Η συγκρότηση του δουκάτου του Αιγαίου
Η Βενετία αποκόμισε σημαντικά οφέλη από τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1204. Καθώς είχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην άλωση της Κωνσταντινούπολης, έλαβε, τουλάχιστον στα χαρτιά, βάσει της συμφωνίας διανομής των βυζαντινών εδαφών με τους Φράγκους συμμάχους της, την περίφημη Partitio Terrarum Imperii Romaniae, το δικαίωμα κατάκτησης...
των 3/8 της βυζαντινής επικράτειας. Το ενδιαφέρον της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου για τον ελλαδικό χώρο και ειδικότερα για την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου πελάγους είχε εκδηλωθεί από πολύ νωρίς (ήδη από το 10o αιώνα) και αποσκοπούσε στην απόκτηση ναυτικών βάσεων για την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου της και τον έλεγχο των μεγάλων θαλάσσιων διαδρομών αφενός προς την Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο, αφετέρου προς την Κύπρο και τον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Τα νησιά του Αιγαίου είχαν μοιραστεί σύμφωνα με την Partitio ανάμεσα στο Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης (Λήμνος, Σκύρος, Χίος, Σάμος, Κως, Σαμοθράκη και Τήνος), στους Σταυροφόρους (Δωδεκάνησα εκτός από τη Ρόδο, το μεγαλύτερο μέρος των Κυκλάδων και των Σποράδων) και στη Βενετία (Άνδρος, Αίγινα, Σαλαμίνα), αλλά η κατάκτησή τους δεν είχε ολοκληρωθεί, καθώς το όλο εγχείρημα απαιτούσε υψηλό κόστος. Επιπλέον, τόσο ο Λατίνος αυτοκράτορας όσο και η Βενετία ήταν απασχολημένοι με άλλες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η επιτακτική ωστόσο ανάγκη για την κατάκτηση των νησιών, δεδομένου ότι τα περισσότερα από αυτά είχαν μετατραπεί σε ορμητήριο πειρατών, ώθησαν τη Βενετία να εξουσιοδοτήσει τους υπηκόους της να επιχειρήσουν την κατάληψή τους με δικά τους μέσα, με την προϋπόθεση να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του Λατίνου αυτοκράτορα και να διατηρήσουν καλές σχέσεις μαζί του. Στην πρόσκληση αυτή της Βενετίας ανταποκρίθηκε ο στρατιωτικός Μάρκος Σανούδος, ανιψιός του δόγη της Βενετίας Ερρίκου Dandolo, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην Δ΄ Σταυροφορία. Ο Σανούδος, υποσχόμενος φέουδα σε διάφορους, κυρίως βενετικής καταγωγής, ευγενείς και τυχοδιώκτες, κατέλαβε μεταξύ των ετών 1204 και 1207 το νησί της Νάξου και στη συνέχεια τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Ο δεύτερος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, Ερρίκος της Φλάνδρας (1206-1216), του παραχώρησε την εξουσία των νησιών που κατέκτησε προάγοντάς τα σε δουκάτο. Έτσι ο Μάρκος Σανούδος με τον τίτλο του δούκα του Αιγαίου ή του Αρχιπελάγους (duca dell’ Egeopelagi, duca dell’ Arcipelago) τέθηκε επικεφαλής του ομώνυμου δουκάτου, το οποίο εκτός από το νησί της Νάξου περιλάμβανε επίσης τα νησιά Πάρο, Αντίπαρο, Μήλο, Ίο, Κύθνο, Αμοργό, Κίμωλο, Σίφνο, Σίκινο, Σύρο και Φολέγανδρο. Τα υπόλοιπα νησιά που κατέλαβε ο Σανούδος μοιράστηκαν στους βενετσιάνους συνεργάτες του, ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων να κατακερματιστεί σε διάφορες μικρές λατινικές ηγεμονίες. Συγκεκριμένα, ο Marino Dandolo, ανιψιός του δόγη της Βενετίας και ξάδελφος του Σανούδου, πήρε ως φέουδο την Άνδρο, οι αδελφοί Ghisi την Τήνο, την Μύκονο, την Κέα και τη Σέριφο (οι ίδιοι κατέλαβαν επίσης τα νησιά των Βόρειων Σποράδων, τη Σκύρο και ένα μέρος της Εύβοιας), οι Barozzi τη Σαντορίνη και o Leonardo Foscolo την Ανάφη. Όλοι οι παραπάνω τοπικοί ηγεμόνες τέθηκαν επικεφαλής των νησιών των Κυκλάδων ως υποτελείς του Μάρκου Σανούδου. Εξουσία και επικυριαρχία στο δουκάτο του Αιγαίου Ο Μάρκος Σανούδος, παρόλο που είχε ισχυρούς δεσμούς με τη Βενετία, δεν φάνηκε διατεθειμένος να αναγνωρίσει την επικυριαρχία της Γαληνοτάτης, αλλά προτίμησε να κρατήσει τα νησιά των Κυκλάδων ως προσωπικό του φέουδο, αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Η επικυριαρχία του Λατίνου αυτοκράτορα διήρκεσε μέχρι το 1248, οπότε μεταβιβάστηκε στους Βιλλεαρδουΐνους, τους Φράγκους ηγεμόνες της Πελοποννήσου, ενώ από το 1278 πέρασε στους Ανδεγαυούς της Σικελίας, που απέκτησαν τον έλεγχο της φραγκοκρατούμενης Πελοποννήσου και κατά συνέπεια και την επικυριαρχία των Κυκλάδων. Η Βενετία, αν και δεν κατάφερε να αναγνωριστεί ως επικυρίαρχος του δουκάτου, δεν έπαψε ποτέ να προσπαθεί να ελέγχει με κάθε τρόπο τα νησιά των Κυκλάδων. Η βενετική καταγωγή μάλιστα των ηγεμόνων του δουκάτου καθιστούσε πάντοτε την Γαληνοτάτη ρυθμιστικό παράγοντα. Έτσι στις Κυκλάδες διαμορφώθηκε ένα ιδιότυπο καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο οι αυθέντες των νησιών διατηρούσαν την αυτονομία τους ως υποτελείς των Φράγκων, ενώ παράλληλα βρίσκονταν κάτω από την άμεση επιρροή και προστασία της Βενετίας, η οποία μάλιστα σε περιόδους σοβαρής κρίσης δεν δίσταζε να καταλάβει προσωρινά κάποια από αυτά τα νησιά αναλαμβάνοντας η ίδια τη διακυβέρνησή τους. Η δυναστεία που ίδρυσε ο Μάρκος Σανούδος διήρκεσε ως το 1383, οπότε τη διοίκηση του δουκάτου ανέλαβε η οικογένεια των Κρίσπων [Cri(e)spo] μέχρι το 1566, έτος κατάλυσης του δουκάτου από τους Οθωμανούς. Θεσμικό πλαίσιο και κοινωνικές σχέσεις στο δουκάτο του Αιγαίου Ο Μάρκος Σανούδος όρισε πρωτεύουσα του νησιωτικού κρατιδίου τη σημερινή πρωτεύουσα της Νάξου, τη Χώρα, την οποία ξαναέχτισε ουσιαστικά σύμφωνα με τα μεσαιωνικά πρότυπα. Για την ασφάλειά της φρόντισε να χτίσει στην κορυφή της, στη θέση της αρχαίας ακρόπολης, ένα ισχυρό πενταγωνικό κάστρο με αντίστοιχους γωνιακούς κυκλικούς πύργους, που σταδιακά έγιναν δώδεκα. Στο εσωτερικό του κάστρου ανέγειρε τα ανάκτορά του, καθώς επίσης τον καθολικό καθεδρικό ναό. Ο ίδιος φρόντισε να οχυρώσει το λιμάνι της πόλης, ενώ παράλληλα κατασκεύασε νεώρια για τις γαλέρες του στόλου καθώς και λιμενοβραχίονα για τον καλύτερο ελλιμενισμό των πλοίων. Ο ιδρυτής του δουκάτου εφάρμοσε στα νησιά των Κυκλάδων το φεουδαλικό σύστημα, χωρίζοντας τις κτήσεις του σε φέουδα, τα οποία μοίρασε στους δυτικούς εποίκους των νησιών έναντι στρατιωτικής και διοικητικής υπηρεσίας ή επικυριαρχικού τέλους. Οι τοπικοί αυτοί φεουδάρχες κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και είχαν σημαντικά δικαιώματα τόσο επί της γης όσο και επί των αγροτών. Οι διάδοχοι του Μάρκου Σανούδου, εφαρμόζοντας πολιτική συμφιλίωσης με το γηγενή πληθυσμό, παραχώρησαν φέουδα όχι μόνο στους Λατίνους εποίκους των νησιών, αλλά και στους αυτόχθονες κατοίκους, ακόμη και σε αυτούς που ανήκαν σε κατώτερες κοινωνικά τάξεις, ενσωματώνοντάς τους με αυτόν τον τρόπο στην ιεραρχία του φεουδαρχικού συστήματος. Ο θεσμός της φεουδαρχίας ωστόσο, αν και προσαρμοσμένος στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στο χώρο των Κυκλάδων, υπήρξε δυσβάσταχτος για το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού πληθυσμού. Το φεουδαλικό καθεστώς απέκτησε βαθιές ρίζες στα νησιά των Κυκλάδων και εξακολούθησε να επηρεάζει τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής ακόμη και μετά την κατάκτησή τους το 1566 από τους Οθωμανούς. Ο Μάρκος Σανούδος ίδρυσε στη Νάξο λατινική αρχιεπισκοπή που περιλάμβανε τις επισκοπές των νησιών Μήλου, Σαντορίνης, Τήνου και Σύρου. Ο ίδιος φαίνεται πως ακολούθησε φιλελεύθερη εκκλησιαστική πολιτική (αν και ορισμένοι ερευνητές έχουν διατυπώσει αντίθετη άποψη). Πάντως οι διάδοχοί του επιδίωξαν να επιβάλουν στο γηγενή πληθυσμό το λατινικό δόγμα, παραγκωνίζοντας τον ορθόδοξο κλήρο, με αποτέλεσμα την όξυνση των σχέσεων των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων. Η θρησκεία αποτελούσε το κυρίαρχο κριτήριο που χώριζε τους ορθόδοξους κατοίκους των νησιών των Κυκλάδων από τους καθολικούς. Η θρησκευτική διάκριση όριζε σε μεγάλο βαθμό και την κοινωνική ιεραρχία. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί ήταν οι ορθόδοξοι που προσχώρησαν στον καθολικισμό. Από την άλλη μεριά, το πλήθος των τοιχογραφημένων ναών αυτής της περιόδου που είναι διάσπαρτοι στο ύπαιθρο των κυκλαδίτικων νησιών, κυρίως της Νάξου, και ακολουθούν τη βυζαντινή παράδοση ως προς την αρχιτεκτονική και την εικονογραφία των παραστάσεων, μαρτυρούν, σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, την αντίδραση μέρους του γηγενούς πληθυσμού στη λατινική κατάκτηση και την προσπάθειά του για τη διαφύλαξη του ορθόδοξου δόγματος. Ενετικός πύργος στη Νάξο (πύργος της Αγιάς), βρίσκεται στη ΒΔ. Νάξο Όρια του δουκάτου του Αιγαίου
Τα όρια του δουκάτου του Αρχιπελάγους συχνά μεταβάλλονταν κατά τη διάρκεια του μακρόχρονου ιστορικού του βίου (1207-1566) είτε με την απώλεια νησιών που περιλαμβάνονταν αρχικά στις κτήσεις του Μάρκου Σανούδου είτε με την προσάρτηση άλλων νησιών, που κληρονόμησαν ως φέουδα οι συνεργάτες του. Έτσι για παράδειγμα, η Σίφνος παρέμεινε στο δουκάτο μέχρι το 1279, οπότε προσαρτήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα, ως το 1307, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ στη συνέχεια περιήλθε στη δυναστεία των Da Corogna μέχρι το 1464 και κατόπιν στη δυναστεία των Gozzadini μέχρι το 1617. Η Άνδρος, το δεύτερο μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων, που αρχικά δόθηκε ως φέουδο στο Marino Dandolo, συνεργάτη του Μάρκου Σανούδου, πέρασε το 1233, μετά το θάνατο του Dandolo, στους Ghisi (1233-1250), οι οποίοι κατείχαν ήδη την Τήνο, τη Μύκονο, την Κέα και τη Σέριφο, ενώ στη συνέχεια περιήλθε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη δικαιοδοσία του δουκάτου του Αρχιπελάγους (1250-1384)· τo 1384 την κυριαρχία του νησιού απέκτησαν οι Βενετοί Zeni (1384-1437), ενώ λίγο αργότερα τη θέση τους πήραν οι Βερονέζοι Sommaripa (1440-1566). Η Σαντορίνη, για να αναφέρουμε ένα ακόμη παράδειγμα, παρέμεινε στην κυριαρχία της οικογένειας των Barozzi από το 1207 μέχρι το 1335 (με εξαίρεση το διάστημα 1269-1296 που ανακτήθηκε από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο), ενώ στα μέσα του 14ου αιώνα, το 1335, περιήλθε στην κυριαρχία του δουκάτου του Αιγαίου, όπου έμεινε ως το 1566, ενώ μεσολάβησε μια δεκαετία διοίκησής της από την οικογένεια των Pisani (1477-1487). Ανάλογες μεταβολές παρατηρούνται στο καθεστώς των υπόλοιπων νησιών των Κυκλάδων. Οι συνεχείς πολεμικές αντιπαραθέσεις Το δουκάτο του Αρχιπελάγους, δεδομένης της σημαντικής γεωστρατηγικής του θέσης, βρισκόταν στο στόχαστρο των δυνάμεων που είχαν συμφέροντα στο Αιγαίο: της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Γένοβας, των Καταλανών και κυρίως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ συχνά αποτέλεσε το επίκεντρο των συγκρούσεων της Βενετίας με τις αντίπαλές της δυνάμεις. Στα τέλη του 13ου αιώνα, ο Μάρκος Β΄ Σανούδος (1262-1303), ο εγγονός του ιδρυτή του δουκάτου, αντιμετώπισε τις δυνάμεις της αναγεννημένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Ο Μιχαήλ κατάφερε να καταλάβει ορισμένα από τα νησιά των Κυκλάδων με τη βοήθεια κυρίως του λομβαρδικής καταγωγής ιππότη Λικάριου, ο οποίος μεταξύ των ετών 1276 και 1279 απέσπασε από τους Βενετούς ολόκληρη σχεδόν την Εύβοια και στη συνέχεια ένα μεγάλο αριθμό νησιών του Αιγαίου πελάγους. Η αντίδραση ωστόσο της Βενετίας υπήρξε άμεση και η βυζαντινή κυριαρχία των κυκλαδίτικων νησιών θα λήξει οριστικά με τη συνθήκη του 1310. Από τις αρχές του 14ου αιώνα, γίνεται ολοένα και περισσότερο αισθητή η τουρκική παρουσία στο Αιγαίο. Οι συνεχείς τουρκικές επιθέσεις, που τις περισσότερες φορές είχαν τη μορφή πειρατικών επιδρομών, ανάγκασαν συχνά τους δούκες να συμμαχήσουν με τους Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου, με τους Παλαιολόγους και με άλλους χριστιανούς ηγεμόνες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό. Η κατάσταση που επικρατούσε στα νησιά των Κυκλάδων ευνοούσε την ανάπτυξη της πειρατείας. Από το 14ο αιώνα και εξής στο χώρο των Κυκλάδων επιδίδονταν σε επιδρομές και οι Καταλανοί, οι οποίοι αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη, κυρίως από το δουλεμπόριο. Η οθωμανική παρουσία στις Κυκλάδες θα γίνει περισσότερο απειλητική κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα και ιδίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από το Μωάμεθ Β΄ το 1453, όταν επικεφαλής του δουκάτου ήταν η οικογένεια των Κρίσπων (1383-1566). Μετά την πτώση του Μυστρά το 1460, της Λέσβου το 1462 και της Εύβοιας το 1470, η κατάκτηση των Κυκλάδων από τους Οθωμανούς αποτελούσε απλώς θέμα χρόνου, παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλε η Βενετία να διατηρήσει με συνεχείς πολέμους τα εμπορικά της συμφέροντα στην περιοχή. Η κατάσταση του δουκάτου επιδεινώθηκε από τις συνεχείς λεηλασίες των νησιών και τους αλλεπάλληλους πολέμους. Οθωμανική κατάκτηση και κατάλυση του δουκάτου του Αιγαίου Η έναρξη του Γ΄ Βενετουρκικού πολέμου (1537-1540) σήμανε την κατάλυση των λατινικών φεουδαρχικών καθεστώτων στο Αιγαίο. Το 1537 ο κουρσάρος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα λεηλάτησε και κατέλαβε τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων για λογαριασμό των Οθωμανών. Ο δούκας της Νάξου Ιωάννης Δ΄ Κρίσπος (1517-1564) αναγκάστηκε να παραδοθεί και παρέμεινε στο αξίωμά του με την υποχρέωση να πληρώνει ετήσιο φόρο υποτέλειας στο σουλτάνο. Η βαριά φορολογία που επέβαλε ο διάδοχος του Ιωάννη, ο Ιάκωβος Δ΄ Κρίσπος (1564-1566), προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των κατοίκων της Νάξου, οι οποίοι ζήτησαν από το σουλτάνο Σελίμ Β΄ να τους απαλλάξει από αυτόν. Έτσι το 1566, ο Οθωμανός αξιωματούχος Πιαλή Καπουδάν πασάς έπλευσε στις Κυκλάδες και κατέλαβε χωρίς αντίσταση τη Νάξο, θέτοντας τέρμα στη μακρόχρονη ιστορία του δουκάτου. Την ίδια χρονιά ο σουλτάνος Σελίμ Β΄ παραχώρησε τη διοίκηση των νησιών που απάρτιζαν το δουκάτο του Αιγαίου στον εβραίο Ιωσήφ Νάζι. Μετά το θάνατο του τελευταίου το 1579 τα νησιά ενσωματώθηκαν πλήρως στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα. Παράλληλα, οι Οθωμανοί παραχώρησαν σε αρκετά από αυτά προνομιακό καθεστώς, το οποίο συνέβαλε στην ανάπτυξη των κοινοτικών τους θεσμών. Η κυριαρχία των Οθωμανών στην περιοχή θα ολοκληρωθεί λίγα χρόνια αργότερα, το 1617, με την κατάληψη των λατινοκρατούμενων νησιών των δυτικών Κυκλάδων (Σίφνος, Σίκινος, Κύθνος και Φολέγανδρος), τα οποία ανήκαν στην οικογένεια των Gozzadini από την Μπολόνια (οι Gozzadini είχαν κατορθώσει να ανακτήσουν τα νησιά αυτά το 1571), καθώς επίσης με την κατάκτηση της Κιμώλου, της μοναδικής κτήσης που είχε παραμείνει στην οικογένεια των Κρίσπων. Από τα νησιά των Κυκλάδων μόνο η Τήνος διέφυγε την οθωμανική κατάκτηση εκείνη την εποχή, παραμένοντας υπό βενετική κυριαρχία μέχρι και το 1715.
των 3/8 της βυζαντινής επικράτειας. Το ενδιαφέρον της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου για τον ελλαδικό χώρο και ειδικότερα για την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου πελάγους είχε εκδηλωθεί από πολύ νωρίς (ήδη από το 10o αιώνα) και αποσκοπούσε στην απόκτηση ναυτικών βάσεων για την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου της και τον έλεγχο των μεγάλων θαλάσσιων διαδρομών αφενός προς την Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο, αφετέρου προς την Κύπρο και τον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Τα νησιά του Αιγαίου είχαν μοιραστεί σύμφωνα με την Partitio ανάμεσα στο Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης (Λήμνος, Σκύρος, Χίος, Σάμος, Κως, Σαμοθράκη και Τήνος), στους Σταυροφόρους (Δωδεκάνησα εκτός από τη Ρόδο, το μεγαλύτερο μέρος των Κυκλάδων και των Σποράδων) και στη Βενετία (Άνδρος, Αίγινα, Σαλαμίνα), αλλά η κατάκτησή τους δεν είχε ολοκληρωθεί, καθώς το όλο εγχείρημα απαιτούσε υψηλό κόστος. Επιπλέον, τόσο ο Λατίνος αυτοκράτορας όσο και η Βενετία ήταν απασχολημένοι με άλλες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η επιτακτική ωστόσο ανάγκη για την κατάκτηση των νησιών, δεδομένου ότι τα περισσότερα από αυτά είχαν μετατραπεί σε ορμητήριο πειρατών, ώθησαν τη Βενετία να εξουσιοδοτήσει τους υπηκόους της να επιχειρήσουν την κατάληψή τους με δικά τους μέσα, με την προϋπόθεση να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του Λατίνου αυτοκράτορα και να διατηρήσουν καλές σχέσεις μαζί του. Στην πρόσκληση αυτή της Βενετίας ανταποκρίθηκε ο στρατιωτικός Μάρκος Σανούδος, ανιψιός του δόγη της Βενετίας Ερρίκου Dandolo, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην Δ΄ Σταυροφορία. Ο Σανούδος, υποσχόμενος φέουδα σε διάφορους, κυρίως βενετικής καταγωγής, ευγενείς και τυχοδιώκτες, κατέλαβε μεταξύ των ετών 1204 και 1207 το νησί της Νάξου και στη συνέχεια τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Ο δεύτερος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, Ερρίκος της Φλάνδρας (1206-1216), του παραχώρησε την εξουσία των νησιών που κατέκτησε προάγοντάς τα σε δουκάτο. Έτσι ο Μάρκος Σανούδος με τον τίτλο του δούκα του Αιγαίου ή του Αρχιπελάγους (duca dell’ Egeopelagi, duca dell’ Arcipelago) τέθηκε επικεφαλής του ομώνυμου δουκάτου, το οποίο εκτός από το νησί της Νάξου περιλάμβανε επίσης τα νησιά Πάρο, Αντίπαρο, Μήλο, Ίο, Κύθνο, Αμοργό, Κίμωλο, Σίφνο, Σίκινο, Σύρο και Φολέγανδρο. Τα υπόλοιπα νησιά που κατέλαβε ο Σανούδος μοιράστηκαν στους βενετσιάνους συνεργάτες του, ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων να κατακερματιστεί σε διάφορες μικρές λατινικές ηγεμονίες. Συγκεκριμένα, ο Marino Dandolo, ανιψιός του δόγη της Βενετίας και ξάδελφος του Σανούδου, πήρε ως φέουδο την Άνδρο, οι αδελφοί Ghisi την Τήνο, την Μύκονο, την Κέα και τη Σέριφο (οι ίδιοι κατέλαβαν επίσης τα νησιά των Βόρειων Σποράδων, τη Σκύρο και ένα μέρος της Εύβοιας), οι Barozzi τη Σαντορίνη και o Leonardo Foscolo την Ανάφη. Όλοι οι παραπάνω τοπικοί ηγεμόνες τέθηκαν επικεφαλής των νησιών των Κυκλάδων ως υποτελείς του Μάρκου Σανούδου. Εξουσία και επικυριαρχία στο δουκάτο του Αιγαίου Ο Μάρκος Σανούδος, παρόλο που είχε ισχυρούς δεσμούς με τη Βενετία, δεν φάνηκε διατεθειμένος να αναγνωρίσει την επικυριαρχία της Γαληνοτάτης, αλλά προτίμησε να κρατήσει τα νησιά των Κυκλάδων ως προσωπικό του φέουδο, αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Η επικυριαρχία του Λατίνου αυτοκράτορα διήρκεσε μέχρι το 1248, οπότε μεταβιβάστηκε στους Βιλλεαρδουΐνους, τους Φράγκους ηγεμόνες της Πελοποννήσου, ενώ από το 1278 πέρασε στους Ανδεγαυούς της Σικελίας, που απέκτησαν τον έλεγχο της φραγκοκρατούμενης Πελοποννήσου και κατά συνέπεια και την επικυριαρχία των Κυκλάδων. Η Βενετία, αν και δεν κατάφερε να αναγνωριστεί ως επικυρίαρχος του δουκάτου, δεν έπαψε ποτέ να προσπαθεί να ελέγχει με κάθε τρόπο τα νησιά των Κυκλάδων. Η βενετική καταγωγή μάλιστα των ηγεμόνων του δουκάτου καθιστούσε πάντοτε την Γαληνοτάτη ρυθμιστικό παράγοντα. Έτσι στις Κυκλάδες διαμορφώθηκε ένα ιδιότυπο καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο οι αυθέντες των νησιών διατηρούσαν την αυτονομία τους ως υποτελείς των Φράγκων, ενώ παράλληλα βρίσκονταν κάτω από την άμεση επιρροή και προστασία της Βενετίας, η οποία μάλιστα σε περιόδους σοβαρής κρίσης δεν δίσταζε να καταλάβει προσωρινά κάποια από αυτά τα νησιά αναλαμβάνοντας η ίδια τη διακυβέρνησή τους. Η δυναστεία που ίδρυσε ο Μάρκος Σανούδος διήρκεσε ως το 1383, οπότε τη διοίκηση του δουκάτου ανέλαβε η οικογένεια των Κρίσπων [Cri(e)spo] μέχρι το 1566, έτος κατάλυσης του δουκάτου από τους Οθωμανούς. Θεσμικό πλαίσιο και κοινωνικές σχέσεις στο δουκάτο του Αιγαίου Ο Μάρκος Σανούδος όρισε πρωτεύουσα του νησιωτικού κρατιδίου τη σημερινή πρωτεύουσα της Νάξου, τη Χώρα, την οποία ξαναέχτισε ουσιαστικά σύμφωνα με τα μεσαιωνικά πρότυπα. Για την ασφάλειά της φρόντισε να χτίσει στην κορυφή της, στη θέση της αρχαίας ακρόπολης, ένα ισχυρό πενταγωνικό κάστρο με αντίστοιχους γωνιακούς κυκλικούς πύργους, που σταδιακά έγιναν δώδεκα. Στο εσωτερικό του κάστρου ανέγειρε τα ανάκτορά του, καθώς επίσης τον καθολικό καθεδρικό ναό. Ο ίδιος φρόντισε να οχυρώσει το λιμάνι της πόλης, ενώ παράλληλα κατασκεύασε νεώρια για τις γαλέρες του στόλου καθώς και λιμενοβραχίονα για τον καλύτερο ελλιμενισμό των πλοίων. Ο ιδρυτής του δουκάτου εφάρμοσε στα νησιά των Κυκλάδων το φεουδαλικό σύστημα, χωρίζοντας τις κτήσεις του σε φέουδα, τα οποία μοίρασε στους δυτικούς εποίκους των νησιών έναντι στρατιωτικής και διοικητικής υπηρεσίας ή επικυριαρχικού τέλους. Οι τοπικοί αυτοί φεουδάρχες κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και είχαν σημαντικά δικαιώματα τόσο επί της γης όσο και επί των αγροτών. Οι διάδοχοι του Μάρκου Σανούδου, εφαρμόζοντας πολιτική συμφιλίωσης με το γηγενή πληθυσμό, παραχώρησαν φέουδα όχι μόνο στους Λατίνους εποίκους των νησιών, αλλά και στους αυτόχθονες κατοίκους, ακόμη και σε αυτούς που ανήκαν σε κατώτερες κοινωνικά τάξεις, ενσωματώνοντάς τους με αυτόν τον τρόπο στην ιεραρχία του φεουδαρχικού συστήματος. Ο θεσμός της φεουδαρχίας ωστόσο, αν και προσαρμοσμένος στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στο χώρο των Κυκλάδων, υπήρξε δυσβάσταχτος για το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού πληθυσμού. Το φεουδαλικό καθεστώς απέκτησε βαθιές ρίζες στα νησιά των Κυκλάδων και εξακολούθησε να επηρεάζει τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής ακόμη και μετά την κατάκτησή τους το 1566 από τους Οθωμανούς. Ο Μάρκος Σανούδος ίδρυσε στη Νάξο λατινική αρχιεπισκοπή που περιλάμβανε τις επισκοπές των νησιών Μήλου, Σαντορίνης, Τήνου και Σύρου. Ο ίδιος φαίνεται πως ακολούθησε φιλελεύθερη εκκλησιαστική πολιτική (αν και ορισμένοι ερευνητές έχουν διατυπώσει αντίθετη άποψη). Πάντως οι διάδοχοί του επιδίωξαν να επιβάλουν στο γηγενή πληθυσμό το λατινικό δόγμα, παραγκωνίζοντας τον ορθόδοξο κλήρο, με αποτέλεσμα την όξυνση των σχέσεων των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων. Η θρησκεία αποτελούσε το κυρίαρχο κριτήριο που χώριζε τους ορθόδοξους κατοίκους των νησιών των Κυκλάδων από τους καθολικούς. Η θρησκευτική διάκριση όριζε σε μεγάλο βαθμό και την κοινωνική ιεραρχία. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί ήταν οι ορθόδοξοι που προσχώρησαν στον καθολικισμό. Από την άλλη μεριά, το πλήθος των τοιχογραφημένων ναών αυτής της περιόδου που είναι διάσπαρτοι στο ύπαιθρο των κυκλαδίτικων νησιών, κυρίως της Νάξου, και ακολουθούν τη βυζαντινή παράδοση ως προς την αρχιτεκτονική και την εικονογραφία των παραστάσεων, μαρτυρούν, σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, την αντίδραση μέρους του γηγενούς πληθυσμού στη λατινική κατάκτηση και την προσπάθειά του για τη διαφύλαξη του ορθόδοξου δόγματος. Ενετικός πύργος στη Νάξο (πύργος της Αγιάς), βρίσκεται στη ΒΔ. Νάξο Όρια του δουκάτου του Αιγαίου
Τα όρια του δουκάτου του Αρχιπελάγους συχνά μεταβάλλονταν κατά τη διάρκεια του μακρόχρονου ιστορικού του βίου (1207-1566) είτε με την απώλεια νησιών που περιλαμβάνονταν αρχικά στις κτήσεις του Μάρκου Σανούδου είτε με την προσάρτηση άλλων νησιών, που κληρονόμησαν ως φέουδα οι συνεργάτες του. Έτσι για παράδειγμα, η Σίφνος παρέμεινε στο δουκάτο μέχρι το 1279, οπότε προσαρτήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα, ως το 1307, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ στη συνέχεια περιήλθε στη δυναστεία των Da Corogna μέχρι το 1464 και κατόπιν στη δυναστεία των Gozzadini μέχρι το 1617. Η Άνδρος, το δεύτερο μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων, που αρχικά δόθηκε ως φέουδο στο Marino Dandolo, συνεργάτη του Μάρκου Σανούδου, πέρασε το 1233, μετά το θάνατο του Dandolo, στους Ghisi (1233-1250), οι οποίοι κατείχαν ήδη την Τήνο, τη Μύκονο, την Κέα και τη Σέριφο, ενώ στη συνέχεια περιήλθε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη δικαιοδοσία του δουκάτου του Αρχιπελάγους (1250-1384)· τo 1384 την κυριαρχία του νησιού απέκτησαν οι Βενετοί Zeni (1384-1437), ενώ λίγο αργότερα τη θέση τους πήραν οι Βερονέζοι Sommaripa (1440-1566). Η Σαντορίνη, για να αναφέρουμε ένα ακόμη παράδειγμα, παρέμεινε στην κυριαρχία της οικογένειας των Barozzi από το 1207 μέχρι το 1335 (με εξαίρεση το διάστημα 1269-1296 που ανακτήθηκε από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο), ενώ στα μέσα του 14ου αιώνα, το 1335, περιήλθε στην κυριαρχία του δουκάτου του Αιγαίου, όπου έμεινε ως το 1566, ενώ μεσολάβησε μια δεκαετία διοίκησής της από την οικογένεια των Pisani (1477-1487). Ανάλογες μεταβολές παρατηρούνται στο καθεστώς των υπόλοιπων νησιών των Κυκλάδων. Οι συνεχείς πολεμικές αντιπαραθέσεις Το δουκάτο του Αρχιπελάγους, δεδομένης της σημαντικής γεωστρατηγικής του θέσης, βρισκόταν στο στόχαστρο των δυνάμεων που είχαν συμφέροντα στο Αιγαίο: της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Γένοβας, των Καταλανών και κυρίως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ συχνά αποτέλεσε το επίκεντρο των συγκρούσεων της Βενετίας με τις αντίπαλές της δυνάμεις. Στα τέλη του 13ου αιώνα, ο Μάρκος Β΄ Σανούδος (1262-1303), ο εγγονός του ιδρυτή του δουκάτου, αντιμετώπισε τις δυνάμεις της αναγεννημένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Ο Μιχαήλ κατάφερε να καταλάβει ορισμένα από τα νησιά των Κυκλάδων με τη βοήθεια κυρίως του λομβαρδικής καταγωγής ιππότη Λικάριου, ο οποίος μεταξύ των ετών 1276 και 1279 απέσπασε από τους Βενετούς ολόκληρη σχεδόν την Εύβοια και στη συνέχεια ένα μεγάλο αριθμό νησιών του Αιγαίου πελάγους. Η αντίδραση ωστόσο της Βενετίας υπήρξε άμεση και η βυζαντινή κυριαρχία των κυκλαδίτικων νησιών θα λήξει οριστικά με τη συνθήκη του 1310. Από τις αρχές του 14ου αιώνα, γίνεται ολοένα και περισσότερο αισθητή η τουρκική παρουσία στο Αιγαίο. Οι συνεχείς τουρκικές επιθέσεις, που τις περισσότερες φορές είχαν τη μορφή πειρατικών επιδρομών, ανάγκασαν συχνά τους δούκες να συμμαχήσουν με τους Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου, με τους Παλαιολόγους και με άλλους χριστιανούς ηγεμόνες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό. Η κατάσταση που επικρατούσε στα νησιά των Κυκλάδων ευνοούσε την ανάπτυξη της πειρατείας. Από το 14ο αιώνα και εξής στο χώρο των Κυκλάδων επιδίδονταν σε επιδρομές και οι Καταλανοί, οι οποίοι αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη, κυρίως από το δουλεμπόριο. Η οθωμανική παρουσία στις Κυκλάδες θα γίνει περισσότερο απειλητική κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα και ιδίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από το Μωάμεθ Β΄ το 1453, όταν επικεφαλής του δουκάτου ήταν η οικογένεια των Κρίσπων (1383-1566). Μετά την πτώση του Μυστρά το 1460, της Λέσβου το 1462 και της Εύβοιας το 1470, η κατάκτηση των Κυκλάδων από τους Οθωμανούς αποτελούσε απλώς θέμα χρόνου, παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλε η Βενετία να διατηρήσει με συνεχείς πολέμους τα εμπορικά της συμφέροντα στην περιοχή. Η κατάσταση του δουκάτου επιδεινώθηκε από τις συνεχείς λεηλασίες των νησιών και τους αλλεπάλληλους πολέμους. Οθωμανική κατάκτηση και κατάλυση του δουκάτου του Αιγαίου Η έναρξη του Γ΄ Βενετουρκικού πολέμου (1537-1540) σήμανε την κατάλυση των λατινικών φεουδαρχικών καθεστώτων στο Αιγαίο. Το 1537 ο κουρσάρος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα λεηλάτησε και κατέλαβε τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων για λογαριασμό των Οθωμανών. Ο δούκας της Νάξου Ιωάννης Δ΄ Κρίσπος (1517-1564) αναγκάστηκε να παραδοθεί και παρέμεινε στο αξίωμά του με την υποχρέωση να πληρώνει ετήσιο φόρο υποτέλειας στο σουλτάνο. Η βαριά φορολογία που επέβαλε ο διάδοχος του Ιωάννη, ο Ιάκωβος Δ΄ Κρίσπος (1564-1566), προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των κατοίκων της Νάξου, οι οποίοι ζήτησαν από το σουλτάνο Σελίμ Β΄ να τους απαλλάξει από αυτόν. Έτσι το 1566, ο Οθωμανός αξιωματούχος Πιαλή Καπουδάν πασάς έπλευσε στις Κυκλάδες και κατέλαβε χωρίς αντίσταση τη Νάξο, θέτοντας τέρμα στη μακρόχρονη ιστορία του δουκάτου. Την ίδια χρονιά ο σουλτάνος Σελίμ Β΄ παραχώρησε τη διοίκηση των νησιών που απάρτιζαν το δουκάτο του Αιγαίου στον εβραίο Ιωσήφ Νάζι. Μετά το θάνατο του τελευταίου το 1579 τα νησιά ενσωματώθηκαν πλήρως στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα. Παράλληλα, οι Οθωμανοί παραχώρησαν σε αρκετά από αυτά προνομιακό καθεστώς, το οποίο συνέβαλε στην ανάπτυξη των κοινοτικών τους θεσμών. Η κυριαρχία των Οθωμανών στην περιοχή θα ολοκληρωθεί λίγα χρόνια αργότερα, το 1617, με την κατάληψη των λατινοκρατούμενων νησιών των δυτικών Κυκλάδων (Σίφνος, Σίκινος, Κύθνος και Φολέγανδρος), τα οποία ανήκαν στην οικογένεια των Gozzadini από την Μπολόνια (οι Gozzadini είχαν κατορθώσει να ανακτήσουν τα νησιά αυτά το 1571), καθώς επίσης με την κατάκτηση της Κιμώλου, της μοναδικής κτήσης που είχε παραμείνει στην οικογένεια των Κρίσπων. Από τα νησιά των Κυκλάδων μόνο η Τήνος διέφυγε την οθωμανική κατάκτηση εκείνη την εποχή, παραμένοντας υπό βενετική κυριαρχία μέχρι και το 1715.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου