Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Λίγη ντροπή…


Γράφει ο  Κωστής  Πλάντζος
στο  protothema της 22/05/12
Αφήστε επιτέλους τα παιδιά μας να μάθουν και να πιστέψουν σε αξίες, έννοιες και θυσίες που τις κουβαλάνε μέσα τους, χωρίς να τους τριβελίζετε άλλο το μυαλό και χωρίς να μας διχάζετε με τις ιδεοληψίες σας...

Βυθισμένοι από καιρό σε μια μαζική αποχαύνωση, δεν χάνουμε πλέον ευκαιρία οι νεοέλληνες να δείχνουμε πόσο ανάξιοι είμαστε να λέμε πως καταγόμαστε από τους προγόνους μας, αλλά και πόσο άξιοι να έχουμε τους ηγέτες που έχουμε.
Αυτό το άρθρο δεν είναι “οικονομικό”. Είναι εκτενές και ας μην το διαβάσει όποιος «καίγεται» πχ για τις εκλογές ή για τους νέους φόρους. Δεν αποσκοπεί σε «κλικ» και «like». Είναι περισσότερο μια παρακαταθήκη (για τον Ιστορικό του μέλλοντος περισσότερο) που κράταγα μήνες και χρόνια μέσα μου. Δεν ξέρω όμως πια πόσο χρόνο αντέχουν αυτές οι σκέψεις να μένουν κλεισμένες μέσα μου, για αυτό τις καταθέτω τώρα. Ο καιρός γαρ εγγύς…
Το λέω ξεκάθαρα εξ αρχής πως όσα αναφέρω πιο κάτω, μού δείχνουν πως ο λαός μας πληρώνει τις αριστερίστικες και λαϊκίστικες τάσεις του. Και δεν εννοώ απλοϊκά στην Οικονομία. Οι αριστεροί δημαγωγοί διέπρεψαν πρωτίστως στην Παιδεία. Οι αριστερές μανιέρες μάς φτάσανε εδώ που φτάσαμε. Δεν μας φταίνε ούτε οι ξένοι, ούτε ο καπιταλισμός, ούτε ο κακός μας εαυτός για την κατάντια και τον εκχυδαϊσμό γύρω μας. Αν κοιτάξουμε μέσα μας, φταίμε εμείς και η Αριστερά που μας κακόμαθε, ο Λαϊκισμός που περίσσεψε, οι Αξίες που καταβαραθρώθηκαν, ο σεβασμός που χάθηκε. Και φταίει και η “Δεξιά” φυσικά που υπέκυψε και πρόδωσε τα «ιδανικά» της –ώστε να ακούγονται μάλιστα σχεδόν σαν “οξύμωρο σχήμα” πια!
Δυστυχώς η Αριστερά κυβερνούσε πάντα και στα πάντα, και αυτό ακριβώς πληρώνουν τώρα και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. «Εμπριμέ» κυβερνήσεις που αλληθώριζαν πάντα προς αριστερές «χυδαιολογίες» και ένας λαός με αριστερές ιδεολογίες αλλά δεξιά τσέπη, χρεωκοπούν με πάταγο τώρα.
Πώς συνέβαινε αυτό; Σε μια χώρα υπαλλήλων χωρίς δική της τάξη «αυτοδημιούργητων» και επιτυχημένων (είχε ίσως παλαιότερα κάποια «αστική τάξη» αλλά αυτή στιγματίστηκε και εξοντώθηκε από την αριστερά), ο λαός αρκούνταν μόνο «να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα», γκρεμίζοντας και χωρίς να νοιάζεται πώς μπορεί να οικοδομήσει με σχέδιο για το γενικό συμφέρον. Για αυτό ο Έλληνας διέπρεπε μόνο στο εξωτερικό.
Τώρα λοιπόν –μπαίνω στο θέμα μας- «μας πονάει και μας κόπτει» η κυρία Ρεπούση και όσοι «σβήνουν» εμπειρίες και μνήμες που φτάνουν σε εμάς από γονείς και παππούδες μας για τις χαμένες πατρίδες, για την καταστροφή της Σμύρνης, για την γενοκτονία των Ποντίων. Ορισμένοι έζησαν αρκετά και μας είπαν από πρώτο χέρι τα γεγονότα, δεν είναι τόσο μακρινά για να χανόμαστε σε βιβλιογραφική μελέτη περί τούτων. Και για αυτό περισσεύει και δεν «συνωστίζομαι» με άλλους για να της …κουνάω το δάχτυλο. Φτάνει που ξέρουν όσοι ξέρουν όλοι «από την πηγή» της Ιστορίας.
Η «Ρεπούσεια» τακτική
Δυστυχώς όμως οι «Ρεπούσηδες» που “ρέπουν” προς την αποκαθήλωση κάθε αξίας και μνήμης που μας έχει απομείνει, αφθονούν γύρω μας. Λες και αυτό προέχει και ασχολούνται μόνον, ενώ έχουν εξαντλήσει κάθε άλλη επιστημονική κατάκτηση.
Στα βιβλία της Δ΄ Δημοτικού που πηγαίνει η κόρη μου, μαθαίνουν για την «Νικίεια Ειρήνη» (αντί «Νικίειο»), την «Πύρρεια νίκη» και … την «Ανταλκίδεια Ειρήνη». Φυσικά λίγοι μαθητές θα θυμούνται μετά από χρόνια ποιος ήταν πχ ο Ανταλκίδας ή ο Νικίας και με ποιούς συνήψε ειρήνη.  Τι και ποιους ενοχλεί όμως αν μάθαιναν τον όρο «Νικίειο» ή «Ανταλκίδειο Ειρήνη» όπως έμενε αμετάβλητος 2500 χρόνια τώρα; Έπρεπε να αλλάξει επειδή ήρθε ο Λαός στην Εξουσία; Ή μήπως καθημερινά μιλάμε για αυτές και έχουν επικρατήσει σε νέα μορφή στη γλώσσα μας;
Θα μάθαιναν μήπως ευκολότερα τα παιδιά το μάθημα, παραλλάσσοντας τον όρο «Πύρρειος νίκη»; Δεν βλέπω όμως άλλον λόγο που έγινε έτσι, παρά για να νεωτερίσουν αριστερόστροφα κάποιοι εκλεκτοί του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αποκόπτοντας τα παιδιά μας από κάθε ευκαιρία να συγκρατήσουν -ακουστικώς και αισθητικώς τουλάχιστον- στο μυαλό τους, έναν όρο που θα τους συνδέει με το παρελθόν της πατρίδος τους, όποτε τον συναντούν στη ζωή τους –σπανίως δηλαδή αλλά έστω και για μία και μόνη φορά τουλάχιστον.
Ακόμα και αν ξεχνά κανείς μετά από χρόνια τις λεπτομέρειες ή το νόημα μιας ιστορικής νίκης που κατακτήθηκε με τρομακτικές απώλειες, ο μαθητής αισθάνεται ακούγοντας έναν όρο που παρέμενε «μπετόν αρμέ» στη μορφή αυτή επί χιλιετίες, το ιστορικό βάθος που έχει ο τόπος και ο λαός του, πριν από την εποχή που ζούμε. Ο όρος τού μεταδίδει μέσω της γλώσσας μιαν στιγμιαία αίσθηση του χωροχρόνου, τού  θυμίζει χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση από πού προέρχεται, πού πατάει και πού πηγαίνει…
Αυτός ο «προσανατολισμός» που χάνουμε ήταν και το μόνο ίσως πραγματικά αποτελεσματικό όπλο που έχουμε ως λαός –και όλοι οι λαοί της Ευρώπης που θα μπορούσαμε να τους το προσφέρουμε- απέναντι στην πολλαπλή κρίση που ζούμε (οικονομική, πολιτική, ηθική, πολιτιστική).
«Το δογμα του σοκ»
Η ιστορική συνείδηση του λαού είναι πράγματι ένα μεγάλο όπλο που χάσαμε. Το «δόγμα του σοκ» (που είναι της μόδας πια τώρα), όπως το θεμελίωσε η Σχολή του Σικάγου, μοιάζει σχεδόν με μια … σκηνοθεσία από σκοτεινά κέντρα που θέλει να καταστήσει ολόκληρους λαούς «αιχμάλωτους» και τους κλείνει τα μάτια,  για να τους πανικοβάλουν και να τους επιβάλλουν με κάθε τρόπο το δράμα που ζουν, χωρίς να αντλούν ελπίδα, δύναμη και κατεύθυνση για το μέλλον από το παρελθόν τους.
Δυστυχώς γίναμε πια «λαός-όμηρος των …Ρεπούσηδων», που ήθελαν και θέλουν  τον απροσανατολισμό μας. Αφθονούσαν από καιρό γύρω μας, αλλά δεν μας έννοιαζε στους «καλούς καιρούς» που όλα «μέτραγαν» μόνο με τα χρήματα και την «τσάμπα μαγκιά». Τα τελευταία 42 χρόνια έζησα όλην αυτήν την μεταπολιτευτική ξεφτίλα στο πετσί μου, και κάπου μέσα σε αυτά που θυμάμαι ίσως εύρισκε ο καθένας λίγο-πολύ τον εαυτό του. «Την γλώτταν μοί έδωκαν ελληνικήν»
Στο δημοτικό έμαθα τη γλώσσα μου στη μορφή που είχε για χιλιάδες χρόνια (τουλάχιστον από τους αλεξανδρινούς) με το πολυτονικό, στην έκτη δημοτικού όμως αυτό καταργήθηκε δια νόμου.
Μαζί καταργήθηκε όμως (ανεπισήμως) και η ορθογραφία. Στην δεκαετία του ’80 τα κείμενα των κουλτουριάρηδων των ΚΚΕ (ήσαν πολλά τότε τα ΚΚΕ) καταργούσαν τη γλώσσα μας και έγραφαν όλα τα «ι,υ,η» των λέξεων …με «γιώτα», όλα τα «ο» με όμικρον κλπ.
Η γλώσσα φτώχαινε αλλά το Κράτος και οι δάσκαλοι μού το εξηγούσαν  λέγοντας πως «δεν πειράζει αν δεν γράφεις σωστά τις λέξεις, αρκεί να τις λες για να μπορείς να συνεννοηθείς». Η κυρίαρχη άποψη ήταν -αντί να θέλουμε όλοι να εξυψώσουμε το λαό μας και να μη μένει αναλφάβητος- πως «ο  αγράμματος λαός δεν πρέπει να νοιώθει άβολα και μειονεκτικά αν δεν ξέρει να γράφουν σωστά τις λέξεις». Για να μην «κομπλάρουν» δηλαδή και αποκτήσουν ψυχολογικά προβλήματα, φτασαμε στο «ωχ αδερφέ» για το πώς γράφεται ή τι σημαίνει μια λέξη και να πονάνε τα μάτια μας από ανορθογραφίες μέσω του ίντερνετ και των blogs -ακόμα και όταν «δημοσιογράφοι» μεταχειρίζονται τις λέξεις.
Ήξερα και έννοιωθα όμως πως η γλώσσα μας, ειδικά η ελληνική γλώσσα είναι πολλά περισσότερα από λέξεις απλής συνεννόησης. Είναι ένα πλήρες σύστημα εννοιών και αξιών, κάθε γράμμα έχει τη θέση και το ρόλο του, είναι ένας κώδικας που κρύβει συγγένειες λεκτικές και εννοιολογικές που θα τα ζήλευαν οι προγραμματιστές των πιο ισχυρών ηλεκτρονικών υπολογιστών. Τα όρια της γλώσσας του καθενός μας είναι τα όρια του κόσμου του. Και αναρωτιόμουν πώς γινόταν στον ίδιο τόπο άνθρωποι αρχαίοι να μεταδίδουν  προσφορικά χιλιάδες στίχους της Ιλιάδος και της Οδύσσειας, να μιλούν για πρόσωπα και ταξίδια (ακόμα και για συναντήσεις ζωντανών με τους προγόνους τους) αλλά από όλα αυτά σήμερα να μην καταλαβαίνουμε καν λέξη!
Μετά καταργήθηκαν και οι επιθεωρητές στο σχολείο, οι βαθμοί (γίνανε χαρακτηρισμός), οι εξετάσεις. Μετά θεωρήθηκαν περιττά τα Αρχαία και ευτελίστηκαν τα μαθήματα του ανθρωπιστικού κύκλου («εκτός αν θέλεις να διοριστείς φιλόλογος στο δημόσιο» λέγανε).
Συν τοις άλλοις περιφρονήθηκαν επέτειοι και παρελάσεις. Ο μεγάλος χαβαλές όμως άρχισε από το 1984 και μετά που έζησα την είσοδο των πολιτικών νεολαιών στα γυμνάσια και λύκεια, με πρώτη και καλύτερη την ΚΝΕ που οργάνωνε την επανάσταση, τις συνελεύσεις, τις κατηχήσεις και τις καταλήψεις. Τα ίδια βρήκα μετά και στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου αιώνιοι φοιτητές που δεν κάνανε ούτε ένα μήνα μάθημα λόγω των καταλήψεων των Σχολών, απαιτούσαν από τους καθηγητές τους να πάρουν και Πτυχίο σε μία εξεταστική κα χωρίς να καταλαβαίνουν «γρι» από επιστήμη, με το φτηνό επιχείρημα πως «εγώ αφιέρωσα τα χρόνια αυτά στον σπουδαστικό αγώνα για να έχουν αξία τα πτυχία μας». Ναι, αφού πρώτα έκαναν «παιδική χαρά» τα Πανεπιστήμια (είδα να καίγονται το Πολυτεχνείο, το Χημείο, η Νομική) ήθελαν να παίρνουν και … «χαρτιά» χωρίς να σπουδάσουν, απαιτώντας να έχουν μάλιστα αυτά «αξία»!
Αηδίαζα με όλα τούτα, αλλά ο κόσμος γύρω μου ήταν πανευτυχής που τα καμάρια του «σπουδάζανε». Κάθε κριτήριο και προδιαγραφή είχε ισοπεδωθεί, πολλοί έπαιρναν πτυχίο «όπως οι άλλοι, έτσι και εμείς» δηλαδή με αντιγραφές, παρακάλια, ανοχή, γλύψιμο. Άσε τις μετεγγραφές και τα πτυχία επί πληρωμή από το εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό. Η “Ιστορία” που δεν γράφτηκε ακόμα Δεν θέλω «να βάλω τα γυαλιά» στην κάθε Ρεπούση για όσα λέει και κάνει. Με την Ιστορία είχα άλλωστε πάντα μια σχέση πάθους-μίσους. Έμαθα όμως καλά εξ αιτίας της να μην κρίνω τα γεγονότα από μια «φωτογραφία της στιγμής», όπως συνηθίζουμε οι δημοσιογράφοι και ο πολύς ο κόσμος, αλλά να με τους κανόνες που ίσχυαν σε κάθε εποχή.
Για αυτό και δεν με πειράζει η κυρία Ρεπούση, όσο με πειράζει ολόκληρο το λαϊκίστικο εκπαιδευτικό σύστημα που παγίδευε γονείς και μαθητές σε μια νιρβάνα ή άλλες φορές «θυματοποιούσε» τη νέα γενιά (δηλ. «τα παλικάρια μας που σπούδασαν και αξίζουν πολλά και όχι τα 700 ευρώ που είναι λίγα, αλλά τουλάχιστον 1400 ευρώ πρώτο μισθό, γιατί όλοι μια κοιλιά έχουν και πρέπει να τη γεμίσουν» κλπ κλπ κλπ).
Αντιθέτως στα 15 μου, εγώ αισθανόμουν ντροπή επειδή ήμουν «ο καλύτερος μαθητής στο σχολείο» (καλύτερη όλων ήταν μια εξαιρετική μαθήτρια) αλλά ένοιωθα πως είχα τεράστιες ελλείψεις και ευχόμουν να υπάρχουν πολλοί καλύτεροι από εμένα για να δω πώς τα καταφέρνουν και να βελτιωθώ με τον συναγωνισμό. Στην Γ’ Λυκείου παρακαλούσα την καθηγήτρια (της Ιστορίας) να μην μου ξαναβάλει «19» σε επόμενο τρίμηνο επειδή δεν το αξίζω ενώ στο τελευταίο και μοναδικό μάθημα που ήθελα στο Πανεπιστήμιο για να πάρω πτυχίο και (που ήταν Αρχαία Ιστορία), παρακάλεσα την καθηγήτρια στα προφορικά να με «κόψει», γιατί ήθελα να μελετήσω ξανά το υπέροχο μάθημά της (δεν καιγόμουν και να πάρω ντε και καλά αμέσως πτυχίο γιατί ήδη δούλευα και είχα τελειώσει και το στρατό).
Αντιθέτως, δεν θα ξεχάσω το «10» που έβαζε ένας νεαρός καθηγητής (Ιστορίας) στη Φιλοσοφική Σχολή σε όλους όσους επέλεγαν το μάθημά του –μόνο και μόνο για να ανεβάσουν τη βαθμολογία τους- ενώ το βιβλίο που είχε γράψει «βρώμαγε» πως ήταν  μια φτηνή συρραφή και άτακτη αντιγραφή από διάφορους άλλους. “Καθηγητής” ξέραμε πώς έγινε: με πολιτικό βύσμα.  Αυτός ήταν άλλη μια έκφραση του κομματισμού της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Προτίμησα έτσι να παρατήσω το μάθημά του και να επιλέξω ένα άλλο από τα πάρα πολλά και πολύ ενδιαφέροντα της Φιλοσοφικής.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν και το εκπαιδευτικό σύστημα των νέων Ελλήνων διαλύονταν διαρκώς επί 30-40 χρόνια, ήρθε το 2010 το ΠΑΣΟΚ και στις πρώτες 200 μέρες της νέας τότε κυβέρνησης, έφερε νόμο για να επαναφέρει την Αξιολόγηση στα σχολεία.
Και τότε, αντί πχ να πει τότε η ΝΔ (σαν «κόμμα του νοικοκύρη» υποτίθεται) πως πχ «εσείς του ΠΑΣΟΚ καταργήσατε στις 100 μέρες τον επιθεωρητή και διαλύσατε τα σχολεία, η ΝΔ αμέλησε να τον επαναφέρει, αλλά για να επιστρέψει η έννοια τουλάχιστον της Αξιολόγησης στο σχολείο και μπας και βλέπει και  κανένας ειδικός πού και πού αν γίνεται ή όχι δουλειά στην τάξη που στέλνουμε 12 χρόνια τα παιδιά μας ή αν χάνουν εκεί το χρόνο τους, υπερψηφίζουμε το μέτρο και ποτέ αν γίνουμε εμείς ξανά κυβέρνηση, θα το κάνουμε και καλύτερο», οι βουλευτές της αντιπολίτευσης ψήφιζαν όλοι ΟΧΙ ΣΕ ΟΛΑ. Τόσο «στον κόσμο τους» οι πολιτικάντηδες, παρότι η χώρα έμπαινε στο Μνημόνιο, η χώρα έκλαιγε τους νεκρούς της Μαρφίν και ο λαός έφτασε να σκαρφαλώσει στα σκαλιά του Κοινοβουλίου για να «μπουκάρει» μέσα. Κρίμα που τους σταμάτησαν τα ΜΑΤ –αν και θα τα σπάγανε για τους μισθούς και όχι για την Παιδεία.
Ανοίξτε παντού «κρυφά σχολειά»
Και μετά μου λέτε πολλοί πως «για όλα φταίει το Μνημόνιο». Το Μνημόνιο είναι το αποτέλεσμα, το φάρμακο ή η τιμωρία –όπως θέλετε πέστε το.
Αν δεν μπορούμε να βάλουμε όμως τέλος σε νοοτροπίες που μας έφεραν εδώ, πιστεύω πως από το να χάνουν όμως το χρόνο τους τα παιδιά μας και να διδάσκονται ανούσια και επικίνδυνα πράγματα, καλύτερα ήταν φέτος που δεν δίνανε βιβλία στα σχολεία. Ευκαιρία θα ήταν οι δάσκαλοι και οι γονείς να αρχίσουν λίγο το «κρυφό σχολειό» στα παιδιά μας, τώρα που είναι και υποαμειβόμενοι, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να δούνε άσπρη μέρα από κυβερνήσεις «Ρεπούσηδων» και τα βιβλία παραγωγής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που τα γράφουν διάφοροι «Ρεπούσηδες».
πηγη