Σύμφωνα με το ειδησεογραφικό πρακτορείο
TAP (Τυνησία), ο
Υπουργός Παιδείας
Abdellatif Abid ανακοίνωσε
την Κυριακή ότι οι
Τυνήσιοι μαθητές θα
μπορέσουν από τον
ερχόμενο Σεπτέμβριο
να επωφεληθούν από...
τη διδασκαλία της
τουρκικής γλώσσας.
Υπογραμμίζει «τη
σημασία της ενθάρρυνσης
της εκμάθησης ξένων
γλωσσών και της
εξασφάλισης του
ανοίγματος του εκπαιδευτικού συστήματος στο περιβάλλον του».
Τα σχόλια σίγουρα θα γίνουν κυρίως για την καταλληλότητα της επιλογής
αυτής από την άποψη των ευκαιριών απασχόλησης ή νέων υποδομών,
αλλά ας μη ξεχάσουμε την ηθική επίπτωση της παρούσας απόφασης.
Θα πρέπει πρώτα να σημειωθεί ότι εάν το κίνητρο για την εκμάθηση της
τουρκικής γλώσσας ήταν μόνο η στρατηγική για την απασχόληση, η
επιλογή θα είχε επικεντρωθεί στις εμπορικές γλώσσες των οποίων οι
επιπτώσεις είναι πολύ μεγαλύτερές από την τουρκική: κινεζικά, ισπανικά ,
γερμανικά, ρωσικά. Λαμβάνοντας υπόψη μόνο την καθαρά επαγγελματική
προοπτική, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ακόμη και την εδραίωση της
εκμάθησης της αγγλικής, της οποίας το επίπεδο είναι τόσο λυπηρό στη
χώρα μας.
Παρόλο που η Τουρκία είναι μια χώρα με θετική ανάπτυξη σε έναν κόσμο
σε ύφεση, τα τουρκικά δεν είναι «επιχειρηματική γλώσσα, business
language», αφού οι ίδιοι οι Τούρκοι κάνουν το εμπόριο τους κυρίως
στα Αγγλικά και Γερμανικά.
Το μέγεθος της αγοράς που ανοίγει με την τουρκική γλώσσα είναι πολύ
μικρό και γελοίο, δεδομένου ότι αυτή η γλώσσα ομιλείται μόνο στην
Τουρκία, ενώ τα ισπανικά, για παράδειγμα, ανοίγουν μια τεράστια αγορά
όπως αυτή της Λατινικής Αμερικής, ομοίως για τα ρωσικά που καλύπτουν
ολόκληρη την περιοχή του Καυκάσου πλούσια σε πετρέλαιο.
Το πραγματικό κίνητρο βρίσκεται επομένως αλλού: να εξυψωθεί η
«οθωμανία» της Τυνησίας. Μαθαίνουμε τα τουρκικά πριν από οτιδήποτε
άλλο, διότι μας «μοιάζουν» περισσότερο, ενισχύει τη σχέση με το
οθωμανικό παρελθόν της χώρας μας. Και το να θέλουμε να επιστρέψουμε
«στις ρίζες» της οθωμανικής Τυνησίας, είναι σαν να θέλουμε να
μετατρέψουμε τη χώρα μας σε «μικρή Τουρκία».
Το ερώτημα γίνεται τότε: θέλει η Τυνησία να γίνει μια «μικρή Τουρκία»;
Διότι μακριά από τις φαντασιώσεις που μεταφέρονται από την Al-Jazeera
για την θριαμβευτική δημοκρατία που έφτασε στην κορυφή από τους
ισλαμιστές, η πρώτη από τις πραγματικότητες της Τουρκίας είναι ότι είναι
μια στρατιωτική δικτατορία που διέπεται από ένα ολοκληρωτικό κοσμικό
σύνταγμα. Η Τουρκία φυλακίζει στις φυλακές της πάνω από 10.000
πολιτικούς κρατούμενους (περιλαμβανομένων πολλών δημοσιογράφων),
ήτοι μόνη της, περισσότερο από όλους τους πολιτικούς κρατουμένους
όλων των αφρικανικών χωρών μαζί. Τα δικαιώματα των γυναικών
εξακολουθούν να υστερούν. Οι Αρμένιοι και οι Κούρδοι μεταχειρίζονται
ως υπάνθρωποι, σε μια χώρα όπου βομβαρδίζουν ακόμα και χωριά (ο
τελευταίος ήταν ο βομβαρδισμός της Uludere, το Δεκέμβριο 2011).
Μακριά από την μιντιακή αποκατάσταση των γεγονότων του στολίσκου
στη Γάζα, το γεγονός παραμένει ότι από το 1996, η Τουρκία και το Ισραήλ
έχουν στρατιωτικές συμφωνίες συνεργασίας και ανταλλαγής υψηλής
στρατιωτικής τεχνολογίας. Η χώρα ήταν πάντα μια πίσω βάση για τις
αμερικανικές επιχειρήσεις στην περιοχή.
Είναι σαφές ότι, ενώ η Τυνησία ετοιμάζεται να περιληφθεί στο Σύνταγμα
της μια δέσμευση της προς την παλαιστινιακή υπόθεση, επιδιώκει στενότερη
στρατηγική και οικονομική συνεργασία με την Τουρκία, τη χώρα της
περιοχής που συνεργάζεται με το Ισραήλ, γεγονός που θα μας οδηγήσει
αναπόφευκτα να σχηματίσουμε ένα τριγωνικό λόμπι συμφερόντων.
Παροξυσμός σχιζοφρένειας.
Αυτή η «μικρή Τουρκία» που επιδιώκει να προωθήσει η κυβέρνηση της
Τυνησίας έχει επίσης ως στόχο να αλλάξουν τις αντιλήψεις που έχουν οι
ίδιο οι Τυνήσιοι για τον εαυτό τους, δίνοντάς τους την εντύπωση ότι είναι
Ανατολίτες παρά Βορειοαφρικανοί του Μαγρέμπ. Διότι η εκμάθηση μιας
γλώσσας είναι επίσης η ενστάλαξη ενός μηνύματος ταυτότητας. Το άμεσο
αντίστροφο θα ήταν ότι να αρνηθείς την πρόσβαση προς μια γλώσσα, είναι
η θέληση εξολόθρευσης οποιασδήποτε σχέσης με την ταυτότητα του
πολιτισμού που πηγάζει από αυτή τη γλώσσα.
Και αφού η εθνική παιδεία εξακολουθεί να αρνείται να εισαγάγει την
βερβερική γλώσσα (Amazigh) στα σχολεία, αποδεικνύεται έμπρακτα ότι
η προτεραιότητα των αρχών είναι να καταστρέψουν με οποιαδήποτε τιμή
τον πολιτισμό Amazigh της Τυνησίας. Διότι πράγματι, ακόμη και στις
Βερβερινόφωνες περιοχές της χώρας μας, η Amazigh δεν διδάσκεται στα
σχολεία, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις από τον ίδιο τον πληθυσμό.
Μπορούμε να θυμίσουμε ότι η χώρα μας έχει αμφισβητηθεί από την Επιτροπή
για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων των Ηνωμένων Εθνών για
την άρνησή της να επιτρέψει στο πληθυσμό των Βερβέρων να εισαγάγουν
τη γλώσσα τους στα σχολικά προγράμματα.
Η προτεραιότητά μας δεν θα έπρεπε να πηγαίνει στη διασφάλιση της
διδασκαλίας της δικής μας ιθαγενούς γλώσσας, εκείνης που δημιουργήσαμε
εμείς οι ίδιοι και που οι πρόγονοί μας (και πολλοί σύγχρονοι μας) μίλαγαν
, που χρησιμοποιείται σε όλο το Μαγκρέμπ, ή αντιθέτως σε μια ξένη γλώσσα,
η οποία είναι σίγουρα μέρος του παρελθόντος μας, αλλά όχι δικών μας
πράξεων, λόγω του αποικιακού επεισοδίου που έχουμε υποστεί;
Άραγε, βρισκόμαστε σήμερα στην Τυνησία στο σημείο να φορέσουμε στην
καρδιά μας περισσότερο όλα αυτά που μας ήρθαν από την κυριαρχία των
προγόνων μας και να απορρίψουμε ό τι εφεύραν οι δικοί μας πατέρες, ό τι
μας είναι ειδικό;
«Είμαστε όλοι λίγο Τούρκοι» θα μας πείτε.
Αν είμαστε όλοι λίγο Τούρκοι, τότε είμαστε όλοι πολύ Βέρβεροι (Amazigh).
Η πλειονότητα των Τυνήσιων είναι βερβερικής προέλευσης ( Amazigh), είναι
γεγονός γενετικό, ανθρωπολογικό και κοινωνιολογικό. Και αν μόνο το 2%
των Τυνήσιων εξακολουθούν να μιλούν τη γλώσσα Amazigh ως μητρική
τους γλώσσα (και αυτό λόγω της πολιτικής του αποκλεισμού αυτής της
γλώσσας), δεν υπάρχει καμία τυνήσια τουρκόφωνη κοινότητα. Δεν υπάρχει
κανένα χωριό στην Τυνησία, όπου τα παιδιά γεννιούνται και ακούνε τη
μητέρα τους να μιλά τουρκικά. Υπάρχουν βέρβεροι πολιτιστικοί σύλλογοι
που εκπροσωπούν τους Τυνήσιους Βέρβερους (και οι αρχές επιλέγουν
να μη τους ακούσουν και ακόμα να μη τους συναντήσουν) αλλά δεν
υπάρχει κανένας τουρκοτυνήσιος πολιτιστικός σύλλογος.
Για να δοθούν μαθήματα τούρκικης γλώσσας στην Τυνησία, θα πρέπει
να προληφθούν δάσκαλοί στην Τουρκία, ενώ οι Βέρβεροι (Imazighen)
είναι εδώ, γεννήθηκαν εδώ, δεν έχουν άλλη πατρίδα και ζητούν μόνο
το δικαίωμα να επωφελούνται από τις εκπαιδευτικές υποδομές για να διδάξουν.
Εν ολίγοις, είμαστε τυχεροί που έχουμε τον δικό μας πολιτισμό, τη δική
μας κουλτούρα, αλλά αυτοί που αποφασίζουν κάνουν τα πάντα για να
μας μηδενίσουν.
Να εισαγάγεις περισσότερες ξένες γλώσσες στο σχολείο δεν είναι κακό
πράγμα. Αυτό που είναι επιβλαβές είναι τα σαφή ιδεολογικά κίνητρα
πίσω από αυτήν την επιλογή.
Ίσως πιστεύουν οι ηγέτες μας ότι θα γίνουν Ερντογάν στη θέση του
Ερντογάν.
Αλλά ας μη κάνουν λάθος, υπάρχει μόνο ένα κοινό πράγμα μεταξύ του
ΑΚΡ και της τρόικας μας: καθώς επιδιώκει να εξαλείψει τη βερβερική
(Amazigh) ταυτότητα από τα εδάφη της Τυνησίας, η πρώτη πράττει το
ίδιο με τη κουρδική η αρμενική ταυτότητα στα τουρκικά εδάφη.
Ines Fezzani
*Βιογραφία: Η Ines Fezzani είναι Τυνησοαιγύπτια που γεννήθηκε
στην Ελβετία, όπου πραγματοποίησε σπουδές στη φυσική. Σήμερα
είναι πρόεδρος της ΜΚΟ (ιστοσελίδα nastag.org) της οποίας είναι
συν-ιδρύτρια, αφιερωμένης στην προώθηση της επιστημονικής και
τεχνολογικής έρευνας στη Βόρεια Αφρική και υπέρ των Βοριοαφρικανών.
πηγη
TAP (Τυνησία), ο
Υπουργός Παιδείας
Abdellatif Abid ανακοίνωσε
την Κυριακή ότι οι
Τυνήσιοι μαθητές θα
μπορέσουν από τον
ερχόμενο Σεπτέμβριο
να επωφεληθούν από...
τη διδασκαλία της
τουρκικής γλώσσας.
Υπογραμμίζει «τη
σημασία της ενθάρρυνσης
της εκμάθησης ξένων
γλωσσών και της
εξασφάλισης του
ανοίγματος του εκπαιδευτικού συστήματος στο περιβάλλον του».
Τα σχόλια σίγουρα θα γίνουν κυρίως για την καταλληλότητα της επιλογής
αυτής από την άποψη των ευκαιριών απασχόλησης ή νέων υποδομών,
αλλά ας μη ξεχάσουμε την ηθική επίπτωση της παρούσας απόφασης.
Θα πρέπει πρώτα να σημειωθεί ότι εάν το κίνητρο για την εκμάθηση της
τουρκικής γλώσσας ήταν μόνο η στρατηγική για την απασχόληση, η
επιλογή θα είχε επικεντρωθεί στις εμπορικές γλώσσες των οποίων οι
επιπτώσεις είναι πολύ μεγαλύτερές από την τουρκική: κινεζικά, ισπανικά ,
γερμανικά, ρωσικά. Λαμβάνοντας υπόψη μόνο την καθαρά επαγγελματική
προοπτική, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ακόμη και την εδραίωση της
εκμάθησης της αγγλικής, της οποίας το επίπεδο είναι τόσο λυπηρό στη
χώρα μας.
Παρόλο που η Τουρκία είναι μια χώρα με θετική ανάπτυξη σε έναν κόσμο
σε ύφεση, τα τουρκικά δεν είναι «επιχειρηματική γλώσσα, business
language», αφού οι ίδιοι οι Τούρκοι κάνουν το εμπόριο τους κυρίως
στα Αγγλικά και Γερμανικά.
Το μέγεθος της αγοράς που ανοίγει με την τουρκική γλώσσα είναι πολύ
μικρό και γελοίο, δεδομένου ότι αυτή η γλώσσα ομιλείται μόνο στην
Τουρκία, ενώ τα ισπανικά, για παράδειγμα, ανοίγουν μια τεράστια αγορά
όπως αυτή της Λατινικής Αμερικής, ομοίως για τα ρωσικά που καλύπτουν
ολόκληρη την περιοχή του Καυκάσου πλούσια σε πετρέλαιο.
Το πραγματικό κίνητρο βρίσκεται επομένως αλλού: να εξυψωθεί η
«οθωμανία» της Τυνησίας. Μαθαίνουμε τα τουρκικά πριν από οτιδήποτε
άλλο, διότι μας «μοιάζουν» περισσότερο, ενισχύει τη σχέση με το
οθωμανικό παρελθόν της χώρας μας. Και το να θέλουμε να επιστρέψουμε
«στις ρίζες» της οθωμανικής Τυνησίας, είναι σαν να θέλουμε να
μετατρέψουμε τη χώρα μας σε «μικρή Τουρκία».
Το ερώτημα γίνεται τότε: θέλει η Τυνησία να γίνει μια «μικρή Τουρκία»;
Διότι μακριά από τις φαντασιώσεις που μεταφέρονται από την Al-Jazeera
για την θριαμβευτική δημοκρατία που έφτασε στην κορυφή από τους
ισλαμιστές, η πρώτη από τις πραγματικότητες της Τουρκίας είναι ότι είναι
μια στρατιωτική δικτατορία που διέπεται από ένα ολοκληρωτικό κοσμικό
σύνταγμα. Η Τουρκία φυλακίζει στις φυλακές της πάνω από 10.000
πολιτικούς κρατούμενους (περιλαμβανομένων πολλών δημοσιογράφων),
ήτοι μόνη της, περισσότερο από όλους τους πολιτικούς κρατουμένους
όλων των αφρικανικών χωρών μαζί. Τα δικαιώματα των γυναικών
εξακολουθούν να υστερούν. Οι Αρμένιοι και οι Κούρδοι μεταχειρίζονται
ως υπάνθρωποι, σε μια χώρα όπου βομβαρδίζουν ακόμα και χωριά (ο
τελευταίος ήταν ο βομβαρδισμός της Uludere, το Δεκέμβριο 2011).
Μακριά από την μιντιακή αποκατάσταση των γεγονότων του στολίσκου
στη Γάζα, το γεγονός παραμένει ότι από το 1996, η Τουρκία και το Ισραήλ
έχουν στρατιωτικές συμφωνίες συνεργασίας και ανταλλαγής υψηλής
στρατιωτικής τεχνολογίας. Η χώρα ήταν πάντα μια πίσω βάση για τις
αμερικανικές επιχειρήσεις στην περιοχή.
Είναι σαφές ότι, ενώ η Τυνησία ετοιμάζεται να περιληφθεί στο Σύνταγμα
της μια δέσμευση της προς την παλαιστινιακή υπόθεση, επιδιώκει στενότερη
στρατηγική και οικονομική συνεργασία με την Τουρκία, τη χώρα της
περιοχής που συνεργάζεται με το Ισραήλ, γεγονός που θα μας οδηγήσει
αναπόφευκτα να σχηματίσουμε ένα τριγωνικό λόμπι συμφερόντων.
Παροξυσμός σχιζοφρένειας.
Αυτή η «μικρή Τουρκία» που επιδιώκει να προωθήσει η κυβέρνηση της
Τυνησίας έχει επίσης ως στόχο να αλλάξουν τις αντιλήψεις που έχουν οι
ίδιο οι Τυνήσιοι για τον εαυτό τους, δίνοντάς τους την εντύπωση ότι είναι
Ανατολίτες παρά Βορειοαφρικανοί του Μαγρέμπ. Διότι η εκμάθηση μιας
γλώσσας είναι επίσης η ενστάλαξη ενός μηνύματος ταυτότητας. Το άμεσο
αντίστροφο θα ήταν ότι να αρνηθείς την πρόσβαση προς μια γλώσσα, είναι
η θέληση εξολόθρευσης οποιασδήποτε σχέσης με την ταυτότητα του
πολιτισμού που πηγάζει από αυτή τη γλώσσα.
Και αφού η εθνική παιδεία εξακολουθεί να αρνείται να εισαγάγει την
βερβερική γλώσσα (Amazigh) στα σχολεία, αποδεικνύεται έμπρακτα ότι
η προτεραιότητα των αρχών είναι να καταστρέψουν με οποιαδήποτε τιμή
τον πολιτισμό Amazigh της Τυνησίας. Διότι πράγματι, ακόμη και στις
Βερβερινόφωνες περιοχές της χώρας μας, η Amazigh δεν διδάσκεται στα
σχολεία, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις από τον ίδιο τον πληθυσμό.
Μπορούμε να θυμίσουμε ότι η χώρα μας έχει αμφισβητηθεί από την Επιτροπή
για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων των Ηνωμένων Εθνών για
την άρνησή της να επιτρέψει στο πληθυσμό των Βερβέρων να εισαγάγουν
τη γλώσσα τους στα σχολικά προγράμματα.
Η προτεραιότητά μας δεν θα έπρεπε να πηγαίνει στη διασφάλιση της
διδασκαλίας της δικής μας ιθαγενούς γλώσσας, εκείνης που δημιουργήσαμε
εμείς οι ίδιοι και που οι πρόγονοί μας (και πολλοί σύγχρονοι μας) μίλαγαν
, που χρησιμοποιείται σε όλο το Μαγκρέμπ, ή αντιθέτως σε μια ξένη γλώσσα,
η οποία είναι σίγουρα μέρος του παρελθόντος μας, αλλά όχι δικών μας
πράξεων, λόγω του αποικιακού επεισοδίου που έχουμε υποστεί;
Άραγε, βρισκόμαστε σήμερα στην Τυνησία στο σημείο να φορέσουμε στην
καρδιά μας περισσότερο όλα αυτά που μας ήρθαν από την κυριαρχία των
προγόνων μας και να απορρίψουμε ό τι εφεύραν οι δικοί μας πατέρες, ό τι
μας είναι ειδικό;
«Είμαστε όλοι λίγο Τούρκοι» θα μας πείτε.
Αν είμαστε όλοι λίγο Τούρκοι, τότε είμαστε όλοι πολύ Βέρβεροι (Amazigh).
Η πλειονότητα των Τυνήσιων είναι βερβερικής προέλευσης ( Amazigh), είναι
γεγονός γενετικό, ανθρωπολογικό και κοινωνιολογικό. Και αν μόνο το 2%
των Τυνήσιων εξακολουθούν να μιλούν τη γλώσσα Amazigh ως μητρική
τους γλώσσα (και αυτό λόγω της πολιτικής του αποκλεισμού αυτής της
γλώσσας), δεν υπάρχει καμία τυνήσια τουρκόφωνη κοινότητα. Δεν υπάρχει
κανένα χωριό στην Τυνησία, όπου τα παιδιά γεννιούνται και ακούνε τη
μητέρα τους να μιλά τουρκικά. Υπάρχουν βέρβεροι πολιτιστικοί σύλλογοι
που εκπροσωπούν τους Τυνήσιους Βέρβερους (και οι αρχές επιλέγουν
να μη τους ακούσουν και ακόμα να μη τους συναντήσουν) αλλά δεν
υπάρχει κανένας τουρκοτυνήσιος πολιτιστικός σύλλογος.
Για να δοθούν μαθήματα τούρκικης γλώσσας στην Τυνησία, θα πρέπει
να προληφθούν δάσκαλοί στην Τουρκία, ενώ οι Βέρβεροι (Imazighen)
είναι εδώ, γεννήθηκαν εδώ, δεν έχουν άλλη πατρίδα και ζητούν μόνο
το δικαίωμα να επωφελούνται από τις εκπαιδευτικές υποδομές για να διδάξουν.
Εν ολίγοις, είμαστε τυχεροί που έχουμε τον δικό μας πολιτισμό, τη δική
μας κουλτούρα, αλλά αυτοί που αποφασίζουν κάνουν τα πάντα για να
μας μηδενίσουν.
Να εισαγάγεις περισσότερες ξένες γλώσσες στο σχολείο δεν είναι κακό
πράγμα. Αυτό που είναι επιβλαβές είναι τα σαφή ιδεολογικά κίνητρα
πίσω από αυτήν την επιλογή.
Ίσως πιστεύουν οι ηγέτες μας ότι θα γίνουν Ερντογάν στη θέση του
Ερντογάν.
Αλλά ας μη κάνουν λάθος, υπάρχει μόνο ένα κοινό πράγμα μεταξύ του
ΑΚΡ και της τρόικας μας: καθώς επιδιώκει να εξαλείψει τη βερβερική
(Amazigh) ταυτότητα από τα εδάφη της Τυνησίας, η πρώτη πράττει το
ίδιο με τη κουρδική η αρμενική ταυτότητα στα τουρκικά εδάφη.
Ines Fezzani
*Βιογραφία: Η Ines Fezzani είναι Τυνησοαιγύπτια που γεννήθηκε
στην Ελβετία, όπου πραγματοποίησε σπουδές στη φυσική. Σήμερα
είναι πρόεδρος της ΜΚΟ (ιστοσελίδα nastag.org) της οποίας είναι
συν-ιδρύτρια, αφιερωμένης στην προώθηση της επιστημονικής και
τεχνολογικής έρευνας στη Βόρεια Αφρική και υπέρ των Βοριοαφρικανών.
πηγη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου