Της Κατερίνας Αγγελιδάκη
H επαγγελματική τύχη το ’φερε να εργαστώ για ένα φεγγάρι στο γραφείο Τύπου του υπουργείου Πολιτισμού. Τότε, μεταξύ άλλων, συνάντησα τον κ. Χρήστο Ζαχόπουλο, τον άνθρωπο που όλοι αναγνώριζαν ως τον πανίσχυρο γενικό γραμματέα. Τον ίδιο...
άνθρωπο που, λίγους μήνες αφότου είχα παραιτηθεί από τη θέση μου, έγινε πρωτοσέλιδο «βουτώντας» στο κενό.
Ποτέ μέχρι σήμερα δεν έγραψα δημόσια ούτε για τον ίδιο, ούτε για την υφισταμένη του Εύη Τσέκου, παρόλο που μου ζητήθηκε. Ο λόγος απλός: Θεωρούσα – και εξακολουθώ να θεωρώ – ότι η ανθρωπολογική γνώση που προκύπτει μέσα στον εργασιακό χώρο είναι δημοσιεύσιμη υπό όρους. Οτιδήποτε γραφόταν την εποχή που το σκάνδαλο «έκαιγε» θα λειτουργούσε σαν πιπεράτη παραφιλολογία, χάνοντας οποιοδήποτε νόημα.
Διαβάζοντας, πρόσφατα, ειδήσεις για τη δίκη της υπόθεσης Ζαχόπουλου αποφάσισα, εν τέλει, να γράψω λίγες γραμμές, τώρα που πέρασαν κοντά πέντε χρόνια και κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για «εκμετάλλευση». Για να περιγράψω πώς ήταν μέσα στον χώρο εργασίας του, όπως τον έζησα, ο άνθρωπος που είδε να έρχονται και να φεύγουν πρωτοκλασάτοι υπουργοί, υφυπουργοί, αναπληρωτές, παραμένοντας ακλόνητος στη θέση του. Και για να δώσω μια εικόνα του δημόσιου ανδρός, ο οποίος στα χρόνια της παντοδυναμίας του συνέδεσε το όνομά του με πληθώρα πολιτικών αποφάσεων για τον πολιτισμό στη χώρα μας επειδή υπήρξε ο εκλεκτός του Μεγάρου Μαξίμου και του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή.
Αγνοώντας, την εποχή της επαγγελματικής αυτής συνάντησης, την προσωπική σχέση που τον συνέδεε με την εποχική υπάλληλο Εύη Τσέκου, μέχρι που η «είδηση» της απόπειρας αυτοκτονίας του να με εκπλήξει στον βαθμό που εξέπληξε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Βαρύς, κλειστός, απόμακρος
Είναι αλήθεια ότι ο πρώην γενικός δεν υπήρξε ποτέ αυτό που λέμε «άνετος» τύπος. Ήταν ψυχρός, «βαρύς», απόμακρος, προστατευμένος λες σε κάποιο κουκούλι αλλοτινής κοπής, τότε που η απόσταση περνιόταν για σοβαρότητα και η ψυχρότητα για δείγμα ωριμότητας. Προσθέστε σ’ αυτά την αύρα εξουσίας που πλανιόταν τριγύρω του με τις συχνές αναφορές στο πρωθυπουργικό ζεύγος και στη βαθιά φιλία που τους συνέδεε, και έχετε ένα πρώτο δείγμα της εικόνας που εξέπεμπε ο κ. Ζαχόπουλος. Χαμογελούσε σπάνια. Και όταν το έκανε υπήρχε πάντα κάποιος λόγος. Ένα υπουργικό μπράβο, μια ιδέα του που έπαιρνε σάρκα και οστά. Μέχρις εκεί. Εγώ προσωπικά δεν θυμάμαι κανένα άλλο χαμόγελο. Ούτε για καλημέρα. Όχι, ο κ. Ζαχόπουλος δεν ήταν άνθρωπος αγενής. Κάθε άλλο. Τηρούσε μια ευλαβική τυπικότητα στις δημόσιες συναναστροφές του, λύση προφανώς σωτήρια για τον ίδιο, αφού έκρυβε όσα ήθελε να μη φανούν και φανέρωνε όσα δεν ήθελε να κρύψει. Το ιδιαίτερο γραφείο του ήταν συνήθως βουβό, όταν δεν είχε κόσμο να περιμένει στην ουρά για να τον δει. Μερικά «ντριν» που απαντιόντουσαν χαμηλόφωνα απ’ τα σκυμμένα στα γραφεία τους κορίτσια, τυπικότητα μέχρις εκεί που δεν παίρνει, αλλά και δουλειά. Οι εργαζόμενοι δούλευαν συχνά ώς αργά. Το ίδιο κι εκείνος, με την πόρτα του πάντα κλειστή. Ακοίμητος φρουρός απέξω η Εύη Τσέκου. Μέρα και νύχτα, αργίες, Σαββατοκύριακα. Κι αν λάχαινε κι έπρεπε να τον δεις για κάτι επείγον που προέκυπτε ξαφνικά, έπρεπε όχι μόνο να περάσεις απ’ το γραφείο της, μα και να την ενημερώσεις τι θέλεις.
Όταν περνούσες από το απαραίτητο «τεστ», βρισκόσουν στο στρογγυλό τραπέζι των συσκέψεων, μόνη μαζί του, να μιλάς χωρίς να σε διακόπτει ποτέ, αλλά και να μην είσαι σίγουρη ότι σε ακούει όσο μιλούσες. Τα μάτια του ήταν πάντα αλλού, η σκέψη δεν ξέρω, το βαρομετρικό χαμηλό και ο λεπτοδείκτης σε περίοπτη θέση.
Αίφνης, σαν να ξυπνούσε από κάτι που έμοιαζε με ρεμβασμό, σου απαντούσε με τέσσερις - πέντε λέξεις. Ξηρός και σαφής. Και η κουβέντα είχε ολοκληρωθεί χωρίς αντίλογο ή απορίες. Δεν ήταν επικοινωνιακός άνθρωπος ο «κύριος Χρήστος». Το άκρως αντίθετο. Όμως, πέρα από τη δυσθυμία του και τη φανερή δυσκολία του να μοιράζεται σκέψεις, υπήρχε και κάτι άλλο, πιο σοβαρό κατά τη γνώμη μου. Θα πρέπει να είχε μάλλον μικρή εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Πώς αλλιώς να περιγράψει κανείς έναν άνθρωπο που δεν παραδεχόταν ποτέ το λάθος του; Ακόμα και κάποιες εξόφθαλμες αστοχίες, οι οποίες τύχαινε να παρεισφρήσουν σε ένα απλό δελτίο Τύπου και του τις επισήμαινες, παρέμεναν συνήθως «ως είχαν». Όσες διορθώθηκαν ποτέ, τις διόρθωσε - από υπερβάλλοντα ζήλο - η Εύη Τσέκου.
Η πέτρα του σκανδάλου
Αν κάτι δεν μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ ήταν ότι η Εύη Τσέκου θα γινόταν μια μέρα η «μοιραία» γυναίκα. Τίποτε πάνω της δεν με προϊδέασε ούτε στιγμή ότι κάτι κρυφό φώλιαζε μέσα σε εκείνο το αγχωμένο γέλιο, τη γρήγορη περπατησιά του ανθρώπου που τρέχει για όλους και για όλα, της γυναίκας που έμοιαζε σαν να ήθελε να πείσει τους πάντες ότι άξιζε τον πολυπόθητο διορισμό της. Η Εύη Τσέκου ήταν από εκείνους τους εργαζόμενους που δουλεύουν τριπλά εξαιτίας του άγχους. Που η εμμονή τους να τα κάνουν όλα σωστά τους οδηγεί σε εργασιακές ακρότητες, συχνά δίχως νόημα. Όμως δεν ήξερα, όπως αποδείχτηκε, πολλά. Γνώριζα μόνο το ιδιαίτερο χτύπημά της στην πόρτα του γραφείου Τύπου, το φουριόζικο «έμπα» της με τα χαρτιά να της κρέμονται απ’ τα χέρια και την πρεμούρα της να προλάβει μια προθεσμία, να απαντήσει σε κάτι, να ενη μερώσει για κάτι άλλο. Δεν τη θυμάμαι ποτέ να στάθηκε ούτε για ένα ποτήρι νερό. Ο γενικός, τόνιζε, τη ζητάει συνεχώς και δεν μπορούσε να περιμένει. Θυμάμαι, μόνο, να κοντοστέκεται μια φορά. Περνούσε από δίπλα ο υπουργός, της τον σύστησε κάποιος, και εκείνη έγινε άλλη τόση. Όμως η Τσέκου πέρασε, όπως και ο υπουργός, όπως και ο γενικός, γραμματέας...
Ήθελε να είναι ο υπουργός
Ο κ. Ζαχόπουλος δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Ίσως γιατί, όπως είχε πει αρκετές φορές, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Το να βρεθεί εκεί που βρέθηκε ήταν κάτι σχεδόν ακατόρθωτο. Να, όμως, που έγινε. Και έπρεπε να κρατηθεί με νύχια και με δόντια. Και το ’βλεπες πεντακάθαρα: κανέναν δεν ήθελε καλύτερό του ο γενικός, ούτε καν τους προϊσταμένους υπουργούς του. Όσο για τους υπουργικούς συμβούλους, ούτε λόγος. Μια - δυο ευγενικές κουβέντες σε όσους θεωρούσε αδύναμους και μια μισοκρυμμένη απέχθεια στους ικανότερους και πιο καπάτσους. Δεν είχε τίποτα προσωπικό εναντίον τους. Απλώς νομίζω πως τους έκρινε με γνώμονα τη σφαίρα επιρροής τους στον υπουργό και το μερίδιο εξουσίας που πίστευε ότι πιθανώς θα του στερούσαν. Σωστή ή λάθος η αντίληψή τους για τον πολιτισμό, θέμα ήσσονος σημασίας. Στο κάτω κάτω κανείς δεν ήξερε τα προβλήματα καλύτερα από τον ίδιο…
Με μια ειδοποιό επισήμανση: Οι πολιτικές πρωτοβουλίες, δράσεις, αποφάσεις, που φέρουν την υπογραφή του όσα χρόνια ήταν ο «νοικοκύρης» που διαφέντευε το ΥΠΠΟ, πόρω απέχουν από το να αφήσουν εποχή ή να μείνουν στην Ιστορία. Οι πράξεις του, που δεν στερούνταν βούλησης για να λυθούν προβλή ματα, στερούνταν, ωστόσο, πρωτοτυπίας, φαντασίας και στίγματος. Ήταν κομματικός και απόλυτος ο κ. Ζαχόπουλος, θιασώτης, όπως πολλοί, της ιδεοληψίας των «δικών μας παιδιών», φοβικός απέναντι στις καινοτομίες (ίσως επειδή δεν μπορούσε να τις κάνει ο ίδιος), διστακτικός σε κάθε τι καινούργιο και οπαδός μιας συνέχειας χωρίς ρηξιγενή δημιουργικότητα. Δεν στερούνταν παιδείας, αλλά τόλμης και έμπνευσης. Ελάχιστα πολιτικό ον και σχεδόν καθόλου οξυδερκής στην αποτίμηση ανθρώπινων χαρακτήρων, ικανοτήτων και προσόντων. Ακόμα θυμάμαι πόσο ελάχιστα μπορούσε να ανεχτεί μια δεύτερη γνώμη σε όσα ανέπτυσσε στις υπουργικές συσκέψεις στις οποίες έτυχε να είμαι παρούσα, λες και η όποια αντίρρηση είχε να κάνει με υποβάθμιση της αξίας του και όχι με διάλογο που μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερες λύσεις. Κοκκίνιζε μουτρωμένος και σώπαινε, με ένα είδος θιγμένης μεγαλοπρέπειας, καρφώνοντας τα μάτια στο κενό ή στο πάτωμα. Δεν προσπαθούσε σχεδόν ποτέ να αντιπαρατεθεί. Το θεωρούσε χαμένο κόπο. Προφανώς πίστευε πως δεν μπορεί, θα του το γλύκαινε το φαρμάκι κατ’ ιδίαν ο υπουργός, αφού ήταν ο εκλεκτός της υπέρτατης εξουσίας. Ακόμα θυμάμαι έμπειρους δημοσιογράφους του πολιτιστικού ρεπορτάζ να με ρωτούν αν γνωρίζω «τι σόι άνθρωπος είναι, τελικά, ο Ζαχόπουλος, που μας φαίνεται έντιμος, αλλά δεν μπορούμε να διαβάσουμε το μυαλό του».
Όπως φάνηκε στην πορεία, κανείς δεν μπορούσε να διαβάσει το μυαλό του «κυρίου Χρήστου». Όχι μόνο επειδή δεν σε άφηνε ο ίδιος, αλλά επειδή οι ιδιαίτεροι ψυχισμοί δεν μιλάνε ποτέ δυνατά. Προτιμούν να ψιθυρίζουν μια προσευχή την ώρα που ετοιμάζονται να πηδήξουν, όπως έχει πει δημόσια ο παρ’ ολίγον αυτόχειρας.
ΥΓ.: Πολλοί από αυτούς που λοιδόρησαν τον κ. Ζαχόπουλο μετά την πτώση του, εκλιπαρούσαν για μια μικρή του εύνοια στα χρόνια της ακμής. Πολλοί από εκείνους που σήμερα στρέφουν αλλού το βλέμμα αδιαφορώντας, έχουν περάσει μέρες στον προθάλαμο του γραφείου του για ένα σύντομο ραντεβού. Αυτά έχει η εξουσία όταν την έχεις, αυτά όταν τη χάνεις.
πηγη
H επαγγελματική τύχη το ’φερε να εργαστώ για ένα φεγγάρι στο γραφείο Τύπου του υπουργείου Πολιτισμού. Τότε, μεταξύ άλλων, συνάντησα τον κ. Χρήστο Ζαχόπουλο, τον άνθρωπο που όλοι αναγνώριζαν ως τον πανίσχυρο γενικό γραμματέα. Τον ίδιο...
άνθρωπο που, λίγους μήνες αφότου είχα παραιτηθεί από τη θέση μου, έγινε πρωτοσέλιδο «βουτώντας» στο κενό.
Ποτέ μέχρι σήμερα δεν έγραψα δημόσια ούτε για τον ίδιο, ούτε για την υφισταμένη του Εύη Τσέκου, παρόλο που μου ζητήθηκε. Ο λόγος απλός: Θεωρούσα – και εξακολουθώ να θεωρώ – ότι η ανθρωπολογική γνώση που προκύπτει μέσα στον εργασιακό χώρο είναι δημοσιεύσιμη υπό όρους. Οτιδήποτε γραφόταν την εποχή που το σκάνδαλο «έκαιγε» θα λειτουργούσε σαν πιπεράτη παραφιλολογία, χάνοντας οποιοδήποτε νόημα.
Διαβάζοντας, πρόσφατα, ειδήσεις για τη δίκη της υπόθεσης Ζαχόπουλου αποφάσισα, εν τέλει, να γράψω λίγες γραμμές, τώρα που πέρασαν κοντά πέντε χρόνια και κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για «εκμετάλλευση». Για να περιγράψω πώς ήταν μέσα στον χώρο εργασίας του, όπως τον έζησα, ο άνθρωπος που είδε να έρχονται και να φεύγουν πρωτοκλασάτοι υπουργοί, υφυπουργοί, αναπληρωτές, παραμένοντας ακλόνητος στη θέση του. Και για να δώσω μια εικόνα του δημόσιου ανδρός, ο οποίος στα χρόνια της παντοδυναμίας του συνέδεσε το όνομά του με πληθώρα πολιτικών αποφάσεων για τον πολιτισμό στη χώρα μας επειδή υπήρξε ο εκλεκτός του Μεγάρου Μαξίμου και του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή.
Αγνοώντας, την εποχή της επαγγελματικής αυτής συνάντησης, την προσωπική σχέση που τον συνέδεε με την εποχική υπάλληλο Εύη Τσέκου, μέχρι που η «είδηση» της απόπειρας αυτοκτονίας του να με εκπλήξει στον βαθμό που εξέπληξε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Βαρύς, κλειστός, απόμακρος
Είναι αλήθεια ότι ο πρώην γενικός δεν υπήρξε ποτέ αυτό που λέμε «άνετος» τύπος. Ήταν ψυχρός, «βαρύς», απόμακρος, προστατευμένος λες σε κάποιο κουκούλι αλλοτινής κοπής, τότε που η απόσταση περνιόταν για σοβαρότητα και η ψυχρότητα για δείγμα ωριμότητας. Προσθέστε σ’ αυτά την αύρα εξουσίας που πλανιόταν τριγύρω του με τις συχνές αναφορές στο πρωθυπουργικό ζεύγος και στη βαθιά φιλία που τους συνέδεε, και έχετε ένα πρώτο δείγμα της εικόνας που εξέπεμπε ο κ. Ζαχόπουλος. Χαμογελούσε σπάνια. Και όταν το έκανε υπήρχε πάντα κάποιος λόγος. Ένα υπουργικό μπράβο, μια ιδέα του που έπαιρνε σάρκα και οστά. Μέχρις εκεί. Εγώ προσωπικά δεν θυμάμαι κανένα άλλο χαμόγελο. Ούτε για καλημέρα. Όχι, ο κ. Ζαχόπουλος δεν ήταν άνθρωπος αγενής. Κάθε άλλο. Τηρούσε μια ευλαβική τυπικότητα στις δημόσιες συναναστροφές του, λύση προφανώς σωτήρια για τον ίδιο, αφού έκρυβε όσα ήθελε να μη φανούν και φανέρωνε όσα δεν ήθελε να κρύψει. Το ιδιαίτερο γραφείο του ήταν συνήθως βουβό, όταν δεν είχε κόσμο να περιμένει στην ουρά για να τον δει. Μερικά «ντριν» που απαντιόντουσαν χαμηλόφωνα απ’ τα σκυμμένα στα γραφεία τους κορίτσια, τυπικότητα μέχρις εκεί που δεν παίρνει, αλλά και δουλειά. Οι εργαζόμενοι δούλευαν συχνά ώς αργά. Το ίδιο κι εκείνος, με την πόρτα του πάντα κλειστή. Ακοίμητος φρουρός απέξω η Εύη Τσέκου. Μέρα και νύχτα, αργίες, Σαββατοκύριακα. Κι αν λάχαινε κι έπρεπε να τον δεις για κάτι επείγον που προέκυπτε ξαφνικά, έπρεπε όχι μόνο να περάσεις απ’ το γραφείο της, μα και να την ενημερώσεις τι θέλεις.
Όταν περνούσες από το απαραίτητο «τεστ», βρισκόσουν στο στρογγυλό τραπέζι των συσκέψεων, μόνη μαζί του, να μιλάς χωρίς να σε διακόπτει ποτέ, αλλά και να μην είσαι σίγουρη ότι σε ακούει όσο μιλούσες. Τα μάτια του ήταν πάντα αλλού, η σκέψη δεν ξέρω, το βαρομετρικό χαμηλό και ο λεπτοδείκτης σε περίοπτη θέση.
Αίφνης, σαν να ξυπνούσε από κάτι που έμοιαζε με ρεμβασμό, σου απαντούσε με τέσσερις - πέντε λέξεις. Ξηρός και σαφής. Και η κουβέντα είχε ολοκληρωθεί χωρίς αντίλογο ή απορίες. Δεν ήταν επικοινωνιακός άνθρωπος ο «κύριος Χρήστος». Το άκρως αντίθετο. Όμως, πέρα από τη δυσθυμία του και τη φανερή δυσκολία του να μοιράζεται σκέψεις, υπήρχε και κάτι άλλο, πιο σοβαρό κατά τη γνώμη μου. Θα πρέπει να είχε μάλλον μικρή εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Πώς αλλιώς να περιγράψει κανείς έναν άνθρωπο που δεν παραδεχόταν ποτέ το λάθος του; Ακόμα και κάποιες εξόφθαλμες αστοχίες, οι οποίες τύχαινε να παρεισφρήσουν σε ένα απλό δελτίο Τύπου και του τις επισήμαινες, παρέμεναν συνήθως «ως είχαν». Όσες διορθώθηκαν ποτέ, τις διόρθωσε - από υπερβάλλοντα ζήλο - η Εύη Τσέκου.
Η πέτρα του σκανδάλου
Αν κάτι δεν μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ ήταν ότι η Εύη Τσέκου θα γινόταν μια μέρα η «μοιραία» γυναίκα. Τίποτε πάνω της δεν με προϊδέασε ούτε στιγμή ότι κάτι κρυφό φώλιαζε μέσα σε εκείνο το αγχωμένο γέλιο, τη γρήγορη περπατησιά του ανθρώπου που τρέχει για όλους και για όλα, της γυναίκας που έμοιαζε σαν να ήθελε να πείσει τους πάντες ότι άξιζε τον πολυπόθητο διορισμό της. Η Εύη Τσέκου ήταν από εκείνους τους εργαζόμενους που δουλεύουν τριπλά εξαιτίας του άγχους. Που η εμμονή τους να τα κάνουν όλα σωστά τους οδηγεί σε εργασιακές ακρότητες, συχνά δίχως νόημα. Όμως δεν ήξερα, όπως αποδείχτηκε, πολλά. Γνώριζα μόνο το ιδιαίτερο χτύπημά της στην πόρτα του γραφείου Τύπου, το φουριόζικο «έμπα» της με τα χαρτιά να της κρέμονται απ’ τα χέρια και την πρεμούρα της να προλάβει μια προθεσμία, να απαντήσει σε κάτι, να ενη μερώσει για κάτι άλλο. Δεν τη θυμάμαι ποτέ να στάθηκε ούτε για ένα ποτήρι νερό. Ο γενικός, τόνιζε, τη ζητάει συνεχώς και δεν μπορούσε να περιμένει. Θυμάμαι, μόνο, να κοντοστέκεται μια φορά. Περνούσε από δίπλα ο υπουργός, της τον σύστησε κάποιος, και εκείνη έγινε άλλη τόση. Όμως η Τσέκου πέρασε, όπως και ο υπουργός, όπως και ο γενικός, γραμματέας...
Ήθελε να είναι ο υπουργός
Ο κ. Ζαχόπουλος δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Ίσως γιατί, όπως είχε πει αρκετές φορές, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Το να βρεθεί εκεί που βρέθηκε ήταν κάτι σχεδόν ακατόρθωτο. Να, όμως, που έγινε. Και έπρεπε να κρατηθεί με νύχια και με δόντια. Και το ’βλεπες πεντακάθαρα: κανέναν δεν ήθελε καλύτερό του ο γενικός, ούτε καν τους προϊσταμένους υπουργούς του. Όσο για τους υπουργικούς συμβούλους, ούτε λόγος. Μια - δυο ευγενικές κουβέντες σε όσους θεωρούσε αδύναμους και μια μισοκρυμμένη απέχθεια στους ικανότερους και πιο καπάτσους. Δεν είχε τίποτα προσωπικό εναντίον τους. Απλώς νομίζω πως τους έκρινε με γνώμονα τη σφαίρα επιρροής τους στον υπουργό και το μερίδιο εξουσίας που πίστευε ότι πιθανώς θα του στερούσαν. Σωστή ή λάθος η αντίληψή τους για τον πολιτισμό, θέμα ήσσονος σημασίας. Στο κάτω κάτω κανείς δεν ήξερε τα προβλήματα καλύτερα από τον ίδιο…
Με μια ειδοποιό επισήμανση: Οι πολιτικές πρωτοβουλίες, δράσεις, αποφάσεις, που φέρουν την υπογραφή του όσα χρόνια ήταν ο «νοικοκύρης» που διαφέντευε το ΥΠΠΟ, πόρω απέχουν από το να αφήσουν εποχή ή να μείνουν στην Ιστορία. Οι πράξεις του, που δεν στερούνταν βούλησης για να λυθούν προβλή ματα, στερούνταν, ωστόσο, πρωτοτυπίας, φαντασίας και στίγματος. Ήταν κομματικός και απόλυτος ο κ. Ζαχόπουλος, θιασώτης, όπως πολλοί, της ιδεοληψίας των «δικών μας παιδιών», φοβικός απέναντι στις καινοτομίες (ίσως επειδή δεν μπορούσε να τις κάνει ο ίδιος), διστακτικός σε κάθε τι καινούργιο και οπαδός μιας συνέχειας χωρίς ρηξιγενή δημιουργικότητα. Δεν στερούνταν παιδείας, αλλά τόλμης και έμπνευσης. Ελάχιστα πολιτικό ον και σχεδόν καθόλου οξυδερκής στην αποτίμηση ανθρώπινων χαρακτήρων, ικανοτήτων και προσόντων. Ακόμα θυμάμαι πόσο ελάχιστα μπορούσε να ανεχτεί μια δεύτερη γνώμη σε όσα ανέπτυσσε στις υπουργικές συσκέψεις στις οποίες έτυχε να είμαι παρούσα, λες και η όποια αντίρρηση είχε να κάνει με υποβάθμιση της αξίας του και όχι με διάλογο που μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερες λύσεις. Κοκκίνιζε μουτρωμένος και σώπαινε, με ένα είδος θιγμένης μεγαλοπρέπειας, καρφώνοντας τα μάτια στο κενό ή στο πάτωμα. Δεν προσπαθούσε σχεδόν ποτέ να αντιπαρατεθεί. Το θεωρούσε χαμένο κόπο. Προφανώς πίστευε πως δεν μπορεί, θα του το γλύκαινε το φαρμάκι κατ’ ιδίαν ο υπουργός, αφού ήταν ο εκλεκτός της υπέρτατης εξουσίας. Ακόμα θυμάμαι έμπειρους δημοσιογράφους του πολιτιστικού ρεπορτάζ να με ρωτούν αν γνωρίζω «τι σόι άνθρωπος είναι, τελικά, ο Ζαχόπουλος, που μας φαίνεται έντιμος, αλλά δεν μπορούμε να διαβάσουμε το μυαλό του».
Όπως φάνηκε στην πορεία, κανείς δεν μπορούσε να διαβάσει το μυαλό του «κυρίου Χρήστου». Όχι μόνο επειδή δεν σε άφηνε ο ίδιος, αλλά επειδή οι ιδιαίτεροι ψυχισμοί δεν μιλάνε ποτέ δυνατά. Προτιμούν να ψιθυρίζουν μια προσευχή την ώρα που ετοιμάζονται να πηδήξουν, όπως έχει πει δημόσια ο παρ’ ολίγον αυτόχειρας.
ΥΓ.: Πολλοί από αυτούς που λοιδόρησαν τον κ. Ζαχόπουλο μετά την πτώση του, εκλιπαρούσαν για μια μικρή του εύνοια στα χρόνια της ακμής. Πολλοί από εκείνους που σήμερα στρέφουν αλλού το βλέμμα αδιαφορώντας, έχουν περάσει μέρες στον προθάλαμο του γραφείου του για ένα σύντομο ραντεβού. Αυτά έχει η εξουσία όταν την έχεις, αυτά όταν τη χάνεις.
πηγη
3 σχόλια:
-Καλά βαλτή είσαι Κυρία μου!!! νά βγάλω ότι έφαγα σήμερα;;; μέ αυτή τή ζέστη;;;; μή μού θυμίζεις τόν επιβήτορα τού πρώην-πρώην!!!! μπουχέσα πρωθυπουργού "μας" μή σέ παρακαλώ...ρώτα τόν τσιβδό κομιστή Θέμο, τήν συμμορία τού Μάκη αυτοί ξέρουν...
Λούλης (μυστικοσύμβουλος του Kωστάκη) …
« …Αρκετοί από τους ανθρώπους που εμπιστεύθηκε ο Καραμανλής διέψευσαν τις προσδοκίες του και σε επίπεδο ήθους, αλλά και σε επίπεδο ικανοτήτων» …λέει χαρακτηριστικά o Γ. ΛΟΥΛΗΣ… και αναφέρει ότι κάποια από τα στελέχη της ΝΔ είχαν «στερητικά σύνδρομα εξουσίας»…
Ο Καραμανλής βρέθηκε γυμνός από προσωπική ανικανότητα και περικυκλωμένος από αχρείους συνεργάτες (Ρουσόπουλο, Ανδριανό, Aρούλη, Ντόρα, Ζαχόπουλο, Βαρθολομαίο, Λιάπη, Aντώναρο, Λούλη, Αγγέλου, Μειμαράκη, Βουλγαράκη, Μαρκογιαννάκη, Χατζηδάκη, Χατζηγάκη κτλ άπληστα αρπαχτικά …) που είχαν χίλιες αδυναμίες και είχαν καταντήσει εκβιαζόμενα υποχείρια στα χέρια Αμερικανών και άλλων αρχιλαμόγιων , που είχαν στοιχειώδη οργάνωση στις μυστικές τους υπηρεσίες και στα δημοσυντήρητα ΜΜΕ.
Πισινάρχες, Βιλάρχες, Αυλάρχες και πολλούς μα παρά πολλούς ξενό-γαμ-ιά-δες!!! …( Ζαχοπουλαίους, Βαρθολομαίους και άλλους πολλούς γαμιστερούς ομορφάντρες… που εκβίαζαν την σεξουαλική επαφή, με προστασία την καραμπινάτη κατάχρηση εξουσίας… τα παντοειδώς πεινασμένα λαμόγια της χρεοκοπημένης Νέας Δημοκρατίας.)
Ο Κωστάκης ανέλαβε το 2004 το υπουργείο του Πολιτισμού και δεν πάτησε ποτέ του στο υπουργείο. Έβαλε γενικό δερβέναγα , τον παρατρεχάμενο του Ζαχόπουλο ( “PLAY BOY”της Ν.Δ.) να μοιράζει τα δις EUΡΩ σε Ολυμπιακούς και παραολυμπιακούς , σε νταβατζήδες κολλητούς και υποτακτικούς …της Γιάννας και της Ντόρας .
Έκανε κι άλλες “δουλίτσες” ο Ζαχόπουλος.
Μοίραζε τις επιδοτήσεις του ΟΠΑΠ σε “Πολιτιστικούς” συλλόγους και σωματεία (αντίστοιχα των ΜΚΟ για τους πράσινους). “Ανέμη” π.χ. που στο Δ.Σ. ήταν αυτός, η σύζυγος και η Νατασούλα.
ΠΑΠΑΡΙΑ ΜΑΝΤΟΛΕΣ !!!!!!!
Ας μας βρουν πρωτα καμια φωτογραφια του Ζαχοπουλου οσο "αναρρωνε" και μετα βλεπουμε αν ηταν αληθεια ολο αυτο το σηριαλ !!!!
Φυσικα και υπαρχει μαρτυρας ... ο γιος του ... δεν εμφανιστηκε ποτε κανεις αλλος ... μα κανεις ομως ... μα ουτε ενας ρεπορτερ δεν καταφερε να δειξει τιποτα ...?
Και βγηκε ο αθεοφοβος απο 'κει που αναρρωσε τοτε απο το σπασιμο της λεκανης υποβασταζομενος απο τον γιο του και μολις εφτασαν στο αμαξι εκανε μονος του ενα σαλτο και μπηκε μεσα χωρις καθολου βοηθεια ?????
200 κιλα παιδαρος με ΣΠΑΣΙΜΟ ΛΕΚΑΝΗΣ να κανει τετοιο σαλτο ???
το εδειξαν τοτε οι ειδησεις χωρις καμμια ντροπη ...
Ηταν πολλα τα λεφτα ... Χρηστο ???
Δημοσίευση σχολίου