Το δεύτερο μέρος που αποτελεί το δεύτερο συνθετικό της λέξεως Σαρακατσάνοι, είναι η...
.... ρίζα -ΚΑΣ (-ΚΑΤΣ). Η ρίζα ΚΑΣ εμπεριέχει δύο πανάρχαιες ένοιες με συμβολικό χαρακτήρα.Οι Σαρακατσάνοι, γνωστοί και ως Καρακατσάνοι ή Σαρακατσαναίοι, είναι ελληνική νομαδική φυλή που βρίσκεται διασκορπισμένη σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα. Σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των Σαρακατσάνων έχει εγκαταλείψει το νομαδικό βίο και ζει μόνιμα στα χωριά όπου ασχολείται με την κτηνοτροφία, ενώ οι απόγονοί τους έχουν εγκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό στα μεγάλα αστικά κέντραWikipedia
Στούς Σαρακατσάνους, η ρίζα -ΚΑΣ εμπεριέχεται στή λέξη κατσούλα πού σημαίνει τό καλύβι, ή τό επάνω κωνικό μέρος τού παραδοσιακού τους καλυβιού, καί τά ξύλα πού αποτελούν τόν οπλισμό τής Κατσούλας, τά λένε κατσουλόξυλα. Τά κατσουλόξυλα σχηματίζουν έναν κώνο καί ενώνονται στήν κορυφή σέ μία στεφάνη πού εμπεριέχει έναν σταυρό.
Η ρίζα -ΚΑΣ διασώζεται ώς σήμερα στό ρήμα κατσιάζω δηλαδή ζαρώνω, σουφρώνω όπως τά καυσόξυλα σουφρώνουν πρός τήν κορυφή τής καλύβας σχηματίζοντας κώνο.
Σαρακατσάνικος ισοσκελής: Οί Σαρακατσάνοι, σταυρός σαν αρχαϊκός παλαιότερα, όταν έλεγαν κατσούλα ενοούσαν όλο τό καλύβι τό όρθο. Κατσούλα επίσης λένε καί τήν κωνική κουκούλα τής κάπας.
Η λέξη κατσούλα προέρχεται από τήν λέξη κασούλα όπως αναγράφεται στίς Προκοπίου Ιστορίαι (4, 26). Η λέξη ΚΑΣούλα εμπεριέχει τήν ρίζα -ΚΑΣ η οποία μέ παραφθορά προφέρεται ΚΑΤΣ. Η ετυμολογική της σημασία είναι οτι εμπεριέχει τήν ένοια τού ενώνω, τού συγκεντρώνω, ταυτίζω, αδελφώνω όπως όλα τά κατσουλόξυλα στήν κορυφή τής κατσούλας – καλύβας στόν σταυρό.
Στόν Όμηρο η ένοια τού κασις αναφέρεται ώς ένωση, αδέλφωμα, (ΙΛΙΑΔΑ Ζ430, Ο545, ΟΔΥΣΕΙΑ Δ155) κατά συνέπεια αποκαλούνται έτσι καί τά αδέλφια, εξ` ού καί η Ομηρική λέξη κασίγνητοι (ΙΛΙΑΔΑ Δ155, Ε359).
Οί Σαρακατσαναίοι διασώζουν αυτή τήν πανάρχαια ένοια κάτσα (=η ένωση τών ποδιών, τό ωκλαδών (σταυροπόδι), η ένωση δύο ατόμων, δηλ. η αδελφο-ποίηση στά σταυραδέλφια, τό νήμα πού προέρχεται από τήν ένωση δύο νημάτων στριμένων ή περισσότερων, τό αποκαλούν κατσελωτό.
Η ρίζα -ΚΑΣ έχει προέλθει από τήν μητρική της ρίζα -ΚΑ μία πανάρχαια Ελληνοπελασγική ρίζα πού τή συναντούμε στίς αρχαιότερες Ελληνικές γραφές, στήν Γραμμική Α` καί Γραμμική Β` (Περιοδικό ΔΑΥΛΟΣ, τεύχος 126, Ιούνιος 1992, σελ. 5,6,7,8) τής Μινωικής καί Προμινωικής περιόδου. Από τήν ρίζα -ΚΑ προήλθε η ρίζα -ΚΑΤΣ, κι` από αυτή προήλθε η λέξη κατσούλα.
Η ρίζα -ΚΑ όπως συμβολίζεται σέ πίνακα συλλαβο-γραμμάτων τής Γραμματικής Β` (Δημητρίου Τομπαΐδη “ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ” σελ. 15,16 Εκδόσεις Ο.Ε.Δ.Β.), καί μέ κωδικό 77 έχει τήν ένοια τού τροχού μέ σταυρό, ότι δηλαδή έχει κάθε Σαρακατσάνικο καλύβι, στήν εσωτερική πλευρά τής κορυφής του.
Στούς Σαρακατσάνους βρίσκουμε τόν κύκλο μέ τόν σταυρό σέ κίνηση, όπως ο τροχός στόν χώρο ΚΑΤΣΑ ή ΣΤΑΥΡΩΤΟ όπως αλλιώς λέγεται. Μία μορφή τού χορού αυτού χορεύεται από τέσσερεις χορευτές πού σχηματίζουν σταυρό κρατόντας τίς άκρες δύο μαντηλιών σταυρωμένα μεταξύ τους σχηματίζοντας σταυρό. Όταν χορεύουν, οι σταυροί τών μαντηλιών καί χορευτών διαγράφουν κύκλο.
Ο Σταυρωτός χορός τών Σαρακατσαναίων μάς παραπέμπει στό στίχο τού Ορφικού Ύμνου πρός τιμήν τού Ηλίου: “τετραβάμοσι ποσί χορεύουν”, (Νίκου Πρεάδη: Ο Ορφέας καί οί Ορφικοί, σελ. 48, Αθηνα 1994).
Μέ σταυρό στήν αρχαιότητα συμβολίζουν τόν Θεό Ήλιο – Δία καί πιθανότατα ο χορός αυτός νά ήταν πρός τιμήν τού Θεού Ήλιου – Δία.
Η ταύτιση τού σταυρού καί τού Ήλιου μπορεί εύκολα νά διαπιστωθεί εάν επισκεφθεί κάποιος τά μουσεία στή Κρήτη όπου θά βρεί πλήθος απεικονήσεων σταυρών καί ήλιων σέ λατρευτικά αντικείμενα.
Στίς πρωτοελληνικές διαλέκτους ο σταυρός λεγόταν -ΚΑΡΟΣ από τή ρίζα -ΚΑ, καί αυτή η λέξη διασώζεται σήμερα σέ όλη τήν Ευρώπη ΚΑΡΟΣ = Κ` ΡΟΣ = CROSS, αλλά καί στή λέξη καρώ πού σημαίνει τετράγωνο ή ρόμβος. Στή ρίζα -ΚΑΣ λοιπόν βρίσκουμε τήν ένοια τού σταυρού, δηλαδή τήν ένωση “κάσις” ενός συμβόλου πού είχαν οι Σαρακατσάνοι πρίν τόν Χριστιανισμό.
Τό σταυρό στούς Σαρακατσάνους τόν βρίσκουμε όχι μόνο στήν κατσούλα τού καλυβιού, στό εσωτερικό, μά καί στό εξωτερικό τής καλύβας όπου έβαζαν εμφανώς σταυρό.
Σταυρό έχει καί τό πανάρχαιο λάβαρό τους, ο φλάμπουρας. Σταυρό έχουν καί στό χώρο ΣΤΑΥΡΩΤΟ ή ΚΑΤΣΑ.
Οι γυναίκες αλλά καί οί άνδρες παλαιότερα έφεραν σταυρό τατουάζ στό μέτωπο καί στά μπράτσα. Η εξοικείωσή τους μέ τόν σταυρό τούς έκανε καί καλούς Χριστιανούς. Οί Σαρακατσάνοι υπήρξαν “σταυρο-φορούντες” από τήν αρχαιότητα καί διέδωσαν τόν σταυρό σ` όλη τήν Ευρώπη.
Προσφάτως δέ ανεκαλύφθη λείψανο ανθρώπου στίς Αλπεις καλά διατηρημένο στούς πάγους, εις τό οποίο οί επιστήμονες δίνουν ηλικία 4.000 ετών. Τό σώμα αυτό είναι καλά διατηρημένο καί στό δέρμα του διακρίνονται τατουάζ μέ σταυρούς!
Συνοπτικά στή ρίζα -ΚΑΤΣ έχουμε τήν αρχαία ένοια τού σταυρού καί τής κατσούλας (καλυβιού), τού ορθού κονακιού τών Σαρακατσάνων.
-ΣΑΡ λοιπόν ο ορεσίβιος βοσκός κτηνοτρόφος.
-ΚΑΣ η καλύβα – κατσούλα πού φέρει τό σταυρό.
Μέ τόν συνδιασμό αυτών τών δύο αρχαίων ριζών-ενοιών έχουμε τήν προέλευση τής λέξης ΣΑΡ(α)ΚΑΤΣ(άνοι) πού σημαίνει οί ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι, βοσκοί, πού ζούν στίς Κατσούλες, πού έχουν τόν σταυρό, ή οί σταυροφορούντες ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι πού ζούν στίς κατσούλες.
Η ιστορική εξέλιξη τής λέξεως Σαρακατσάνοι, έχει ώς εξής:
ΕΛ ΚΑ = +
ΣΕΛ ΚΑΣ-ΚΑΤΣ
ΣΑΛ-ΣΑΡ ΚΑΤΣΟΥΛΑ
ΣΑΡ(α) + ΚΑΤΣ(ουλιάνοι)
ΣΑΡΑΚΑΤΣΟΥΛΙΑΝΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣ` ΛΙΑΝΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
Σαρακατσάνοι, μία λέξη γεμάτη νόημα, αλήθεια καί ιστορία, από τά βάθη τής αρχαιότητος καί τής παρουσίας τού αυτόχθονα Έλληνος – ανθρώπου στήν ιερή Ελληνική Γή. Ένας πρωτοελληνικός λαός πού δέν θά μπορούσε παρά νά έχει ένα πανάρχαιο Ελληνικό όνομα πού προέρχεται από τήν σύνθεση στοιχείων τού πανάρχαιου βίου του.
Η Ελληνικότητα τών Σαρακατσάνων ήταν πάντοτε αδιαμφισβήτητη, ακόμη καί μετά τόν εκχριστιανισμό τους, καί όλοι γνωρίζουν πόσο ευλαβείς καί πιστοί άνθρωποι είναι οί Σαρακατσάνοι.
Όμως σάν Έλληνες – Χριστιανοί έχουν μιά μοναδική ιδιαιτερότητα. Από τά χριστιανικά ονόματα αποδέχονται μόνο τά Ελληνικά ή Ελληνοποιημένα. Είναι αδύνατον νά βρής Εβραϊκό όνομα σέ Σαρακατσάνο, όπως Δανιήλ, Ιωσήφ, Ραφαήλ, Δαυίδ, Εμμανουήλ κλπ.
Η παράδοση τών Σαρακατσάνων, καί ειδικά οι πανάρχαιοι ιδιωματισμοί τους χρειάζονται ειδική μέριμνα.
Η “γλώσσα” τών Σαρακατσάνων κρύβει τήν ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, γιατί περιέχει στοιχεία πρωτο-ελληνικά, Πελασγικά, Ομηρικά και αρχαϊκά. Αλλά χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι πολλές λέξεις προέρχονται από παραφθορά καί είναι δύσκολος ο εντοπισμός τής πραγματικής λέξεως.
Όπως η λέξη κλίτσα αποτελείται από τή ράβδο καί τήν κλίτσα, τό καπέλο τής ράβδου δηλαδή η κατσούλα, πού υποκοριστικά ελέγετο Κατσουλίτσα (μικρή κατσού-λα), καί μέ παραφθορά κατσ`λίτσα καί στό τέλος κλίτσα.
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στό νόημα πού έχουν ορισμένες λέξεις. Λόγου χάριν οί Σαρακατσάνοι τίς βελανιδιές τίς αποκαλούν δένδρα, καί όλα τά υπόλοιπα κλαριά. Δένδρα όμως ονομάζει κι` ό Όμηρος τίς βελανιδιές (δρύς) αλλά καί σέ άλλους στίχους τά δένδρα τά αποκαλεί δένδρα. (ΙΛΙΑΔΑ Μ 131-134 καί Λ 86-89).
Επίσης Λούρα λένε οι Σαρακατσάνοι τούς μακρινούς λεπτούς κορμούς χωρίς φυλλωσιές κι` ο Όμηρος χρησιμοποιεί τόν όρο Δούρα (Δούρατα – Δόρατα, Δόρυ. -ΟΔΥΣΣΕΙΑ, Ε 162 – 164, Ζ 167).
Ο Όμηρος, Κρής (Κάρα) αποκαλεί τό κεφάλι, από τήν ίδια λέξη προέρχεται καί τό Σαρακατσάνικο κρητσούνας πού σημαίνει κεφάλας, καί τό κρητσούνι = κεφάλι.
Η λέξη τσοτίνα ή τσουτίνα πού σημαίνει τήν περιοχή τού ινιακού ή κροτάφων στό κεφάλι, καί είναι παραφθορά τής λέξης κοτίνα, εξ` ού καί ο αρχαίος “κότινος”, τό στεφάνι τών Ολυμπιονικών.
Ένα ακόμη παράδειγμα πρωτοελληνικής Πελασγικής λέξης είναι η Εστία τής Κατσούλας τήν οποία οι Σαρακατσάνοι αποκαλούν Βάτρα, ονομασία πού προέρχεται από τό πελασγικό Βατάρα (Ησύχιος, “Πελασγικά”, Ιάκωβος Θωμόπουλος, Αθήνα 1912). Πρόκειτε γιά μία καθαρά Ελληνοπελασγική λέξη τήν οποία λανθασμένα μερικά λεξικά αποδίδουν στή Λατινική γλώσσα.
Οί Σαρακατσάνοι φέρουν καί αρχαιότατα πελασγικά ονόματα όπως τό Χαραλής (Πελασγικά, Ι.Θ.) καί σήμερα Καραλής πού έχει βρεθεί σέ πελασγική επιγραφή. Τό όνομα Καραλής, πού δέν έχει καμία σχέση μέ τό τουρκικό Καρά – Αλής, τό βρίσκουμε στούς Σαρακατσάνους τής Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας αλλά καί Βουλγαρίας.
Τό Ακοίτης, είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό Πελασγικό όνομα πού έχει βρεθεί κι` αυτό σέ Πελασγική επιγραφή καί τό οποίο συναντάμε μόνο στούς Σαρακα-τσάνους σάν Κοίτας καί είναι τό αντίστοιχο τού νεοχριστιανικού Χρήστος.
Πελασγικής προελεύσεως είναι πολλές λέξεις όπως; κρούτα, ρούγα, κάλεσος, βελέντζα, ζαλίκι, μερτζέλι, τσούπρα, λούγκα, κούπα, κούρνια, λιγκιάζω κ.α., αλλά καί πάρα πολλές Αρχαϊκέςόπως: πυροστιά (πύρ + εστία), πυρόμαχος (πύρ + μάχομαι), σκ` τί – σκουτί (σκύτος=δέρμα ένδυμα), κουρνιαχτός (κορνιαχτός) κ.α.
Η Ελλοπική – Πελασγική γλώσσα φυσικά ήταν αρκετά διαφοροποιημένη από τή γνωστή σ` εμάς Αττική διάλεκτο ή τά νεοελληνικά πού ομιλούμε σήμερα. Η Ελλοπική – Πελασγική ήταν γεμάτη φθόγγους καί πολλά σύμφωνα, λίγα φωνήεντα καί σχεδόν καθόλου άρθρα, όπως άλλωστε καί η Ομηρική γλώσσα πού δέν έχει άρθρα. Από τούς επηρεασμούς πού δεχόταν ο πρωτόγονος άνθρωπος τών ήχων πού παρήγαγε τό φυσικό του περιβάλλον, συνετέλεσαν στή διαμόρφωση τής γλώσσας, μέ ηχοποιητές λέξεις.
Όπως πολύ εύλογα μάς λέει ο Γ. Μπαμπινιώτης (“Θεωρητική Γλωσσολογία”, 1986, σελίς 25): “Οί φθόγγοι μιάς γλώσσας ώς συνδιασμοί, ώς συγκεκριμένες φωνολογικές μορφές υπάρχουν ένεκα σημασιών, ώς φορείς δηλαδή ορισμένων σημασιών. Οί δέ σημασίες μιάς γλώσσας υπάρχουν μόνο διά τών φθόγγων. Οί ορισμένοι κατά γλώσσα συνδιασμοί φθόγγων πού μέ τή σειρά τους συνδέονται πρός ορισμένες σημασίες, συνθέτουν τή γλώσσα”.
Αλλά καί ό Όμηρος μάς λέει κάτι σχετικό (ΙΛΙΑΔΑ, Δ 452):
” Ώς δ` ότε χειμαρόοι ποταμοί κατ` όρεσφι `ρέοντεςες μεσγάγκειαν ξυμβάλλετον όμβιμον ύδωρ.κρουνών εκ μεγάλων κοίλης ενυασθε χαράδρηςτών δέ τε τηλόσε δούπον εν ούρεσιν έκλυε ποιμήν”.(Καί καθώς όταν οί σάν ποτάμια χείμαροι κατέρχονται απ` τά βουνάκαί σμίγουν αυξάνοντας τήν δύναμη τών οχετώνπού κρημνίζονται μέσα στή βαθιά χαράδρα αυτών,βεβαίως τό μακρινό δούπο στά βουνά άκουε ο βοσκός).Καί ο αείμνηστος Ηλίας Τσατσόμοιρος (“Ιστορία Γεννέσεως τής Ελληνικής Γλώσσας”, εκδόσεις Δαυλός, 1991) θά συμπληρώσει: “Σελλός, Ελλός καί Έλλην υπήρξαν οί κτηνοτρόφοι πού εποίμαναν τόν λόγο”.
Από τίς παραπάνω παραπομπές βγαίνει αβίαστα θάλεγα τό συμπέρασμα πώς οί κτηνοτρόφοι είναι εκείνοι πού δημιούργησαν τόν λόγο – γλώσσα μά καί τό τραγούδι.
Η ανάγκη γιά έκφραση στό τραγούδι ώθησε στό νά επινοηθούν τά φωνήεντα μεταξύ τών συμφώνων καί φθόγγων δημιουργώντας ηχητική καλαισθησία. Στούς Σαρακατσάνους παρατηρούμε πώς ενώ στήν καθομιλουμένη “γλώσσα” τους κάνουν ευρεία αποκοπή φωνηέντων στίς λέξεις, αντίθετα στά τραγούδια τους προφέρουν όλα τά φωνήεντα τών λέξεων, ούτως ώστε νά μήν παρατηρείται χασμωδία στά Σαρακατσάνικα τραγούδια.
Τό Σαρακατσάνικο τραγούδι είναι θά έλεγα πρωτόγονο τραγούδι γιατί κανένα παραδοσιακό Σαρακατσάνικο τραγούδι δέν συνοδεύονταν από μουσική κάποιου οργάνου.
Όσοι γνωρίζουν τή Σαρακατσάνικη παράδοση τών τραγουδιών εύκολα μπορούν νά διακρίνουν τή διαδοχή συλλαβών – ήχων μέ μιά συνεχή ροή πού προσφέρει μία ηχητική μελωδία σάν κελάρισμα.
Η απουσία μουσικού οργάνου στά τραγούδια τών Σαρακατσάνων τούς έκανε νά αναπτύξουν τή φωνητική τών τραγουδιών τους.
Τό μόνο μουσικό όργανο πού έχουν είναι η φλογέρα (καί ένα είδος μεγάλης φλογέρας η Τζαμάρα), η οποία αποτελεί τήν πηγή έκφρασης τού ψυχικού κόσμου τού μοναχικού τσομπάνη πού βοσκά τά πρόβατα μόνος.
Όταν οι Σαρακατσάνοι θέλουν νά εκφράσουν τόν ρυθμό τών τραγουδιών τους χρησιμοποιούν τόν όρο: ν` χό, μιά λέξη πού κρύβει πολλά. Η λέξη: ν` χός, έχει προέλθει εκ παραφθοράς από τή λέξη νεροηχός. Δηλαδή ο ήχος τού κελαρίζοντος τρεχούμενου νερού ήταν η αιτία δημιουργίας αυτού τού όρου μά καί ότι ο ρυθμός τής ροής τών ήχων – συλλαβών τών τραγουδιών τους.
Οί Σαρακατσάνοι είναι οί πρώτοι πού “επόιμαναν τό λόγο” καθώς λέει ό Η. Τσατσόμοιρος, οί οποίοι ακούγοντας τά τρεχούμενα νερά, όπως μάς πληροφορεί ο Όμηρος, δημιούργησαν καί τό τραγούδι.
Καί ο αξιέπαινος επιστήμονας ανθρωπολόγος Δρ. Άρης Πουλιανός (“Σαρακατσάνοι: Ο αρχαιότερος λαός τής Ευρώπης”, Πρακτικά συνεδρίου Σερρών 1983, Αθήνα 1985, σελ. 26) θά μάς επιβεβαιώσει: “Οί Σαρακατσάνοι τής πρωτοχάλκινης εποχής είναι αυτοί πού κατέχουν, καί πρώτοι μιλούν, τήν Ελληνική καί μέ τίς διαρκείς μετακινήσεις τους στόν Ελλαδικό χώρο ενεργούν σάν φορείς διαδίδοντας τή γλώσσα τους”.
Οί Σαρακατσάνοι οι ίδιοι καί η παράδοσή τους είναι ανεκτίμητοι διότι κουβαλούν τή μαρτυρία τής ιστορίας τού Ελληνισμού. Είναι τό αποδεικτικό στοιχείο τής αδιάκοπης ιστορικής καί βιολογικής συνέχειας καί πορείας του διά μέσου τών χιλιετιών.
Σαρακατσάνοι καί Ελληνισμός είναι όροι ταυτόσημοι, φορείς τού μοναδικού καί ανεπανάληπτου Ελληνικού πολιτισμού, ταγμένοι στήν ιερή καί πανανθρώπινη αποστολή τους.
Η Σαρακατσάνικη παράδοση είναι σάν τά κάρβουνα μέσα στή χόβολη, όσο σκαλίζεις τή στάχτη τόσο ανάβει η φωτιά. Κι` εμείς, οί απόγονοί τους, πρέπει νά δώσουμε πνοή σ` αυτή τή φωτιά νά γίνει τρανή φλόγα νά φωτίσει τήν
κακοποιημένη καί διαστρεβλωμένη στούς δύσκολους αυτούς γιά τόν Ελληνισμό καιρούς αλήθεια.
ΜΟΛΑΡΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
Πηγές:
http://kostasxan.blogspot.com/2010/09/blog-post_45.html
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου