Όσοι έκτισαν αυτόν τον τόπο με τούβλα που κουβάλησαν τα χέρια τους, με αξίες που βρήκαν από τους προγόνους τους, με ιδέες, ήθη, έθιμα και κάλλος, αποχωρούν. Μήπως αυτός ο τόπος, όπως έγινε...
δεν τους χωρούσε πια; Και τι έμεινε πίσω, πέρα απ το ανεκτίμητο έργο τους; Μια γένια που γκρέμισε τα τούβλα, ξερίζωσε τα δέντρα και τις αξίες του λαού. Μια γενιά που κατεδάφισε ελπίδες, όνειρα και κατακτήσεις. Μια γενιά που έχτισε πολυώροφα εκτρώματα με τέντες πράσινες και πορτοκαλί που κρύβουν τον ήλιο.Πώς να ονειρευτείς όταν δεν βλέπεις ουρανό;
Η πλατεία του κέντρου έπαψε να ναι στρόγγυλη, ο καφές σταμάτησε να ναι ελληνικός, το τραμ δεν είναι πια ανοιχτό και οι πόρτες μας είναι κλειστές και τριπλοκλειδωμένες, όπως και οι αλήθειες μας. Μας βόλεψαν οι έτοιμες αλήθειες που υιοθετήσαμε και αργά καταλάβαμε πως ήταν ψέματα. Ανοιγόμαστε ελάχιστα και μόνο όταν αισθανόμαστε ασφαλές το περιβάλλον, εκφραζόμαστε φτωχά, δημιουργούμε τίποτα.
Πονηρέψαμε και χάσαμε την αθωότητα της ψυχής και των συναισθημάτων μας. Η αισθητική μας χάλασε. Θυμάται κανείς τι μας άφησαν οι ποιητές; Πόση βενζίνη, για να ξανασηκωθεί ένας λαός στο πόδια του, μπορεί να του δώσει το έργο του Ρίτσου που γράφτηκε πριν τόσα χρόνια, θα πει κάποιος. Ανεξάντλητη. Αρκεί να το διαβάσει και να νιώσει την αγνότητα με την οποία γράφτηκε. Κι όμως, υπάρχουν και πράγματα που δεν έχουν ίχνος πονηριάς μέσα τους και για καλή μας τύχη κάποιοι μας τα άφησαν κληρονομιά. Είμαστε έτοιμοι να κάνουμε την αποδοχή της όμως;
Ποιός έχει να απαντήσει σ αυτούς τους στίχους, που βγήκαν απ τη γάργαρη φωνή του Ξυλούρη κάποτε; ‘’Αγρίμια κι αγριμάκια μου, λάφια μου μερωμένα, πέστε μου πού’ναι οι τόποι σας, πού’ναι τα χειμαδιά σας;’’. Ξεσυγγενέψαμε και αγριέψαμε. Όμως, όσο κι αν δείχνει τα δόντια του το πρόβατο, το Πάσχα αρνί θα φαγωθεί.
Θυμάται κανείς τις μελωδίες των παιδικών του χρόνων; Το Πάσχα δεν είχαμε σιντί-πλέιερ και σιντί από εφημερίδες κι όμως γλέντι γινότανε. Τραγουδούσαμε όλοι και οι φωνές ακούγονταν σαν μια. Και χωρίς παραφωνία. Τραγούδι λέγαμε ριζίτικο γιατί δεν ξεχνούσαμε τις ρίζες μας, τραγούδι λέγαμε αληθινό γιατί είχαμε αλήθεια και ποτέ δεν ξεχνιόμασταν. Πατάγαμε χορό που δεν είχε σταματημό. Χορό λαϊκό γιατί τότε ήμασταν λαός, χορό παραδοσιακό γιατί είχαμε παράδοση, χορό νησιωτικό γιατί μας ξύπναγε η αλμύρα απ τα νερά μας. Ποτέ δε χάναμε τα βήματα, όχι στο χορό, εκεί ήταν δεδομένο ότι δε θα τα χάσουμε και το κεφάλι κοιτούσε πάντα ψηλά δεν έψαχνε τα βήματα, τα πόδια τρέχαν μόνα τους και ρυθμικά. Γελάγαμε.
Δε χάναμε τα βήματα ούτε μετά, που χε τελειώσει ο συρτός. Ξέραμε που πατάμε. Γιατί είχαμε σταθερές, δε ψάχναμε τις ευκολίες. Κι όμως, ήρθαν οι ευκολίες και τα ψέματα και μας βρήκαν. Μας βρήκαν τα μεγάλα λόγια, οι υπεύθυνες υποσχέσεις από τα υπεύθυνα στόματα, οι φλούδες (και όχι φρούδες) ελπίδες που τις πατήσαμε με επιτυχία.
Κι ύστερα ήρθαν κι οι ‘’θεοί’’ που τρύπωσαν στα σπίτια μας μέσα από ένα κουτί. Τόσο ύπουλα. Χαμπάρι δεν πήραμε. Θεοποιήσαμε το σκουπίδι και το τίποτα. Την κατάντια του ο λαός δεν αρκεί να την καταλαβαίνει όταν φτάνει να ζει με 400ευρώ.Κατάντια είναι που πάψαμε να μας εμπνέουν Σεφέρηδες και προσπαθήσαμε να μιμηθούμε μικρούτσικους. Αντιγράψαμε όλοι τους χειρότερους εαυτούς μας και αναπαράγαμε την αηδία.
Και το χειρότερο; Όλο αυτό μας φαίνεται φυσιολογικό. Περνάει απαρατήρητο στην κάθε μέρα μας. Κι είχε δίκιο σε αυτό που είχε πει κάποτε ο Χατζιδάκις σε μια από τις εκπομπές του στο τρίτο πρόγραμμα, ‘’Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει’’. Κι εμείς έχουμε πάψει να το φοβόμαστε από καιρό. Δε μας τρομάζει το κιτς, δε μας αηδιάζει το σάπιο, δε μας κουφαίνει η παραφωνία. Είμαστε τόσο μάγκας λαός που έχουμε κάνει κι ένα βήμα παραπέρα. Επικροτούμε και υπέρ-προβάλουμε την ασχήμια.Γίναμε η παραφωνία.
Φύγαν πολλοί τον τελευταίο καιρό, φύγαν όμως ήσυχα και με αξιοπρέπεια. Γιατί; Γιατί έζησαν ήσυχα και με αξιοπρέπεια. Εμείς θα φύγουμε σκλαβωμένοι αναξιοπρεπείς αφήνοντας πίσω τη βροντερή μας σάπια ύπαρξη;
Αν η παράδοση μας πια, είναι να θάβουμε τον τόπο μας και τις ζωές μας, εμείς θα βυσσοδομήσουμε πάνω στην παράδοση. Σε τούτη τη γη που την πατούμε, όλοι μέσα ΔΕΝ θα μπούμε. Με το φόβο το γλεντάμε και χορεύουμε. Δεν ημερεύουμε. Αντρειεύουμε!
Ας ελπίσουμε λοιπόν, πολύ γρήγορα να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε απαντήσεις. Μέχρι τότε, την απάντηση στην ερώτηση του, θα τη δώσει ο ίδιος ο Ξυλούρης:
Γκρεμνά’ναι εμάς οι τόποι μας, λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού είναι τα γονικά μας.
Καλή επιστροφή… στα σπηλιαρακια του βουνού που ναι τα γονικά μας. Από κει θα ξεκινήσουμε.
Αποστόλης Μπ.
πηγη
δεν τους χωρούσε πια; Και τι έμεινε πίσω, πέρα απ το ανεκτίμητο έργο τους; Μια γένια που γκρέμισε τα τούβλα, ξερίζωσε τα δέντρα και τις αξίες του λαού. Μια γενιά που κατεδάφισε ελπίδες, όνειρα και κατακτήσεις. Μια γενιά που έχτισε πολυώροφα εκτρώματα με τέντες πράσινες και πορτοκαλί που κρύβουν τον ήλιο.Πώς να ονειρευτείς όταν δεν βλέπεις ουρανό;
Η πλατεία του κέντρου έπαψε να ναι στρόγγυλη, ο καφές σταμάτησε να ναι ελληνικός, το τραμ δεν είναι πια ανοιχτό και οι πόρτες μας είναι κλειστές και τριπλοκλειδωμένες, όπως και οι αλήθειες μας. Μας βόλεψαν οι έτοιμες αλήθειες που υιοθετήσαμε και αργά καταλάβαμε πως ήταν ψέματα. Ανοιγόμαστε ελάχιστα και μόνο όταν αισθανόμαστε ασφαλές το περιβάλλον, εκφραζόμαστε φτωχά, δημιουργούμε τίποτα.
Πονηρέψαμε και χάσαμε την αθωότητα της ψυχής και των συναισθημάτων μας. Η αισθητική μας χάλασε. Θυμάται κανείς τι μας άφησαν οι ποιητές; Πόση βενζίνη, για να ξανασηκωθεί ένας λαός στο πόδια του, μπορεί να του δώσει το έργο του Ρίτσου που γράφτηκε πριν τόσα χρόνια, θα πει κάποιος. Ανεξάντλητη. Αρκεί να το διαβάσει και να νιώσει την αγνότητα με την οποία γράφτηκε. Κι όμως, υπάρχουν και πράγματα που δεν έχουν ίχνος πονηριάς μέσα τους και για καλή μας τύχη κάποιοι μας τα άφησαν κληρονομιά. Είμαστε έτοιμοι να κάνουμε την αποδοχή της όμως;
Ποιός έχει να απαντήσει σ αυτούς τους στίχους, που βγήκαν απ τη γάργαρη φωνή του Ξυλούρη κάποτε; ‘’Αγρίμια κι αγριμάκια μου, λάφια μου μερωμένα, πέστε μου πού’ναι οι τόποι σας, πού’ναι τα χειμαδιά σας;’’. Ξεσυγγενέψαμε και αγριέψαμε. Όμως, όσο κι αν δείχνει τα δόντια του το πρόβατο, το Πάσχα αρνί θα φαγωθεί.
Θυμάται κανείς τις μελωδίες των παιδικών του χρόνων; Το Πάσχα δεν είχαμε σιντί-πλέιερ και σιντί από εφημερίδες κι όμως γλέντι γινότανε. Τραγουδούσαμε όλοι και οι φωνές ακούγονταν σαν μια. Και χωρίς παραφωνία. Τραγούδι λέγαμε ριζίτικο γιατί δεν ξεχνούσαμε τις ρίζες μας, τραγούδι λέγαμε αληθινό γιατί είχαμε αλήθεια και ποτέ δεν ξεχνιόμασταν. Πατάγαμε χορό που δεν είχε σταματημό. Χορό λαϊκό γιατί τότε ήμασταν λαός, χορό παραδοσιακό γιατί είχαμε παράδοση, χορό νησιωτικό γιατί μας ξύπναγε η αλμύρα απ τα νερά μας. Ποτέ δε χάναμε τα βήματα, όχι στο χορό, εκεί ήταν δεδομένο ότι δε θα τα χάσουμε και το κεφάλι κοιτούσε πάντα ψηλά δεν έψαχνε τα βήματα, τα πόδια τρέχαν μόνα τους και ρυθμικά. Γελάγαμε.
Δε χάναμε τα βήματα ούτε μετά, που χε τελειώσει ο συρτός. Ξέραμε που πατάμε. Γιατί είχαμε σταθερές, δε ψάχναμε τις ευκολίες. Κι όμως, ήρθαν οι ευκολίες και τα ψέματα και μας βρήκαν. Μας βρήκαν τα μεγάλα λόγια, οι υπεύθυνες υποσχέσεις από τα υπεύθυνα στόματα, οι φλούδες (και όχι φρούδες) ελπίδες που τις πατήσαμε με επιτυχία.
Κι ύστερα ήρθαν κι οι ‘’θεοί’’ που τρύπωσαν στα σπίτια μας μέσα από ένα κουτί. Τόσο ύπουλα. Χαμπάρι δεν πήραμε. Θεοποιήσαμε το σκουπίδι και το τίποτα. Την κατάντια του ο λαός δεν αρκεί να την καταλαβαίνει όταν φτάνει να ζει με 400ευρώ.Κατάντια είναι που πάψαμε να μας εμπνέουν Σεφέρηδες και προσπαθήσαμε να μιμηθούμε μικρούτσικους. Αντιγράψαμε όλοι τους χειρότερους εαυτούς μας και αναπαράγαμε την αηδία.
Και το χειρότερο; Όλο αυτό μας φαίνεται φυσιολογικό. Περνάει απαρατήρητο στην κάθε μέρα μας. Κι είχε δίκιο σε αυτό που είχε πει κάποτε ο Χατζιδάκις σε μια από τις εκπομπές του στο τρίτο πρόγραμμα, ‘’Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει’’. Κι εμείς έχουμε πάψει να το φοβόμαστε από καιρό. Δε μας τρομάζει το κιτς, δε μας αηδιάζει το σάπιο, δε μας κουφαίνει η παραφωνία. Είμαστε τόσο μάγκας λαός που έχουμε κάνει κι ένα βήμα παραπέρα. Επικροτούμε και υπέρ-προβάλουμε την ασχήμια.Γίναμε η παραφωνία.
Φύγαν πολλοί τον τελευταίο καιρό, φύγαν όμως ήσυχα και με αξιοπρέπεια. Γιατί; Γιατί έζησαν ήσυχα και με αξιοπρέπεια. Εμείς θα φύγουμε σκλαβωμένοι αναξιοπρεπείς αφήνοντας πίσω τη βροντερή μας σάπια ύπαρξη;
Αν η παράδοση μας πια, είναι να θάβουμε τον τόπο μας και τις ζωές μας, εμείς θα βυσσοδομήσουμε πάνω στην παράδοση. Σε τούτη τη γη που την πατούμε, όλοι μέσα ΔΕΝ θα μπούμε. Με το φόβο το γλεντάμε και χορεύουμε. Δεν ημερεύουμε. Αντρειεύουμε!
Ας ελπίσουμε λοιπόν, πολύ γρήγορα να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε απαντήσεις. Μέχρι τότε, την απάντηση στην ερώτηση του, θα τη δώσει ο ίδιος ο Ξυλούρης:
Γκρεμνά’ναι εμάς οι τόποι μας, λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού είναι τα γονικά μας.
Καλή επιστροφή… στα σπηλιαρακια του βουνού που ναι τα γονικά μας. Από κει θα ξεκινήσουμε.
Αποστόλης Μπ.
πηγη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου