Γράφει η Χριστιάννα Λούπα
Αρχίζοντας να γράφω αυτό το άρθρο, αντιλαμβάνομαι ότι είναι από τις λίγες εκείνες φορές που νιώθω τη συγκίνηση να κατευθύνει τις σκέψεις μου και το συναίσθημα να οπλίζει το χέρι μου, καθώς τα δάχτυλα πληκτρολογούν βιαστικά τα γράμματα ένα –ένα, με την ταχύτητα εκείνη που μας κυριεύει όταν είμαστε φορτισμένοι συναισθηματικά και θέλουμε να βγάλουμε από μέσα μας το βάρος, όσο το δυνατόν νωρίτερα.
Πράγματι, βιάζομαι να προλάβω να σας πω όλα αυτά που θέλω, μην τυχόν και μου ξεφύγει τίποτα, μην τυχόν και ξεχάσω κάτι.Υπό το βάρος των τελευταίων γεγονότων βέβαια, οι περισσότεροι από μας νιώθουμε να κουβαλάμε ολημερίς ένα ψυχοπλάκωμα, το οποίο περιφέρουμε όπου σταθούμε και βρεθούμε, στη δουλειά, στους δρόμους, στους χώρους διασκέδασης, στο σπίτι, στα λεωφορεία… Κατηφείς και βαρύθυμοι γίναμε όλοι μας ξαφνικά. Εμείς, ένας λαός «έξω καρδιά», ένας λαός χαρούμενος, που και τον πόνο ακόμα, όχι μόνο τον κάνει τραγούδι, αλλά τον χορεύει κιόλας. Από κάθε ελληνικό μυαλό ωστόσο, σαν από κάποια μυστική συμφωνία, μία σκέψη περνά, μαύρη κι αποκρουστική: Θα τα καταφέρει η Ελλάδα;
Ε, λοιπόν, ως εδώ! Τέρμα οι μεμψιμοιρίες, οι κλαυθμυρισμοί, οι καταστροφολογίες, οι θρήνοι και οι κοπετοί. Η Ελλάδα έχει περάσει από πολύ δυσκολότερες καταστάσεις και επέζησε. Ολόκληρη η νεώτερη ιστορία της δεν είναι παρά μία πορεία δια πυρός και σιδήρου. Ξεριζωμοί και σφαγές, βαλκανικοί πόλεμοι, μικρασιατική καταστροφή, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, λιμός και τρόμος, Δεκεμβριανά, εμφύλιος, εξορίες, μετανάστευση… Έφεδροι που υπηρέτησαν χρόνια ατέλειωτα στην εμπόλεμη ζώνη, γυναίκες και παιδιά που σφάχτηκαν από τους Τούρκους το καταραμένο 1922, πάνω από ένα εκατομμύριο ανέστιοι και ξεριζωμένοι πρόσφυγες στη μητέρα πατρίδα, άνθρωποι που πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα και θάβονταν σε ομαδικούς τάφους στα ζοφερά χρόνια της Κατοχής, Γερμανοί που έκαιγαν χωριά ολόκληρα κι εκτελούσαν κατά εκατοντάδες τους πατριώτες, εποχές που αδέρφια σκότωναν αδέρφια κι εποχές που άνθρωποι, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, έπαιρναν το δρόμο για τις φάμπρικες της Γερμανίας. Αυτή είναι η Ιστορία της Ελλάδας μας, της Ελλάδας των γονιών μας, των παππούδων και των προπάππων μας. Δυστυχία, θάνατος, πείνα και διχόνοια. Κι εμείς τολμάμε και μοιρολογούμε σαν τις γυναικούλες; Τολμάμε και μιλάμε;
“Κυκλαδινό κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς
πού μίσχο και σαλεύεις
Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα”*
Πόσο μαλθακοί γίναμε πια, μέσα στην τρυφηλότητα της καθημερινής ευμάρειας, μέσα στο τέλμα της άμετρης απληστίας και του κορεσμού, μέσα στη ραστώνη μας; Η Ελλάδα θα ζήσει! «Η Ελλάς προώρισται να ζήσει και θα ζήσει», είχε πει ο Χαρίλαος Τρικούπης μετά την πτώχευση του 1893. Κι έτσι κι έγινε. Όλοι οι Έλληνες μια γροθιά. Ενωμένοι θα σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα, με την ίδια ομοψυχία που μας διακρίνει πάντα όταν αντιμετωπίζουμε εξωτερικό κίνδυνο, κι ας είναι τώρα ο εχθρός από τα μέσα μας βγαλμένος.
“Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
……………………………………………..
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.”**
Και κάτι ακόμα: Δεν είμαστε μόνοι! Στον Παλμογράφο έχουν φτάσει τις τελευταίες μέρες πολλά μηνύματα από τους Έλληνες της Διασποράς, από την Αυστραλία, τη Γερμανία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ, που τα διαβάζω και τα ξαναδιαβάζω και πάντα δακρύζω… «Είμαστε εδώ και περιμένουμε οδηγίες. Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε την πατρίδα μας;», «Δεν είστε μόνοι, είμαστε στο πλευρό σας», «Μαζεύουμε χρήματα, ας μας δώσει οδηγίες το ΣΑΕ», «ΕΛΛΑΔΑ, ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΨΗΛΑ!».
Θα ήθελα, αν είναι δυνατόν, να σας τα μεταφέρω όλα. Είναι όμως πάρα πολλά – ευτυχώς – και καθένα έχει βεβαίως τη δική του βαρύτητα και ξεχωριστή αξία. Εντελώς ενδεικτικά και με την άδεια του αποστολέα, σταχυολογώ ένα μήνυμα από την Αδελαΐδα της μακρινής Αυστραλίας και παραθέτω σχετικό απόσπασμα:
«…Γεννήθηκα σ’ ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου…Το 1968 ήμουν 20 χρονών. Μεγάλωσα μέσα στη φτώχεια κι είχα τέσσερις αδερφές. Ο πατέρας είχε μπαρκάρει με καράβι… Άλλος δρόμος δεν υπήρχε, μονάχα η ξενιτιά. Υπήρχαν τότε ειδικά γραφεία που σε βοηθούσαν να κάνεις τα χαρτιά σου και σου έβρισκαν δουλειά σε Αμερική ή Αυστραλία. Μπαρκάρισα με το πλοίο «Αυστραλίς» κι επί 20 μέρες θαλασσοπνιγόμουν. Έφτασα στο Freemantle και μετά από διάφορες περιπέτειες και ταλαιπωρίες βρήκα δουλειά στο νότο, στην Adelaide. Εκεί στέριωσα. Δούλεψα χρόνια σε γαριδάδικο… Έκανα οικογένεια, τα παιδιά μου μιλάνε ελληνικά, όμως δεν ξέρουν να γράφουν… Μπορεί να έχω πέντε χρόνια να έρθω στην Ελλάδα, αλλά η καρδιά μου δεν είναι εδώ, είναι στο χωριό μου στην Ήπειρο, εκεί έμεινε. Στην αγαπημένη μου πατρίδα, που δεν πρόλαβα να τη χαρώ. Ακούω για Ελλάδα και βουρκώνω κι εγώ κι η γυναίκα μου. Δεν θέλουμε τα νέα παιδιά να ζήσουνε αυτά που περάσαμε εμείς, που βασανιστήκαμε πολύ. Στεναχωριόμαστε που ακούμε τόσα για την Ελλάδα… Για την πατρίδα θα δώσουμε ό,τι μας ζητήσει. Από ό,τι μαζέψαμε όλα αυτά τα χρόνια θέλουμε να δώσουμε για την πατρίδα που περνάει δύσκολα… Να μη φεύγει κανείς απ’ τον τόπο του. Η ξενιτιά δεν καταπίνεται… Κάνε κουράγιο Ελλάδα μας…».
“Στου βούρκου μέσα τα νερά
ποια γλώσσα μου μιλάνε
αυτοί που μου ζητάνε
να χαμηλώσω τα φτερά;”***
Συνειδητοποιώντας, τέλος, τ’ απέραντα σύνορα της Ρωμιοσύνης και τη δύναμη της ελληνικής ψυχής, που μας κράτησε ζωντανούς σε καιρούς χαλεπούς, τότε που η ελευθερία τελούσε υπό αναστολή και κάποιοι έπαιζαν με τη ζωή μας ρώσικη ρουλέτα, κοιτάμε ψηλά, τραβάμε μπροστά. Ας αποδείξουμε σε όλους τι μπορούμε να κάνουμε – για μια ακόμη φορά. Ελλάδα, το κεφάλι ψηλά!
*Κουβέντα μ’ ένα λουλούδι, Γιάννης Ρίτσος
**Πνευματικό Εμβατήριο, Άγγελος Σικελιανός
***Πώς να σωπάσω, Κώστας Κινδύνης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου