μόνο) στην Ελλάδα. Βγάζουν τεράστια κέρδη από την πώληση των αγροτικών προϊόντων, γιατί τα πουλάνε σε τιμές πολύ ψηλότερες από τις διεθνείς. Φυσικά, το κεφάλαιο των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών βγάζει τεράστια κέρδη και από άλλες πηγές, εκμεταλλευόμενο το γεγονός ότι αυτό καθορίζει τις πολιτικές των λεγόμενων θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Γι’ αυτό, όταν κάνουμε ισολογισμό των εκροών και εισροών από την ελληνική οικονομία προς τον κοινοτικό προϋπολογισμό και τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών της ΕΕ, θα πρέπει να συνυπολογίζουμε και αυτούς τους παράγοντες. Αν τους συνυπολογίσουμε, θα διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα και ο σκληρά εργαζόμενος ελληνικός λαός βγαίνουν χαμένοι. Φυσικά, οι κυβερνήσεις, μπλε και πράσινες, και οι αβανταδόροι τους κάνουν μονόπλευρη λογιστική προσέγγιση. Αποκρύπτουν τα δισεκατομμύρια ευρώ που παίρνει το κεφάλαιο των ευρωπαϊκών κρατών από τον ελληνικό λαό, μέσω του εμπορικού ισοζυγίου. Υπάρχει περίπτωση αναστροφής; Καταρχάς, απαντάμε κατηγορηματικά, ότι τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει, γιατί στρατηγική επιλογή του γαλλογερμανικού κεφαλαίου είναι η συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής στην ΕΕ. Στρατηγική επιλογή που επιλέχτηκε για την προώθηση των γενικότερων συμφερόντων του γερμανικού και του γαλλικού κεφαλαίου στις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, το μεγάλο κεφάλαιο των ευρωπαϊκών κρατών επεδίωκε και συνάμα βοηθούσε στην ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής στην ΕΕ. Αυτό συνέβαινε πρώτον γιατί πολλά από τα αγροτικά προϊόντα είναι πρώτη ύλη για τη μεγάλη ευρωπαϊκή βιομηχανία. Δεύτερον, γιατί θέλει να παραμένει σχετικά χαμηλά η τιμή της εργατικής δύναμης. Και για να συμβεί αυτό θέλει να ζουν κοντά στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις εργατοαγρότες που δουλεύουν στις φάμπρικες και ταυτόχρονα στο δικό τους χωράφι. Τρίτον, γιατί ακόμη τότε το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, στον ανταγωνισμό με το αμερικάνικο κεφάλαιο, δεν είχε ενισχύσει τις θέσεις του στις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Οταν όμως άρχισε σιγά-σιγά να ενισχύει τις θέσεις του, άρχισε βαθμιαία ν’ ανοίγει τις αγορές των κρατών της ΕΕ στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και βαθμιαία να καταργεί τις ποσοστώσεις και τους δασμούς. Για τους λόγους αυτούς, τα λεγόμενα θεσμικά όργανα της ΕΕ έπαιρναν αποφάσεις στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), με τις οποίες ενίσχυαν και τις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Από τις αρχές, όμως, της δεκαετίας του ‘90 αλλάζουν αρκετά πράγματα, που οδηγούν στην αλλαγή προσανατολισμού του μεγάλου κεφαλαίου της ΕΕ και ιδιαίτερα του γαλλογερμανικού, που καθορίζει τις εξελίξεις στην ΕΕ. Ποια πράγματα άλλαξαν; Πρώτον, ολοκληρώθηκε ο κύκλος της πτώσης των χωρών του παλινορθωμένου καπιταλισμού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να γιγαντωθεί το μεταναστευτικό ρεύμα από τις χώρες αυτές και έτσι οι χώρες της ΕΕ να εξασφαλίσουν φτηνή εργατική δύναμη. Ετσι, δεν είχαν πια ανάγκη τους ευρωπαίους ερτατοαγρότες και την αγροτική τους παραγωγή και παραπέρα την ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή στην έκταση που υπήρχε τις προηγούμενες δεκαετίες. Δεύτερον, ο γαλλογερμανικός άξονας πέτυχε να ενισχύσει προς το συμφέρον του τις θέσεις της ΕΕ στις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Για να επιτευχθεί αυτό έπρεπε, ως δέλεαρ, ν’ ανοίξει η ΕΕ τις αγορές της στα αγροτικά προϊόντα των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου, μέσω της προοδευτικής μείωσης των δασμών και της αύξησης των ποσοστώσεων. Ετσι, φτάσαμε πια στην πλήρη κατάργηση των δασμών και στην ελεύθερη είσοδο βασικών αγροτικών προϊόντων. Την ίδια αυτή περίοδο (1990-2010) και ιδιαίτερα την υποπερίοδο 1990-2000, τα λεγόμενα θεσμικά όργανα της ΕΕ «ανακαλύπτουν» ότι ο όγκος της αγροτικής παραγωγής είναι πολύ μεγάλος για τις ανάγκες της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, ότι οι τιμές των αγροτικών προϊόντων είναι πολύ ψηλές, ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός είναι πολύ μεγάλος και ότι πρέπει να καταργηθεί η ενίσχυση στις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Ετσι, βαθμιαία καταργούν την ενίσχυση στις τιμές των αγροτικών προϊόντων και περνούν σε πολιτική ενίσχυσης των αγροτών προνοιακού χαρακτήρα. Μια πολιτική που συνδυασμένη με την πολιτική ελεύθερης εισόδου των αγροτικών προϊόντων από τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου οδήγησε στη δραστική συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σ’ όλες τις χώρες της ΕΕ. Ετσι, ευρωπαϊκή βιομηχανία εξασφαλίζει μεγάλες ποσότητες φτηνών αγροτικών προϊόντων από τις τρίτες χώρες και έχουμε το φαινόμενο ν’ αυξάνονται οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ. Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα, όπως ήταν επόμενο, είναι πιο δραματικές, τόσο για το εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων όσο και για τη φτωχολογιά του χωριού. Δεν υπάρχει, λοιπόν, περίπτωση ν’ αναστραφεί το κλίμα στο εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων και πολύ περισσότερο να συμβάλλει αυτό στη μείωση της καπιταλιστικής ύφεσης.
Γεράσιμος Λιόντος
Πηγη