Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Το βλέπω κάθε καλοκαίρι στην παραλία. Περπατάει αργά από τη μια άκρη της παραλίας ως την άλλη. Ξυπόλητη πάνω στην άμμο, η θάλασσα της βρέχει τα πόδια. Άλλοτε φοράει μόνο μαγιό, άλλοτε παρεό, άλλοτε κρατάει ένα μαντίλι στο...
χέρι. Πού και πού σταματάει, σκύβει, πιάνει μια πέτρα ή ένα κοχύλι. Και συνεχίζει.
Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Είναι ψηλόλιγνη, μαυρισμένη, τα μαλλιά της μακριά και πέφτουν στους ώμους της.
Κοιτάει χαμηλά. Περνάει ανάμεσα από τους παραθεριστές αλλά είναι σαν να μην υπάρχουν. Στην άκρη της παραλίας, κάθεται για λίγο στην άμμο και κοιτάει την θάλασσα. ‘Ύστερα, χάνεται.
Τα μάτια της είναι μελαγχολικά. Δεν είναι η μελαγχολία των ποιητών. Όχι. Ούτε η μελαγχολία των μεγάλων ανδρών που οδηγούνται στην αιώνια θλίψη από υπέρμετρο ανθρωπισμό.
Είναι μια άλλη μελαγχολία. Θηλυκή. Η μελαγχολία της θηλύτητας. Η μελαγχολία της γυναίκας. Αλλά δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Δεν είναι η φύση μου αυτή.
Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Κι ας μην ξέρω ούτε το όνομά του. Το έχω συναντήσει στις παραλίες της Χαλκιδικής, της Πάρου, της Νισύρου. Το είδα ένα απόγευμα σε μια παραλία της Κεφαλονιάς. Και ένα άλλο απόγευμα σε μια παραλία της Πορτογαλίας.
Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Το είδα πρώτη φορά πριν πολλά χρόνια σε μια παραλία της Ζακύνθου. Ήμουν παιδί τότε. Όλοι έπαιζαν και γελούσαν στην παραλία. Εκτός από το κορίτσι. Που περπατούσε αργά πάνω στην άμμο και τα μάτια του ήταν μελαγχολικά.
Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Το είδα πέρσι στο Καστράκι στη Νάξο. Περπατούσε νωχελικά στην παραλία και κάποια στιγμή έσκυψε και μάζεψε ένα μάτι της θάλασσας. Κοραλί με άσπρη κόρη.
Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Το είδα χτες στην παραλία. Από πού εμφανίστηκε; Ποια ήταν η παρέα της; Άγνωστο. Περπατούσε ξυπόλητη στη άμμο, τα μακριά μαλλιά της στον ένα της ώμο, ένα πορτοκαλί μαντίλι στο χέρι της, τα μάτια της θλιμμένα. Μετά χάθηκε.
Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Αλλά δεν του μίλησα ποτέ. Κανείς δεν του μίλησε.
Γεια σου, μελαγχολικό κορίτσι. Συνέχισε να περπατάς ξυπόλητη στην άμμο με το μυστικό σου.
Και ξέρω πως δεν σε νοιάζει αλλά μη βλέπεις που δείχνω ανέμελος, δυνατός και χαρούμενος. Γελάω για να μην κλάψω.
πηγη
χέρι. Πού και πού σταματάει, σκύβει, πιάνει μια πέτρα ή ένα κοχύλι. Και συνεχίζει.
Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Είναι ψηλόλιγνη, μαυρισμένη, τα μαλλιά της μακριά και πέφτουν στους ώμους της.
Κοιτάει χαμηλά. Περνάει ανάμεσα από τους παραθεριστές αλλά είναι σαν να μην υπάρχουν. Στην άκρη της παραλίας, κάθεται για λίγο στην άμμο και κοιτάει την θάλασσα. ‘Ύστερα, χάνεται.
Τα μάτια της είναι μελαγχολικά. Δεν είναι η μελαγχολία των ποιητών. Όχι. Ούτε η μελαγχολία των μεγάλων ανδρών που οδηγούνται στην αιώνια θλίψη από υπέρμετρο ανθρωπισμό.
Είναι μια άλλη μελαγχολία. Θηλυκή. Η μελαγχολία της θηλύτητας. Η μελαγχολία της γυναίκας. Αλλά δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Δεν είναι η φύση μου αυτή.
Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Κι ας μην ξέρω ούτε το όνομά του. Το έχω συναντήσει στις παραλίες της Χαλκιδικής, της Πάρου, της Νισύρου. Το είδα ένα απόγευμα σε μια παραλία της Κεφαλονιάς. Και ένα άλλο απόγευμα σε μια παραλία της Πορτογαλίας.
Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Το είδα πρώτη φορά πριν πολλά χρόνια σε μια παραλία της Ζακύνθου. Ήμουν παιδί τότε. Όλοι έπαιζαν και γελούσαν στην παραλία. Εκτός από το κορίτσι. Που περπατούσε αργά πάνω στην άμμο και τα μάτια του ήταν μελαγχολικά.
Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Το είδα πέρσι στο Καστράκι στη Νάξο. Περπατούσε νωχελικά στην παραλία και κάποια στιγμή έσκυψε και μάζεψε ένα μάτι της θάλασσας. Κοραλί με άσπρη κόρη.
Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Το είδα χτες στην παραλία. Από πού εμφανίστηκε; Ποια ήταν η παρέα της; Άγνωστο. Περπατούσε ξυπόλητη στη άμμο, τα μακριά μαλλιά της στον ένα της ώμο, ένα πορτοκαλί μαντίλι στο χέρι της, τα μάτια της θλιμμένα. Μετά χάθηκε.
Το ξέρω αυτό το κορίτσι. Αλλά δεν του μίλησα ποτέ. Κανείς δεν του μίλησε.
Γεια σου, μελαγχολικό κορίτσι. Συνέχισε να περπατάς ξυπόλητη στην άμμο με το μυστικό σου.
Και ξέρω πως δεν σε νοιάζει αλλά μη βλέπεις που δείχνω ανέμελος, δυνατός και χαρούμενος. Γελάω για να μην κλάψω.
πηγη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου