Στα πλαίσια της 20ης επετείου απ’ την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου στο θρόνο της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας και για να θυμούμαστε τα γεγονότα, αναπαράγουμε την ακόλουθη συνέντευξή του. Το κείμενο είναι απ’ το βιβλίο που πρόσφατα κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Λιβάνη, με τον τίτλο «Στην Αλβανία: Σταυρός και Ανάσταση», ως συλλογή συνεντεύξεων και άρθρων του Αρχιεπισκόπου ...
Αναστασίου στα 20 και πλέον χρόνια.
ΤΙ ΜΟΥ ΕΙΠΕ Ο ΜΠΕΡΙΣΑ
Συνέντευξη στον Σταύρο Λυγερό,
«Επενδυτής», 31 Ιουλίου – 1 Αυγούστου 1993.
Την εν μέσω συμπληγάδων πορεία της ανασυγκρότησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας εξιστορεί ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος στην αποκλειστική συνέντευξη του στον «Ε». Ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρεται στα τεράστια εμπόδια που εγείρουν στο έργο του οι αλβανικοί εθνικιστικοί κύκλοι αλλά και στις μεγάλες προόδους που έχουν συντελεσθεί. Επίσης αναφέρεται στην απέλαση του Αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου και στην έκκληση του για εκτόνωση της κρίσης που προκάλεσε στις σχέσεις Αθήνας – Τιράνων η παραβίαση κάθε έννοιας νομιμότητας και θρησκευτικών ελευθεριών εκ μέρους των αλβανικών Αρχών.
Μακαριώτατε, από την πρώτη στιγμή που ορισθήκατε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Έξαρχος της Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας , η κυβέρνηση αυτής της χώρας σας αντιμετώπισε τουλάχιστον με δυσπιστία. Πως το ερμηνεύετε αυτό;
«Η δυσπιστία δεν στρεφόταν ειδικά στο πρόσωπο μου, αλλά στο γεγονός ότι ορίσθηκε Πατριαρχικός Έξαρχος στην Αλβανία Έλληνας ιεράρχης. Το θεώρησαν επικύνδυνο για το Αυτοκέφαλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας. Από το 1922 είχε γίνει ένας σκληρός αγώνας εναντίον των Ελλήνων ιεραρχών εκ μέρους των εθνικιστικών αλβανικών κύκλων. Με την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας το 1937 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ηρέμησαν τα πράγματα. Όμως, δύο χρόνια κατόπιν ήρθε η ιταλική κατοχή, μετά ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, ο θρησκευτικός διωγμός από το κομμουνιστικό κόμμα. Στα 80 χρόνια υπάρξεως του αλβανικού κράτους, ουσιαστικά μόνο δύο χρόνια (1937-1939) οι σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Αλβανικής Εκκλησίας ήσαν αρμονικές. Για πολλές δεκαετίες καλλιεργήθηκε η αντίληψη ότι εχθρός της Αλβανίας είναι η Ορθόδοξη Ελλάδα. Όταν λοιπόν ακούσθηκε ότι ορίσθηκε Έλληνας ιεράρχης, για να αναδιοργανώσει την Ορθόδοξο Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Αλβανίας, πολλοί ανησύχησαν».
Λίγο πριν και κατά της διάρκεια της ενθρονίσεως σας ως Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, ορισμένοι εθνικιστικοί κύκλοι επιχείρησαν όχι μόνο να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της εκλογής σας, αλλά και να εμποδίσουν την ενθρόνιση, με βίαιο και αυθαίρετο τρόπο. Ποιοι πιστεύετε ότι σχεδίασαν όλα αυτά τα επεισόδια και με ποιόν σκοπό;
«Όταν έγινε η εκλογή μου (24.6.92) ως Αρχιεπισκόπου, καθώς και η εκλογή τριών ακόμη Μητροπολιτών, ζήτησα να δω τον Πρόεδρο Σαλί Μπερίσα. Ο Πρόεδρος, τόσο σε μένα (30.6.92), όσο και στην τριμελή Πατριαρχική Αντιπροσωπεία που τον επισκέφθηκε ευθύς αμέσως (4.7.92), δήλωσε με σαφήνεια ότι δέχεται – και μάλιστα «ευχαρίστως» – την εκλογή του Αρχιεπισκόπου, αλλ’ ότι αποκλείεται να δεχθεί άλλους τρεις ‘Ελληνες ως Μητροπολίτες. Μετά τη ρητή αυτή διαβεβαίωση έδωσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το Μεγάλο Μήνυμα, δηλαδή αποδέχθηκα επισήμως την εκλογή (12.7.92). Στη συνέχεια, Αλβανοί της Αμερικής ανήκοντες στην «Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής», σε συνεργασία με Αλβανούς μουσουλμάνους, άρχισαν μια εκστρατεία για να ματαιώσουν την ενθρόνιση (2.8.92) με το επιχείρημα ότι είναι άκρως επικίνδυνο να τεθεί επικεφαλής της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας Έλληνας ιεράρχης. Τα συνθήματα τους δεν βρήκαν απήχηση στο ορθόδοξο πλήρωμα, αλλά τα εκμεταλλεύθηκαν ορισμένοι φανατικοί ανθελληνικοί κύκλοι με πρωτεργάτες τους μουσουλμάνους βουλευτές Μπαλέτα και Μπούτκα. Για την ανατροπή του ήδη τετελεσμένου γεγονότος εκπονήθηκε σχέδιο για να ακυρωθεί η υπόσχεση που είχε δοθεί από τον Πρόεδρο Μπερίσα και να ψηφισθεί από τη Βουλή νόμος, σύμφωνα με τον οποίο οι επικεφαλής των θρησκευτικών κοινοτήτων της Αλβανίας θα πρέπει να είναι Αλβανοί κατά το γένος και την υπηκοότητα. Ετοιμάσθηκαν διαδοχικά τρία νομοσχέδια, αλλά τελικά δεν ήρθαν προς ψήφιση στη Βουλή».
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου έγιναν απόπειρες και από άλλες πλευρές, για να δημιουργήσουν τετελεσμένα στον χώρο της Ορθοδοξίας στην Αλβανία. Οι Ορθόδοξοι της Αλβανίας, όμως, από την πρώτη σχεδόν στιγμή συσπειρώθηκαν γύρω σας. Πόσο ρόλο έπαιξε αυτό το γεγονός στον τρόπο που σας αντιμετωπίζει το σημερινό καθεστώς και πόσο επηρέασε τα σχέδια των κύκλων που στρέφονται εναντίον σας;
«Αποφασιστικό και καθοριστικό ήτνα το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ορθοδόξων της Αλβανίας, ανεξαρτήτως καταγωγής (Αλβανοί, Βλάχοι, Έλληνες, Σλάβοι), συσπειρώθηκαν γύρω από τον Αρχιεπίσκοπο με συγκινητική αφοσίωση. Πρώτοι οι ορθόδοξοι της Κορυτσάς αυθόρμητα άρχισαν να συλλέγουν υπογραφές υπέρ της παραμονής του Αρχιεπισκόπου και το παράδειγμα τους μιμήθηκαν οι ορθόδοξοι και άλλων πόλεων, ώστε ο αριθμός τους να φθάσει τις 80.000. Η κίνηση αυτή αιφνιδίασε την κυβέρνηση και ματαίωσε τα σχέδια των προαναφρθέντων κύκλων».
Πως ανταποκρίθηκε η ορθόδοξη κοινότητα της Αλβανίας στις προσπάθειές σας για την ανασυγκρότηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας;
« Με απόλυτη εμπιστοσύνη, κληρικοί και λαϊκοί, ηλικιωμένοι και νέοι (επαναλαμβάνω, ανεξαρτήτως καταγωγής), συνεργάζονται με ζήλο μαζί μου για την αναδιοργάνωση της Εκκλησίας μας».
Πως εξηγείτε την κίνηση της αλβανικής κυβέρνησης να απελάσει τον Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο, χωρίς τουλάχιστον να σας ενημερώσει για τις υποτιθέμενες κατηγορίες εναντίον του;
« Υποπτεύομαι ότι παρασύρθηκε από λανθασμένες πληροφορίες και διογκωμένες φοβίες των ειδικών Υπηρεσιών της. Καλά – καλά δεν γνώριζαν το όνομα και την ιδιότητά του. Σε πολλά επίσημα έγγραφα και ανακοινώσεις τον ανέφεραν ως Κώστα Στάμο (σε ακουστική παραφθορά του Χρυσοστόμου). Πιθανότατα πίστεψαν ότι ήταν ένας από τους εψηφισμένους Μητροπολίτες, που διείσδυσε και εγκαταστάθηκε στον Αργυρόκαστρο – συχνά τον ανέφεραν «Αρχιμανδρίτη του Αργυροκάστρου». Από πέρυσι το φθινόπωρο μερικοί βουλευτές ζητούσαν επίμονα να γίνει έλεγχος στη Νότιο Αλβανία σχετικά με τη δραστηριότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ίσως μερικοί νόμισαν ότι ήρθε η στιγμή να τονίσουν με την επίδειξη πυγμής την επικυριαρχία του πάνω στην Ορθόδοξη Εκκλησία, να την εκθέσουν στα μάτια της αλβανικής κοινής γνώμης ως «δούρειο ίππο» ελληνικών κύκλων και να ανακόψουν τον ρυθμό αναπτύξεως της».
Επειδή ήσασταν παρών κατά τη διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης…
«Αργά το βράδυ, 11 μ.μ. της 24ης Ιουνίου, κτύπησε η πόρτα και ο π. Χρυσόστομος με ειδοποίησε ότι ένας αστυνομικός του ζητούσε να τον ακολουθήσει στο Τμήμα. Έδωσα εντολή να μην κάνει βήμα τέτοια ώρα. Ειδοποιήθηκε αμέσως το Γενικό Προξενείο. Οι επισκέψεις αστυνομικών συνεχίσθηκαν μέχρι τις 2 π.μ. Το πρωί, 6-10π.μ. επανήλθαν οι αστυνομικοί, αρχικά σε μικρές ομάδες, τελικά έφθασε άγημα από 14 άνδρες. Στο μεταξύ είχε συγκεντρωθεί, στο στενό όπου βρίσκεται το οίκημα στο οποίο μένουμε, αρκετός κόσμος. Τρεις φορές βγήκα και εξήγησα στους αστυνομικούς ότι, αν υπήρχε κάποια κατηγορία εις βάρος του π. Χρυσοστόμου, θα έπρεπε πρώτα εγώ, ως Αρχιεπίσκοπος, να τη γνωρίζω και ότι δεν είχαν δικαίωμα να μπουν στο σπίτι χωρίς εισαγγελική απόφαση. Τελικά, ανοίγοντας δρόμο με λαστιχένια κλομπ και κτυπώντας ακόμη και γυναίκες ηλικιωμένες και νέες, εισέβαλαν στο σπίτι, αφού έσπασαν την πόρτα, και συνέλαβαν τον π. Χρυσόστομο. Αν στην κρίσιμη κείνη στιγμή είχαμε αντισταθεί – π.χ., αν είχα υψώσει, έστω και συμβολικά την επισκοπική ράβδο που κρατούσα -, θα είχαμε τραγικές ιστορίες. Έσπευσα να ακολουθήσω την αστυνομική ομάδα στον λιθόστρωτο δρόμο. Όταν έμαθα ότι είχαν επιτάξει αυτοκίνητο και έτρεχαν προς τα σύνορα, κατευθύνθηκα στο γραφείο του εισαγγελέως. Διαμαρτυρήθηκα έντονα για την απίστευτη προσβολή που είχε γίνει στην Ορθόδοξο Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Αλβανίας, την παραβίαση του εκκλησιαστικού οίκου χωρίς ένταλμα εισαγγελέως. Εκεί αποσαφηνίσθηκε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16 του τελευταίου νόμου περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μόνο με απόφαση δικαστηρίου έχουν οι αστυνομικοί το δικαίωμα να εισβάλουν στο οίκημα. Με την περίεργη αυτή επιχείρηση της αστυνομίας είχε καταπατηθεί κατάφωρα ο αλβανικός νόμος. Και όχι, βέβαια, μόνον αυτός».
Η κυβερνητική προπαγάνδα εμμέσως πλην σαφώς επιχειρεί να προκαλέσει ένα συνειδησιακό ρήγμα στους ορθόδοξους Αλβανούς. Επιχειρεί να τους πείσει ότι, με το να είναι πιστοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία, παίζουν χωρίς να το θέλουν το παιχνίδι της Ελλάδας εναντίον της χώρας τους. Επειδή πρόκειται για ένα ακραίο και ασύστατο προπαγανδιστικό τερατούργημα ολοκληρωτικής εμπνεύσεως, θα ήθελα να μας πείτε πως αντιδρούν οι ορθόδοξοι Αλβανοί;
« Βεβαίως, δεν λείπουν ορισμένοι που εμφανίζονται μουδιασμένοι και που, για λόγους ασφαλείας, κρατούν κάποιες αποστάσεις, ελάχιστοι υιοθετούν την ανθελληνική προπαγάνδα. Αλλά, στη συντριπτική πλειοψηφία οι ορθόδοξοι Αλβανοί, έχοντας ζήσει έναν από τους σκληρότερους διωγμούς εναντίον της πίστεως τους, γνωρίζουν ότι το πιο αναγκαίο και επείγον για να ορθοποδήσουν και οι ίδιοι και η χώρα είναι να ανασυγκροτηθεί το συντομότερο και κατά τον ορθότερο τρόπο η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ακβανίας, η οποία είχε πλήρως καταστραφεί από το προηγούμενο καθεστώς. Επί δύο χρόνια τώρα παρακολουθούν με πολύ προσοχή τις ομιλίες, το έργο, τη ζωή και τους αγώνες του Αρχιεπισκόπου, για την εκ των ερειπίων αναδιοργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλέπουν την πρόοδο, κρίνουν, και δεν είναι εύκολο να πέσουν θύματα της κακόβουλης προπαγάνδας, Η συνεχής επίσης ενημέρωση τόσο μέσα στους ναούς, όσο και με την εφημερίδα μας «Ngjallja” (Ανάσταση) διαλύει τις διάφορες συκοφαντίες και στηρίζει τους πιστούς. Συγκινητικές είναι οι εκδηλώσεις αγάπης και συμπαραστάσεως προς τον Αρχιεπίσκοπο και τους συνεργάτες του».
Αμέσως μετά την εκδήλωση κρίσης στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, απευθύνατε μία έκκληση και προς τις δύο πλευρές, με σκοπή την εκτόνωση και την αποτροπή εξελίξεων, που θα έχουν θύματα αθώους. Ποια ανταπόκριση βρήκε η έκκληση σας στην Αλβανία, στην Ελλάδα και στο διεθνή χώρο;
«Βλέποντας την κρίση μεταξύ των δύο χωρών να οξύνεται, τόλμησα στις 29.6.93 να απευθύνω «Έκκληση» προς όλους τους αρμοδίους, για να σταματήσουν οι υπερβολές και να αναζητηθεί η αλήθεια, η δικαιοσύνη και λύση του προκύψαντος προβλήματος με σοβαρό και νηφάλιο διάλογο και όχι με μονολόγους από τα μέσα ενημερώσεως. Την πεποίθηση μου εκφράζει σαφώς η δεύτερη «Δήλωση», που έκανα την 1η Ιουλίου 1993.
Στην Ελλάδα είχε μεγάλη απήχηση και, όπως έγραψαν διακεκριμένοι αναλυτές, επηρέασε σοβαρά την κοινή γνώμη. Στην Αλβανία δεν έγινε ευρύτερα γνωστή. Μόνο μια φορά αργά τη νύκτα (3.7.93), τη μετέδωσε η αλβανική τηλεόραση και μόνο δύο ανεξάρτητες εφημερίδες τη δημοσίευσαν. Επίσης, ο κόσμος την πληροφορήθηκε μέσω αλβανικής εκπομπής ξένων σταθμών, όπως του BBC. Σημαντικό, πάντως, είναι ότι τόσο ο Πρόεδρος Μπερίσα όσο και ο Πρωθυπουργός κ. Μέξι, σε επίσημες δηλώσεις τους τόνισαν ότι «εκτιμούν» το έργο του Αρχιεπισκόπου. Το ίδιο και η εφημερίδα της αντιπολίτευσης «Zeri i Popullit» σε κύριο άρθρο του διευθυντή της. Σχετικά με την ευρύτερη απήχηση της ειρηνικής αυτής πρωτοβουλίας στον διεθνή χώρο, αναφέρω την άμεση και θερμή συμπαράσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών,της Διασκέψεως Ευρωπαϊκών Εκκλησιών , αλλά ακόμη και την απόφαση (14.7.93) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία αναφέρει σαφώς ότι «επικρωτεί το έργο του Ορθόδοξο Αρχιεπισκόπου Τιράνων Αναστασίου, ο οποίος έχει ήδη καταβάλει προσπάθειες για την επίλυση της κρίσεως μεταξύ των δύο χωρών.
Όπως εγράφη στον Τύπο, σας επισκέφθηκε πρόσφατα ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Dr. Elgon Klepsch, και μάλιστα ότι παρετάθη η προγραμαμτισμένη συνάντηση. Είχατε τη δυνατότητα να μιλήσετε για συγκεκριμένα προβλήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία;
«Ασφαλώς. Καταρχήν τον ευχαρίστησα για το όλο ψήφισμα της 14.7.93 περί Αλβανίας, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως. Εξήγησα στον Πρόεδρο Klepsch ότι η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας δεν απολαμβάνει ακόμα όσο έπρεπε τη θρησκευτική ελευθερία και ότι δεν της έχει μέχρι τώρα αποδοθεί η εκκλησιαστική περιουσία. Ως πρώτη φάση, ζητούμε να δοθούν το συντομότερο: α) χώρος για την ανέγερση Ορθόδοξης Θεολογικής – Ιερατικής Σχολής, β) η Μονή της Αρδενίτσας, για την ανάπτυξη της ορθόδοξης πνευματικής εργασίας και εκπαιδεύσεως, γ) ο ναός του Αγίου Προκοπίου στα Τίρανα, που εξακολουθεί να είναι εστιατόριο, οικόπεδο για την ανέγερση ναού στη Σκόδρα – οι εκεί ρωμαιοκαθολικοί και μουσουλμάνοι έχουν από καιρό τους τόπους λατρείας τους.
Ακόμη υπογράμμισα ότι στην ειρηνική συνύπαρξη δεν συμβάλλει η ανάμειξη ορισμένων μουσουλμάνων βουλευτών στα εσωτερικά της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας. Το «Αυτοκέφαλο» της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας δηλώνει ότι αυτοδιοικείται και δεν σημαίνει ότι δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει βοήθεια από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες στην κρίσιμη αυτή περίοδο της από των ερειπίων αναδιοργανώσεως της. Τα επεισόδια, που αποτέλεσαν το έναυσμα της τελευταίας κρίσεως, θα είχαν αποφευχθεί, αν είχε ενημερωθεί αρμοδίως η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας, η οποία αποτελεί επίσημο θεσμό της χώρας, διεθνώς αναγνωρισμένο. Όταν ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ζήτησε διευκρινίσεις σχετικά με το Αυτοκέφαλο της Αλβανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, εξήγησα ότι η Εκκλησία μας (όπως επισήμως δηλώνει το όνομα της, Kisha Orthodhokse Autoqefale e Shqiperise) είναι: πρώτον, «Εκκλησία», δηλαδή θεσμός γνωστός ανά τους αιώνες, δεύτερον, «Ορθόδοξος», δηλαδή πιστή στην Παράδοση και τους Κανόνες της ανά τον κόσμο Ορθοδόξου Εκκλησίας, και, τρίτον, «Αυτοκέφαλος», δηλαδή αυτοδιοικούμενη επί τη βάση των Ιερών Κανόνων, μη εξαρτώμενη διοικητικώς από άλλο κέντρο εξουσίας – ούτε εκτός της χώρας, αλλά ούτε και εντός αυτής, ιδιαίτερα σήμερα που η Αλβανία δεν είναι Βασίλειο ή κομμουνιστική χώρα, αλλά Δημοκρατία, χωρίς θρησκευτική διασύνδεση (laik)”.
Αναστασίου στα 20 και πλέον χρόνια.
ΤΙ ΜΟΥ ΕΙΠΕ Ο ΜΠΕΡΙΣΑ
Συνέντευξη στον Σταύρο Λυγερό,
«Επενδυτής», 31 Ιουλίου – 1 Αυγούστου 1993.
Την εν μέσω συμπληγάδων πορεία της ανασυγκρότησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας εξιστορεί ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος στην αποκλειστική συνέντευξη του στον «Ε». Ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρεται στα τεράστια εμπόδια που εγείρουν στο έργο του οι αλβανικοί εθνικιστικοί κύκλοι αλλά και στις μεγάλες προόδους που έχουν συντελεσθεί. Επίσης αναφέρεται στην απέλαση του Αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου και στην έκκληση του για εκτόνωση της κρίσης που προκάλεσε στις σχέσεις Αθήνας – Τιράνων η παραβίαση κάθε έννοιας νομιμότητας και θρησκευτικών ελευθεριών εκ μέρους των αλβανικών Αρχών.
Μακαριώτατε, από την πρώτη στιγμή που ορισθήκατε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Έξαρχος της Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας , η κυβέρνηση αυτής της χώρας σας αντιμετώπισε τουλάχιστον με δυσπιστία. Πως το ερμηνεύετε αυτό;
«Η δυσπιστία δεν στρεφόταν ειδικά στο πρόσωπο μου, αλλά στο γεγονός ότι ορίσθηκε Πατριαρχικός Έξαρχος στην Αλβανία Έλληνας ιεράρχης. Το θεώρησαν επικύνδυνο για το Αυτοκέφαλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας. Από το 1922 είχε γίνει ένας σκληρός αγώνας εναντίον των Ελλήνων ιεραρχών εκ μέρους των εθνικιστικών αλβανικών κύκλων. Με την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας το 1937 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ηρέμησαν τα πράγματα. Όμως, δύο χρόνια κατόπιν ήρθε η ιταλική κατοχή, μετά ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, ο θρησκευτικός διωγμός από το κομμουνιστικό κόμμα. Στα 80 χρόνια υπάρξεως του αλβανικού κράτους, ουσιαστικά μόνο δύο χρόνια (1937-1939) οι σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Αλβανικής Εκκλησίας ήσαν αρμονικές. Για πολλές δεκαετίες καλλιεργήθηκε η αντίληψη ότι εχθρός της Αλβανίας είναι η Ορθόδοξη Ελλάδα. Όταν λοιπόν ακούσθηκε ότι ορίσθηκε Έλληνας ιεράρχης, για να αναδιοργανώσει την Ορθόδοξο Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Αλβανίας, πολλοί ανησύχησαν».
Λίγο πριν και κατά της διάρκεια της ενθρονίσεως σας ως Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, ορισμένοι εθνικιστικοί κύκλοι επιχείρησαν όχι μόνο να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της εκλογής σας, αλλά και να εμποδίσουν την ενθρόνιση, με βίαιο και αυθαίρετο τρόπο. Ποιοι πιστεύετε ότι σχεδίασαν όλα αυτά τα επεισόδια και με ποιόν σκοπό;
«Όταν έγινε η εκλογή μου (24.6.92) ως Αρχιεπισκόπου, καθώς και η εκλογή τριών ακόμη Μητροπολιτών, ζήτησα να δω τον Πρόεδρο Σαλί Μπερίσα. Ο Πρόεδρος, τόσο σε μένα (30.6.92), όσο και στην τριμελή Πατριαρχική Αντιπροσωπεία που τον επισκέφθηκε ευθύς αμέσως (4.7.92), δήλωσε με σαφήνεια ότι δέχεται – και μάλιστα «ευχαρίστως» – την εκλογή του Αρχιεπισκόπου, αλλ’ ότι αποκλείεται να δεχθεί άλλους τρεις ‘Ελληνες ως Μητροπολίτες. Μετά τη ρητή αυτή διαβεβαίωση έδωσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το Μεγάλο Μήνυμα, δηλαδή αποδέχθηκα επισήμως την εκλογή (12.7.92). Στη συνέχεια, Αλβανοί της Αμερικής ανήκοντες στην «Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής», σε συνεργασία με Αλβανούς μουσουλμάνους, άρχισαν μια εκστρατεία για να ματαιώσουν την ενθρόνιση (2.8.92) με το επιχείρημα ότι είναι άκρως επικίνδυνο να τεθεί επικεφαλής της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας Έλληνας ιεράρχης. Τα συνθήματα τους δεν βρήκαν απήχηση στο ορθόδοξο πλήρωμα, αλλά τα εκμεταλλεύθηκαν ορισμένοι φανατικοί ανθελληνικοί κύκλοι με πρωτεργάτες τους μουσουλμάνους βουλευτές Μπαλέτα και Μπούτκα. Για την ανατροπή του ήδη τετελεσμένου γεγονότος εκπονήθηκε σχέδιο για να ακυρωθεί η υπόσχεση που είχε δοθεί από τον Πρόεδρο Μπερίσα και να ψηφισθεί από τη Βουλή νόμος, σύμφωνα με τον οποίο οι επικεφαλής των θρησκευτικών κοινοτήτων της Αλβανίας θα πρέπει να είναι Αλβανοί κατά το γένος και την υπηκοότητα. Ετοιμάσθηκαν διαδοχικά τρία νομοσχέδια, αλλά τελικά δεν ήρθαν προς ψήφιση στη Βουλή».
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου έγιναν απόπειρες και από άλλες πλευρές, για να δημιουργήσουν τετελεσμένα στον χώρο της Ορθοδοξίας στην Αλβανία. Οι Ορθόδοξοι της Αλβανίας, όμως, από την πρώτη σχεδόν στιγμή συσπειρώθηκαν γύρω σας. Πόσο ρόλο έπαιξε αυτό το γεγονός στον τρόπο που σας αντιμετωπίζει το σημερινό καθεστώς και πόσο επηρέασε τα σχέδια των κύκλων που στρέφονται εναντίον σας;
«Αποφασιστικό και καθοριστικό ήτνα το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ορθοδόξων της Αλβανίας, ανεξαρτήτως καταγωγής (Αλβανοί, Βλάχοι, Έλληνες, Σλάβοι), συσπειρώθηκαν γύρω από τον Αρχιεπίσκοπο με συγκινητική αφοσίωση. Πρώτοι οι ορθόδοξοι της Κορυτσάς αυθόρμητα άρχισαν να συλλέγουν υπογραφές υπέρ της παραμονής του Αρχιεπισκόπου και το παράδειγμα τους μιμήθηκαν οι ορθόδοξοι και άλλων πόλεων, ώστε ο αριθμός τους να φθάσει τις 80.000. Η κίνηση αυτή αιφνιδίασε την κυβέρνηση και ματαίωσε τα σχέδια των προαναφρθέντων κύκλων».
Πως ανταποκρίθηκε η ορθόδοξη κοινότητα της Αλβανίας στις προσπάθειές σας για την ανασυγκρότηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας;
« Με απόλυτη εμπιστοσύνη, κληρικοί και λαϊκοί, ηλικιωμένοι και νέοι (επαναλαμβάνω, ανεξαρτήτως καταγωγής), συνεργάζονται με ζήλο μαζί μου για την αναδιοργάνωση της Εκκλησίας μας».
Πως εξηγείτε την κίνηση της αλβανικής κυβέρνησης να απελάσει τον Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο, χωρίς τουλάχιστον να σας ενημερώσει για τις υποτιθέμενες κατηγορίες εναντίον του;
« Υποπτεύομαι ότι παρασύρθηκε από λανθασμένες πληροφορίες και διογκωμένες φοβίες των ειδικών Υπηρεσιών της. Καλά – καλά δεν γνώριζαν το όνομα και την ιδιότητά του. Σε πολλά επίσημα έγγραφα και ανακοινώσεις τον ανέφεραν ως Κώστα Στάμο (σε ακουστική παραφθορά του Χρυσοστόμου). Πιθανότατα πίστεψαν ότι ήταν ένας από τους εψηφισμένους Μητροπολίτες, που διείσδυσε και εγκαταστάθηκε στον Αργυρόκαστρο – συχνά τον ανέφεραν «Αρχιμανδρίτη του Αργυροκάστρου». Από πέρυσι το φθινόπωρο μερικοί βουλευτές ζητούσαν επίμονα να γίνει έλεγχος στη Νότιο Αλβανία σχετικά με τη δραστηριότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ίσως μερικοί νόμισαν ότι ήρθε η στιγμή να τονίσουν με την επίδειξη πυγμής την επικυριαρχία του πάνω στην Ορθόδοξη Εκκλησία, να την εκθέσουν στα μάτια της αλβανικής κοινής γνώμης ως «δούρειο ίππο» ελληνικών κύκλων και να ανακόψουν τον ρυθμό αναπτύξεως της».
Επειδή ήσασταν παρών κατά τη διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης…
«Αργά το βράδυ, 11 μ.μ. της 24ης Ιουνίου, κτύπησε η πόρτα και ο π. Χρυσόστομος με ειδοποίησε ότι ένας αστυνομικός του ζητούσε να τον ακολουθήσει στο Τμήμα. Έδωσα εντολή να μην κάνει βήμα τέτοια ώρα. Ειδοποιήθηκε αμέσως το Γενικό Προξενείο. Οι επισκέψεις αστυνομικών συνεχίσθηκαν μέχρι τις 2 π.μ. Το πρωί, 6-10π.μ. επανήλθαν οι αστυνομικοί, αρχικά σε μικρές ομάδες, τελικά έφθασε άγημα από 14 άνδρες. Στο μεταξύ είχε συγκεντρωθεί, στο στενό όπου βρίσκεται το οίκημα στο οποίο μένουμε, αρκετός κόσμος. Τρεις φορές βγήκα και εξήγησα στους αστυνομικούς ότι, αν υπήρχε κάποια κατηγορία εις βάρος του π. Χρυσοστόμου, θα έπρεπε πρώτα εγώ, ως Αρχιεπίσκοπος, να τη γνωρίζω και ότι δεν είχαν δικαίωμα να μπουν στο σπίτι χωρίς εισαγγελική απόφαση. Τελικά, ανοίγοντας δρόμο με λαστιχένια κλομπ και κτυπώντας ακόμη και γυναίκες ηλικιωμένες και νέες, εισέβαλαν στο σπίτι, αφού έσπασαν την πόρτα, και συνέλαβαν τον π. Χρυσόστομο. Αν στην κρίσιμη κείνη στιγμή είχαμε αντισταθεί – π.χ., αν είχα υψώσει, έστω και συμβολικά την επισκοπική ράβδο που κρατούσα -, θα είχαμε τραγικές ιστορίες. Έσπευσα να ακολουθήσω την αστυνομική ομάδα στον λιθόστρωτο δρόμο. Όταν έμαθα ότι είχαν επιτάξει αυτοκίνητο και έτρεχαν προς τα σύνορα, κατευθύνθηκα στο γραφείο του εισαγγελέως. Διαμαρτυρήθηκα έντονα για την απίστευτη προσβολή που είχε γίνει στην Ορθόδοξο Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Αλβανίας, την παραβίαση του εκκλησιαστικού οίκου χωρίς ένταλμα εισαγγελέως. Εκεί αποσαφηνίσθηκε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16 του τελευταίου νόμου περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μόνο με απόφαση δικαστηρίου έχουν οι αστυνομικοί το δικαίωμα να εισβάλουν στο οίκημα. Με την περίεργη αυτή επιχείρηση της αστυνομίας είχε καταπατηθεί κατάφωρα ο αλβανικός νόμος. Και όχι, βέβαια, μόνον αυτός».
Η κυβερνητική προπαγάνδα εμμέσως πλην σαφώς επιχειρεί να προκαλέσει ένα συνειδησιακό ρήγμα στους ορθόδοξους Αλβανούς. Επιχειρεί να τους πείσει ότι, με το να είναι πιστοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία, παίζουν χωρίς να το θέλουν το παιχνίδι της Ελλάδας εναντίον της χώρας τους. Επειδή πρόκειται για ένα ακραίο και ασύστατο προπαγανδιστικό τερατούργημα ολοκληρωτικής εμπνεύσεως, θα ήθελα να μας πείτε πως αντιδρούν οι ορθόδοξοι Αλβανοί;
« Βεβαίως, δεν λείπουν ορισμένοι που εμφανίζονται μουδιασμένοι και που, για λόγους ασφαλείας, κρατούν κάποιες αποστάσεις, ελάχιστοι υιοθετούν την ανθελληνική προπαγάνδα. Αλλά, στη συντριπτική πλειοψηφία οι ορθόδοξοι Αλβανοί, έχοντας ζήσει έναν από τους σκληρότερους διωγμούς εναντίον της πίστεως τους, γνωρίζουν ότι το πιο αναγκαίο και επείγον για να ορθοποδήσουν και οι ίδιοι και η χώρα είναι να ανασυγκροτηθεί το συντομότερο και κατά τον ορθότερο τρόπο η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ακβανίας, η οποία είχε πλήρως καταστραφεί από το προηγούμενο καθεστώς. Επί δύο χρόνια τώρα παρακολουθούν με πολύ προσοχή τις ομιλίες, το έργο, τη ζωή και τους αγώνες του Αρχιεπισκόπου, για την εκ των ερειπίων αναδιοργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλέπουν την πρόοδο, κρίνουν, και δεν είναι εύκολο να πέσουν θύματα της κακόβουλης προπαγάνδας, Η συνεχής επίσης ενημέρωση τόσο μέσα στους ναούς, όσο και με την εφημερίδα μας «Ngjallja” (Ανάσταση) διαλύει τις διάφορες συκοφαντίες και στηρίζει τους πιστούς. Συγκινητικές είναι οι εκδηλώσεις αγάπης και συμπαραστάσεως προς τον Αρχιεπίσκοπο και τους συνεργάτες του».
Αμέσως μετά την εκδήλωση κρίσης στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, απευθύνατε μία έκκληση και προς τις δύο πλευρές, με σκοπή την εκτόνωση και την αποτροπή εξελίξεων, που θα έχουν θύματα αθώους. Ποια ανταπόκριση βρήκε η έκκληση σας στην Αλβανία, στην Ελλάδα και στο διεθνή χώρο;
«Βλέποντας την κρίση μεταξύ των δύο χωρών να οξύνεται, τόλμησα στις 29.6.93 να απευθύνω «Έκκληση» προς όλους τους αρμοδίους, για να σταματήσουν οι υπερβολές και να αναζητηθεί η αλήθεια, η δικαιοσύνη και λύση του προκύψαντος προβλήματος με σοβαρό και νηφάλιο διάλογο και όχι με μονολόγους από τα μέσα ενημερώσεως. Την πεποίθηση μου εκφράζει σαφώς η δεύτερη «Δήλωση», που έκανα την 1η Ιουλίου 1993.
Στην Ελλάδα είχε μεγάλη απήχηση και, όπως έγραψαν διακεκριμένοι αναλυτές, επηρέασε σοβαρά την κοινή γνώμη. Στην Αλβανία δεν έγινε ευρύτερα γνωστή. Μόνο μια φορά αργά τη νύκτα (3.7.93), τη μετέδωσε η αλβανική τηλεόραση και μόνο δύο ανεξάρτητες εφημερίδες τη δημοσίευσαν. Επίσης, ο κόσμος την πληροφορήθηκε μέσω αλβανικής εκπομπής ξένων σταθμών, όπως του BBC. Σημαντικό, πάντως, είναι ότι τόσο ο Πρόεδρος Μπερίσα όσο και ο Πρωθυπουργός κ. Μέξι, σε επίσημες δηλώσεις τους τόνισαν ότι «εκτιμούν» το έργο του Αρχιεπισκόπου. Το ίδιο και η εφημερίδα της αντιπολίτευσης «Zeri i Popullit» σε κύριο άρθρο του διευθυντή της. Σχετικά με την ευρύτερη απήχηση της ειρηνικής αυτής πρωτοβουλίας στον διεθνή χώρο, αναφέρω την άμεση και θερμή συμπαράσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών,της Διασκέψεως Ευρωπαϊκών Εκκλησιών , αλλά ακόμη και την απόφαση (14.7.93) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία αναφέρει σαφώς ότι «επικρωτεί το έργο του Ορθόδοξο Αρχιεπισκόπου Τιράνων Αναστασίου, ο οποίος έχει ήδη καταβάλει προσπάθειες για την επίλυση της κρίσεως μεταξύ των δύο χωρών.
Όπως εγράφη στον Τύπο, σας επισκέφθηκε πρόσφατα ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Dr. Elgon Klepsch, και μάλιστα ότι παρετάθη η προγραμαμτισμένη συνάντηση. Είχατε τη δυνατότητα να μιλήσετε για συγκεκριμένα προβλήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία;
«Ασφαλώς. Καταρχήν τον ευχαρίστησα για το όλο ψήφισμα της 14.7.93 περί Αλβανίας, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως. Εξήγησα στον Πρόεδρο Klepsch ότι η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας δεν απολαμβάνει ακόμα όσο έπρεπε τη θρησκευτική ελευθερία και ότι δεν της έχει μέχρι τώρα αποδοθεί η εκκλησιαστική περιουσία. Ως πρώτη φάση, ζητούμε να δοθούν το συντομότερο: α) χώρος για την ανέγερση Ορθόδοξης Θεολογικής – Ιερατικής Σχολής, β) η Μονή της Αρδενίτσας, για την ανάπτυξη της ορθόδοξης πνευματικής εργασίας και εκπαιδεύσεως, γ) ο ναός του Αγίου Προκοπίου στα Τίρανα, που εξακολουθεί να είναι εστιατόριο, οικόπεδο για την ανέγερση ναού στη Σκόδρα – οι εκεί ρωμαιοκαθολικοί και μουσουλμάνοι έχουν από καιρό τους τόπους λατρείας τους.
Ακόμη υπογράμμισα ότι στην ειρηνική συνύπαρξη δεν συμβάλλει η ανάμειξη ορισμένων μουσουλμάνων βουλευτών στα εσωτερικά της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας. Το «Αυτοκέφαλο» της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας δηλώνει ότι αυτοδιοικείται και δεν σημαίνει ότι δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει βοήθεια από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες στην κρίσιμη αυτή περίοδο της από των ερειπίων αναδιοργανώσεως της. Τα επεισόδια, που αποτέλεσαν το έναυσμα της τελευταίας κρίσεως, θα είχαν αποφευχθεί, αν είχε ενημερωθεί αρμοδίως η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας, η οποία αποτελεί επίσημο θεσμό της χώρας, διεθνώς αναγνωρισμένο. Όταν ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ζήτησε διευκρινίσεις σχετικά με το Αυτοκέφαλο της Αλβανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, εξήγησα ότι η Εκκλησία μας (όπως επισήμως δηλώνει το όνομα της, Kisha Orthodhokse Autoqefale e Shqiperise) είναι: πρώτον, «Εκκλησία», δηλαδή θεσμός γνωστός ανά τους αιώνες, δεύτερον, «Ορθόδοξος», δηλαδή πιστή στην Παράδοση και τους Κανόνες της ανά τον κόσμο Ορθοδόξου Εκκλησίας, και, τρίτον, «Αυτοκέφαλος», δηλαδή αυτοδιοικούμενη επί τη βάση των Ιερών Κανόνων, μη εξαρτώμενη διοικητικώς από άλλο κέντρο εξουσίας – ούτε εκτός της χώρας, αλλά ούτε και εντός αυτής, ιδιαίτερα σήμερα που η Αλβανία δεν είναι Βασίλειο ή κομμουνιστική χώρα, αλλά Δημοκρατία, χωρίς θρησκευτική διασύνδεση (laik)”.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου