Είναι Μάρτιος του 1941…
Ένα 7χρονο αγοράκι παίζει δίπλα στα χαλάσματα ενός σπιτιού.
Έχει πέσει το σούρουπο, και η πανσέληνος μαζί με τα σύννεφα...
δημιουργούν ένα μαγευτικό θέαμα στον ουρανό. Το αγόρι, μαγεμένο από αυτήν την εικόνα, αναρωτιέται, πως, εκείνο το μεγάλο φωτεινό πράγμα στον ουρανό, μπορεί και τρέχει μέσα στα σύννεφα χωρίς να πέφτει κάτω!
Ξαφνικά, βλέπει δύο ανδρικές σκιές να τον πλησιάζουν από μακριά. Το αγόρι, σαστισμένο για μία στιγμή, ανακουφίζεται αμέσως, αναγνωρίζοντας στον ένα από τους δύο άνδρες την γνώριμη φωνή του πατέρα του. Τον ακούει να λέει στον διπλανό του:
-«Τα πράγματα έχουν χειροτερέψει Δημήτρη… Δεν ξέρω τι θα γίνει…»
Το αγοράκι τρέχει προς τον πατέρα του, τον πιάνει από το χέρι και κατευθύνονται όλοι τους τώρα προς το σπίτι.
Εκεί τους περιμένει η μαμά του και τα δυο του αδέλφια. Η μαμά του, ψήνει κάτι στο τζάκι για να φάνε. Ευτυχώς, σκέφτεται ο μικρός, γιατί με το παιχνίδι είχε περάσει η ώρα, και τον είχε πιάσει πείνα… Τρώγοντας ακούει τους μεγάλους να συζητούν. Από το ύφος τους καταλαβαίνει ότι πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό. Σε μια στιγμή, ακούει τον καλεσμένο τους να λέει στην μητέρα του:
-«Η κατάσταση είναι πολύ άσχημη. Φοβάμαι για κάτι κακό…»
Ο μικρός μασουλώντας το φαγητό του, αναρωτιέται, τι να είναι τέλος πάντων αυτό το άσχημο πράγμα που απασχολεί τόση ώρα τους μεγάλους;… Θα χαλάσει μήπως ο καιρός; Ή μήπως δεν θα είναι καλή η σοδειά φέτος;…
Λίγες μέρες μετά ο 35χρονος πατέρας του μικρού αγοριού ανεβαίνει και πάλι στο οχυρό… Από την περυσινή επιστράτευση ακόμα, τον Οκτώβρη του ’40, έχει το βαθμό του Δεκανέα…
Τις πρώτες μέρες του Απρίλη οι Γερμανοί έχουν πλησιάσει απειλητικά τα σύνορα… Ο κίνδυνος είναι πλέον φανερός. Στο Οχυρό δεν έχουν ακόμα κάποια ένδειξη επίθεσης, και ο νεαρός Δεκανέας κατεβαίνει για λίγες μέρες στο χωριό με άδεια, για να δει την οικογένεια του, αλλά με την ευκαιρία αυτή, και για να ανεφοδιαστεί με τρόφιμα για το οχυρό… Είναι όμως ανήσυχος, δεν τον χωράει ο τόπος, θέλει να ξαναφύγει όσο το δυνατόν συντομότερα για επάνω… Σκέφτεται τους συντρόφους του…
Ο κουμπάρος του προσπαθεί να του αλλάξει γνώμη, μήπως και τον καταφέρει να καθίσει λίγες μέρες ακόμα.
-«Ηλία μην φύγεις ακόμα, δεν ακούγονται καλά νέα στο ράδιο. Σκέψου την οικογένεια σου, περίμενε τουλάχιστον να ξημερώσει», του λέει…
-«Δεν μπορώ», έρχεται αμέσως η απάντηση του νεαρού πατέρα… «Χρειάζονται βοήθεια εκεί πάνω. Είμαι ομαδάρχης, οι Γερμανοί θα επιτεθούν… Πρέπει να είμαι μαζί με τους συντρόφους μου…»
Το ίδιο βράδυ ετοιμάζεται ν’ αναχωρήσει. Η γυναίκα του βλέποντας ένα τσουβάλι με ρύζι, που προορίζεται για το οχυρό, τον παρακαλάει να της αφήσει μία χούφτα, για να μαγειρέψει για τα τρία μικρά αγόρια τους…
-«Να πας να ζητιανέψεις αν θέλεις ρύζι…», της απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη, «Αυτό εδώ είναι για τους στρατιώτες…»
Εκείνη προσπαθεί για μία τελευταία φορά να τον πείσει να μείνει.
-«Αν πάθεις κάτι, πως θα τα βγάλω πέρα με τρία παιδιά;»…
-«Δεν γίνεται αλλιώς», της αποκρίνεται, «Πρέπει να φύγω»…
Ρίχνει μια τελευταία ματιά στα παιδιά του… Κοιμούνται…
Μια τελευταία ματιά στην γυναίκα του, και φεύγει…
Ο καιρός δεν χωράει αποχαιρετισμούς και συγκινήσεις…
Στις 4 τα ξημερώματα φθάνει στο Οχυρό… Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από ότι τα φανταζόταν. Τα Γερμανικά στρατεύματα, αψηφώντας τα συνήθη διπλωματικά έθιμα του τελεσιγράφου και της παροχής προθεσμίας προς απάντηση, εισβάλλουν μία ώρα αργότερα στο Ελληνικό έδαφος…
Στις 05:15 ακούγεται παντού μέσα στο Οχυρό, το σύνθημα του συναγερμού: "Στα Όπλα"…
Η επίθεση ξεκίνησε. Η διμοιρία του Δεκανέα βρίσκεται εκτός του Οχυρού στα βόρεια του… Σύννεφα χωμάτων και καπνού, σηκώνονται μπροστά τους από τα βλήματα του Γερμανικού πυροβολικού στα φατνώματα και τους τυφλώνουν… Λίγη ώρα αργότερα τα Γερμανικά Στούκας βομβαρδίζουν αλύπητα το Οχυρό… Μια βόμβα καταστρέφει το μοναδικό αντιαεροπορικό πυροβόλο, αφού εκείνο έχει καταρρίψει τέσσερα Γερμανικά αεροσκάφη…
Ανενόχλητοι τώρα κατεβαίνουν κατά δεκάδες οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές… Ο νεαρός Δεκανέας μαζί με τους άλλους από την διμοιρία του, βγαίνουν στα χαρακώματα, προσπαθώντας να τους αναχαιτίσουν, για να μην πλησιάσουν το Οχυρό. Η μάχη δίνεται σώμα με σώμα… Παράλληλα τα Στούκας συνεχίζουν να ουρλιάζουν σφυροκοπώντας το Οχυρό… Η ανεχόμενη αντεπίθεση του Τάγματος Γεραμάνη, δεν έρχεται ποτέ…
Οι υπερασπιστές του Οχυρού, ολομόναχοι, χωρίς αεροπορία, πυροβολικό, πεζικό, γράφουν μόνοι τους εκεί ψηλά, στην απρόσιτη κορυφή του Όρους Κερκίνη, καινούριες «Θερμοπύλες»…
Οι αλεξιπτωτιστές συνεχίζουν να πέφτουν… Οι δεκανέας αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που διατρέχει όλη η ομάδα του να εξολοθρευθεί, δίνει εντολή να υποχωρήσουν προς το Οχυρό. Αφού σιγουρεύεται πως όλοι έχουν οπισθοχωρήσει, ξεκινάει την δική του κούρσα προς το οχυρό… Μια σφαίρα πετυχαίνει τον Δεκανέα…
-«Γιώργο… Με χτύπησαν», τον ακούει ο φίλος του που προπορευόταν, να λέει…
Γυρίζει και τον κοιτάει… Ο Δεκανέας κρατώντας με το χέρι του την πληγή, συνεχίζει και τρέχει… Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα μια δεύτερη σφαίρα του τρυπά το γόνατο…
Ο Δεκανέας θα λυγίσει…
Η εικόνα του να πέφτει στο έδαφος, θα είναι η τελευταία που θα δει άνθρωπος από αυτόν… Τα λόγια του θα ήταν τα τελευταία που ακούστηκαν από το στόμα του… Ο νεαρός Δεκανέας δεν θα ξανασηκωθεί ποτέ… Το άψυχο σώμα του δεν θα βρεθεί ποτέ… Δεν θα ταφεί σε κανένα νεκροταφείο… Δεν θα ξαναγκαλιαστεί ποτέ από τα παιδιά του…
Την στιγμή που το μοιραίο βόλι τον γονατίζει, το όνομα του θα περάσει στην ιστορία… Θα χαραχτεί με ανεξίτηλο μελάνι, δίπλα στα ονόματα όλων αυτών, των αφανών ανθρώπων, που πέσανε άδικα, στο όνομα της Ελευθερίας…
Ο άτυχος Δεκανέας Η.Π. κείτεται νεκρός…
Είναι πρωί της 6ης Απριλίου του 1941…
54 χρόνια μετά… Ένας νεαρός μόνιμος λοχίας, αναλαμβάνει καθήκοντα αρχιφύλακα στο φυλάκιο που εδρεύει στο ύψωμα, όπου ο Δεκανέας άφησε την τελευταία του πνοή… Πρώτο του μέλημα, να πάει στο λιτό μνημείο που χτίστηκε στην μνήμη των αδικοχαμένων υπερασπιστών του…
Σιωπηλός, κοιτάει τον ορίζοντα και δακρύζει…
«Ήρθα να ξεπληρώσω το χρέος»… Σκέφτεται μέσα του για τον πρόγονο του…
71 χρόνια μετά… Ο ντουνιάς γέμισε πάλι «Επιδρομείς»… «Δοσίλογους… «Εφιάλτες»…
Μόνο που αυτή την φορά, δεν φοράνε «στολές»…
Φοράνε "κουστούμια" και "ράσα", κάθε λογής "φανταχτερής" και "επίσημης φορεσιάς" για να κρύψουν την "σαπίλα" που έχουν μέσα τους... Κρύβονται πίσω από «νόμους» και "ανύπαρκτες" αξίες… Και «απαιτούν» πάλι την «ελευθερία» των απλών ανθρώπων…
Ο «καιρός» ήρθε πάλι παππού… Ας αναπαύεται το πνεύμα σου ήσυχο…
Κάθε μέρα, τρώω ένα καλό πρωινό…
Και τους περιμένω…
Επειδή ξέρω, "ΓΙΑΤΙ" θα αγωνιστώ και εγώ…
πηγη
Ένα 7χρονο αγοράκι παίζει δίπλα στα χαλάσματα ενός σπιτιού.
Έχει πέσει το σούρουπο, και η πανσέληνος μαζί με τα σύννεφα...
δημιουργούν ένα μαγευτικό θέαμα στον ουρανό. Το αγόρι, μαγεμένο από αυτήν την εικόνα, αναρωτιέται, πως, εκείνο το μεγάλο φωτεινό πράγμα στον ουρανό, μπορεί και τρέχει μέσα στα σύννεφα χωρίς να πέφτει κάτω!
Ξαφνικά, βλέπει δύο ανδρικές σκιές να τον πλησιάζουν από μακριά. Το αγόρι, σαστισμένο για μία στιγμή, ανακουφίζεται αμέσως, αναγνωρίζοντας στον ένα από τους δύο άνδρες την γνώριμη φωνή του πατέρα του. Τον ακούει να λέει στον διπλανό του:
-«Τα πράγματα έχουν χειροτερέψει Δημήτρη… Δεν ξέρω τι θα γίνει…»
Το αγοράκι τρέχει προς τον πατέρα του, τον πιάνει από το χέρι και κατευθύνονται όλοι τους τώρα προς το σπίτι.
Εκεί τους περιμένει η μαμά του και τα δυο του αδέλφια. Η μαμά του, ψήνει κάτι στο τζάκι για να φάνε. Ευτυχώς, σκέφτεται ο μικρός, γιατί με το παιχνίδι είχε περάσει η ώρα, και τον είχε πιάσει πείνα… Τρώγοντας ακούει τους μεγάλους να συζητούν. Από το ύφος τους καταλαβαίνει ότι πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό. Σε μια στιγμή, ακούει τον καλεσμένο τους να λέει στην μητέρα του:
-«Η κατάσταση είναι πολύ άσχημη. Φοβάμαι για κάτι κακό…»
Ο μικρός μασουλώντας το φαγητό του, αναρωτιέται, τι να είναι τέλος πάντων αυτό το άσχημο πράγμα που απασχολεί τόση ώρα τους μεγάλους;… Θα χαλάσει μήπως ο καιρός; Ή μήπως δεν θα είναι καλή η σοδειά φέτος;…
Λίγες μέρες μετά ο 35χρονος πατέρας του μικρού αγοριού ανεβαίνει και πάλι στο οχυρό… Από την περυσινή επιστράτευση ακόμα, τον Οκτώβρη του ’40, έχει το βαθμό του Δεκανέα…
Τις πρώτες μέρες του Απρίλη οι Γερμανοί έχουν πλησιάσει απειλητικά τα σύνορα… Ο κίνδυνος είναι πλέον φανερός. Στο Οχυρό δεν έχουν ακόμα κάποια ένδειξη επίθεσης, και ο νεαρός Δεκανέας κατεβαίνει για λίγες μέρες στο χωριό με άδεια, για να δει την οικογένεια του, αλλά με την ευκαιρία αυτή, και για να ανεφοδιαστεί με τρόφιμα για το οχυρό… Είναι όμως ανήσυχος, δεν τον χωράει ο τόπος, θέλει να ξαναφύγει όσο το δυνατόν συντομότερα για επάνω… Σκέφτεται τους συντρόφους του…
Ο κουμπάρος του προσπαθεί να του αλλάξει γνώμη, μήπως και τον καταφέρει να καθίσει λίγες μέρες ακόμα.
-«Ηλία μην φύγεις ακόμα, δεν ακούγονται καλά νέα στο ράδιο. Σκέψου την οικογένεια σου, περίμενε τουλάχιστον να ξημερώσει», του λέει…
-«Δεν μπορώ», έρχεται αμέσως η απάντηση του νεαρού πατέρα… «Χρειάζονται βοήθεια εκεί πάνω. Είμαι ομαδάρχης, οι Γερμανοί θα επιτεθούν… Πρέπει να είμαι μαζί με τους συντρόφους μου…»
Το ίδιο βράδυ ετοιμάζεται ν’ αναχωρήσει. Η γυναίκα του βλέποντας ένα τσουβάλι με ρύζι, που προορίζεται για το οχυρό, τον παρακαλάει να της αφήσει μία χούφτα, για να μαγειρέψει για τα τρία μικρά αγόρια τους…
-«Να πας να ζητιανέψεις αν θέλεις ρύζι…», της απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη, «Αυτό εδώ είναι για τους στρατιώτες…»
Εκείνη προσπαθεί για μία τελευταία φορά να τον πείσει να μείνει.
-«Αν πάθεις κάτι, πως θα τα βγάλω πέρα με τρία παιδιά;»…
-«Δεν γίνεται αλλιώς», της αποκρίνεται, «Πρέπει να φύγω»…
Ρίχνει μια τελευταία ματιά στα παιδιά του… Κοιμούνται…
Μια τελευταία ματιά στην γυναίκα του, και φεύγει…
Ο καιρός δεν χωράει αποχαιρετισμούς και συγκινήσεις…
Στις 4 τα ξημερώματα φθάνει στο Οχυρό… Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από ότι τα φανταζόταν. Τα Γερμανικά στρατεύματα, αψηφώντας τα συνήθη διπλωματικά έθιμα του τελεσιγράφου και της παροχής προθεσμίας προς απάντηση, εισβάλλουν μία ώρα αργότερα στο Ελληνικό έδαφος…
Στις 05:15 ακούγεται παντού μέσα στο Οχυρό, το σύνθημα του συναγερμού: "Στα Όπλα"…
Η επίθεση ξεκίνησε. Η διμοιρία του Δεκανέα βρίσκεται εκτός του Οχυρού στα βόρεια του… Σύννεφα χωμάτων και καπνού, σηκώνονται μπροστά τους από τα βλήματα του Γερμανικού πυροβολικού στα φατνώματα και τους τυφλώνουν… Λίγη ώρα αργότερα τα Γερμανικά Στούκας βομβαρδίζουν αλύπητα το Οχυρό… Μια βόμβα καταστρέφει το μοναδικό αντιαεροπορικό πυροβόλο, αφού εκείνο έχει καταρρίψει τέσσερα Γερμανικά αεροσκάφη…
Ανενόχλητοι τώρα κατεβαίνουν κατά δεκάδες οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές… Ο νεαρός Δεκανέας μαζί με τους άλλους από την διμοιρία του, βγαίνουν στα χαρακώματα, προσπαθώντας να τους αναχαιτίσουν, για να μην πλησιάσουν το Οχυρό. Η μάχη δίνεται σώμα με σώμα… Παράλληλα τα Στούκας συνεχίζουν να ουρλιάζουν σφυροκοπώντας το Οχυρό… Η ανεχόμενη αντεπίθεση του Τάγματος Γεραμάνη, δεν έρχεται ποτέ…
Οι υπερασπιστές του Οχυρού, ολομόναχοι, χωρίς αεροπορία, πυροβολικό, πεζικό, γράφουν μόνοι τους εκεί ψηλά, στην απρόσιτη κορυφή του Όρους Κερκίνη, καινούριες «Θερμοπύλες»…
Οι αλεξιπτωτιστές συνεχίζουν να πέφτουν… Οι δεκανέας αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που διατρέχει όλη η ομάδα του να εξολοθρευθεί, δίνει εντολή να υποχωρήσουν προς το Οχυρό. Αφού σιγουρεύεται πως όλοι έχουν οπισθοχωρήσει, ξεκινάει την δική του κούρσα προς το οχυρό… Μια σφαίρα πετυχαίνει τον Δεκανέα…
-«Γιώργο… Με χτύπησαν», τον ακούει ο φίλος του που προπορευόταν, να λέει…
Γυρίζει και τον κοιτάει… Ο Δεκανέας κρατώντας με το χέρι του την πληγή, συνεχίζει και τρέχει… Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα μια δεύτερη σφαίρα του τρυπά το γόνατο…
Ο Δεκανέας θα λυγίσει…
Η εικόνα του να πέφτει στο έδαφος, θα είναι η τελευταία που θα δει άνθρωπος από αυτόν… Τα λόγια του θα ήταν τα τελευταία που ακούστηκαν από το στόμα του… Ο νεαρός Δεκανέας δεν θα ξανασηκωθεί ποτέ… Το άψυχο σώμα του δεν θα βρεθεί ποτέ… Δεν θα ταφεί σε κανένα νεκροταφείο… Δεν θα ξαναγκαλιαστεί ποτέ από τα παιδιά του…
Την στιγμή που το μοιραίο βόλι τον γονατίζει, το όνομα του θα περάσει στην ιστορία… Θα χαραχτεί με ανεξίτηλο μελάνι, δίπλα στα ονόματα όλων αυτών, των αφανών ανθρώπων, που πέσανε άδικα, στο όνομα της Ελευθερίας…
Ο άτυχος Δεκανέας Η.Π. κείτεται νεκρός…
Είναι πρωί της 6ης Απριλίου του 1941…
54 χρόνια μετά… Ένας νεαρός μόνιμος λοχίας, αναλαμβάνει καθήκοντα αρχιφύλακα στο φυλάκιο που εδρεύει στο ύψωμα, όπου ο Δεκανέας άφησε την τελευταία του πνοή… Πρώτο του μέλημα, να πάει στο λιτό μνημείο που χτίστηκε στην μνήμη των αδικοχαμένων υπερασπιστών του…
Σιωπηλός, κοιτάει τον ορίζοντα και δακρύζει…
«Ήρθα να ξεπληρώσω το χρέος»… Σκέφτεται μέσα του για τον πρόγονο του…
71 χρόνια μετά… Ο ντουνιάς γέμισε πάλι «Επιδρομείς»… «Δοσίλογους… «Εφιάλτες»…
Μόνο που αυτή την φορά, δεν φοράνε «στολές»…
Φοράνε "κουστούμια" και "ράσα", κάθε λογής "φανταχτερής" και "επίσημης φορεσιάς" για να κρύψουν την "σαπίλα" που έχουν μέσα τους... Κρύβονται πίσω από «νόμους» και "ανύπαρκτες" αξίες… Και «απαιτούν» πάλι την «ελευθερία» των απλών ανθρώπων…
Ο «καιρός» ήρθε πάλι παππού… Ας αναπαύεται το πνεύμα σου ήσυχο…
Κάθε μέρα, τρώω ένα καλό πρωινό…
Και τους περιμένω…
Επειδή ξέρω, "ΓΙΑΤΙ" θα αγωνιστώ και εγώ…
πηγη
1 σχόλια:
Γιαννη εσυ εισαι;
Στελλα
Δημοσίευση σχολίου