Του Ασημάκη Kομνηνού
Δικηγόρου στις Βρυξέλλες και ερευνητή
στο University College London
Η κρίση χρέους που μαστίζει την Ελλάδα έχει πλέον εισέλθει σε νέες φάσεις μετά την αναδιάρθρωση του Ιουλίου και το τελευταίο «κούρεμα» του ...
Οκτωβρίου. Κανείς δεν γνωρίζει την κατάληξη και αποτελεσματικότητα των σχετικών αποφάσεων, γεννιούνται όμως ορισμένα ερωτήματα για τη νομική σημασία των γεγονότων αυτών, ειδικότερα αναφορικά με τις έννομες σχέσεις του ελληνικού κράτους με τους ιδιώτες πιστωτές του.
Καταρχήν, ένα κράτος που πτωχεύει ή περιέρχεται σε κατάσταση στάσης πληρωμών, δεν αντιμετωπίζεται νομικά όπως τα φυσικά πρόσωπα. Δεν υπάρχει κάποιο διεθνές δικαστικό όργανο που θα μπορούσε να καταδικάσει το ελληνικό κράτος στην αποπληρωμή των χρεών του ή κάποιος διεθνής «σύνδικος πτωχεύσεως» που θα αναλάμβανε τη διαχείριση ενός ενδεχόμενου πιστωτικού γεγονότος ή χρεοκοπίας. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αν μία σύμβαση διέπεται από το δίκαιο ενός κράτους και αυτό το κράτος εν συνεχεία αλλάξει τη νομοθεσία του, όπως άλλωστε δικαιούται να κάνει, η νέα νομοθετική ρύθμιση θεωρείται ότι διέπει και καλύπτει την εν λόγω σύμβαση. Ετσι ένα κράτος μπορεί μονομερώς να αλλάξει τους όρους του δανεισμού του με μεταγενέστερη σχετική νομοθετική πρόβλεψη.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι πιστωτές δεν διαθέτουν νομικά βοηθήματα έναντι τέτοιων ενεργειών. Μπορούν να στραφούν νομικά κατά του κράτους αυτού στην εθνική έννομη τάξη ή υπό προϋποθέσεις σε αλλοδαπά δικαστήρια. Εχουν τη δυνατότητα επίσης να στραφούν και σε διεθνή διαιτητικά όργανα, αφού οι σχετικές μονομερείς κρατικές ενέργειες μπορεί να θεωρηθούν ότι ισοδυναμούν με δήμευση ή απαλλοτρίωση. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για την προσφυγή σε διαιτησία είναι, η ύπαρξη διακρατικής σύμβασης για την προστασία των επενδύσεων.
Στην περίπτωση της Ελλάδας υπάρχει ουσιαστικά μόνο μία σημαντική διακρατική σύμβαση αμοιβαίας προστασίας επενδύσεων, αυτή του 1961 με τη Γερμανία. Οι άλλες υπάρχουσες συμβάσεις της Ελλάδας δεν έχουν συναφθεί με χώρες απ’ όπου προέρχεται η μεγάλη πλειοψηφία των πιστωτών (κυρίως από δυτικές χώρες), οπότε υποστηρίζεται ότι οι περισσότεροι πιστωτές (με την εξαίρεση των Γερμανών) δεν χαίρουν των νομικών βοηθημάτων που θα είχαν βάσει των συνθηκών αυτών, άρα ενδεχόμενη μονομερής ενέργεια της Ελλάδας δεν θα οδηγούσε σε σωρεία προσφυγών σε διεθνή διαιτησία.
Οι παραπάνω θεωρήσεις όμως αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη τους το πιο σημαντικό διακριτικό γνώρισμα της ελληνικής περίπτωσης που έχει να κάνει με τις νομικές συνέπειες της συμμετοχής της χώρας μας στην E.E.
Το γεγονός ότι ένα κράτος-μέλος της Ενωσης μπορεί να αλλάξει τη νομοθεσία του, δεν σημαίνει ότι μπορεί μονομερώς να καταργήσει ή να υποσκάψει την εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου στο έδαφός του. Η ευρωπαϊκή έννομη τάξη, μέσω των διατάξεων των βασικών ελευθεριών, παρέχει πολύ ουσιαστικότερη και ευρύτερη προστασία από οποιαδήποτε διακρατική σύμβαση προστασίας επενδύσεων, οπότε είναι παντελώς αβάσιμη η θεωρία περί δήθεν «πλεονεκτημάτων» του ελληνικού χρέους. Αν η Ελλάδα ήθελε στο μέλλον να προχωρήσει μονομερώς και χωρίς συνεννόηση με την E.E σε αναδιάρθρωση του χρέους της ή ακόμα και σε χρεοκοπία, τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζική παραβίαση της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αφού ένα τέτοιο μέτρο θα εθεωρείτο ότι ισοδυναμεί με μαζική απαλλοτρίωση.
Αυτό θα σήμαινε ότι, πέρα από την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι πιστωτές θα μπορούσαν να καταφύγουν στα ελληνικά δικαστήρια, τα οποία υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου που συγκρούονται με το ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά και κυρίως σε καταγγελίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία φυσικά θα προέβαινε σε μαζικές παραπομπές της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η όλη διαδικασία θα μπορούσε τελικά να καταλήξει σε υπέρογκες χρηματικές ποινές. Αν μάλιστα φτάναμε σε ανοιχτή σύγκρουση, οι ποινές θα μπορούσαν να είναι εξοντωτικές και μάλιστα να ακυρώνουν κάθε πλεονέκτημα από την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Τέλος, ας μην ξεχνούμε και το άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση που προβλέπει ότι σε πολύ εξαιρετικές συνθήκες μαζικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των αρχών του κράτους δικαίου, μπορεί το Συμβούλιο με ειδική αυξημένη πλειοψηφία των κρατών- μελών να αποφασίσει την αναστολή δικαιωμάτων που απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου ενός κράτους-μέλους στο Συμβούλιο. Είναι ό,τι πλησιέστερο προς την έξωση ενός κράτους-μέλους από την Ενωση.
Ας μη βρισκόμαστε λοιπόν σε ψευδαισθήσεις. Δεν υπάρχει κανένα νομικό «πλεονέκτημα» σε μονομερείς κινήσεις. :wave: Ούτε και είχαμε κάποιο «πλεονέκτημα» (Ελληνικό δίκαιο, ανασφάλιστο αξιώσεων) που χάσαμε με την υπογραφή της σύμβασης δανειακής διευκόλυνσης το 2010, η οποία άλλωστε παραπέμπει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης την επίλυση τυχόν διαφορών
Οποιαδήποτε λύση μπορεί να υπάρξει μόνο στο πλαίσιο της E.E, στην οποία ανήκει η Ελλάδα. Αυτό είναι και το βασικό πραγματικό πλεονέκτημα της Ελλάδας. Σε τελική ανάλυση, θα πρέπει να επιδιώκουμε η αναδιάρθρωση ή το κούρεμα του ελληνικού χρέους να λαμβάνει χώρα μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο προς τον σκοπό διάσωσης του κοινού νομίσματος. Οσο λιγότερο μονομερές εμφανίζεται το σχετικό μέτρο, τόσο περισσότερο προστατευμένη νομικά είναι η Ελλάδα.
πηγή
Δικηγόρου στις Βρυξέλλες και ερευνητή
στο University College London
Η κρίση χρέους που μαστίζει την Ελλάδα έχει πλέον εισέλθει σε νέες φάσεις μετά την αναδιάρθρωση του Ιουλίου και το τελευταίο «κούρεμα» του ...
Οκτωβρίου. Κανείς δεν γνωρίζει την κατάληξη και αποτελεσματικότητα των σχετικών αποφάσεων, γεννιούνται όμως ορισμένα ερωτήματα για τη νομική σημασία των γεγονότων αυτών, ειδικότερα αναφορικά με τις έννομες σχέσεις του ελληνικού κράτους με τους ιδιώτες πιστωτές του.
Καταρχήν, ένα κράτος που πτωχεύει ή περιέρχεται σε κατάσταση στάσης πληρωμών, δεν αντιμετωπίζεται νομικά όπως τα φυσικά πρόσωπα. Δεν υπάρχει κάποιο διεθνές δικαστικό όργανο που θα μπορούσε να καταδικάσει το ελληνικό κράτος στην αποπληρωμή των χρεών του ή κάποιος διεθνής «σύνδικος πτωχεύσεως» που θα αναλάμβανε τη διαχείριση ενός ενδεχόμενου πιστωτικού γεγονότος ή χρεοκοπίας. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αν μία σύμβαση διέπεται από το δίκαιο ενός κράτους και αυτό το κράτος εν συνεχεία αλλάξει τη νομοθεσία του, όπως άλλωστε δικαιούται να κάνει, η νέα νομοθετική ρύθμιση θεωρείται ότι διέπει και καλύπτει την εν λόγω σύμβαση. Ετσι ένα κράτος μπορεί μονομερώς να αλλάξει τους όρους του δανεισμού του με μεταγενέστερη σχετική νομοθετική πρόβλεψη.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι πιστωτές δεν διαθέτουν νομικά βοηθήματα έναντι τέτοιων ενεργειών. Μπορούν να στραφούν νομικά κατά του κράτους αυτού στην εθνική έννομη τάξη ή υπό προϋποθέσεις σε αλλοδαπά δικαστήρια. Εχουν τη δυνατότητα επίσης να στραφούν και σε διεθνή διαιτητικά όργανα, αφού οι σχετικές μονομερείς κρατικές ενέργειες μπορεί να θεωρηθούν ότι ισοδυναμούν με δήμευση ή απαλλοτρίωση. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για την προσφυγή σε διαιτησία είναι, η ύπαρξη διακρατικής σύμβασης για την προστασία των επενδύσεων.
Στην περίπτωση της Ελλάδας υπάρχει ουσιαστικά μόνο μία σημαντική διακρατική σύμβαση αμοιβαίας προστασίας επενδύσεων, αυτή του 1961 με τη Γερμανία. Οι άλλες υπάρχουσες συμβάσεις της Ελλάδας δεν έχουν συναφθεί με χώρες απ’ όπου προέρχεται η μεγάλη πλειοψηφία των πιστωτών (κυρίως από δυτικές χώρες), οπότε υποστηρίζεται ότι οι περισσότεροι πιστωτές (με την εξαίρεση των Γερμανών) δεν χαίρουν των νομικών βοηθημάτων που θα είχαν βάσει των συνθηκών αυτών, άρα ενδεχόμενη μονομερής ενέργεια της Ελλάδας δεν θα οδηγούσε σε σωρεία προσφυγών σε διεθνή διαιτησία.
Οι παραπάνω θεωρήσεις όμως αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη τους το πιο σημαντικό διακριτικό γνώρισμα της ελληνικής περίπτωσης που έχει να κάνει με τις νομικές συνέπειες της συμμετοχής της χώρας μας στην E.E.
Το γεγονός ότι ένα κράτος-μέλος της Ενωσης μπορεί να αλλάξει τη νομοθεσία του, δεν σημαίνει ότι μπορεί μονομερώς να καταργήσει ή να υποσκάψει την εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου στο έδαφός του. Η ευρωπαϊκή έννομη τάξη, μέσω των διατάξεων των βασικών ελευθεριών, παρέχει πολύ ουσιαστικότερη και ευρύτερη προστασία από οποιαδήποτε διακρατική σύμβαση προστασίας επενδύσεων, οπότε είναι παντελώς αβάσιμη η θεωρία περί δήθεν «πλεονεκτημάτων» του ελληνικού χρέους. Αν η Ελλάδα ήθελε στο μέλλον να προχωρήσει μονομερώς και χωρίς συνεννόηση με την E.E σε αναδιάρθρωση του χρέους της ή ακόμα και σε χρεοκοπία, τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζική παραβίαση της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αφού ένα τέτοιο μέτρο θα εθεωρείτο ότι ισοδυναμεί με μαζική απαλλοτρίωση.
Αυτό θα σήμαινε ότι, πέρα από την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι πιστωτές θα μπορούσαν να καταφύγουν στα ελληνικά δικαστήρια, τα οποία υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου που συγκρούονται με το ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά και κυρίως σε καταγγελίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία φυσικά θα προέβαινε σε μαζικές παραπομπές της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η όλη διαδικασία θα μπορούσε τελικά να καταλήξει σε υπέρογκες χρηματικές ποινές. Αν μάλιστα φτάναμε σε ανοιχτή σύγκρουση, οι ποινές θα μπορούσαν να είναι εξοντωτικές και μάλιστα να ακυρώνουν κάθε πλεονέκτημα από την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Τέλος, ας μην ξεχνούμε και το άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση που προβλέπει ότι σε πολύ εξαιρετικές συνθήκες μαζικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των αρχών του κράτους δικαίου, μπορεί το Συμβούλιο με ειδική αυξημένη πλειοψηφία των κρατών- μελών να αποφασίσει την αναστολή δικαιωμάτων που απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου ενός κράτους-μέλους στο Συμβούλιο. Είναι ό,τι πλησιέστερο προς την έξωση ενός κράτους-μέλους από την Ενωση.
Ας μη βρισκόμαστε λοιπόν σε ψευδαισθήσεις. Δεν υπάρχει κανένα νομικό «πλεονέκτημα» σε μονομερείς κινήσεις. :wave: Ούτε και είχαμε κάποιο «πλεονέκτημα» (Ελληνικό δίκαιο, ανασφάλιστο αξιώσεων) που χάσαμε με την υπογραφή της σύμβασης δανειακής διευκόλυνσης το 2010, η οποία άλλωστε παραπέμπει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης την επίλυση τυχόν διαφορών
Οποιαδήποτε λύση μπορεί να υπάρξει μόνο στο πλαίσιο της E.E, στην οποία ανήκει η Ελλάδα. Αυτό είναι και το βασικό πραγματικό πλεονέκτημα της Ελλάδας. Σε τελική ανάλυση, θα πρέπει να επιδιώκουμε η αναδιάρθρωση ή το κούρεμα του ελληνικού χρέους να λαμβάνει χώρα μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο προς τον σκοπό διάσωσης του κοινού νομίσματος. Οσο λιγότερο μονομερές εμφανίζεται το σχετικό μέτρο, τόσο περισσότερο προστατευμένη νομικά είναι η Ελλάδα.
πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου