Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Καλή Παναγιά και καλή λευτεριά


Στὶς 15 Αὐγούστου εἶναι ἀργία, εἶναι γιορτή, γιορτάζουμε. Τί ὅμως γιορτάζουμε; Εἶναι ἁπλῶς happy holidays, ὅπως λένε οἱ Ἀμερικάνοι σὲ κάθε γιορτὴ ὥστε νὰ μὴν ξεμυτίσει ἡ «θρησκεία» ἀπὸ τὴν ἐξορία τοῦ ἰδιωτικοῦ χώρου; Ἂς ρωτἠσουμε ἕναν μέσο Ἕλληνα. -«Εἶναι ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου». -Καὶ γιατί γιορτάζουμε μιὰ κηδεία; -{Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή}...


Μπορεῖ σήμερα οἱ Ἕλληνες βαπτισμένοι νὰ ἔχουν ξεχάσει πῶς Γιορτάζουμε, μὰ δὲν μπορεῖ, περίπου δύο χιλιάδες χρόνια ἐπίμονης τήρησης καὶ διατήρησης μαρτυροῦν πὼς τοὐλάχιστον μέχρι πρότινος γνώριζαν. Γνώριζαν πῶς νὰ γιορτάζουν τὸ ἐνδεχόμενο ἐπιτυχίας στὸ ἄθλημα διεκδίκησης τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας, τῆς ἐλευθερίας ποὺ ἀξιώνει νὰ γεφυρώσει τὸ Κτιστὸ μὲ τὸ Ἄκτιστο.

Μα, γεφυρώνεται τὸ Κτιστὸ μὲ τὸ Ἄκτιστο;

Ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ μεγάλος αὐτὸς μονοθεϊστὴς θεολόγος, εἶναι ἀπολύτως σαφὴς στὸ Λ τῶν «μετὰ τὰ φυσικά»: γιὰ νὰ ὑπάρχει πρώτη αἰτία, πρῶτο κινοῦν, ὁ ἕνας κατ’ ἐξοχὴν «Θεός», εἶναι ἀνάγκη νὰ μὴν κινεῖται, μόνο νὰ κινεῖ, νὰ γεννᾶ τὴν «κίνηση». Εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι ἀΐδιος καὶ ἐκτὸς χρόνου· εἶναι ἀναγκαῖο νὰ εἶναι ἀπεριόριστος, πέρα ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τοῦ χώρου. Πρόκειται γιὰ βασικὲς λογικὲς συντεταγμένες ὁποιασδήποτε διαλεκτικῆς περὶ Θεοῦ καὶ Πρώτης Αἰτίας: ἂν ὑπόκειται στὸν χρόνο, ὑπάγεται στὸν χρόνο, δὲν ὑπέρκειται αὐτοῦ, ἄρα δὲν εἶναι ἡ Πρώτη Αἱτία, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Θεός. Ἂν εἶναι κτιστό, τότε προηγεῖται κάτι ἄλλο ἄκτιστο. Ἂν ὑπάγεται στὴν φθορά, ἂν ὑπόκειται σὲ θάνατο, εἶναι καὶ αὐτὸς ἕνα ἀπὸ τὰ συμβεβηκότα, ἄρα δὲν ἀποτελεῖ τὴν Πρώτη Αἰτία τῶν πάντων. Καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά. Γιὰ νὰ μιλήσουμε γιὰ Θεό, γιὰ Πρώτη καὶ Ἄκτιστη Αἰτία, εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι αὐτὸς πραγματικὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ κάνουν τὸν Θεὸ νὰ εἶναι Θεός.

Αὐτὰ εἶναι τὰ ὅρια τῆς ἐλευθερίας τῶν τότε Ἑλλήνων. Ὑπάγονται στὴν λογικότητα τῆς τάξης τους καὶ τὰ ὅρια εἶναι σαφῶς ὡρισμένα: τὸ Ἄκτιστο δὲν μπλέκεται μὲ τὸ Κτιστό. Ὁ κόσμος εἶναι ἔτσι ὅπως τὸν ὁρίζει ἡ λογική. Εἶναι ἀνάγκη. Ὁ τραγικὸς ἥρωας προσπαθεῖ, σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τραγικὰ ἔργα τοῦ ἀρχαίου θεάτρου, νὰ ὑπερβεῖ αὐτὴν τὴν ἀσφυκτικὴ νομοτέλεια, μὰ ὑφίσταται στὸ τέλος τὴν καρπαζιὰ τῆς ἁρμονίας καὶ τῆς λογικότητας τῶν κανόνων ποὺ «εἶναι ἀνάγκη, εἶναι ἀναγκαῖο» νὰ ἰσχύουν. Ἐκεῖ, στὴν τραγωδία, φανερώνεται ἡ δίψα τοῦ τότε Ἕλληνα γιὰ περισσότερη ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία ἀπὸ αὐτὴν ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ κοσμοαντίληψη τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἀσφυξία του. Γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ, παρουσίας τῆς ἄκτιστης πρώτης αἰτίας τῶν πάντων σὲ συγκεκριμένο τόπο καὶ χρόνο, οὔτε κουβέντα: κάτι τέτοιο θὰ ἦταν παρά-Λογο. (Οἱ «ἡμίθεοι» καὶ οἱ «θεοὶ» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων εἶναι ἄλλη ἱστορία: δὲν διεκδικοῦν ταύτιση μὲ τὴν Πρώτη Αἰτία καὶ τὸ Ἄκτιστο, δηλώνονται ἁπλῶς ὡς κτιστὰ δημιουργήματα, μιᾶς ὑψηλότερης τάξεως ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι τῆς ἀρχαιότητας -Ἡράκλειτος, Σωκράτης, Πλάτων, Ἀριστοτέλης κλπ.- εἶχαν μᾶλλον περιορισμένα πάρε-δῶσε.)

Μέχρι ποὺ μιὰ μαρτυρία «βάζει φωτιὰ στὰ τόπια»: ὁ ἄκτιστος, ἀπεριόριστος, ἄχρονος Θεὸς μαρτυρεῖται γεννημένος ὡς ἄνθρωπος σὲ συγκεκριμένο τόπο καὶ χρόνο, ἕνα μωρὸ ποὺ κλαίει στὴν φάτνη.Ἐπωνύμως: Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ Ναζαρέτ, ὁ ἐπιλεγόμενος Χριστός. Δὲν μαρτυρεῖται οὔτε «ψευδο-ἐνσαρκωμένος», μιὰ ἁπλὴ θεοφάνεια, οὔτε «ἡμίθεος», ἔχοντας χάσει τὴν θεία ἄκτιστη φύση του: μαρτυρεῖται πλήρως Θεὸς καὶ πλήρως ἄνθρωπος. Ὑπόκειται στοὺς περιορισμοὺς τῆς ἀποκτηθείσας ἀνθρώπινης φύσης: πεθαίνει στὸν σταυρό. Καθορίζεται ἀπὸ τὴν θεία του ὕπαρξη: ἀνασταίνεται ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἡ μαρτυρία δηλώνει ὅτι ἡ Πρώτη Αἰτία τῶν ὑπαρκτῶν δὲν «εἶναι ἀνάγκη» νὰ εἶναι τὸ ὁτιδήποτε ὁρίζει ἡ ἀνθρώπινη ἀντίληψη τῶν πραγμάτων: ὁ Θεὸς μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ γίνει ἄνθρωπος, «αὐτο-ἀκυρωνόμενος» ὅπως θὰ ἔλεγε ἡ ἀνθρώπινη λογική. Γεφυρώνοντας τὸ ἀδιανόητο: τὴν ἄβυσσο μεταξὺ τοῦ Κτιστοῦ καὶ τοῦ Ἀκτίστου. Καὶ ἐγκαινιάζοντας τὴν δυνατότητα νὰ μετάσχει, κατὰ χάριν, ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος στὴν ἄκτιστη θεότητα. Ἀπ’ ὅτι φαίνεται, τὸ θαῦμα καὶ θᾶμβος τῆς ὕπαρξης δὲν περιορίζεται στὴν ἀνθρώπινη ἑρμηνεία του: ἡ πραγματικὴ πραγματικότητα εἶναι larger than life.

«Μωρία» γιὰ τοὺς Ἕλληνες: χαζομάρα, παραλογισμός. Ἅμα ὁ Ἄκτιστος περπατάει ἀνάμεσά μας, τί τοὺς ἔχουμε τοὺς λογικοὺς κανόνες ποὺ τὸ ἀπαγορεύουν; Κι ὅμως. Μέχρι τὴν παύση τῶν αἱματηρῶν διωγμῶν τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους τὸ 313 μ.Χ. ὁ νέος τρόπος ὑπάρξεως ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν μαρτυρία ἔχει υἱοθετηθεῖ ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους καὶ μὲ τιμωρία τὸν μαρτυρικὸ θάνατο. Εἰδικὴ σημασία ἀποκτᾶ σὺν τῷ χρόνῳ ἕνα συγκεκριμένο ἀπολύτως ἀνθρώπινο πρόσωπο: ἡ νεαρὴ γυναίκα ποὺ ρωτήθηκε καὶ δέχθηκε συνειδητὰ νὰ ἀποκτήσει «θεοδόχον τὴν μῆτραν», νὰ γεννήσει τὸν Θεό, νὰ καταστεῖ Θεοτόκος. Ἡ Μαρία, ἡ Παναγία. Σαρκώνει τὸ ἔσχατο ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρώπου: ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν κατάφασή της στὴν κλήση του Θεοῦ, σαρκώνει τὴν μετοχὴ στὸν ἄκτιστο Θεὸ μὲ τὸν πλέον ἁπτὸ τρόπο: τὸ ἴδιο της τὸ αἷμα ἦταν ταυτοχρόνως τὸ αἷμα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Γίνεται Μητέρα τοῦ Θεοῦ. «Μητέρα τοῦ Φωτός». «Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου». Τὸ πρόσωπό της ἀγαπᾶται ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ ὡς ἀρχὴ καὶ ὡς τέλος τῆς ζωῆς στὴν Ἐκκλησία. Σύντομα ἀποκτᾶ κάθε λογῆς προσωνύμια μὲ τὰ ὁποία τῆς ἀπευθύνεται ὁ λαός, δηλώνοντας τὴν ἐξαιρετικὴ ἀγάπη του καὶ ἀφοσίωση. «Παναγία, ἡ τῶν πάντων χαρά». Κι ὅμως, ἀρχικὰ ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ὅπως ὅλοι μας.

Ἡ δυτικὴ χριστιανοσύνη δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει καὶ νὰ δεχθεῖ τὸ σκάνδαλο. Δὲν μπορεῖ μιὰ γυναίκα σὰν ὅλες τὶς ἄλλες νὰ ἔφτασε τόσο ψηλά: ὡς ἐκ τούτου, σκαρώνουν τὸ δόγμα τῆς «ἀμώμου συλλήψεως» τῆς ἴδιας τῆς Μαρίας: ὅτι οἱ γονεῖς της τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν γέννησαν ἀναμάρτητα (ὅ,τι κι ἂν σημαίνει αὐτό), ἀνεξάρτητα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν κοινὴ μοίρα τῶν ἀνθρώπων. «Δὲν εἶναι γιὰ σᾶς αὐτὴ ἡ Σωτηρία, αὐτὴ ἡ Τελειότητα παιδιά. Ἡ Μαρία ἦταν ἐιδικὴ περίπτωση». Αὐτὸ ποὺ γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους ἦταν «σημεῖο» ὅτι ὄντως «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι», ἡ ἀκόμα καὶ μετὰ τὸν τόκο μαρτυρούμενη παρθενία τῆς Θεοτόκου, γίνεται ἐκεῖ νευρωτικὴ ὑπεράσπιση τοῦ προσώπου της ἀπὸ τὸν ἀμήχανο, πρωτόγονο πανικὸ μπροστὰ στὴν ἀνθρώπινη σεξουαλικότητα: ἡ Μαρία γίνεται ἐκεῖ -κυρίως- ἡ «Παρθένος» καὶ -κατὰ δεύτερον- Θεοτόκος. «Ἄ, ναί, παρεμπιπτόντως γέννησε καὶ τὸν ἄκτιστο Θεό».

Στὶς 15 Αὐγούστου τὸ πρωί, «σὲ κάθε παραμικρὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησάκι, μιὰ ποίηση ἰλιγγιώδης γίνεται τραγούδι, μαρτυρία ψηλάφησης τοῦ πληρώματος ἐλευθερίας τῆς ζωῆς» (Χρ. Γιανναρᾶς): «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοὶ Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τὸκον Παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τὴν κληρονομίαν σου».

Ὁ ψάλτης στὸ ἐκκλησάκι ποὺ θὰ πᾶτε -ἢ στὸ ἐκκλησάκι ποὺ ΔΕΝ θὰ πᾶτε, ἀφήνοντας τὸν γάμο μὲ τὸ Ἄκτιστο γιὰ τὰ πουρνάρια τοῦ ροχαλητοῦ-, κάποιος κυρ-Γιάννης ἢ κάποιος κυρ-Χρῆστος, θὰ ψάλλει μὲ μπρίο ὅτι «θὰ μὲ δοῦν νὰ γιορτάζω φωτεινά, πανηγυρτζίδικα, καὶ θὰ τραγουδήσω μὲ ἄγρια χαρὰ γιὰ τὴν Κοίμησή της» («Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται Πνεύματος, καὶ λόγον ἐρεύξομαι τῇ Βασιλίδι Μητρί, καὶ ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων, καὶ ᾄσω γηθόμενος, ταύτης τήν Κοίμησιν»). Αὐτὸς ξέρει νὰ γιορτάζει, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὰ ὄχι καὶ τόσο φειδωλὰ λόγια του. Ἂν καί, δυό χιλιάδες χρόνια τώρα, δὲν ἔχει καταφέρει νὰ καταλάβει ἀκριβῶς: «ἀκατανόητον θαῦμα, πῶς γαλουχεῖς τὸν Δεσπότην;»

«Σήμερον» ἑορτάζουμε τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου: Κοίμηση, ἂν καὶ «μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς». Γιορτάζουμε τὴν τότε Κοίμησή της, δηλαδὴ τὴν τώρα καὶ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί, παρουσία της στὴν ζωή μας. Γιορτάζουμε στὸ πρόσωπό της τὸ ἐνδεχόμενο τῆς σωτηρίας μας. Καὶ τῆς ζητᾶμε νὰ βάλει ἕνα χεράκι γι’ αὐτό, «πρεσβίαις» της.

Καλὴ Παναγιά, φίλοι. Καὶ τοῦ χρόνου, ν’ ἀνταμώσουμε πάλι στὴ Γιορτή.

Σωτήρης Μητραλέξης
πηγη