Ηλικίες, σαρανταβάλε έως εξήντα τόσο. Μηδενός εξαιρουμένου, είστε το παράδειγμα προς αποφυγή που μας έφερνε η μάνα μας όταν κάναμε κάτι άσχημο (και ήταν απλώς ζαβολιά). Γενικά κυμαίνεστε στο μέτριο, ίσως και κάτω από αυτό. Ένα τσούρμο (ή και αγέλη) από κολεγιόπαιδα, γνωστοί από τα σαλόνια της νομενκλατούρας του...
βλαχομπαρόκ, αλλά και κομπλεξικά αγροτόπαιδα που ντρεπόσασταν επειδή οι γονείς και οι συγγενείς σας ίδρωναν για το ψωμί που έβγαζαν. Τεμπέληδες από κούνια, που προτιμούσατε τις αερολογίες από το να κάνετε πράξεις… Όλοι σας επιζητούσατε να ζήσετε το όνειρό σας, το αμερικάνικο όνειρό σας, με τις γραβατούλες σας (ροζ κατά προτίμηση), ύφος προφέσορα με τα στημένα γυαλάκια να προσδίδουν στυλ ψοφοειδούς παπαγάλου. Μεταξύ σας και κάποιες αναμαλλιέρες που έκαναν την επανάστασή τους στο κομμωτήριο της Κούλας, αλλά μπόρεσαν με τις κατάλληλες «γυμναστικές ασκήσεις» να πηδήξουν σε ανώτερα στάδια με Louis Vuitton και άλλα αξεσουάρ…, που πίστεψαν ότι είναι αμαζόνες, γυναίκες και άλλα πολλά…
Κοιτώντας σας σήμερα, λυπάμαι για τα λάθη της ιστορίας. Της δικής μας ιστορίας, που θέλησε η κακιά η μοίρα μας και το ριζικό μας να σας βάλουμε τιμονιέρηδες στο καράβι της δικής μας ελπίδας. Πού να ξέραμε!!! Ζαβοί κι εμείς, αποχαυνωμένοι από τα δικά σας λούσα και τις ακαταλαβίστικες λέξεις, προχωρήσαμε στον αυτοχειριασμό μας ελπίζοντας στην δική σας γενιά, την γενιά των άχρηστων, ακάματων λιμασμένων μπουρζουάδων του δωδεκαδαχτύλου.
Η περπατησιά σας ξεγυμνώνει το μηδενικό που κρύβετε επιμελώς μέσα σας. Εσείς που δεν παίξατε ποτέ, όχι επειδή δεν σας έπαιζαν τα παιδιά της γειτονιάς, αλλά επειδή θεωρούσατε πως είσασταν ανώτεροι από τα χαμερπή όντα που είχατε γύρω σας. Βέβαια, είχατε και τον φόβο της καρπαζιάς, γι αυτό μάθατε να περπατάτε σκυμμένοι σαν ζήτουλες του κερατά… Έτσι, δεν μάθατε να ζείτε όπως όλοι οι άλλοι, αλλά επιλέξατε να θυμόσαστε την ανικανότητά σας για να την κάνετε τάληρα στην πρώτη ευκαιρία…
Τζάμπα μάγκες γίνατε και σαν μεγαλώσατε, γιατί θυμόσασταν τον μάγκα του σχολείου ή της γειτονιάς, που σας έκανε να τρέμετε. Τα λόγια σας, σήμερα, είναι άχρωμες μαγκιές που στην πρώτη κόντρα ενδέχεται να σας αναγκάσουν να τρέμετε στην σκέψη της φάπας. Μιλάτε κορδωμένοι, σηκώνετε τον τόνο της φωνής σας και ψάχνετε σε καθρέφτες να βρείτε χειροκροτήματα και κραυγές άναρθρες σαν εκείνες που βγάζετε στην πορεία της «ανάδειξής» σας. Ακόμη και η ματιά σας είναι σαν τα λόγια σας… Κλεφτή, ποτέ ίσια. Κι έτσι πορευτήκατε με κλεμμένα λόγια, κλεμμένο ύφος, κλεφτές ματιές. Και πήρατε όλα τα χαρακτηριστικά του ψεύτη, αλλά και του κλέφτη. Κι επειδή δικό σας τίποτε δεν έχετε, κι επειδή η ύπαρξή σας αποτελεί ύβρη για την κοινή λογική, μόλις νιώσετε άβολα πετάτε τις βρισιές σας, πετάτε τις βρωμιές σας, πετάτε τα μαύρα εσώψυχά σας για να λερώσετε με το μαύρο της ψυχής σας εκείνους που σας χαλάνε την βόλεψή σας. Δεν διστάζετε να «καρφώσετε» όσα ξέρετε, αρκεί να ξεκαρφωθείτε οι ίδιοι. Όπως τότε, στο σχολείο, που καρφώνατε στον δάσκαλο. Γλειφτρόνια που μετεξελιχθήκατε σε κλεφτρόνια… Αυτή είναι η πορεία της ζωής σας…
Από την μίζερη παρέα σας δεν έλειψαν και τα κομπλεξικά Golden «βλαχαδερά», που δεν μπορούσαν να δεχτούν την προγονική τιμή και την αντάλλαξαν με άλλες τιμές, μεταφρασμένες σε φράγκα… Ξέρετε, εκείνους τους τυχάρπαστους που θεωρούσαν προσβολή την έντιμη εργασία, την με κάματο και ξεκάθαρο κούτελο ζωή. Και έτρεξαν να πάρουν τις κάρτες τους στην τοπική, αφού ο αχός της τσάπας στα χωράφια ήταν γι αυτούς εφιάλτης. Φόρεσαν τα φτηνά τους κοστούμια και πορεύτηκαν σε δρόμους άγνωστους και οκνηρούς, δρόμους φωταγωγημένους από τον κάματο άλλων… Κι άμα είδαν πως και τα πατρογονικά τους ονόματα δεν είχαν ίματζ και πρεστίζ, τα άλλαξαν κι αυτά. Όλα τα έριξαν στο ανταλλακτήριο της συμφωνίας τους με τον διάολο. Κι έτσι, έλπιζαν πως δεν φαινόταν η μιζέρια της ψυχής τους. Έλπιζαν… κι έγιναν μαριονέτες κοστουμαρισμένες σε πόστα τσομπανόσκυλου, εντόπιου μεν, τσομπανόσκυλου δε. Αλυχτούν στο πρώτο νεύμα των κολλεγιόπαιδων, που και αυτά με τη σειρά τους ρίχνουν μια κλεφτή ματιά προς τον «τσομπάνη». Αλυχτούν τα μαντρόσκυλα και μαζεύουν το κοπάδι, περιφρουρούν την γειτονιά και εγγυώνται ύπνο με πολλά κέρδη. Για ένα κοστούμι, για μία χειραψία με τον τσομπάνη – αφεντικό, ακόμη και για ένα «χάδι»…
Μεταξύ τους τα μαντριά και τα τσομπανόσκυλα δεν έχουν τίποτε για να χωρίσουν. Άλλωστε, στον ίδιο τσομπάνη ανήκουν. Ποια κόμματα και αηδίες μου λέτε; Ένα, ίσα κι όμοια είναι μεταξύ τους τα μουρόχαβλα της καρπαζιάς. Μοιράστηκαν τα έδρανα και τις ιδεολογίες, για να μοιράσουν, να διαιρέσουν εμάς και τις ζωές μας. Εχθρούς έχουν μόνο εκείνους που τους ξέρουν, που ξέρουν τι καπνό φουμάρουν, που ξέρουν πούθε έρχονται και που διαβαίνουν. Εχθροί τους είναι εκείνοι που τους είχαν στην καρπαζιά, εκείνοι που στις αλάνες τους κάνανε στην άκρη επειδή ήταν άχρηστοι, εκείνοι που ετοιμαζόντουσαν για το κυνήγι της ζωής και παίζανε κυνηγητό. Τα κοστουμαρισμένα μαντρόσκυλα προτιμούσαν το κρυφτό και τις σκιές, γιατί έτσι ένιωθαν πως μπορούσαν να κρύψουν το τίποτε που έλαμπε επάνω τους.
Κι ήρθανε σήμερα οι μωροί, να δώσουν μυαλό στους έντιμους και από τη νιότη τους εκπαιδευμένους για να παλέψουν την ζωή. Και με τα μέτρια μυαλά τους φτιάχνουνε νόμους τα ζαβά, για τα αφεντικά, για τους τσομπαναρέους. Κόβουν και ράβουν, φασόν δουλειές. Γρήγορες και ξεπέτες οι νομολογίες, σαν την ψυχή που κουβαλούνε. Χτίζουν φρούρια με νόμους για να προστατευτούν οι ίδιοι, ανοίγουν τρύπες μαύρες για να ρίξουν μέσα τους υπόλοιπους, παίρνουν στην δούλεψή τους παπαγάλους και όρνεα που γράφουν και μιλάνε για όλα εκτός από αυτά που πρέπει. Ζητάνε κι άλλο πλούτο, ξεχνώντας πως τα σάβανα δεν έχουν τσέπες. Ψάχνουν για δύναμη, γιατί μόνο σ’ αυτήν ελπίζουν για να σωθούν. Θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια και κάνουν όνειρα και σχέδια για το πως θα μας ισοπεδώσουν. Μας μισούν… και τρομοκρατώντας μας θέλουν να μας σπρώξουν στην απόγνωση. Στην απόγνωση που οι ίδιοι διάλεξαν για τις μίζερες ζωές τους, στην απόγνωση που ζούνε σήμερα οι ίδιοι κλεισμένοι στα κλουβιά τους, περιτριγυρισμένοι από φρουρούς…
Αυτή τους η επιλογή, αυτή τους η απόφαση να πολεμήσουν και να τιθασεύουν το «κοπάδι», τον «κοσμάκη» τον «λαουτζίκο», είναι και το μεγάλο τους το λάθος. Νιώσανε οι σκυμμένοι πως μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια, μπορούν να σηκώσουν το κεφάλι και να απειλήσουν τον νταή της γειτονιάς. Και ξέχασαν οι χαχόλοι πως σε ετούτη την γειτονιά, ο νταής και ο αρχηγός είναι ο καθένας. Είμαστε όλοι εμείς που πληρώνουμε για το πλύσιμο του δανεικού κουστουμιού τους. Είμαστε όλοι εμείς που κοιταζόμαστε στα μάτια κι έχουμε ίσια περπατησιά. Είμαστε όλοι εμείς που δεν καρφώνουμε άλλους για να ζήσουμε, αλλά καρφώνουμε τα χέρια μας στο μαχαίρι της ζωής χωρίς να νοιαζόμαστε για το αν θα κοπούμε. Είμαστε όλοι εμείς που μας τρέμανε από τα νιάτα τους οι μέτριοι παραδόπιστοι οσφυοκάμπτες…
Σε αυτούς σήμερα στέλνουμε το μήνυμα και την υπόσχεση της δικής μας ζωής. Χτυπάτε μας, όσο μπορείτε, όσο αντέχετε, με όση δύναμη έχετε. Χτυπήστε μας με το μαύρο της ψυχής σας, με την αγωνία και τους φόβους σας. Χτυπήστε όσο πιο δυνατά μπορείτε… Κι όταν κουραστείτε κι αποκάμετε, να ξέρετε πως εμείς θα είμαστε εδώ. Και θα είναι η σειρά μας να σας επιστρέψουμε όσα μας έχετε κάνει… Μόνο που σήμερα δεν είμαστε μικρά παιδιά για να ρίξουμε φάπες… Χτυπάτε όσο είναι νύχτα λοιπόν και σας βολεύει. Χτυπάτε... Εμείς αντέχουμε, επειδή έτσι μας μάθανε οι γονιοί μας και περιμένουμε την σειρά μας…, με το ξημέρωμα.
Κωνσταντίνος
πηγη
βλαχομπαρόκ, αλλά και κομπλεξικά αγροτόπαιδα που ντρεπόσασταν επειδή οι γονείς και οι συγγενείς σας ίδρωναν για το ψωμί που έβγαζαν. Τεμπέληδες από κούνια, που προτιμούσατε τις αερολογίες από το να κάνετε πράξεις… Όλοι σας επιζητούσατε να ζήσετε το όνειρό σας, το αμερικάνικο όνειρό σας, με τις γραβατούλες σας (ροζ κατά προτίμηση), ύφος προφέσορα με τα στημένα γυαλάκια να προσδίδουν στυλ ψοφοειδούς παπαγάλου. Μεταξύ σας και κάποιες αναμαλλιέρες που έκαναν την επανάστασή τους στο κομμωτήριο της Κούλας, αλλά μπόρεσαν με τις κατάλληλες «γυμναστικές ασκήσεις» να πηδήξουν σε ανώτερα στάδια με Louis Vuitton και άλλα αξεσουάρ…, που πίστεψαν ότι είναι αμαζόνες, γυναίκες και άλλα πολλά…
Κοιτώντας σας σήμερα, λυπάμαι για τα λάθη της ιστορίας. Της δικής μας ιστορίας, που θέλησε η κακιά η μοίρα μας και το ριζικό μας να σας βάλουμε τιμονιέρηδες στο καράβι της δικής μας ελπίδας. Πού να ξέραμε!!! Ζαβοί κι εμείς, αποχαυνωμένοι από τα δικά σας λούσα και τις ακαταλαβίστικες λέξεις, προχωρήσαμε στον αυτοχειριασμό μας ελπίζοντας στην δική σας γενιά, την γενιά των άχρηστων, ακάματων λιμασμένων μπουρζουάδων του δωδεκαδαχτύλου.
Η περπατησιά σας ξεγυμνώνει το μηδενικό που κρύβετε επιμελώς μέσα σας. Εσείς που δεν παίξατε ποτέ, όχι επειδή δεν σας έπαιζαν τα παιδιά της γειτονιάς, αλλά επειδή θεωρούσατε πως είσασταν ανώτεροι από τα χαμερπή όντα που είχατε γύρω σας. Βέβαια, είχατε και τον φόβο της καρπαζιάς, γι αυτό μάθατε να περπατάτε σκυμμένοι σαν ζήτουλες του κερατά… Έτσι, δεν μάθατε να ζείτε όπως όλοι οι άλλοι, αλλά επιλέξατε να θυμόσαστε την ανικανότητά σας για να την κάνετε τάληρα στην πρώτη ευκαιρία…
Τζάμπα μάγκες γίνατε και σαν μεγαλώσατε, γιατί θυμόσασταν τον μάγκα του σχολείου ή της γειτονιάς, που σας έκανε να τρέμετε. Τα λόγια σας, σήμερα, είναι άχρωμες μαγκιές που στην πρώτη κόντρα ενδέχεται να σας αναγκάσουν να τρέμετε στην σκέψη της φάπας. Μιλάτε κορδωμένοι, σηκώνετε τον τόνο της φωνής σας και ψάχνετε σε καθρέφτες να βρείτε χειροκροτήματα και κραυγές άναρθρες σαν εκείνες που βγάζετε στην πορεία της «ανάδειξής» σας. Ακόμη και η ματιά σας είναι σαν τα λόγια σας… Κλεφτή, ποτέ ίσια. Κι έτσι πορευτήκατε με κλεμμένα λόγια, κλεμμένο ύφος, κλεφτές ματιές. Και πήρατε όλα τα χαρακτηριστικά του ψεύτη, αλλά και του κλέφτη. Κι επειδή δικό σας τίποτε δεν έχετε, κι επειδή η ύπαρξή σας αποτελεί ύβρη για την κοινή λογική, μόλις νιώσετε άβολα πετάτε τις βρισιές σας, πετάτε τις βρωμιές σας, πετάτε τα μαύρα εσώψυχά σας για να λερώσετε με το μαύρο της ψυχής σας εκείνους που σας χαλάνε την βόλεψή σας. Δεν διστάζετε να «καρφώσετε» όσα ξέρετε, αρκεί να ξεκαρφωθείτε οι ίδιοι. Όπως τότε, στο σχολείο, που καρφώνατε στον δάσκαλο. Γλειφτρόνια που μετεξελιχθήκατε σε κλεφτρόνια… Αυτή είναι η πορεία της ζωής σας…
Από την μίζερη παρέα σας δεν έλειψαν και τα κομπλεξικά Golden «βλαχαδερά», που δεν μπορούσαν να δεχτούν την προγονική τιμή και την αντάλλαξαν με άλλες τιμές, μεταφρασμένες σε φράγκα… Ξέρετε, εκείνους τους τυχάρπαστους που θεωρούσαν προσβολή την έντιμη εργασία, την με κάματο και ξεκάθαρο κούτελο ζωή. Και έτρεξαν να πάρουν τις κάρτες τους στην τοπική, αφού ο αχός της τσάπας στα χωράφια ήταν γι αυτούς εφιάλτης. Φόρεσαν τα φτηνά τους κοστούμια και πορεύτηκαν σε δρόμους άγνωστους και οκνηρούς, δρόμους φωταγωγημένους από τον κάματο άλλων… Κι άμα είδαν πως και τα πατρογονικά τους ονόματα δεν είχαν ίματζ και πρεστίζ, τα άλλαξαν κι αυτά. Όλα τα έριξαν στο ανταλλακτήριο της συμφωνίας τους με τον διάολο. Κι έτσι, έλπιζαν πως δεν φαινόταν η μιζέρια της ψυχής τους. Έλπιζαν… κι έγιναν μαριονέτες κοστουμαρισμένες σε πόστα τσομπανόσκυλου, εντόπιου μεν, τσομπανόσκυλου δε. Αλυχτούν στο πρώτο νεύμα των κολλεγιόπαιδων, που και αυτά με τη σειρά τους ρίχνουν μια κλεφτή ματιά προς τον «τσομπάνη». Αλυχτούν τα μαντρόσκυλα και μαζεύουν το κοπάδι, περιφρουρούν την γειτονιά και εγγυώνται ύπνο με πολλά κέρδη. Για ένα κοστούμι, για μία χειραψία με τον τσομπάνη – αφεντικό, ακόμη και για ένα «χάδι»…
Μεταξύ τους τα μαντριά και τα τσομπανόσκυλα δεν έχουν τίποτε για να χωρίσουν. Άλλωστε, στον ίδιο τσομπάνη ανήκουν. Ποια κόμματα και αηδίες μου λέτε; Ένα, ίσα κι όμοια είναι μεταξύ τους τα μουρόχαβλα της καρπαζιάς. Μοιράστηκαν τα έδρανα και τις ιδεολογίες, για να μοιράσουν, να διαιρέσουν εμάς και τις ζωές μας. Εχθρούς έχουν μόνο εκείνους που τους ξέρουν, που ξέρουν τι καπνό φουμάρουν, που ξέρουν πούθε έρχονται και που διαβαίνουν. Εχθροί τους είναι εκείνοι που τους είχαν στην καρπαζιά, εκείνοι που στις αλάνες τους κάνανε στην άκρη επειδή ήταν άχρηστοι, εκείνοι που ετοιμαζόντουσαν για το κυνήγι της ζωής και παίζανε κυνηγητό. Τα κοστουμαρισμένα μαντρόσκυλα προτιμούσαν το κρυφτό και τις σκιές, γιατί έτσι ένιωθαν πως μπορούσαν να κρύψουν το τίποτε που έλαμπε επάνω τους.
Κι ήρθανε σήμερα οι μωροί, να δώσουν μυαλό στους έντιμους και από τη νιότη τους εκπαιδευμένους για να παλέψουν την ζωή. Και με τα μέτρια μυαλά τους φτιάχνουνε νόμους τα ζαβά, για τα αφεντικά, για τους τσομπαναρέους. Κόβουν και ράβουν, φασόν δουλειές. Γρήγορες και ξεπέτες οι νομολογίες, σαν την ψυχή που κουβαλούνε. Χτίζουν φρούρια με νόμους για να προστατευτούν οι ίδιοι, ανοίγουν τρύπες μαύρες για να ρίξουν μέσα τους υπόλοιπους, παίρνουν στην δούλεψή τους παπαγάλους και όρνεα που γράφουν και μιλάνε για όλα εκτός από αυτά που πρέπει. Ζητάνε κι άλλο πλούτο, ξεχνώντας πως τα σάβανα δεν έχουν τσέπες. Ψάχνουν για δύναμη, γιατί μόνο σ’ αυτήν ελπίζουν για να σωθούν. Θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια και κάνουν όνειρα και σχέδια για το πως θα μας ισοπεδώσουν. Μας μισούν… και τρομοκρατώντας μας θέλουν να μας σπρώξουν στην απόγνωση. Στην απόγνωση που οι ίδιοι διάλεξαν για τις μίζερες ζωές τους, στην απόγνωση που ζούνε σήμερα οι ίδιοι κλεισμένοι στα κλουβιά τους, περιτριγυρισμένοι από φρουρούς…
Αυτή τους η επιλογή, αυτή τους η απόφαση να πολεμήσουν και να τιθασεύουν το «κοπάδι», τον «κοσμάκη» τον «λαουτζίκο», είναι και το μεγάλο τους το λάθος. Νιώσανε οι σκυμμένοι πως μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια, μπορούν να σηκώσουν το κεφάλι και να απειλήσουν τον νταή της γειτονιάς. Και ξέχασαν οι χαχόλοι πως σε ετούτη την γειτονιά, ο νταής και ο αρχηγός είναι ο καθένας. Είμαστε όλοι εμείς που πληρώνουμε για το πλύσιμο του δανεικού κουστουμιού τους. Είμαστε όλοι εμείς που κοιταζόμαστε στα μάτια κι έχουμε ίσια περπατησιά. Είμαστε όλοι εμείς που δεν καρφώνουμε άλλους για να ζήσουμε, αλλά καρφώνουμε τα χέρια μας στο μαχαίρι της ζωής χωρίς να νοιαζόμαστε για το αν θα κοπούμε. Είμαστε όλοι εμείς που μας τρέμανε από τα νιάτα τους οι μέτριοι παραδόπιστοι οσφυοκάμπτες…
Σε αυτούς σήμερα στέλνουμε το μήνυμα και την υπόσχεση της δικής μας ζωής. Χτυπάτε μας, όσο μπορείτε, όσο αντέχετε, με όση δύναμη έχετε. Χτυπήστε μας με το μαύρο της ψυχής σας, με την αγωνία και τους φόβους σας. Χτυπήστε όσο πιο δυνατά μπορείτε… Κι όταν κουραστείτε κι αποκάμετε, να ξέρετε πως εμείς θα είμαστε εδώ. Και θα είναι η σειρά μας να σας επιστρέψουμε όσα μας έχετε κάνει… Μόνο που σήμερα δεν είμαστε μικρά παιδιά για να ρίξουμε φάπες… Χτυπάτε όσο είναι νύχτα λοιπόν και σας βολεύει. Χτυπάτε... Εμείς αντέχουμε, επειδή έτσι μας μάθανε οι γονιοί μας και περιμένουμε την σειρά μας…, με το ξημέρωμα.
Κωνσταντίνος
πηγη
2 σχόλια:
Αν δεν τους ισοπέδωνες όλους θα ήταν πολύ καλό, εσύ γράφεις "Χτυπάτε... Εμείς αντέχουμε, επειδή έτσι μας μάθανε οι γονιοί μας και περιμένουμε την σειρά μας…, με το ξημέρωμα." άρα υπήρξαν και καλοί για να υπάρχουν σωστά παιδιά.
Μάλλον κώστα μου έχεις χάσει την μπάλα έχεις βάλει στο ίδιο καζάνι όλους.
Και εγώ έχω να πω πολλά για την δικια σου γενιά του ΝΕΟΕΛΛΗΝΑ που όταν ακούει δουλειά βγάζει σπυριά.
το μονο που σας ένοιαζε να βγείτε στα klub να δείτε τα ξεκολλα,
Να κάνετε δάνειο για να πάρετε BMW και να τα πληρώνει ο μπούφος μπαμπάς.
Να έχει δουλειές με καλο μεροκάματο και να λέτε σιγά μην παω να δουλέψω μ αυτά τα λεφτά,
Να θέλετε τις διακοπές σας με δανεικά
Να θέλετε να γίνετε DJ και μπάρμαν για να κάνετε καμάκι,και παρα πολλά που αν τα γράψω δεν θα χωρέσουν σε 10 σελίδες,
Και το ωραίο ήταν όταν έρχονταν οι εκλογές το μονο που σας ένοιαζε να πάτε βόλτα με την γκόμενα για φραπεδιά,και όπως πάντα βγαίνεις σαν Έλληνας που είσαι και λες φταίει ο άλλος, ποτε εσύ..
Δημοσίευση σχολίου