Σήμερα ἀδερφέ θά ἤθελα νά σοῦ χαρίσω τήν Λευτεριά τῆς Κύπρου, ὡς δῶρο στή μνήμη σου, ἀλλά δυστυχῶς τά δικά μου τά «ΘΕΛΩ», ὅπως καί ἡ δική σου «ΘΥΣΙΑ» ΧΑΘΗΚΑΝ στήν σκοπημότητα τῶν ΣΧΕΔΙΩΝ τῆς Νέας Τάξης καί τῆς Παγκοσμιοποίησης....
Ἀδερφέ, δέξου σέ παρακαλῶ αὐτά τά λίγα λόγια τῆς ψυχῆς μου ὡς δῶρο τῆς τιμῆς σου. Γιά σήμερα, μέ συγωρεῖς, αὐτά μονάχα ἔχω σοῦ νά προσφέρω. Αὔριο…Ἴσως!!! Ἐλπίζω!!! Ἀκόμα ἐλπίζω πώς θ’ ἀστράψει ξανά τό ΦΩΣ τοῦ Ἑλληνισμοῦ!!! Ἐλπίζω ἀδερφέ, ἀκόμα ἐλπίζω!!!
Ὠδή
Μέρα μηδέν τό ἔλαβες τό μήνυμα ἐκεῖνο
τό χαραγμένο στῶν ἀλύγιστων ἡρώων μας τήν μνήμη
μέ τοῦ δίκιου τους τήν λάμψη.
Καί στήν ὁμίχλη ἀπ’ τό χθές, μέσα στή θύμησή σου,
ὡς σάλπισμα ἐξέγερσις πελώριο ξεπροβάλει
τῆς νιότης σου τό ὅραμα πού στένεψε τόν χρόνο.
Ξάφνου ἡ καρδία σου τράνεψε κι ἁπλώνοντας τά χέρια
πλάτυνες τούς ὁρίζοντες κι ὕψωσες στά οὐράνια
τῆς σκλάβας Κύπρου τήν κραυγή:
«Τοῦρκε, Ἀττίλα φονευτῆ, δέν σοῦ ἀνήκει τούτ’ ἡ γῆ!»
Ἔτσι ἐνόγαγες ἐσύ τήν Λευτεριά
κι ἔγινες θρύλος, ὕμνος μας τρανός κι ὑπόσχεσις ἀντάμα
νά πληρωθῆ τοῦ ἔθνους μας τό ἀκριβό τό τάμα.
Κι ἐμεῖς, κρατώντας ταπεινά ὡς μόνο φυλαχτό
τήν καύτρα τοῦ τσιγάρου σου πού κρέμοταν στά χείλη,
σάν πυροκόκκινη φωτιά σέ Λευτεριᾶς καντήλι,
ὡς ἀκριβό θυμίαμα τήν ὤρια θύμησή σου
καί σάν τό θεῖο ἁγίασμα τό αἷμα τῆς πληγῆς σου,
παρουσιάζουμε σεμνά τά ὄπλα τῆς ψυχῆς
καί σοῦ εὐχόμαστε θερμά μ’ ἕνα λεπτό σιγῆς:
«Καλό ταξίδι Σολωμέ! Πήγαινε στό καλό.
Ἐμεῖς σέ συντροφεύουμε μέ ἕνα εὐχαριστῶ!
Σ’ εὐχαριστοῦμε ὅλοι ἐμεῖς, τῆς ἐλπίδας ἡ γενιά
πού κέρδισε μιά ματωμένη σπιθαμή ἐλευθεριά!
Σ’ εὐχαριστοῦμε! Ἔχε γειά!»
Τηλιγάδας Ὀδυσσέας
πηγη
Ἀδερφέ, δέξου σέ παρακαλῶ αὐτά τά λίγα λόγια τῆς ψυχῆς μου ὡς δῶρο τῆς τιμῆς σου. Γιά σήμερα, μέ συγωρεῖς, αὐτά μονάχα ἔχω σοῦ νά προσφέρω. Αὔριο…Ἴσως!!! Ἐλπίζω!!! Ἀκόμα ἐλπίζω πώς θ’ ἀστράψει ξανά τό ΦΩΣ τοῦ Ἑλληνισμοῦ!!! Ἐλπίζω ἀδερφέ, ἀκόμα ἐλπίζω!!!
Ὠδή
Μέρα μηδέν τό ἔλαβες τό μήνυμα ἐκεῖνο
τό χαραγμένο στῶν ἀλύγιστων ἡρώων μας τήν μνήμη
μέ τοῦ δίκιου τους τήν λάμψη.
Καί στήν ὁμίχλη ἀπ’ τό χθές, μέσα στή θύμησή σου,
ὡς σάλπισμα ἐξέγερσις πελώριο ξεπροβάλει
τῆς νιότης σου τό ὅραμα πού στένεψε τόν χρόνο.
Ξάφνου ἡ καρδία σου τράνεψε κι ἁπλώνοντας τά χέρια
πλάτυνες τούς ὁρίζοντες κι ὕψωσες στά οὐράνια
τῆς σκλάβας Κύπρου τήν κραυγή:
«Τοῦρκε, Ἀττίλα φονευτῆ, δέν σοῦ ἀνήκει τούτ’ ἡ γῆ!»
Ἔτσι ἐνόγαγες ἐσύ τήν Λευτεριά
κι ἔγινες θρύλος, ὕμνος μας τρανός κι ὑπόσχεσις ἀντάμα
νά πληρωθῆ τοῦ ἔθνους μας τό ἀκριβό τό τάμα.
Κι ἐμεῖς, κρατώντας ταπεινά ὡς μόνο φυλαχτό
τήν καύτρα τοῦ τσιγάρου σου πού κρέμοταν στά χείλη,
σάν πυροκόκκινη φωτιά σέ Λευτεριᾶς καντήλι,
ὡς ἀκριβό θυμίαμα τήν ὤρια θύμησή σου
καί σάν τό θεῖο ἁγίασμα τό αἷμα τῆς πληγῆς σου,
παρουσιάζουμε σεμνά τά ὄπλα τῆς ψυχῆς
καί σοῦ εὐχόμαστε θερμά μ’ ἕνα λεπτό σιγῆς:
«Καλό ταξίδι Σολωμέ! Πήγαινε στό καλό.
Ἐμεῖς σέ συντροφεύουμε μέ ἕνα εὐχαριστῶ!
Σ’ εὐχαριστοῦμε ὅλοι ἐμεῖς, τῆς ἐλπίδας ἡ γενιά
πού κέρδισε μιά ματωμένη σπιθαμή ἐλευθεριά!
Σ’ εὐχαριστοῦμε! Ἔχε γειά!»
Τηλιγάδας Ὀδυσσέας
πηγη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου