Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

H Aλ-Κάιντα και οι μεγάλης εμβέλειας πόλεμοι τρομοκρατίας του ΝΑΤΟ


Του Tony Cartalucci
Global Research
2 Σεπτεμβρίου 2012
Απόδοση: Ας Μιλήσουμε Επιτέλους
Οι φορείς χάραξης πολιτικής της Δύσης παραδέχονται ότι οι επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στη Λιβύη έχουν παίξει πρωταρχικό ρόλο στην προώθηση της «θυγατρικής» οργάνωσης της... Αλ-Κάιντα, γνωστής με τα αρχικά AQIM ("Αλ-Κάιντα του Ισλαμικού Μαγκρέμπ"). Ο Bruce Riedel, αναλυτής του Ιδρύματος Brookings, σε άρθρο του με τον τίτλο, «Η νέα απειλή της Αλ-Κάιντα», παραδέχεται ότι η AQIM είναι σήμερα οπλισμένη στο έπακρον χάρη στην επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη, και ότι η βάση της AQIM στο Μάλι της Βόρειας Αφρικής χρησιμεύει ως ορμητήριο για τρομοκρατικές δραστηριότητες σε ολόκληρη την περιοχή.
Η επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη έχει επανενεργοποιήσει τη γνωστή και σεσημασμένη ως τρομοκρατική οργάνωση Αλ-Κάιντα και τη θυγατρική της, τη «Λιβυκή Ισλαμική Μαχόμενη Ομάδα» (Libyan Islamic Fighting Group ή LIFG) . Στο παρελθόν είχε πολεμήσει στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και τώρα διαθέτει μαχητές, μετρητά και όπλα, όλα με την ευγενική χορηγία του ΝΑΤΟ, που εξαπλώνονται δυτικά, έως το Μάλι, και ανατολικά, μέχρι τη Συρία. Το τρομερό «παγκόσμιο χαλιφάτο», που οι νέο-συντηρητικοί χρησιμοποίησαν εδώ και μια δεκαετία ως φόβητρο για τους πολίτες της Δύσης, λαμβάνει σήμερα νέο σχήμα μέσω των μηχανορραφιών των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας, του Ισραήλ και του Κατάρ, και καμιά σχέση δεν έχει πλέον με το «Ισλάμ». Στην πραγματικότητα, οι αληθινοί μουσουλμάνοι έχουν πληρώσει το υψηλότερο δυνατό τίμημα στην προσπάθειά τους να αντισταθούν εναντίον αυτού του πραγματικού «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που χρηματοδοτούν εδώ και χρόνια οι Δυτικοί.
Τα μέλη της «Αλ Κάιντα του Ισλαμικού Μαγκρέμπ» (AQIM), όπως και οι ομόλογοί τους της «Λιβυκής Ισλαμικής Μαχόμενης Ομάδας» (LIFG) χαρακτηρίζονται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ως «ξένες τρομοκρατικές οργανώσεις». Παρομοίως, τόσο το Υπουργείο Εσωτερικών της Βρετανίας όσο και τα Ηνωμένα Έθνη αναφέρονται και στις δύο οργανώσεις ως «τρομοκρατικές».
Παρ' όλα αυτά, η στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε από τη Δύση και έγινε ανεκτή από τον ΟΗΕ, με πλήρη γνώση ότι οι μαχητές που ηγούνταν των λεγόμενων "εξεγέρσεων υπέρτης δημοκρατίας" ήταν στην πραγματικότητα απλώς οι συνεχιστές της βίαιης τρομοκρατικής δράσης που επί δεκαετίες διεξήγαν οι «θυγατρικές» της Αλ-Κάιντα. Στην περίπτωση της Λιβύης, η Δύση είχε πλήρη γνώση αυτού του γεγονότος, κυρίως επειδή οι ένοπλοι αυτοί οπλίζονταν και στηρίζονταν με πλείστους τρόπους από υπηρεσίες πληροφοριών της Δύσης τα τελευταία 30 χρόνια, ενώ οι αρχηγοί τους απολάμβαναν την εύνοια και στήριξη της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου.
Επιπλέον, ο ίδιος ο στρατός των ΗΠΑ διεξήγε σχολαστικές έρευνες, καταγράφοντας τους ξένους τρομοκράτες με πολεμική δράση στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και σημειώνοντας ότι το υψηλότερο κατά κεφαλήν ποσοστό συμμετοχής σε αυτές τις δράσεις προερχόταν από τις πόλεις Βεγγάζη και Νταρνάχ της Λιβύης, που αποτέλεσαν και το λεγόμενο «λίκνο» των "εξεγέρσεων υπέρ της δημοκρατίας" του 2011 στην ίδια χώρα.
Όσα εκτυλίχθηκαν στη συνέχεια ήταν ένα προμελετημένο φιάσκο. Οι ακτιβιστές που κυμάτιζαν πανώ και γέμιζαν τις πλατείες μέσα σε μια νύχτα μετατράπηκαν σε βαριά οπλισμένους οδηγούς τεθωρακισμένων και πιλότους μαχητικών αεροσκαφών που πολεμούσαν από άκρη σ’ άκρη της χώρας κατά του ηγέτη της Λιβύης, Μουαμάρ Καντάφι. Στην πραγματικότητα, τα γεγονότα εκείνα ήταν η ευόδωση της 30ετούς συγκεκαλυμμένης υποστήριξης που έχει προσφέρει πλουσιοπάροχα η Δύση σε ένοπλες ομάδες σε όλη την περιοχή, μια υποστήριξη που δεν έμελλε να πάρει τέλος με την πτώση του Καντάφι.
Μέλος τρομοκρατικής ομάδας της Λιβύης οδηγεί τεθωρακισμένο κατά τη διάρκεια της επιχείρησης του ΝΑΤΟ για την ανατροπή της κυβέρνησης της Λιβύης το 2011. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ήλπιζαν ότι το κοινό θα πιστέψει ότι οι ειρηνικοί διαδηλωτές που κυμάτιζαν πανώ στις πλατείες είχαν κατά κάποιο τρόπο, μέσα σε λίγες μέρες, μεταμορφωθεί σε αντάρτες οδηγούς τεθωρακισμένων και πιλότους μαχητικών - όπως ακριβώς συμβαίνει και σε ταινίες του Χόλιγουντ.
Οι τρομοκράτες της «Λιβυκής Ισλαμικής Μαχόμενης Ομάδας» (LIFG) αμέσως έστρεψαν τη δράση τους πέρα από τα σύνορά τους, τόσο ανατολικά, προς τη Συρία, όσο και δυτικά, προς το Μάλι– ένα είδος δράσης που είχαν τελειοποιήσει κατά τη διάρκεια των «επιχειρήσεων» στο Ιράκ και το Αφγανιστάν κατά την τελευταία δεκαετία. Ο διοικητής της «Λιβυκής Ισλαμικής Μαχόμενης Ομάδας» (LIFG), Αμπντούλ Χακίμ Μπελχάζ, ήδη από το Νοέμβριο του 2011, έφτασε στο τουρκοσυριακά σύνορα προκειμένου να παράσχει χρήματα, όπλα και τρομοκράτες της LIFG, υπό την επίβλεψη των μυστικών υπηρεσιών της Δύσης, ενώ η χρηματοδότηση και τα όπλα προέκυψαν από αμερικάνικο ξεπλυμένο χρήμα μέσω του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας, μελών του «Συµβουλίου Συνεργασίας των Χωρών του Κόλπου» (GCC). Από τότε έχει επιβεβαιωθεί το γεγονός ότι μισθωμένα μέλη της «Λιβυκής Ισλαμικής Μαχόμενης Ομάδας» (LIFG) οδήγησαν ολόκληρες ταξιαρχίες ξένων μισθοφόρων στο εσωτερικό της Συρίας.
Όπως επιβεβαιώνει ο Bruce Riedel του Ιδρύματος Brookings, όπλα μεταφέρθηκαν και δυτικά, προς το Μάλι. Η Αλγερία φοβόταν ότι ένα παρόμοιο σενάριο θα εκτυλισσόταν και εκεί μετά την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη και οι φόβοι της αυτοί έχουν σήμερα δικαιωθεί πλήρως. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, σε άλλο δημοσίευμά του από τον Αύγουστο του 2011, ο Riedel είχε επιχειρήσει μια ανάλυση, κατά την οποία η Αλγερία θα ήταν το επόμενο καθεστώς που θα κατέρρεε ("Σειρά έχει η πτώση της Αλγερίας").
Πριν από ένα χρόνο, η Riedel διέτεινε ότι η λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» θα εξαπλωνόταν μέχρι την Αλγερία αφού ριζώσει στη γειτονική Λιβύη. Με τον όρο «Αραβική Άνοιξη», ο Riedel εννοούσε τις αμερικανοκίνητες επιχειρήσεις ανατροπής καθεστώτων, και πιο συγκεκριμένα τις δράσεις των έμμισθων ενόπλων τρομοκρατικών ομάδων της Αλ-Κάιντα με τη στήριξη του ΝΑΤΟ.
Με τη σημερινή ανοιχτή υποστήριξη, εξοπλισμό και επιβράβευση από τις ΗΠΑ των ένοπλων ομάδων της Αλ-Κάιντα στη Συρία, είναι σαφές ότι ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» είναι μια άνευ προηγουμένου γεωπολιτική απάτη, η οποία διαιωνίζεται σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπινων ζωών που χάθηκαν και με ένα ανυπολόγιστου μεγέθους κοινωνικό και οικονομικό τίμημα. Το ΝΑΤΟ, με πλήρη γνώση των συνεπειών των δράσεων αυτών, χρησιμοποιεί τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή προκειμένου να δώσει κυριολεκτικά σχήμα στο λεγόμενο «χαλιφάτο», το οποίο οι ηγέτες της Δύσης χρησιμοποίησαν επί σειρά ετών ως φόβητρο για τους αφελείς πολίτες τους, ενώ η πραγματική επιδίωξή τους ήταν η διεξαγωγή ενός αδιάκοπου παγκόσμιου πολέμου. Στο πρότυπο της μυθιστορηματικής αφήγησης του «1984» του Όργουελ, ένας τεχνητός πόλεμος έχει δημιουργηθεί προκειμένου να μεταφερθούν οι από εταιρικά συμφέροντα χρηματοδοτημένες μηχανορραφίες τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό των Δυτικών κρατών. Η λεγόμενη απειλή προς τον Δυτικό πολιτισμό είναι στην πραγματικότητα μια ξένη λεγεώνα που προσανατολίζεται από τα συμφέροντα των πολυεθνικών της Δύσης, η οποία εκτελεί την εξωτερική πολιτική της Wall Street και του Λονδίνου σε παγκόσμια κλίμακα, σε περιοχές και με τρόπους όπου δεν είναι σε θέση να κατορθώσουν οι «συμβατικές» Δυτικές δυνάμεις.
Οι μεγάλης εμβέλειας τρομοκρατικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ σε όλο τον αραβικό κόσμο δεν θα τελειώσουν στη Συρία. Θα συνεχιστούν, εάν οι συνθήκες το επιτρέψουν, στο Ιράν, μέσω της περιοχής του Καυκάσου, και στη Ρωσία, στα δυτικά σύνορα της Κίνας, και ακόμη και στην Νοτιοανατολική Ασία. Το τίμημα της άγνοιας, της απάθειας, της συνενοχής και της στήριξης του λεγόμενου "πολέμου κατά της τρομοκρατίας" της Δύσης κατά μια τραγική ειρωνεία θα αποφέρει στον μέγιστο βαθμό όλη τη φρίκη που κάποιοι μας υποσχέθηκαν ότι θα υπάρξει εάν δεν εντασσόμασταν σε αυτό τον «μακροχρόνιο πόλεμο».
Τόσο η ανοχή και υποστήριξή μας των χειρισμών των πολιτικών μας, όσο και η καθημερινή στήριξή μας των συμφερόντων των πολυεθνικών που χρηματοδοτούν τα προγράμματα στην πολεμική αυτή ατζέντα, έχουν ήδη εξασφαλίσει ένα δίχως προηγούμενο και συνεχώς ενισχυόμενο περιφερειακής εμβέλειας ασφαλές καταφύγιο για τους τρομοκράτες -και καθώς τα μετριοπαθή, μη θεοκρατικά καθεστώτα εξακολουθούν να υπονομεύονται και να ανατρέπονται, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τις ανεξέλεγκτες συνέπειες, τα αντίποινα και τις άλλες συνέπειες, καθώς θα αναπτύσσεται χωρίς αντίσταση η καταστροφική αυτή εξωτερική πολιτική. Και είναι τουλάχιστον αφέλεια να φαντάζεται κανείς ότι μια τέτοια ανάμιξη δεν θα γυρίσει τελικά εναντίον μας, ακόμη και με τη μορφή μιας μικρότερης κλίμακας στημένης επίθεσης τύπου «11ης Σεπτεμβρίου».
Ήδη, υφιστάμεθα τις επιπτώσεις μιας οικονομικής καταστροφής και ενός όλο και πιο ασφυκτικού «μηχανισμού» πολιτικής ασφαλείας στις χώρες της Δύσης, και όσο διάστημα θα ανεχόμαστε αυτές τις πολιτικές, αντί να προβάλουμε τις δικές μας, που θα βασίζονται στην λογική και τον ανθρωπισμό, τα πράγματα θα παίρνουν όλο και χειρότερη τροπή.